Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΙΜΑΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ

λογοτεχνίαΆρθρο του Δώρη Κ. Κυριαζή  που δημοσιεύτηκε στον τόμο «Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της Ετήσιας Συνάντησης  Εργασίας του Τομέα Γλωσσολογίας Τμήματος Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής  
Α.Π.Θ., 6-7 Μαϊου, 2006, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη  2007, σσ. 198-209».
(Λόγω της επικαιρότητας του θέματος αποφασίσαμε να αναρτήσουμε το παρόν άρθρο του καθ. Δώρη Κ. Κυριαζή το οποίο σκοπεύαμε να παρουσιάσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον. Φρονούμε πως η επιστημονική τεκμηρίωση και εγκυρότητά του θα μπορούσαν να συμβάλουν στο διάλογο που έχει ανακύψει.)
 Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΧΙΜΑΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ
Δώρης Κ. Κυριαζής
Για το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της Χιμάρας έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες και εικασίες, που δεν μπόρεσαν να δώσουν μια σαφή και οριστική απάντηση για το πώς και πότε δημιουργήθηκε η ελληνόφωνη αυτή νησίδα στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο καθώς και ποια είναι η σχέση της με τα υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα.
Το ιστορικό της σχετικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο περιγράφεται επαρκώς σε δύο εργασίες του Δ.Βαγιακάκου, που δημοσιεύτηκαν κατά την προτελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα[1] και βασίζονται σε υλικό προερχόμενο από Χιμαριώτες εγκατεστημένους στην Κέρκυρα.  Με τις εργασίες αυτές κλείνει ουσιαστικά ένας κύκλος, χωρίς να έχει κλείσει το ίδιο το ζήτημα.

Ο επόμενος αναμενόμενος κύκλος αφορά την κατά το δυνατόν πληρέστερη συλλογή υλικού και την επιστημονική αξιολόγησή του. Μετά τις γνωστές  αλλαγές του 1990-91 η επιτόπια έρευνα είναι εφικτή πλέον και σε ’ευαίσθητες’ περιοχές της Αλβανίας, όπου η προσέγγιση παρόμοιων θεμάτων αποτελούσε μέχρι πρόσφατα ταμπού.  Στη γειτονική χώρα παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος και των εκδόσεων για τη Χειμάρα[2], που φέρουν συχνά τη σφραγίδα των προκαταλήψεων και στερεοτύπων του παρελθόντος. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μείωση του αριθμού των φορέων του ιδιώματος στο φυσικό του περιβάλλον, καθώς πολλοί Χιμαριώτες κατεβαίνουν προσωρινά ή μόνιμα στην Ελλάδα.
Ο Γ. Αναγνωστόπουλος, πρώτος από τους έλληνες γλωσσολόγους, κατατάσσει τα χιμαριώτικα στα νότια ιδιώματα της νέας ελληνικής και την ομοιότητά τους με τα μανιάτικα την αποδίδει όχι σε άμεση σχέση τους αλλά στη συντηρητικότητα που παρουσιάζουν τα λεγόμενα περιφερειακά ιδιώματα[3]. Ο C.Höeg διατυπώνει την ίδια εποχή την άποψη ότι οι Χιμαριώτες και η γλώσσα τους σχετίζονται με τον ελληνισμό της Κάτω Ιταλίας[4], ενώ ο Μ.Δένδιας προσπαθεί να αποδείξει ότι Χιμαριώτες μετανάστευσαν κατά καιρούς στην απέναντι ακτή της Απουλίας[5]. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Δ.Βαγιακάκος αναζητάει και παραθέτει ενδείξεις για την πιθανή σχέση των ιδιωμάτων της Χιμάρας και της Μάνης[6], αφήνοντας το ζήτημα ανοιχτό για περαιτέρω διερεύνηση. Αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της χιμαριώτικης ντοπιολαλιάς[7], επισημαίνοντας τον αρχαϊκό χαρακτήρα της και το γεγονός ότι οι κάτοικοι των Δρυμάδων και της Παλιάσας χρησιμοποιούν ημιβόρειο ιδίωμα.
Ο Ε.Μπόγκας, επίσης, στο γνωστό βιβλίο του για τα ιδιώματα της Ηπείρου, κατατάσσει το χιμαριώτικο ιδίωμα στην ομάδα νότιων νεοελληνικών διαλέκτων και κάνει λόγο για «χαρακτήρα αρχαϊκό ιδιορρυθμότερο των άλλων ομοίων ιδιωμάτων της Β.Ηπείρου», εξαιτίας της απομόνωσης της περιοχής ανάμεσα σε αλβανόφωνους πληθυσμούς. Μαζί με την πληροφορία για ομοιότητες των χιμαριώτικων με τα μανιάτικα, προσθέτει και μια άλλη, «περίεργη» όπως τη χαρακτηρίζει, κατά την οποία «στους Δρυμάδες ομιλούσι τη γλώσσαν των Ελλήνων της Σινώπης, Κερασούντος και Τραπεζούντος»[8].
Μια διαφορετική εκδοχή για την καταγωγή του χιμαριώτικου ιδιώματος, που κυκλοφορεί και ανακυκλώνεται ανάμεσα στους κατοίκους της Χιμάρας και των γύρω χωριών, είναι ότι οι Χιμαριώτες μιλάνε σαν τους Κρητικούς[9].
Τι είναι τελικά οι Χιμαριώτες; Είναι ντόπιοι ή ήρθαν εδώ από την Κάτω Ιταλία, τη Μάνη, την Κρήτη, τον Πόντο; Ή μήπως είναι και τα δύο, δηλαδή ένας πυρήνας ντόπιου ελληνόφωνου στοιχείου, που  δέχτηκε διαδοχικά ομόγλωσσα ή ετερόγλωσσα κύματα αποικιστών;
Υπέρ της πρώτης άποψης («ντόπιοι») φαίνεται να τάσσεται ο Μ.Δένδιας[10] ενώ η μέση οδός («ντόπιοι» και «φερτοί») υιοθετείται από τον Δ.Βαγιακάκο[11], που   παραμένει επιφυλακτικός σχετικά με μια πιθανή εγκατάσταση Μανιατών στη Χιμάρα: «Διά την επαλήθευσιν της παραδόσεως δεν έχουμεν βεβαίως ιστορικάς αποδείξεις»[12].
Η αρνητική προς την παράδοση στάση του Δένδια στηρίζεται στο γεγονός της μη ύπαρξης ειδικών ισογλώσσων ανάμεσα σε Μάνη και Χιμάρα, αλλά και στο ότι «Πιθανώτερον … η δε παράδοσις να επήγασεν εξ ομοιότητος, ην παρουσίαζεν, ιδίως απέναντι των Τούρκων, η κατάστασις των Χιμαριωτών προς εκείνην της Μάνης»[13].
Ερχόμαστε τώρα σε ένα κρίσιμο για τη συνέχιση της συζήτησης ερώτημα: Γιατί η «παράδοσις» αναφέρεται αποκλειστικά στη Μάνη και την Κρήτη και αφήνει απ’ έξω άλλες εστίες της ελληνόφωνης επικράτειας, που παρουσίαζαν και αυτές τις ίδιες περίπου ή και άλλες ομοιότητες με τη γλώσσα της Χιμάρας;
Αν σκεφτούμε τι σήμαιναν η Μάνη και η Κρήτη για το νεότερο ελληνισμό, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε γιατί, μέσα σε ένα αντικειμενικό πλαίσιο, όπως είναι οι (μη αποκλειστικές) γλωσσικές ομοιότητες (λ.χ. οι ασυνίζητοι τύποι[14]), εντάσσεται και εδράζεται μια παράδοση, που στην ουσία αντικατοπτρίζει τους πόθους και τις προσδοκίες των Χιμαριωτών για τη θέση που τους ανήκε ανάμεσα σε όσους έδωσαν σκληρές μάχες για τον ελληνισμό.   Πρόκειται μήπως για επινοημένη παράδοση, με στόχο «τη συνέχεια με ένα ταιριαστό ιστορικό παρελθόν»[15] και την εξασφάλιση γλωσσικών «διαπιστευτηρίων» πλήρους ένταξης στο ελληνικό φαντασιακό; Ένα είδος δηλαδή αντίδρασης στους περίφημους σατυρικούς στίχους «Σπύρο-Μίλιο με το πέννα, / Ζάχο-Μίλιο με το πάλα, / Λευτερώσαν το Ελλάδα / και το κάμανε Χειμάρα»[16], που αμφισβητούσαν ευθέως το «ομόγλωσσον» των Χιμαριωτών; Θυμίζουμε πως την ίδια περίπου εποχή, στις αρχές του 19ου αιώνα, «ανακαλύφτηκε» το «Χρονικόν της Δρυοπίδος»[17], ένα λόγιο κατασκεύασμα που εξυπηρετούσε και αυτό την ανάγκη και την προσδοκία των Δροπολιτών να αποκτήσουν άμεση σχέση με την αρχαία Ελλάδα, και μάλιστα με την Αττική[18].
Ας επανέλθουμε όμως στο πρώτο ερώτημά μας: Ντόπιοι ή «φερτοί» οι Χιμαριώτες; Στο ενδιαφέρον βιβλίο του για τους Δρυμάδες, ο Κ.Ν. Δέδες γράφει μεταξύ άλλων: «Τα τρία χωριά της Χιμάρας, Χιμάρα, Δρυμάδες, Παλάσα διετήρησαν την ελληνική τους γλώσσα ανέπαφη. …. Τώρα, αν σε κάθε χωριό παρουσιάζονται μερικοί ξεχωριστοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί, τούτο ίσως να οφείλεται σε αίτια και επιδράσεις, που είχαν οι εποικιστικές μεταβολές στον τόπο. Το κεφάλαιο αυτό έχει ιδιαίτερη ανάγκη μελέτης από γλωσσολόγους»[19].
Και πραγματικά, η πρώτη μας διαπίστωση είναι ότι, πέρα από τις διαφορές που παρουσιάζουν οι ντοπιολαλιές[20]της Χιμάρας – χωριού και των Δρυμάδων – Παλιάσας (τσιτακισμός στη Χιμάρα, ημιβόρειος φωνηεντισμός στα άλλα χωριά), υπάρχει ένα κοινό υπόστρωμα, που ανάγεται είτε σε παλαιότερες φάσεις της ελληνικής είτε σε εξελίξεις τις οποίες δεν βρίσκουμε (ή δεν τις βρίσκουμε σε τέτοια έκταση) σε άλλες ελληνόφωνες εστίες.  Αν επομένως υπάρχει μια ενότητα, είναι λογικό οι εποικιστικές μεταβολές να συσχετιστούν εν πρώτοις με την εμφάνιση χαρακτηριστικών που οδήγησαν στη διαφοροποίηση του γλωσσικού τοπίου.
Αφού δούμε σε τι διαφέρουν οι συγκεκριμένες ντοπιολαλιές, στη συνέχεια θα αναζητήσουμε στοιχεία του συνεκτικού τους ιστού εξετάζοντας παράλληλα αν και κατά πόσο συγκλίνουν ή αποκλίνουν σε σχέση με τα νεοελληνικά ιδιώματα τα οποία θεωρήθηκαν κοντινότεροι συγγενείς τους.
Ο τσιτακισμός είναι το βασικό σημείο διαφοροποίησης της ντοπιολαλιάς της Χιμάρας-χωριού (tšαι, προσtšέφαλο, αθράtšι, žυναίκα, žίδα, κατώžι, šέρι, βρέšει, βροšή, κτλ.)[21]. Σύμφωνα με τον Κοντοσόπουλο τσιτακισμός απαντάται στην Κάτω Ιταλία, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, τη Χίο, την Κρήτη, τα Κύθηρα, τη Μάνη, σε Μέγαρα, Κύμη, Αίγινα, παλιά Αθήνα, Λέσβο και Σκύρο[22]. Αν συνδυάσουμε το χαρακτηριστικό αυτό με το ασυνίζητον, τότε «υποψήφιες» διάλεκτοι και ιδιώματα για σχέση με την ντοπιολαλιά της Χιμάρας-χωριού θα παραμένανε αυτά της Κάτω Ιταλίας, των Κυθήρων, της Μάνης και της δυτικής Κρήτης[23]. Ωστόσο τα κατωιταλικά εξαιρούνται επειδή, διαφορετικά από τα χιμαριώτικα, είναι διπλωτική διάλεκτος[24].
Παρότι φαίνεται να υποχωρούν βαθμιαία κάτω από την πίεση της κοινής νεοελληνικής, τα δρυμαδιώτικα και παλασιώτικα διατηρούν ακόμη σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστικά ημιβόρειου φωνηεντισμού[25]. Πώς προέκυψαν τα χαρακτηριστικά αυτά στη γλώσσα των Δρυμαδιωτών και Παλασκών (δ’λειάσάρ’ ‘στάρι’, κ’λούρα, κ.ά.);[26]. Τα όσα αναφέρει ο Α. Καραναστάσης για το ιδίωμα του χωριού Μαρτινιάνο της Κάτω Ιταλίας, όπου «τα κωφωτικά και μορφολογικά φαινόμενα μετέφεραν στο χωριό μετανάστες από τη Βόρεια Ελλάδα και πιθανώς από την Ήπειρο»[27], είναι διαφωτιστικά και για την περίπτωσή μας. Εστίες ημιβόρειου φωνηεντισμού που εμπίπτουν στα όρια της Β.Ελλάδας και της Ηπείρου βρίσκουμε στο χωριό Βούρμπιανη Ιωαννίνων, σε χωριά έξω από την Πρέβεζα και στην απέναντι Λευκάδα καθώς και στην πόλη της Καστοριάς[28].
Αν και στους κατοίκους των Δρυμάδων και Παλιάσας δεν σώζονται μνήμες τέτοιων μετοικεσιών, παρουσιάζει ενδιαφέρον να τονιστεί πως, βορειότερα της Χιμάρας, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αυλώνα, βρίσκουμε μια άλλη ελληνόφωνη εστία με βόρειο φωνηεντισμό, τη Νάρτα, για τους κατοίκους της οποίας υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι μετεγκαταστάθηκαν εδώ ερχόμενοι από τα περίχωρα της Άρτας[29].
Από τα κοινά γνωρίσματα των υπό εξέταση ντοπιολαλιών, σε φωνητικό επίπεδο, ξεχωρίζουν το ασυνίζητον και η τροπή /st/s/.
Το ασυνίζητον «εις όλην του την έκτασιν»[30] αποτελεί αναμφίβολα το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν κυρίως όσοι αποπειράθηκαν να αποδείξουν μια πιθανή σχέση ανάμεσα στα χιμαριώτικα και σε άλλα νεοελληνικά ιδιώματα. Στο ιδίωμα της Χιμάρας δεν παθαίνουν συνίζηση οι καταλήξεις –éa (-αία, -έα), -éos (-έος, -αίος), -éas (-έας), -ía (-ία, -εία), -ío (-ίο, -είο), -íu (-ίου)[31]. Κατά τον Χατζιδάκι «φεύγουσιν την συνίζησιν» τα «εν Τσακωνία και Μάνη και εν Λαγκαδίοις της Αρκαδίας» λαλούμενα καθώς και «το προ της επαναστάσεως λαλούμενον εν Αθήναις … μετά των συγγενών αυτώ, Μεγαρικού, Αιγινιτικού και Κυμαϊκού, έτι δε το ιδίωμα των Κυθήρων, της Μάνης, της Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, τα εν τω εσωτερικώ της Μικράς Ασίας και εν Πόντω λαλούμενα και τα εν τη μεσημβρινή Ιταλία»[32].  Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη της συνίζησης τοποθετείται «εις χρόνους επέκεινα του 1000 μ.Χ.» και «προ του ΙΓ΄ αιώνος»[33], παρουσιάζει ενδιαφέρον μια επιστολή του έτους 1532, σωσμένη στο ελληνικό της πρωτότυπο, την οποία στέλνει ο «ιερεύς πρωτονοτάριος Χειμάρας» στον «συνιόρ Λαρκονη τζενεράλη του ρηάμη της Πουλίας»[34]. Μέσω της επιστολής «γέροι της Χειμάρας και Αλβανητίας» εκτιμούν ότι «ο Τούρκος» σκοπεύει «να κατεβή εις τον Αυλώνα … και έπητα να περάση ειστην  Μπούλια»[35].  Πιστεύουμε ότι ο  τ. Αλβανιτίαςαποτελεί σαφή χρονολογική ένδειξη για το ασυνίζητον στη Χιμάρα.
Σχετικά με την τροπή του συμπλέγματος  /st/ σε /s/ ο Α.Παπαδόπουλος παρατήρησε ότι, σε σύγκριση με την Ποντική διάλεκτο, «εις το Βορειοηπειρωτικόν ιδίωμα [της Χιμάρας] το φαινόμενον επέδωκε διαφοροτρόπως», μια και εκεί «η αναλογία, καθώς και εν Πόντω, έγινεν αιτία της αφομοιώσεως … και αφομοιωθέν εσιωπήθη πανταχού τοτ του συμπλέγματος στ. Περίεργον όντως το φαινόμενον, όμως είναι γεγονός»[36].
Διαφορετικά ερμηνεύει την τροπή αυτή ο Τζιτζιλής, ο οποίος τη συνδέει με επίδραση των γειτονικών αλβανικών ιδιωμάτων, όπου παρατηρείται τροπή st < stš ανεξάρτητα από το φωνήεν που ακολουθεί. Στο ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας, ως αποτέλεσμα αφομοιωτικών διαδικασιών, το stš  τρέπεται σε διπλό ss, που απλοποιείται σε s. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες λέξεις σώζεται το διπλό ss[37], αν και το ιδίωμα δεν είναι διπλωτικό[38].
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε την τάση αφομοίωσης και απλοποίησης κι άλλων συμφωνικών συμπλεγμάτων, που παρατηρείται στο ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας (φούρνος > φούροςστέρνα > σέρασπέρνω > σπέρω, κ.ά.).
Πάντως, η τροπή /st/ > /s/ παρουσιάζει μια εξέλιξη που, ασχέτως με τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτήν, μόνο στο ιδίωμα της Χιμάρας «κατέστη νόμος φωνητικός»[39]. Αναφορικά με τη χρονολόγησή της, θα λέγαμε πως αν ευσταθεί η ετυμολόγηση Παλ(ι)άσα < *Παλαίστα (δωρικός τ. του Παλαίστη[40], λατ. Palaeste[41], αρχαίας ονομασίας της περιοχής όπου βρίσκεται σήμερα η Παλάσα), τότε η τροπή αυτή πρέπει να έλαβε χώρα αρκετούς αιώνες πριν, με terminus ante quem την πρώτη γραπτή μαρτυρία του οικωνυμίου Balassa, το 1532[42]. Ας σημειωθεί εδώ πως, μισό αιώνα  μετά το terminus που μόλις θέσαμε, γύρω στο 1580, οι Θεοδόσιος Ζυγομαλάς και Συμεών Καβάσιλας πληροφορούσαν τον γερμανό Μαρτίνο Κρούσιο (Μ.Crusius) ότι οι Αθηναίοι τη στολή την έλεγαν σολήν και το ιδού πίστις το είχαν «εκβαρβαρώσει» σε επά πίσι[43]. Αν, με βάση αυτή την πληροφορία, θεωρήσουμε ότι η τροπή /st/ > /s/ υπήρξε χαρακτηριστικό του ιδιώματος της παλιάς Αθήνας, πράγμα που «μερικοί γλωσσολόγοι αμφισβητούν»[44], τότε οδηγούμαστε σε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Περνώντας τώρα στο μορφολογικό επίπεδο παρατηρούμε πως ορισμένες καταλήξεις της οριστικής μεσοπαθητικών ρημάτων, ιδίως εκείνες του ενεστώτα και παρατατικού, διατηρούν αρχαϊκά χαρακτηριστικά και είναι κοινές στα τρία χωριά του ιδιώματος.  Έτσι, το ρήμα έρχομαι κλίνεται στον ενεστώτα οριστικής ως ερχούμαιερχούσαι,ερχούταιερχούμεσαερχούσεερχούνται και ως προς το κλιτικό παράδειγμα μοιάζει με τον αντίστοιχο χρόνο του ιδιώματος των Φαράσων[45]παραδούμαι, παραδούσαι, παραδούται, παραδούμαστε, παραδούστε, παραδούνται. Ο παρατατικός στο χιμαριώτικο ιδίωμα έχει κλιτικό παράδειγμα ερχούμουνα (σκεφτούμουνα, πλερωνούμουν, κ.ά.),ερχούσουνερχούτανε[46] (καθούτανε[47], εβρισκούταν)[48]ερχούμεσα (παντρευούμασ(τ)αν), — ερχούσανε(εκαθούσαν, εκοιμούσανε)[49], στο οποίο αντιστοιχούν τύποι παρατατικού ερχούμουν, ερχούμουνε, φοβούμουν,dρεπούμουνε[50] και ερχούσανζεσταινούσανκαθούσαν από τα Φάρασα[51]. Η σύμπτωση αυτή οφείλεται μάλλον σε παρόμοια και ανεξάρτητη εξέλιξη ιδιωμάτων που βρίσκονται αντίστοιχα στο δυτικό και ανατολικό άκρο του ευρύτερου ελληνόφωνου χώρου.
Η ύπαρξη τοπωνυμιών με την ασυνίζητη κατάληξη –έος και η διασπορά τους από τη Χιμάρα (Αργιλέος, Ελατέος, Κασανέος, Μερτέος κ.ά.) ως τους Δρυμάδες και την Παλιάσα (Φαγέος, Δραλέος, Παπρέος, Ρωπλέος κ.ά.) είναι ένα άλλο στοιχείο του κοινού υποστρώματος. Δεν γνωρίζουμε άλλο σημείο του ελληνόφωνου χώρου όπου τα τοπωνύμια σε –έος να απαντάνε σε τέτοια συχνότητα[52]. Η κατάληξη –έος, που απαντά στη Χιμάρα σε επίθετα και ουσιαστικά (πλατέος[53]κοχλέος ‘κοχλίας’[54] κτλ.) πιθανόν να διεύρυνε τη σημασία της και να ενώθηκε με φυτωνύμια, για να δηλώνει την ιδιότητα ‘πλησμονή σε …’ ενός συγκεκριμένου χώρου: ελατέος (τόπος) > Ελατέος‘τόπος με πολλά έλατα’.
 Η κατανομή των χαρακτηριστικών που περιγράφτηκαν πιο πάνω φαίνεται συγκεντρωτικά στον ακόλουθο πίνακα:
ΤσιτακισμόςΗμιβόρ.
φωνηεντ.
Ασυνίζ.st > s-ούνται
-ούσαν
Τοπων.. σε -έος
Χιμάρα+++++
Δρυμάδες
Παλιάσα
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
Μάνη++
Τσακωνιά+
Λαγκάδια
Αρκαδίας
+
(Δυτική) Κρήτη+
Κ.Ιταλία++
Κύπρος+
Δωδεκάνησα+
Χίος+
Κύθηρα++
Ζάκυνθος+
Κεφαλλωνιά+
Μέγαρα, Κύμη, Αίγινα,
παλιά Αθήνα
+
+
+
+
+
+
+
+



+
Λέσβος+
Σκύρος+
Βούρμπιανη
Ιωαννίνων
+
Λευκάδα+
Χωριά Πρέβεζας+
Πόλη Καστοριάς+
Πόντος++ –
Φάρασα

+
Μετά τη γενική αυτή εικόνα, είναι φανερό πως στους υποψήφιους συγγενείς του χιμαριώτικου ιδιώματος, και μάλιστα με ενισχυμένη θέση (βλ. τροπή /st/ > /s/),  πρέπει να προστεθεί κι αυτό της παλιάς Αθήνας. Όμως ας σταθούμε κάπως λεπτομερέστερα στη σύγκριση του χιμαριώτικου και του μανιάτικου ιδιώματος, για να δούμε αν στοιχειοθετείται η άποψη για στενή συγγένειά τους. Στη Μάνη «ο κανόνας προφοράς του καταληκτικού –ω των ρημάτων ως –ου [κάνου, λέου, κοιτάζου] είναι γενικός και ανεξαίρετος»[55],  ενώ στο ιδίωμα της Χιμάρας δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο.  Το ίδιο ισχύει και για την απερρίνωση των συμπλεγμάτων μπ, ντ, γκ στη Μάνη[56] και τη διατήρηση του έρρινου στοιχείου τους στο χιμαριώτικο ιδίωμα. Η προφορά του υ σαν u ή iu, που παραμένει ζωντανή στη Μάνη[57], στη Χιμάρα είναι σποραδική και οφείλεται μάλλον στο φωνητικό περιβάλλον (Δρουμάδες, Žουπέα < Γυπέα), κ.ο.κ. Στο ιδίωμα της Χιμάρας απαντούν τα τακτικά αριθμητικά εξάτος, εφτάτος, οχτώτος, που δεν τα βρίσκουμε στη Μάνη. Από το ονοματολογικό υλικό, εκτός από ορισμένες τοπωνυμικές συμπτώσεις[58], είναι σαφής η διαφορά στα επώνυμα των δύο περιοχών: στη Χιμάρα επικρατούν τα δισύλλαβα σε -ης, -ος και δεν απαντούν καθόλου τα κατ’ εξοχήν μανιάτικα σε –άκος και –έας. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλα σημεία απόκλισης, αλλά για οικονομία χώρου περιοριζόμαστε μόνο σε αυτά.
Αν συμφωνήσουμε ότι το ιδίωμα της Χιμάρας διαθέτει στοιχεία αυτοτέλειας που οφείλονται στις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου γλωσσογεωγραφικού χώρου, θα πρέπει να εξετάσουμε και τη χρονική υπόστασή του. Το πλούσιο δωρικό υπόστρωμα του χιμαριώτικου ιδιώματος (ουσ. φάγας στη Χιμάρα, πβ. δωρ. φαγός, τοπωνύμια  Φαγέος στην Παλιάσα και Παγά σε τρία διαφορετικά σημεία, Καπόρι στους Δρυμάδεςπβ. δωρ. κάπος, κτλ.) και οι λεξιλογικοί αρχαϊσμοί (αgίδα < αρχ. ακίς ‘μικρή ποσότητα’, κυβέρτι < αρχ. κυβέρτιον ‘κυψέλη’, καθαίρω < αρχ. καθαίρω‘καθαρίζω’, όρθα < αρχ. όρνις, αιτ. όρνιθα, κτλ.)[59] αποδεικνύουν τη διαχρονική παρουσία της ελληνικής στην ευρύτερη περιοχή.
Τα διάσπαρτα ελληνικά τοπωνύμια κατά μήκος των παραλίων από ένα σημείο βορειότερα της Αυλώνας μέχρι νοτιότερα των Αγίων Σαράντα, είναι μάρτυρες της παρουσίας ονοματοθετών που, όντας μόνιμα εγκατεστημένοι ή περαστικοί, δίνουν και παίρνουν με τη θάλασσα, γνωρίζουν τα ευλίμενα σημεία της (Λιμνιώνας, Πάνορμος, Γιαλισκάρι, Βαθυμιώνας, Αυλών, Καραβοστάσι κ.ά.), και όταν τη βλέπουν να αγριεύει, χαράσσουν αφιερώσεις πάνω σε δυσπρόσιτα βράχια (βλ. τοπων. στα Γράμματα, βορειοδυτικά της Παλιάσας). Τους ενδιαφέρουν επίσης τα περάσματα (Πόρος, Διαπόρι) και οι ιδιότητες του εδάφους της παραλιακής ζώνης (Εφτάβρυσος, Πρίνος, Δραλέος,Ρωπλέος, κ.ά.).
Η επιχειρηματολογία για τη διαχρονική παρουσία της ελληνικής σ’ αυτά τα μέρη ενισχύεται έμμεσα και από το βάθος και το εύρος της επίδρασής της στον αλβανόφωνο περίγυρο. Η ύπαρξη, λ.χ., στο ιδίωμα της Χιμάρας μιας εστίας ασυνίζητων τύπων σε –έα ευθύνεται πιθανώς για την παρουσία στην αλβανική ελληνικών δανείων του τύπου folé –(j)a ‘φωλιά’, mirgalé –(j)a ‘αμυγδαλιά’ κ.ά. Επίσης, το ενδεχόμενο το ιδίωμα της Χιμάρας να στάθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις μεσολαβητής για την εισχώρηση στην αλβανική λέξεων από τα ελληνικά της Κάτω Ιταλίας, επαληθεύεται πλήρως με την αλβ. λ. puhí –a ‘αύρα, δροσερός αέρας’ < κατωιταλ. τ. pujía < απογεία (αύρα)[60].
Στο πλούσιο διαλεκτικό υλικό από το όμορο με τη Χιμάρα αλβανόφωνο χωριό Κεπαρό, που έχει δημοσιευτεί τελευταία[61], επιχωριάζουν λέξεις που ανήκουν σε προγενέστερες φάσεις της ελληνικής. Τέτοιο είναι το θηλ. ουσ.  dhékë –a ‘τεμάχιο, μεγάλο κομμάτι’, συγκρίσιμο με το αρχ.ελλ. δάκος (το) ‘δάγκαμα’ [< αρχ.ελλ. δάκνω ‘δαγκώνω’][62], με τη γνωστή μεταφωνία a > e της αλβανικής. Η λ. απαντά και στα αρβανίτικα ως dhákë-a και με σημ. ‘δαγκωματιά’ σε Άνδρο και Εύβοια[63] και ‘πελεκούδι’ στη Σαλαμίνα[64]. Είναι ενδιαφέρον το ότι και στην αλβανική η λ. kafshátë ‘μπουκιά’ είναι παράγωγο του ρ. kafshój ‘δαγκώνω’. Δίπλα στις λ. grúzë -a και krúzë –a του Κεπαρό (‘μονοετές φυτό … που χρησιμοποιείται ως τροφή για τα μονόχηλα ζώα’), τους διάφορους ελλ. τ. στην Ήπειρο (γρούζο, γρούζα), Κέρκυρα (κρούζα) και την Κάτω Ιταλία (kliza, kriza, klisa), οι οποίοι σχετίζονται με την αρχ.ελλ. λ. κνύζα[65], στο αλβανόφωνο χωριό Βούνο της Χιμάρας, που βρίσκεται ανάμεσα στη Χιμάρα-χωριό και τους Δρυμάδες, μαρτυρείται η λ. onogrúzë-a[66], που ανάγεται στο ουσ. *ονογρούζα < *ονοκνύζα. Η ύπαρξή του μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη όχι μόνο επειδή μαρτυρούνται άλλες αρχαίες ονομασίες φυτών με α΄ συνθετικό το ονο- (ονόπορδονονόπυξος,ονοκάρδιον)[67] αλλά και γιατί παράλληλα με το onogrúzë εμφανίζεται στα αλβανόφωνα χωριά της Χιμάρας το συνώνυμό του gruzëgomáre ‘γομαρό-γρουζα’[68].
Ύστερα από τη σύντομη αυτή αναψηλάφηση του ζητήματος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας δεν συγκεντρώνει χαρακτηριστικά ειδικής ή αποκλειστικής συγγένειας με κανένα απó τα υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα που να δικαιολογούν την προέλευσή του από μια συγκεκριμένη περιοχή (Μάνη κτλ.). Η ανάλυση που προηγήθηκε δείχνει πως η ελληνοφωνία στην περιοχή είναι αρκετά παλιά. Η καλύτερη γνώση του συγκεκριμένου ιδιώματος και της σύνθετης εικόνας των νεοελληνικών διαλέκτων πιστεύουμε ότι θα εμπλουτίσουν περαιτέρω τη σχετική επιχειρηματολογία.

Βιβλιογραφία
Αναγνωστόπουλος, Γ. 1925. «Περί του ρήματος εν τη εν Ηπείρω λαλουμένη. Βραχεία επισκόπησις των ηπειρωτικών ιδιωμάτων». Αθηνά 36 : 61-98.
Ανδριώτης, Ν. 1948. Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων. Αθήνα : Ίκαρος.
Αραβαντινός, Π. 1856. Χρονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων Ελληνικών και Ιλλυρικών χωρών. Ι-II. Αθήνα.
Βαγιακάκος, Δ. 1983. «Γλωσσικά και λαογραφικά Χιμάρας Β.Ηπείρου και Μάνης». Β΄ Συμπόσιο γλωσσολογίας του βορειοελλαδικού χώρου. Θεσσαλονίκη : IMXA.
Βαγιακάκος, Δ. 1988. «Συμβολή εις την μελέτην του γλωσσικού ιδιώματος της Χιμάρας Βορείου Ηπείρου». Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιου Επιστημονικού Συνεδρίου «Βόρειος Ήπειρος  – Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» (Κόνιτσα 1987). Αθήνα : Ι.Μ. Δρυινουπόλεως-Πωγωνιανής και Κονίτσης – Πανελλήνιος Σύνδεσμος Β/ηπειρωτικού Αγώνος.
Βερνίκος, Ν. & Δασκαλοπούλου, Σ. 1999. Στις απαρχές της νεοελληνικής ιδεολογίας. Το χρονικό της Δρόπολης. Αθήνα : Αφοί Τολίδη.
Βρανούσης, Λ. 1962. Χρονικά της Μεσαιωνικής και Τουρκοκρατούμενης Ηπείρου – Εκδόσεις και χειρόγραφα. Ιωάννινα : Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
Γιοχάλας, Τ. 2000. Άνδρος. Αρβανίτες και Αρβανίτικα. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη.
Γιοχάλας, Τ. 2002. Εύβοια. Τα Αρβανίτικα. Αθήνα : Εκδόσεις Πατάκη.
Δέδε, Κ.Ν. 1978. Δρυμάδες Χειμάρρας. Αθήνα : Σείριος.
Δένδια, Μ.1926. «Απουλία και Χιμάρα. Γλωσσικαί και ιστορικαί σχέσεις των ελληνικών αυτών πληθυσμών». Αθηνά 38 : 72-109.
Καραναστάσης, Α. 1984-1992. Ιστορικόν λεξικόν των ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας. Αθήνα : Ακαδημία Αθηνών.
Καραντής, Τ. Αρβανίτικο λεξικό της Σαλαμίνας (ανέκδ. χειρόγρ.).
Κάσσης, Κ.Δ. 1982. Το γλωσσικό ιδίωμα της Μάνης. Αθήνα.
Κάσσης, Κ.Δ. 1990. «Άνθη της Πέτρας» στο χώρο του στατικού χρόνου ήτοι οικογένειες και εκκλησίες στην Μάνη. Αθήνα : Ιχώρ.
Κίγκα, Ε. 1982. Μορφολογία των νεοελληνικών περιεκτικών τοπωνυμίων. (Αδημοσ. διδ.διατριβή). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Κοντοσόπουλου, Ν. 2001. Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. Αθήνα : Εκδόσεις Γρηγόρη.
Κριαράς, E. 1969 – . Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας. Θεσσαλονίκη.
Μηνάς, Κ. 1987. «Οι καταλήξεις της οριστικής των μονολεκτικών ρηματικών τύπων της μεσοπαθητικής φωνής». Δωδώνη 16 : 21-60.
Μπόγκας, Ε. 1964-1966. Τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπείρου (Βορείου, Κεντρικής και Νοτίου) T. A´-Β΄. Ιωάννινα : Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών.
Παπαδόπουλος, Α. 1955. «Η αφομοίωσις του τ υπό του σ». Αρχείον Πόντου 20 : 249-253.
Σάθα, Κ.Ν. 1870. Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα. Ιστορία του ζητήματος της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα : Τυπογραφία τέκνων Α.Κορομηλά.
Σπυρομίλιου. 1969. Χρονικό του Μεσολογγίου (1825-1826). Αθήνα : Εκδόσεις Γαλαξία.
Σπύρου, Λ.Π. 1965. Η Χειμάρρα (τοπωνύμια – λαογραφία – ιστορία). Αθήνα : Έκδοσις Εθνικού Συνδέσμου Χειμαρριωτών «Τ’ Ακροκεραύνια».
Χατζιδάκις, Γ. 1905-1907. Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά. Τ. Α΄-Β΄. Αθήνα : Βιβλιοθήκη Μαρασλή.
Χυτήρης, Γ. 1987. Κερκυραϊκό γλωσσάρι. Κέρκυρα.
Amantos, K. 1903. Die Suffixe der neugriechischen Ortsnamen. München : Verlag von Louis Finsterlin.
Andriotis, N. 1974. Lexicon der Archaismen in neugriechischen Dialekten. Wien : Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften.
Bajrami, E. 2004. Pas gjurmëve të këngës. Tiranë :  Albulena.
Caracausi, G. 1990. Lessico Greco della Sicilia e dell’ Italia meridionale (secoli X-XIV). Palermo : Centro di Studi Filologici e Linguistici Siciliani.
Caesar, G.J. 1899. De Bello Civili. Lipsiae : Teubner.
Dawkins, R. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Cambridge.
Demiraj, Sh. 2004. “Gjuha amtare në bregdetin jugor shqiptar gjatë shekujve”. Himara në shekuj. Tiranë : Akademia e Shkencave.
Floristan, J.M. 1990-91. “Los contactos de la Chimarra con el reino de Napoles durante el siglo XVI y comienzos del XVII” I. Erytheia 11-12 : 105-13; II. 1992. Erytheia 13 : 53-87.
Georgacas, D. & McDonald, W.A. 1967. Place names of southwest Peloponnesus. Register and indexes. Athens.
Hobsbawm, E. & Ranger, T. (ed.). 1983. The Invention of Tradition. Cambridge University Press. [Ελλ. έκδ. 2004. Η επινόηση της παράδοσης. Μετάφραση Θ.Αθανασίου. Αθήνα : Θεμέλιο.]
Höeg, C. 1925. «Παρατηρήσεις στα γλωσσικά ανάλεκτα του Γ. Αναγνωστοπούλου», Αθηνά 36 : 289-296.
Nushi, J. 1991. Fjalë popullore nga Myzeqeja. Tiranë : Akademia e Shkencave e Republikës së Shqipërisë.
Rohlfs, G. 1964. Lexicon Graecanicum Italiae Inferioris. Tübingen : Max Niemeyer Verlag.
Sotiri, N. 2001. E folmja dhe toponimia e Qeparoit. Tiranë : Konica.
Sotiri, N. 2004. “E folmja e Himarës”. Himara në shekuj. Tiranë : Akademia e Shkencave.
Totoni, M. 1964. “E folmja e Bregdetit të Poshtëm” I. Studime Filologjike 1 : 129-158; II. Studime Fillologjike 2 : 121-139.
Totoni, M. 1971. “Vëzhgime rreth të folmeve të Kurveleshit”. Dialektologjia Shqiptare I : 31-117.
Tzitzilis, Chr. 1997. “Zur Problematik der griechischen Lehnwörter im Albanischen”. Zeitschrift für Balkanologie 33/2 : 200-214.
Vido, V. 2000. Helenizëm që nuk u shua. Narta e Vlorës – Një essé në fushën e etnografisë. Athinë.
Abstract
The up to date research about the greek dialect of Chimara, could not provide a definitive and convincing answer to the issue of origin of this greek
speaking islet and its relations to the other greek dialects, nor
was its presence, within an albanian speaking continuum, adequately
explained.
This paper attempts to restate the problem based on material of an ongoing,
in-situ investigation. An attempt is made to prove that the composite image
of this dialect is the result of successive lingual overlays which are
evident in the existing traces of the greek language in the wider region as
well as in the dialect’s relations to the Albanian.
Λέξεις – κλειδιά: νεοελληνικές διάλεκτοι, σχέσεις νεοελληνικών ιδιωμάτων
[1] Βαγιακάκος 1983, 1988.
[2] Από τη σχετική αλβανική βιβλιογραφία αξιομνημόνευτα είναι δύο άρθρα που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο «Himara në shekuj» (Η Χιμάρα ανά τους αιώνες), έκδοσης της  Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών (Τίρανα 2004). Αν και η επιχειρούμενη διεπιστημονικότητα υπονομεύεται από τον έντονο αλβανοκεντρισμό του, ο τόμος αυτός αποτελεί ένα βήμα εμπρός ως προς την επίσημη αναγνώριση της ελληνοφωνίας στη Χιμάρα. Ο ακαδημαϊκός Sh.Demiraj παραθέτει τις μέχρι σήμερα διατυπωμένες θεωρίες για την ερμηνεία της διγλωσσίας στη Χιμάρα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καμιά απ’ αυτές δεν είναι ολοκληρωμένη και πειστική. Ο ίδιος τείνει προς την άποψη ότι η ελληνοφωνία δεν πρέπει να είναι πολύ παλιά στη Χιμάρα και παράλληλα τονίζει την ανάγκη να συνεχιστεί η σχετική έρευνα, προκειμένου να φτάσουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα δημοσιεύματα της γλωσσολόγου N.Sotiri, για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.
[3] Αναγνωστόπουλος 1925.
[4] Höeg 1925.
[5] Δένδιας 1926.
[6] Βαγιακάκος 1983.
[7] Βαγιακάκος 1988.
[8] Σύμφωνα με το Μπόγκα (1964-66 : Β΄ 77) η πληροφορία ανήκει στον καθηγητή Αλέξιο Πάλλη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πανδώρα» το 1859, χωρίς να συνοδεύεται από πιο συγκεκριμένα στοιχεία.
[9] «Οι Χιμαραίοι το σβαρίζουν περσότερο το λόγο, έχουν προφορά κρητική. … Είναι βαρόγλωσσοι ακριβώς σαν οι Κρητικοί. Κατάλαβες;», μας είπε ηλικιωμένος κάτοικος των Δρυμάδων μετά τη λειτουργία στον Αϊ-Χαλάραμπο, το Μάρτιο 2005.
[10] «Πιθανώτερον όθεν οι μεν Χιμαριώται να είναι αρχαίων ή μεσαιωνικών εκεί πληθυσμών απόγονοι». Δένδιας 1926 : 76.
[11] «…η Χιμάρα δεν ήτο έρημος και ακατοίκητος όταν εγκατεστάθησαν εκεί οι Μανιάται (αν αληθεύει η παράδοσις). Μετά την εγκατάστασιν επήλθε ανάμειξις γλώσσης και εθίμων, αλλά και αλλοίωσις και μεταβολή αυτών με την πάροδον τόσων ετών, ώστε σήμερον δεν είναι εύκολον να αναζητήσωμεν όλα τα ιδιωματικά στοιχεία της εποχής εκείνης και κατά μείζονα λόγον αφού δεν έχουμε ακόμη πλήρη συλλογήν γλωσσικού υλικού εκ Χιμάρας». Βαγιακάκος 1988 : 334.
[12] Βαγιακάκος 1988 : 333.
[13] Δένδιας 1926 : 76.
[14] «… αλλά και τούτο [το ασυνίζητον] παρατηρείται και εις άλλα ελληνικά και δη νότια ιδιώματα ως το της Ζακύνθου και άλλα». Δένδιας 1926 : 78.
[15] Hobsbawm 1983 [2004 : 10].
[16]  «Το τετράστιχον εδημοσιεύθη πρώτον από την ‘Αθηνάν’ (10 Μαΐου 1854)». Η πληροφορία από Ι.Βλαχογιάννη, Προλεγόμενα στο «Χρονικό του Μεσολογγίου» (1825-1826) του στρατηγού Σπυρομίλιου.
[17] Το περιεχόμενο του κατασκευάσματος αυτού εξελήφθη ως αληθές από τον γάλλο πρόξενο στα Γιάννενα Pouqueville, που το δημοσίευσε στα «Ταξιδιωτικά» του (1821). Η τελευταία διασκευή που του έγινε ήταν εκείνη του δροβιανίτη λογίου Αθ. Πετρίδη, ο οποίος το ονόμασε  Χρονικόν Δρυοπίδος. Βρανούσης 1962 : 120.
[18] «Ο ευφάνταστος συντάκτης του Χρονικού … παρετυμολογεί και αξαρχαΐζει δεκάδας τοπωνυμίων της βόρειας Ηπείρου, διά να εφεύρη ηγεμόνας και οικιστάς πόλεων, κωμοπόλεων και φρουρίων, φιλοδοξεί δε να συνδέση την ιστορίαν του τόπου του με τα ενδοξότερα ονόματα της αρχαιότητος. Δεν πρόκειται καν περί λαϊκών παραδόσεων, αλλά περί ιστορικού μυθιστορήματος λογίας κατασκευής». Βρανούσης 1962 : 119. Βλ. και Βερνίκος & Δασκαλοπούλου 1999, που σχετίζουν τέτοιου είδους κατασκευάσματα με την πρόδρομη προσπάθεια αυτογνωσίας και αυτοπροσδιορισμού των διάφορων εθνοτικών ομάδων στα τέλη του 18ου αιώνα.
[19] Δέδε 1978 : 250.
[20] Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε πως, με δεδομένες τις διαφορές που υπάρχουν, η χρήση της ονομασίας ελληνικό ιδίωμα της Χιμάρας είναι προβληματική και συμβατική. Επομένως, στις περιπτώσεις που θα χρειαστεί να κάνουμε λόγο για ιδιαίτερα τοπικά γλωσσικά φαινόμενα θα προτιμήσουμε τον όρο ντοπιολαλιά. Ο όρος ιδίωμα θα χρησιμοποιείται εφόσον πρόκειται για φαινόμενα που είναι κοινά για τα τρία χωριά.
[21] «Κατά βάση είναι το ίδιο με το ιδίωμα των Δρυμάδων και της Παλιάσας από τα οποία απέχει 1½ – 2 ώρες πεζή η Χιμάρα. Διαφέρει μόνο στον τσιτακισμό». Μπόγκας 1964-66 : 78. Σε επιστολή του 1532, γραμμένη από τον πρωτονοτάριο της Χιμάρας (βλ. παρακάτω, υποσημ.34), δεν εντοπίζονται ίχνη τσιτακισμού, αλλά η χρήση του στοιχείου αυτού ως χρονολογικής ένδειξης πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφυλάξεις. Τσιτακισμένους τύπους ελληνικών δανείων βρίσκουμε στα διπλανά με τη Χιμάρα αλβανόφωνα χωριά Βούνο (Vunó) και Κεπαρό (Qeparó): foreshí (<φορεšία), shimé (<šημαία) κ.ά.
[22] Κοντοσόπουλου 2001 : XXIII.
[23] Κοντοσόπουλου ό.π.
[24] Κοντοσόπουλου ό.π.
[25] Αυτό φαίνεται από τη σύγκριση δειγμάτων ενός κειμένου στην ντοπιολαλιά των Δρυμάδων, δημοσιευμένου στο βιβλίο «Δρυμάδες Χειμάρρας» (1978), και κειμένου καταγραμμένου από εμάς στο ίδιο χωριό το Μάρτιο του 2005.  (α) Δεν άνοιγε την πόρτα σ’ ουδένα, παρά μόνο σ’ μαύρ’ Μάλε που τ’ πίαινε ψίχα κλούρα και κάνα λιανοφάσλο! Μία νύχτα, έδωσ’ ο Θεός κ’ έκαμε την αποκοτιά ν’ αφήσ’ το μαντήλ τς πάνω σο μπαούλο κι όταν ξύπνησ’ η αναράιδα είχε γίνει άφαντ’ … Του σάλεψ’ του μαύρ’ το λοϊκό. (Δέδε 1978 : 245). (β) Είχα πατέρα δεσπότ’ και θείο παπά. Τον εκ’ρέψανε τότε πούρθε το κακό του Χότζα και δεν έβγαινε όξω. Μετά από καιρό έσκασε, πέθανε στον τόπο… Έχουμε τραβήσει κ’σούρια που δε λέγονται… Είμαστε ξαδρέφες από το Ντούνη. Από το Ντ’νέικο.
[26] Χαρακτηριστικά ημιβόρειου ιδιώματος έχουν αποτυπωθεί και στο τοπωνυμικό της περιοχής: Παπρέος < Παπυρέος, Šκαβδάκια < Σκαφιδάκια, Βνάκια < Βουνάκια, Μεγαλχώρα < Μεγαληχώρα, κτλ. Προσηγορικό pipír –i (<παπύρι) απαντά στα ιδιώματα της Μουζακιάς, στη δυτική πεδιάδα της κεντρικής Αλβανίας. Nushi 1991 : 191.
[27] Καραναστάσης 1984-1992 : Α΄ κη΄.
[28] Κοντοσόπουλου 2001 : 111.
[29] Μερικά μόνο γνωρίσματα της ναρτιώτικης ντοπιολαλιάς: φωνηεντοποίηση του λ (βάλτος > βάουτος), αρσενικό άρθρο ι, μόριο δα αντί θα, κτλ. Vido 2000 : 106-112.
[30] Βαγιακάκος 1988 : 333.
[31] Βαγιακάκος 1983 15-18, όπου και αναλυτική παρουσίαση του φαινομένου, με πολλά παραδείγματα.
[32] Χατζιδάκις 1905-1907 : Α΄ 335.
[33] Χατζιδάκις ό.π. 352-353.
[34] Carta del protonotario de la Chimarra a Fernando de Alarcón, general de reino de Apulia. 9-5-1532. Ortografía y acentuación del original. Floristan 1990-91 : 129.
[35] Αν και η ανάγνωση και μεταγραφή της επιστολής σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία είναι προβληματική (βλ. φωτοτυπία πρωτότυπου στο Floristan 1992 : 86) και δεν γνωρίζουμε το μορφωτικό επίπεδο του γραφέα, μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα της είναι κατά βάση δημώδης, διανθισμένη με λίγα λόγια στοιχεία.
[36] Παπαδόπουλος 1955.
[37] Βλ., λ.χ., ασσάτšυ (Χιμ.) και ασσάκυ (Δρυμ.). Μπόγκας 1964-66 : 81. Και η γραφή Παλάσσα, που απαντά σε παλαιότερες εκδόσεις, ίσως απηχεί μια φάση όταν το διπλό ss δεν είχε ακόμα απλοποιηθεί.
[38] Για λεπτομέρειες βλ. προσεχώς την εισαγωγή του τόμου για τις νεοελληνικές διαλέκτους, έκδοσης του ΙΝΣ (Ιδρύματος Μ.Τριανταφυλλίδη), σε επιμέλεια Χρ.Τζιτζιλή.
[39] Παπαδόπουλος ό.π.
[40] Παλαίστη (ή Πάλαιστη) «Πόλις της Χαονίας, η νυν κώμη της Χειμάρρας καλουμένη Παλιάσσα». Αραβαντινός 1856 : Β΄ 122.
[41] Caesar. De Bello Civili. III 6,3.
[42] Πρόκειται για επιστολή των Χιμαριωτών προς τον μαρκήσιο de Atripalda, η οποία σώζεται σε ιταλική μετάφραση (copia et translation de lettere greca in lingua italiana) και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον οικισμό Balassa. Floristan 1990-91 : 139. Αν όμως κρίνουμε και από το περιεχόμενο της από 9.5.1532 επιστολής του πρωτονοτάριου Χιμάρας προς τον «Fernando de Alarcón, general de reino de Apulia» (βλ. υποσημ. 34), βλέπουμε ότι η τροπή /st/ > /s/ δεν έχει ακόμα γενικευτεί: εις το μέρος, οις τα Κύψελα, χωρίς φούσταις και περγατήνια, εις τον Αυλώνα, ειστην Μπούλια.
[43] Σάθα 1870 : 33-34.
[44] Κοντοσόπουλου 2001 : 90.
[45] Ανδριώτης 1948 : 42.
[46] αλλά και ερχόταν, ήρχοτο, ερχότουν.
[47] αλλά και εκαθούτανε, εκαθότου.
[48] αλλά και εβρισκούτανε, φοβούτανε, γενούτανε, βαριονούταν.
[49] αλλά και λεγούσανε, λεγούσαν, αρχούσανε, εψενούσανε, ετρωγούσαν.
[50] Dawkins 1916.
[51] Ανδριώτης 1948 : 44.
[52] Ανάμεσα στα εκατοντάδες τοπωνύμια της Μάνης που παραθέτει ο Κάσσης, ελάχιστα φέρουν την κατάληξη αυτή: Μπουχλέος ‘από το ομώνυμο πουλί’, Πλουχουδαίος, Χαμολέος Κάσσης 1990 : 278, 282, 286. Βλ. επίσης στο Γκουβέο Georgacas MacDonald 1559α, Αγριλλέος Caracausi 1990 : 10.  Από τις σχετικές εργασίες του Rohlfs για τα τοπωνύμια της Κάτω Ιταλίας και εκείνες του Βαγιακάκου για τα τοπωνύμια της Μάνης δεν εντοπίσαμε τοπωνύμια σε –έος. Η κατάλ. –έος έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητη από τη σχετική βιβλιογραφία. Βλ. Κίγκα 1982.
[53] Μπόγκας 1964-66 : Β΄ 78.
[54] Μπόγκας 1964-66 : Β΄ 87.
[55] Κάσσης 1982 : 37.
[56] Κοντοσόπουλου 2001 : 78.
[57] Κοντοσόπουλου .ο.π.
[58] Σκουταράς (Χ.) : Σκουτάρι (Μ), Γιαλισκάρι (Δ) : Γιαλισκάρια (Μ), Βαντερό (Π) : Φαντερό (Μ),  Λίθος (Π) : Λίθος (Μ), Šκαβδάκια (Π) : Σκαφιδάκια (Μ), κ.ά.
[59] Περισσότερα παραδείγματα στο Βαγιακάκος 1988 : 329-331.
[60] Rohlfs 1964 : 47.
[61] Sotiri 2001, 2004. Βλ. και σχετική βιβλιοκρισία μας στο υπό έκδοση περιοδικό Albanohellenica 3 (2002-2005), απ’ όπου αντλούμε μέρος του υλικού που παρουσιάζουμε εδώ.
[62] Andriotis.1974 : 200.
[63] Γιοχάλας 2000 : 244, 2002 : 398.
[64] Καραντής
[65] Tzitzilis 1997 : 204.
[66] Bajrami 2003 : 260.
[67] Liddell & Scott
[68] Sotiri 2004 : 284.

                (Ο Δώρης Κ. Κυριαζής είναι επίκουρος καθηγητής ιστορικής γλωσσολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του                  Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε στο Δέλβινο και μεγάλωσε στους Αγίους Σαράντα.)
thumbnail
About The Author

0 comments