Η οικονομική διάσταση της «συριακής εκστρατείας» για τη Ρωσία

Οι θετικές και αρνητικές συνέπειες της «συριακής αντιτρομοκρατικής εκστρατείας» για την οικονομία της Ρωσίας. 
Τρεις μήνες ήδη διαρκεί η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας στη Συρία, εναντίον της τρομοκρατικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Ένα παράπλευρο αποτέλεσμα ήταν η επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία και το πάγωμα του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream. Ο πόλεμος στη Συρία είναι πολύ πιθανό ότι θα επιδράσει θετικά τουλάχιστον στη ρωσική αμυντική βιομηχανία, θεωρούν ειδικοί. Από τη στιγμή της έναρξης της επιχείρησης στις 30 Σεπτεμβρίου, τα περισσότερα από 50 ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη που σταθμεύουν στη Συρία, πραγματοποίησαν πάνω από 4200 εξόδους και καταστράφηκαν πάνω από 2000 στόχοι. Πώς οι δαπάνες γι’ αυτή τη στρατιωτική επιχείρηση αντανακλώνται στο ρωσικό προϋπολογισμό, είναι δύσκολο να υπολογιστεί, αν και η επίδρασή τους στην οικονομία είναι σίγουρο ότι υπάρχει. Όπως αναφέρει Εβγκένι Γκιλομιόντοφ, διευθυντής του Κέντρου ανάλυσης στρατηγικών μελετών, «όλες οι πληροφορίες είναι απόρρητες και οι προσπάθειες των αναλυτών να υπολογίσουν τις δαπάνες οδηγούν σε αμφίβολα αποτελέσματα, τόσο από απόψεως μεθόδων της εκτίμησης, όσο και σχετικά με τους τελικούς αριθμούς».


Ο υπουργός Οικονομικών, Αντόν Σιλουάνοφ, έκανε σαφές ότι το υπουργείο Άμυνας κινείται στα πλαίσια του προϋπολογισμού που του έχει διατεθεί και επιπρόσθετες δαπάνες δεν προβλέπονται για το τρέχον έτος. Εν τω μεταξύ, στον προϋπολογισμό του 2016 τα έξοδα για την εθνική άμυνα αυξήθηκαν στα 42,6 δισ. δολάρια (4% του ΑΕΠ). Από αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία του εξειδικευμένου εντύπου σε αμυντικά θέματα Nezavisimoe Voennoe Obozrenie (Ανεξάρτητη Αμυντική Επιθεώρηση), περίπου 2 δισ. δολ. προορίζονται «για επιμέρους μέτρα, στον τομέα της εθνικής άμυνας και ασφάλειας».

Το τουρκικό «αγκάθι»

Συνολικά, η στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία έχει προς το παρόν έμμεσο αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία. Τα γεγονότα που συνοδεύουν τη ρωσική επέμβαση, όπως το συμβάν με το ρωσικό αεροσκάφος που κατέρριψε η Τουρκία, επηρέασαν τις σχέσεις των δυο χωρών, συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού τομέα.
Πάγωσε ουσιαστικά το πρόγραμμα του αγωγού φυσικού αερίου, Turkish Stream. Ωστόσο, ειδικοί εκφράζουν αμφιβολίες ότι αυτό θα οδηγήσει σε πραγματικές οικονομικές απώλειες. Ο Ιβάν Καπιτόνοφ, καθηγητής του Ινστιτούτου δημόσιας διοίκησης και διακυβέρνησης της Ρωσικής Ακαδημίας Οικονομικών και Δημόσιας Διοίκησης, αναφέρει ότι η διακοπή του Turkish Stream, εξαιτίας της δυσαρέσκειας της τουρκικής πλευράς για την πολιτική της Ρωσίας στη Συρία, είναι ελάχιστα πιθανή, κυρίως λόγω του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για εφοδιασμό σε ενεργειακούς πόρους και των προοπτικών ενίσχυσης του ρόλου της Τουρκίας στην αγορά ενεργειακών πόρων της ΕΕ, μετά την παράδοση αυτού του έργου για λειτουργία». Ο ειδικός θυμίζει ότι η Τουρκία λαμβάνει από τη Ρωσία περίπου το 60% του φυσικού αερίου που καταναλώνει (27 δισ. κυβικά μέτρα το 2014), και παρά τη θεωρητική ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων, στην πραγματικότητα, την ποσότητα θα μπορέσει να την εξασφαλίσει αυτή μόνο αν δημιουργήσει νέες υποδομές.
Δεν δημιουργήθηκε και … πανικός σε ότι αφορά τους εκπροσώπους ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία. Ο οικονομολόγος, Σεργκέι Χεστάνοφ, αναφέρει ότι «οι μεγάλοι επενδυτές κάνουν τους υπολογισμούς τους στις διάφορες κατηγορίες με ορίζοντα δεκαετιών και από την άποψη της λήψεως αποφάσεων, γι’ αυτούς είναι πολύ πιο σημαντικές οι προοπτικές των τιμών του πετρελαίου απ’ ότι οι εχθροπραξίες σε μια ούτως ή άλλως θερμή περιοχή». Και ο Εβγκένι Γκιλομιόντοφ επιβεβαιώνει: «Τα τεκταινόμενα δεν προκάλεσαν ούτε εκροή κεφαλαίων, ούτε απόσυρση περιουσιακών στοιχείων». Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, μεμονωμένα συμβάντα είναι ικανά να επηρεάσουν βραχυπρόθεσμα την τιμή του πετρελαίου και των μετοχών των ρωσικών εταιριών, καθώς και τη σταθερότητα του ρουβλίου έναντι άλλων νομισμάτων.

Η αμυντική βιομηχανία

Σύμφωνα με ειδικούς, στους οποίους απευθύνθηκε η RBTH, το ρωσικό σύμπλεγμα αμυντικής βιομηχανίας βρήκε την ευκαιρία να προωθήσει τα προϊόντα του στην παγκόσμια αγορά, χάρις στην επίδειξή τους σε πραγματικές πολεμικές συνθήκες. Ο Εβγκένι Γκιλομιόντοφ αναφέρει ότι «οι δραστήριες επιχειρήσεις των Αεροδιαστημικών Δυνάμεων, η χρήση ποικιλίας όπλων και τα πειστικά αποτελέσματα από τη χρήση τους, για τα οποία δεν έχουν απομείνει αμφιβολίες σε κανέναν, επιτρέπουν να ισχυριστεί κανείς ότι τα ρωσικά μέσα και πυρομαχικά είναι αποτελεσματικά». Όπως εκτιμά, αυτό μπορεί μελλοντικά να οδηγήσει στη σύναψη νέων κερδοφόρων συμβολαίων στο συγκεκριμένο τομέα.
Με αυτή την άποψη συμφωνεί εν μέρει ο ειδικός σε θέματα εξοπλισμών Κονσταντίν Μακιένκο, ο οποίος υπενθυμίζει την πρακτική των ΝΑΤΟϊκών εξαγωγέων όπλων, οι οποίοι πάντοτε δίνουν μεγάλη προσοχή στο ότι τα οπλικά τους συστήματα δοκιμάστηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις, με άλλα λόγια είναι «combat proved». Στη Συρία τώρα, χρησιμοποιούνται ευρέως τα βομβαρδιστικά Su-34 και τα μαχητικά Su-39SM. Ο Μακιένκο επισημαίνει πως «τώρα που τα συστήματα αυτά δοκιμάστηκαν σε πολεμικές συνθήκες, η ανταγωνιστικότητά τους αυξήθηκε κατακόρυφα». Σημειώνει ωστόσο, ότι σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει απευθείας σύνδεση μεταξύ των πολεμικών επιχειρήσεων και των συμβολαίων. Τη δεδομένη στιγμή οι κύριοι εισαγωγείς ρωσικών όπλων είναι η Ινδία και το Ιράκ.
Ο Γκιλομιόντοφ καταλήγει στο ότι το βασικό πλεονέκτημα της ρωσικής βιομηχανίας μπορεί -συνολικά- να εμφανιστεί αργότερα, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της επιχείρησης στη Συρία. Τότε, οι κατεστραμμένες υποδομές θα πρέπει να αποκατασταθούν και οι ρωσικές εταιρίες θα κληθούν να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους σ’ αυτές τις διαδικασίες για πολλά χρόνια.
thumbnail
About The Author

0 comments