Η Σμύρνη μάνα καίγεται...




«Η Σμύρνη είναι και μια πόλη-σύμβολο της ειρηνικής συνύπαρξης, της αδελφοσύνης, της συνεργασίας.»
Αλέξης Τσίπρας

«Η πτώση της Κωνσταντινούπολης για το έθνος μας, δεν είχε τέτοια σημασία, όπως αυτή η έξοδος του ελληνισμού από ολόκληρη την Ανατολή. Ένα φοβερό πράμα…»
Διδώ Σωτηρίου.

O ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, είναι η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του νεωτέρου Ελληνισμού. Κι αυτό, γιατί αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας» που ονειρευόταν την επανένωση όλων εκείνων των εδαφών που κατοικούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων από Έλληνες. Κυρίως όμως, επειδή ξεριζώθηκε οριστικά η μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή με τον πιο δραματικό τρόπο. Την μεγάλη αυτή συμφορά συνθέτουν η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές και λεηλασίες εις βάρος των Ελλήνων και των Αρμενίων χριστιανών, στη Σμύρνη και στις πόλεις και τα χωριά που ανακαταλαμβάνονταν από τον τουρκικό στρατό, οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και των ομήρων προς το εσωτερικό της Ανατολής, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και Αρμενίων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές εστίες τους, χωρίς τις περιουσίες τους, από το μικρασιατικό έδαφος και προ πάντων το ξερίζωμα του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Η ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ
Η Μικρασιατική Καταστροφή, δεν είναι ένα γεγονός που προέκυψε ξαφνικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα χρόνιων διεργασιών στις οποίες συμμετείχαν και αλληλεπιδρούσαν αρκετοί παράγοντες. Ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσκολιών, λαθών, αντικρουώμενων συμφερόντων, ενίοτε και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και παθών. Πριν λοιπόν, θελήσει κάποιος να διερευνήσει το ιστορικό γεγονός «Μικρασιατική Καταστροφή», θα πρέπει να ερευνήσει σε βάθος χρόνου ότι προηγήθηκε μέχρι την τελική πτώση και να αναζητήσει τα πραγματικά αίτια, γιατί μια επιδερμική ανάγνωση και εστίαση μόνο στα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν τις 3-4 τελευταίες μέρες του ελληνισμού στην Μικρά Ασία, ίσως οδηγήσει και σε λάθος συμπεράσματα.
Η παρουσία του ελληνισμού στην Μικρά Ασία
Η Μικρά Ασία, υπήρξε κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών, ενώ έντονη ήταν σ’ αυτήν και η ελληνική παρουσία ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή. Ειδικότερα, στα παράλια προς το Αιγαίο της Μικράς Ασίας, εγκαταστάθηκαν διάφορα ελληνικά φύλα (Αιολικά, Ιωνικά, Δωρικά), τα οποία ίδρυσαν σημαντικότατες αποικίες, οι οποίες απέκτησαν μεγάλη ακμή κατά τους ιστορικούς χρόνους και συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του Ελληνικού Πολιτισμού. Σπουδαιότερες από αυτές τις αποικίες, υπήρξαν η Μίλητος, η Φώκαια, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Μαγνησία, η Αλικαρνασσός και άλλες.
Ο μικρασιατικός ελληνισμός ήταν γεωγραφικά διάσπαρτος σε όλο το μήκος και το πλάτος της Ανατολίας. Η παρουσία του Ελληνικού στοιχείου ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνος. Για τον μικρασιατικό ελληνισμό η Σμύρνη αποτελούσε οικονομικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο, ιδιαίτερα για τους τουρκόφωνους ελληνορθοδόξους της ενδοχώρας. Γενικά, ο μικρασιατικός ελληνισμός δύναται να διαχωρισθεί σε τέσσερις βασικές ομάδες: 1) Της Ιωνίας, 2) της Προποντίδος, 3) της Καππαδοκίας και 4) του Πόντου.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν οργανωμένοι σε κοινότητες, σε συμφωνία με την οθωμανική πρακτική του Μιλλέτ, που αποτελούσε το θρησκευτικό έθνος. Κεφαλή του ορθόδοξου Μιλλέτ, που περιλάμβανε τούς Έλληνες και τούς Σλάβους ορθόδοξους, ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η συνολική αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, διότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες στατιστικές. Ωστόσο η επίσημη οθωμανική στατιστική του 1910 και η στατιστική του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1912 συμφωνούν με μικρές αριθμητικές διαφορές. Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη «Συνδιάσκεψη της Ειρήνης» του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στην Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, καταφέρνοντας να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρ΄ ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον .
Τα υπάρχοντα στοιχεία συγκλίνουν, χωρίς αμφιβολία, στο συμπέρασμα ότι ο ανατολικός ελληνισμός αποτελούσε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε υψηλή μορφωτική και οικονομική στάθμη. Σε ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Θράκης, στην Κωνσταντινούπολη, στη Δυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο οι Έλληνες συχνά κυριαρχούσαν.
Οι ελληνικές κοινότητες ελέγχουν, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους.Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1914 το 46% από τους ιδιοκτήτες τραπεζών και τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες. Το 1914 πάλι, Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμιοί μαθητές αντιπροσωπεύουν σε απόλυτους αριθμούς το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των εμπόρων και της καλής κοινωνίας, σε βαθμό που σημαντικό ποσοστό Ρωμιών αγνοούσε την τουρκική.
Η αντεπίθεση των Τούρκων – Η κατάρρευση του ελληνικού μετώπου

Η γραμμή του ελληνικού στρατού παρέμεινε στα όρια σύμπτυξης του 1921: Εσκί Σεχίρ-Κιουτάχεια-Αφιόν Καρά Χισάρ. Δεν ήταν πια μέτωπο επίθεσης, αλλά άμυνας. Το ηθικό του στρατού, η αυτοπεποίθηση και η προσδοκία της νίκης, είχαν αλλάξει στρατόπεδο.
Αριθμητικά ο ελληνικός στρατός είχε μειωθεί με την μεταφορά μονάδων στην Θράκη, όπως προαναφέρθηκε, για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, που τελικά δεν έγινε. Επιπλέον, ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας είχε αντικατασταθεί από τα τέλη Μαΐου, από τον Γεώργιο Χατζηανέστη, που δεν είχε πολεμική πείρα από τον καιρό των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και ο οποίος διέπραξε ένα μοιραίο λάθος, υπάγοντας απ’ ευθείας στη στρατιά τα τρία σώματα στρατού. Η πρωτοβουλία είχε περιέλθει πια στον Κεμάλ, που ετοιμαζόταν για την τελική αναμέτρηση.
Τον Ιούλιο, οι πληροφορίες για μεταφορά στρατευμάτων στη Θράκη και οι φήμες για ενδεχόμενη σύμπτυξη του ελληνικού στρατού στη ζώνη της συνθήκης των Σεβρών, προσανατόλισαν τον Κεμάλ και τους συμβούλους του στην επίσπευση της επίθεσης, η οποία γρήγορα καθορίστηκε για τις 13 Αυγούστου.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Πράγματι, ύστερα από μια σειρά παραπλανητικών επιθετικών ενεργειών στις 6 και 11 Αυγούστου κι ενώ η ελληνική Διοίκηση, υποτιμώντας τις πληροφορίες που είχε για τη σχεδιαζόμενη επίθεση, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, την αυγή της 13ης Αυγούστου του 1922, άρχισε η τουρκική επίθεση. Στις 04:00 της 13ης Αυγούστου ο Κεμάλ μεταβαίνει στο παρατηρητήριό του, στο Κοτζά Τεπέ. Από εκεί μπορεί, χωρίς καν κιάλια, να παρατηρεί τις ελληνικές θέσεις και τις κινήσεις των τμημάτων ενισχύσεως. Στις 04:30 το τουρκικό πυροβολικό αρχίζει να βάλλει. H βολή είναι κυρίως βολή καταστροφής των συρματοπλεγμάτων και των άλλων οργανώσεων εδάφους των αμυνόμενων. Παραλλήλως πλήττονται και θέσεις, εκ των προτέρων αναγνωρισμένες, των ελληνικών εφεδρειών και πεδινού πυροβολικού. Στις 06:00 το τουρκικό πυροβολικό μεταφέρει τη βολή του στο εσωτερικό της τοποθεσίας και το τουρκικό πεζικό εξορμά.
Από την ελληνική πλευρά δεν είχε καν εκπονηθεί ένα σχέδιο σύμπτυξης, μολονότι υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι τα γεγονότα οδηγούσαν προς αυτή την έκβαση και σχετικές υποδείξεις γίνονταν προς την ελληνική ηγεσία. Η γραμμή του μετώπου γρήγορα διασπάστηκε και άρχισε υποχώρηση που μεταβλήθηκε σε φυγή προς δύο κύριες κατευθύνσεις: προς την Προποντίδα και προς τις δυτικές ακτές. Τον στρατό ακολουθούσαν οι ελληνικοί πληθυσμοί και οι Αρμένιοι από τις περιοχές που εγκαταλείπονταν στα χέρια των Τούρκων. Το κύριο μέρος του στρατού, συνταγμένο ή αποδιοργανωμένο, κινήθηκε προς τα λιμάνια του Αιγαίου και της Προποντίδας. Μερικές μεγάλες μονάδες κυκλώθηκαν από τον εχθρό και αιχμαλωτίστηκαν.
Ο Κεμάλ διέταξε την καταδίωξη των Ελλήνων κατά οπισθοχώρησή τους, τα στρατεύματά του όμως αντιμετώπισαν δυσχέρειες, καθώς οι Έλληνες χρησιμοποίησαν την τακτικής της «καμμένης γη», για να δυσκολεύσουν την καταδίωξή τους από τους Τούρκους.
Δύο μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός είχε αυτοκαταστραφεί. Στον νότο είχαν σχηματιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικόλαου Τρικούπη. Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές Σωμάτων, ένα μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν.
Την ίδια μέρα, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης στέλνει επείγον τηλεγράφημα στην Αθήνα: «Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού».
Η απάντηση του Δημητρίου Γούναρη φτάνει την επόμενη μέρα: «Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος».
24 Αυγούστου: η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη αφού πολλά σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία πραγματοποίησε έναν εξαιρετικό άθλο, διανύοντας σε 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική κι ενώ βαλλόταν συνεχώς από το τουρκικό ιππικό και τους κατοίκους. Έφτασε όμως στο Δικελί σώζοντας τους Έλληνες και τους Αρμένιους της περιοχής και στις 31 Αυγούστου είχε περάσει στη Μυτιλήνη. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε.
Εν τω μεταξύ η ελληνική ηγεσία βρισκόταν σε πλήρη άγνοια της κατάστασης αφού την ίδια στιγμή ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Χατζανέστης βρισκόταν στην Αθήνα και κατέστρωνε σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης.
Οι Άγγλοι που διατηρούσαν στρατό και στόλο στην περιοχή των Στενών και που ήταν επίσημα σύμμαχοι με τους Έλληνες, δεν κινήθηκαν να βοηθήσουν κάπως την υποχώρηση ή αποχώρηση του ελληνικού στρατού.
Η πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης – Η μεγάλη σφαγή
Μετά την κατάρρευση του μετώπου, την ευθύνη του οποίου έφερε ο τότε Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού Νικόλαος Τρικούπης και την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη Μικρασιατική ακτή που κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφτανε τις 250.000. Επίσης στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας.
Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και δεκάδες πρόσφυγες στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για τη μετέπειτα εξέλιξη.
21 Αυγούστου 1922 : σε μία συζήτηση με τους Δυτικούς προξένους, ο Χατζηανέστης επιδιώκει συνομιλία με το Κεμάλ για την συγκατάθεση μίας ελεύθερης αποχώρησης για τον ελληνικό στρατό. Οι συμμαχικές Δυνάμεις το απορρίπτουν, έστειλαν όμως πολεμικά πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης για να προφυλάξουν τους δικούς τους υπηκόους: 11 αγγλικά, 5 γαλλικά και 3 αμερικάνικα. Την ίδια στιγμή, στα λιμάνια της Χίου και της Μυτιλήνης, 50 ελληνικά εμπορικά πλοία ήταν καθηλωμένα, καθώς η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεπε να πάνε να βοηθήσουν τη Σμύρνη.
24 Αυγούστου 1922:  αναχωρεί και το τελευταίο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα. Την επομένη οι χιλιάδες των προσφύγων Έλληνες και Αρμένιοι που κατέκλυζαν όλο το μήκος της περίφημης προκυμαίας «Κε» της Σμύρνης μάταια περίμεναν πλέον τα επιταγμένα ελληνικά πλοία για τη μεταφορά τους στα γειτονικά ελληνικά νησιά. Μετά όμως από έντονη παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου Τζορτζ Χόρτον, (G. Horton), στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων.
26 Αυγούστου 1922: αναχωρούν οι ελληνικές Αρχές Σμύρνης. O μέχρι τότε Έλληνας Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αρ. Στεργιάδης επιβιβάστηκε σε αγγλικό πολεμικό πλοίο που του διατέθηκε με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.
Η αντίστροφη μέτρηση για την πόλη της Σμύρνης είχε πλέον φθάσει.
 27 Αυγούστου 1922: ήταν πρωί του Σαββάτου, ώρα 10:30, όταν οι πρώτοι έφιπποι Τσέτες (άτακτοι Τούρκοι πολεμιστές) μπήκαν στη Σμύρνη (οι Τούρκοι την έλεγαν «Γκιαούρ Ιζμίρ», δηλ. πόλη των απίστων εξαιτίας του μεγάλου πλειοψηφικού χριστιανικού κυρίως ελληνικού πληθυσμού που την κατοικούσε). Ο λαός της Σμύρνης έβλεπε τις κυρίως ελληνικές δυνάμεις (τη μόνη άμυνα τους έναντι των Τούρκων) να προσπερνούν την πόλη και να επιβιβάζονται στον Τσεσμέ, για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Το ίδιο βράδυ άρχισαν να γίνονται λεηλασίες και φόνοι. Ο Έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, Χρυσόστομος, δολοφονήθηκε και κατακρεουργήθηκε μπροστά στα μάτια του στρατηγού Νουρεντίν, ο οποίος τον παρέδωσε στον τουρκικό όχλο. Την επομένη ημέρα και ενώ άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη τουρκικές τακτικές δυνάμεις οι σφαγές και οι λεηλασίες άρχισαν να συστηματοποιούνται στις ελληνικές και στην αρμενική συνοικία. Οι Τούρκοι ξεχώριζαν τους Αρμενίους συστηματικά από τους πρόσφυγες και τους δολοφονούσαν. Και όμως ακόμα και τώρα στην συγκεκριμένη περίπτωση αρνούνταν οι αρχηγοί των συμμαχικών πλοίων να επέμβουν για χάρη των χριστιανών. Τα πλοία που ευρίσκοντο κοντά στην προκυμαία δεν δέχονταν πρόσφυγες. Οι Σμυρνιοί, άλλοι μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και άλλοι σπεύδουν να βρουν προστασία σε νεκροταφεία και εκκλησίες.
29η Αυγούστου 1922: παρουσιάστηκε ο Κεμάλ στη Σμύρνη, ώστε να αφήσει να γιορταστεί ως νικητής. Αν και προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει στους συμμάχους, ότι οι μειονότητες δεν θα πάθουν τίποτε, άρχισαν αυτή την ημέρα τα έκτροπα. Το αρμενικό τετράγωνο είχε κλαπεί συστηματικά, οι άνδρες δολοφονήθηκαν και οι γυναίκες και τα κορίτσια βιάστηκαν. Συγχρόνως άρχισε ο στρατός να βάζει συστηματικά φωτιά στο αρμενικό τετράγωνο. Το απόγευμα επενέβησαν οι Αμερικανοί και αξίωσαν από τον Νουρεντίν, να αφήσουν να επιστρέψουν στα χωριά τους οι πρόσφυγες, αλλιώς απειλείται να ξεσπάσουν επιδημίες. Ο Νουρεντίν το απέρριψε και απαίτησε να μεταφερθούν οι πρόσφυγες στα πλοία και να αποπλεύσουν.
30 Αυγούστου 1922: προς το ξημέρωμα της Τετάρτης, πολλοί Χριστιανοί έφυγαν προς το Κορδελιό εξαιτίας φημών για πλοία που θα τους έσωζαν. Στο δρόμο προς το Κορδελιό συνάντησαν τούρκικο ιππικό και Τσέτες ιππείς. Βιαιοπραγούσαν στους άντρες, έκλεβαν τα κοσμήματα των γυναικών και βίαζαν τις κοπέλες. Όσοι κατάφεραν να προχωρήσουν στα μισά του δρόμου συνάντησαν τους χριστιανούς του Κορδελιού, που τους είχαν διώξει ήδη οι Τούρκοι για να μη σωθούν με τα πλοία. Μια ομάδα νεαρών γυναικών που τις κυνηγούσαν οι Τσέτες, προτίμησαν να πέσουν στα βράχια σαν άλλες γυναίκες του Ζαλόγγου, προκειμένου να μην τις βιάσουν. Το βράδυ της Τετάρτης η αρμενική συνοικία είχε πλήρως ισοπεδωθεί και ο τούρκικος στρατός έστρεψε την πλήρη προσοχή του στους Έλληνες. Όπως είχαν κάνει στους Αρμένιους, πάλι έσπαγαν τις πόρτες σπιτιών. Τους άντρες τους σκότωναν. Οι νεαρές κοπέλες ήταν ο στόχος των Τούρκων, τις άρπαζαν, τις βίαζαν, τις ατίμαζαν. Οι κοπέλες έφτασαν στο σημείο και μεταμφιέζονταν σε γριές για να σώσουν την τιμή τους.
31 Αυγούστου 1922: οι Τούρκοι στρατιώτες του Νουρεντίν, βάση σχεδίου που τους παρέδωσαν οι τουρκικές αρχές, άρχισαν να ανάβουν φωτιές στην πόλη. Με πετρέλαιο άναψαν φωτιά πρώτα στην αρμενική συνοικία. Από τη πρώτη αυτή εκδήλωση άρχισαν να καίγονται το αρμενικό νοσοκομείο, η αρμενική μητρόπολη και η αρμενική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί. Στη συνέχεια άρχισαν να σημειώνονται νέες πυρκαγιές στις ελληνικές συνοικίες. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι από τα πρώτα κτίρια που καταστράφηκαν ήταν και το κτίριο του πυροσβεστικού σταθμού Σμύρνης, ενώ βρέθηκε να είχαν επιμελώς απομονωθεί οι υδραγωγοί Χαλκά Βουνάρ που υδροδοτούσαν τη πόλη και χρησίμευαν στην πυροπροστασία της.
Το αεράκι που διευκόλυνε την φωτιά να απλωθεί από σπίτι σε σπίτι που επεκτάθηκε σε έκταση 3.5 χιλιομέτρων. Ορισμένα κτήρια του παραλιακού δρόμου τους έδωσαν εντολή να μην τα πειράξουν. Οι Τούρκοι στρατιώτες ανατίναξαν όλα τα υπόλοιπα με δυναμίτη. Η φωτιά εμαίνετο όλη την νύχτα και σάρωσε όλη σχεδόν την πόλη. Τούρκοι στρατιώτες ήταν παρατεταγμένοι σε στρατηγικά σημεία της πόλης και σκότωναν όσους χριστιανούς προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ολοκληρώνεται η εκκένωση της πόλης από ξένους υπηκόους που επιβιβάστηκαν υπό την προστασία αγημάτων των πολεμικών πλοίων των χωρών τους που είχαν διατεθεί ειδικά και ναυλοχούσαν στο κόλπο της Σμύρνης
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι ο εμπρησμός αυτής ήταν προμελετημένος και καλώς οργανωμένος, καθ’ όσον Τούρκοι στρατιώτες μετέφεραν δοχεία με πετρέλαιο ή έριχναν εμπρηστικές βόμβες, κάτι το οποίο επιβεβαίωσαν και Αμερικανοί αυτόπτες μάρτυρες. Όλες οι αξιόπιστες μαρτυρίες των ξένων παρατηρητών συμπίπτουν στο ότι το πυρ τέθηκε υπό των Τούρκων εκ προμελέτης και κατά προδιαγεγραμμένο σχέδιο.
Εν τω μεταξύ, στην προκυμαία της Σμύρνης εξελίσσονται οι τελευταίες σκηνές της μικρασιατικής τραγωδίας.
Όταν έφθασε η είδηση της βάρβαρης ενέργειας του τουρκικού στρατού εναντίον των Αρμενίων, όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα καιόμενα σπίτια και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες από τις εσωτερικές περιοχές που ακολουθούσαν τον αποχωρούντα ελληνικό στρατό και είχαν καταλήξει στην Σμύρνη, κατέφυγαν στην προκυμαία αναζητώντας κάποιο πλεούμενο ή κολυμπώντας προσπαθούσαν να πλησιάσουν και να ανέβουν στα ξένα πλοία ( Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) που περίμεναν στο λιμάνι. Πάνω από 300.000 άνθρωποι στο στενό χώρο της προκυμαίας, ανάμεσα στις φλόγες και στο λιμάνι της σωτηρίας που ελπίζουν. Η φοβερή καταστροφή έφτασε και στα σπίτια της παραλίας και αποτέφρωσε όλες τις συνοικίες της Σμύρνης, την αρμενική, την ελληνική, την εμπορική και την ευρωπαϊκή, πλην της τουρκικής και της εβραϊκής (κάποιοι Εβραίοι μάλιστα, είχαν βρει μια προσοδοφόρα «εργασία»: πουλούσαν σημαιάκια της Τουρκίας στους Έλληνες τάχα για να τους «σώσουν»).
Ήταν μία των μεγαλυτέρων πυρκαγιών της ιστορίας και θύμιζε την Πομπηία…
Μάλιστα κατά τις ενδιάμεσες νύχτες, όταν κάτοικοι έντρομοι από τις σημειούμενες εκρήξεις εξέρχονταν στους δρόμους αντιμετώπιζαν τις περιπόλους που τους καλούσαν να επιστρέψουν σπίτια τους και στη συνέχεια τους πυροβολούσαν για παράβαση του περιοριστικού μέτρου.
Οι πανικόβλητοι Μικρασιάτες που συγκεντρώθηκαν στην προκυμαία, προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιβιβαστούν στα πλοία που ήταν συγκεντρωμένα στο λιμάνι της Σμύρνης και που εκείνες τις τραγικές στιγμές ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας που που υπήρχε.. Αλλά οι ξένοι ναύτες τους εμπόδιζαν με κάθε τρόπο και τους έσπρωχναν στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγούν. Οι ναύαρχοι των πλοίων απωθούσαν ακόμα και τον άμαχο πληθυσμό που έφθανε με τις βάρκες στα πλοία για να σωθεί, μόνο και μόνο γιατί δεν ήθελαν τη δυσαρέσκεια με τον Κεμάλ. Οι λίγοι δημοσιογράφοι, που βρισκότανε εκεί σιωπούσαν στις ανταποκρίσεις τους, εξαιτίας της απαίτησης συγκράτησης, που αξίωναν οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι. Επιπλέον οι Τούρκοι στρατιώτες επέπεσαν πάνω στο πανικόβλητο πλήθος για να το απομακρύνουν από την παραλία, να το απωθήσουν προς τα πίσω, και ταυτόχρονα αποσπούσαν τις νταντάδες και τις γυναίκες για να τις βιάσουν και τελικώς να τις σκοτώσουν.
Όπως καταμαρτυρείται, «Οι Σύμμαχοι, και ιδιαιτέρως οι Άγγλοι, επέδειξαν, κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς, ανήκουστον αναισθησίαν. Τα πληρώματα των εν Σμύρνη ναυλαχούντων πολεμικών των, απέκοπτον τας χείρας και εύθραυον τας κεφαλάς των δυστυχών εκείνων Ελλήνων, που ενόμισαν ότι ημπορούσαν, αποφεύγοντες την τουρκικήν μάχαιραν, να εύρουν άσυλον και προσωρινήν φιλοξενίαν εις τα πολεμικά σκάφη. Έστρεψαν, μάλιστα, και τους προβολείς των πλοίων των επί της προκυμαίας της Σμύρνης, δια να απολαύσουν το μακάβριον και ανατριχιαστικόν θέαμα της ομαδικής σφαγής των Ελλήνων. Και όμως θα ήρκουν τότε ελάχιστοι κανονιοβολισμοί των αγγλικών πλοίων δια να σωθή τουλάχιστον η πόλις και δια να προληφθούν αι σφαγαί και τα μαρτύρια τους πληθυσμού της, ως και του εις αυτής καταφυγόντως ελληνικού μικρασιατικού πληθυσμού. Αφ’ ετέρου οι Γάλλοι, εις τα Μουδιανιά, έρριψαν ζεματιστό νερό εις όσους απεπειράθησαν να ανέβουν επί των πλοίων των! Τέλος, ο Αμερικανός πρόξενος εν Σμύρνη, όταν πήγε τότε εις γεύμα όπου ήτο προσκεκλημένος και ο Γάλλος πρόξενος, τον ήκουσε να δικαιολογεί με απερίγραπτον κυνισμόν της επινράδυνσιν της αφίξεώς του: η λέμβος που τον έφερεν από το γαλλικόν πλοίον, προσέκρουσεν εις πτώματα Ελληνίδων γυναικών που έπλεον εις την παραλίαν!». Κι όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε άλλη μαρτυρία, «τόσα πολλά ήταν τα πτώματα που επέπλεαν στην παραλία, ώστε μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους».
Η Διδώ Σωτηρίου, μέσα από τα «Ματωμένα χώματα», είναι το ίδιο γλαφυρή για την απάνθρωπη συμπεριφορά των «Συμμάχων»:
«Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά ‘ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των Τσέτηδων!
– Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!).
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι Τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουν μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άι Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει».
«Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ;
Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!
Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!».
Τελευταία μέρα Αυγούστου εν έτει 1922 δεν υπήρχε ελληνικός στρατός στην προαιώνια κοιτίδα 3.000 ετών Ελληνισμού της Μικράς Ασίας!  Η Σμύρνη είχε παραδοθεί στις φλόγες (και στον συνωστισμό της Ρεμπούση) και οι συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί της ” καθ΄ημάς Ανατολής ” ζούσαν το δικό τους δράμα …
thumbnail
About The Author

0 comments