Στον αστερισμό των αρνητικών επιτοκίων

ΕΙΚΟΝΑ---Ντράγκι,-ΕΚΤ
Ως λύση για το πρόβλημα της ρευστότητας, οι τεχνοκράτες της ΕΚΤ επιλέγουν το αρνητικό επιτόκιο, αφού επί μια διετία δεν υπήρχε επιτόκιο όταν οι εμπορικές τράπεζες τοποθετούσαν τα αποθεματικά τους στην κεντρική τράπεζα.
.
Η παγκόσμια οικονομία έχει μπει για τα καλά στον αστερισμό των αρνητικών επιτοκίων.
Υπάρχουν οι δυο είδη αρνητικών επιτοκίων, αυτά που καλούνται να μειώσουν την ελκυστικότητα ενός νομίσματος και αυτά που έχουν ως στόχο την αύξηση των χορηγήσεων.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το βασικό επιτόκιο ενός νομίσματος, το επιτόκιο αναφοράς του και στην δεύτερη περίπτωση με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων μιας κεντρικής τράπεζας.

Στην πρώτη περίπτωση αναφερόμαστε σε χώρες όπως της Δανίας, Ελβετίας και Σουηδίας και στην δεύτερη περίπτωση στην Ευρωζώνη και την Ιαπωνία.
Η πρώτη ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα που υιοθέτησε με αποφασιστικό τρόπο αρνητικό επιτόκιο ήταν της Δανίας  τον Ιούλιο του 2014  για να ακολουθήσει η Σουηδία.
Μετά την απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας να καταργήσει το πλαφόν των 1,20 φράγκων σε σχέση με το ευρώ από τις 15 Ιανουάριου 2015, η Δανία εντός μηνός προχώρησε σε τέσσερις μειώσεις του βασικού επιτοκίου που πλέον καταγράφεται στα επίπεδα του -0,75%.
Βασικός στόχος της Κεντρικής Τράπεζας της Δανίας η διατήρηση της ισοτιμίας – σύνδεσης με το ευρώ στα επίπεδα των 7,44 κορόνων.
Η Δανία θέλοντας  να περιφρουρήσει την ισοτιμία της κορόνας με το ευρώ και με δεδομένο ότι το νόμισμα της θεωρείτε ασφαλές καταφύγιο, δεν είχε άλλες επιλογές παρά την μείωση του επιτοκίου αναφοράς της κορόνας σε επίπεδα που να θεωρούνται αποτρεπτικά για το διεθνές κεφάλαιο και επικουρικά να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος πουλώντας κορόνες και αγοράζοντας κυρίως ευρώ.
Επενδυτικό καταφύγιο αποτελεί και η Σουηδική κορόνα οπότε η κεντρική τράπεζα της χώρας βλέποντας τις αντιδράσεις της Ελβετίας  και της Δανίας, προχώρησε στις 12 Φεβρουαρίου 2015 στην μείωση του βασικού της επιτοκίου στα επίπεδα του -10%, ενώ με τρεις κινήσεις, τελευταία 11 Φεβρουαρίου 2016, έφερε τα επιτόκια της στα επίπεδα του – 0.50%.
Στόχος και της Σουηδίας η αναχαίτιση της ανατίμησης ώστε να μην υπονομευτεί η ανάπτυξη και κυρίως να βγει η οικονομία από το τούνελ του αποπληθωρισμού που τουλάχιστον επί μια τριετία ταλαιπωρεί την χώρα.
Φυσικά η μεγάλη βόμβα στις αγορές συναλλάγματος έπεσε στα μέσα Ιανουαρίου 2015 από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, η οποία εγκατέλειψε  την σύνδεση με το ευρώ στα επίπεδα των 1,20 φράγκων.
Να θυμίσουμε ότι από τον Σεπτέμβριο του 2011 η κεντρική ελβετική τράπεζα είχε θέσει ως οροφή ενίσχυσης του φράγκου έναντι του ευρώ  τα επίπεδα των 1,20 φράγκων, όριο που υπερασπίζονταν καθόλη την διάρκεια των τριών ετών που είχε προηγηθεί.
Παράλληλα οδήγησε το βασικό επιτόκιο του φράγκου στα επίπεδα του -0,75% από -0,25% που είχε καταγραφεί από τα μέσα Δεκεμβρίου 2014 για να περιορίσει την ελκυστικότητα του φράγκου.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - επιτόκιο σουηδικής κορόνας
Το βασικό επιτόκιο της Σουηδικής Κορόνας
.
Κοινός τόπος των νομισμάτων Ελβετίας, Δανίας, Σουηδίας, η ένταξη τους στα ασφαλή καταφύγια και ως εκ τούτου σε αυτά που η ελκυστικότητα τους σε συνδυασμό με την θέσπιση σταθερών ισοτιμιών με το ευρώ την ώρα που το τελευταίο έχει ανοίξει τις προσδοκίες υποτίμησης του, δίνει την δυνατότητα στοχοποίησης τους από το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.
Χαμηλή ανάπτυξη, αποπληθωρισμός και μεγάλο κόστος παρεμβάσεων για την στήριξη της ισοτιμίας τους με το ευρώ, είναι τα χαρακτηριστικά που συνδέουν επίσης τις οικονομίες των τριών αυτών χωρών.
Το κόστος του πολέμου με τους κερδοσκόπους είναι μεγάλο ενώ η απληστία των τελευταίων είναι τέτοιου μεγέθους, που δεν αρέσκονται σε μια νίκη τύπου ανατίμησης του ελβετικού φράγκου από το επίπεδο των 1,20 φράγκων έναντι του ευρώ στο επίπεδο των 1,05 φράγκων, αλλά επιζητούν το απόλυτο κέρδος αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των πρακτικών τους στην ανάπτυξη, στην απασχόληση και στην ευημερία των απλών πολιτών.
Η Ελβετική κεντρική τράπεζα παρά την οδυνηρή της ήττα συνεχίζει να παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος, για να κρατήσει τα επίπεδα των 1,05 φράγκων σε σχέση με το ευρώ.
Η ανατίμηση έχει ακριβύνει τις εξαγωγές, έχει εντείνει την πτώση των τιμών εδραιώνοντας τον αποπληθωρισμό, έχει αυξήσει την ανεργία με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της  ελβετικής οικονομίας.
Πέρα όμως  από τις κεντρικές  τράπεζες που προχωρούν στη  μείωση του βασικού τους επιτοκίου σε αρνητικά πεδία υπάρχουν και οι κεντρικές τράπεζες χωρών ή ομάδας  χωρών που  έχουν άλλο πρόβλημα από αυτό της ελκυστικότητας του νομίσματος τους.
Είναι οι χώρες εκείνες που οι εμπορικές τους τράπεζες διστάζουν για διάφορους λόγους να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, παρκάροντας την ρευστότητα τους στην κεντρική τους τράπεζα.
Η πρώτη κεντρική τράπεζα που χρησιμοποίησε αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων με απώτερο σκοπό να εκβιάσει την αύξηση των χορηγήσεων προς την πραγματική οικονομία ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Με τέσσερις κινήσεις των 10 μονάδων βάσης έκαστη, δυο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, μια στα τέλη του 2015 και μια στα μέσα Μαρτίου 2016 έχει φέρει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στα επίπεδα του – 0,40 %.
Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα αυτών των κινήσεων είναι μηδενικά, γι’ αυτό και κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας  στα τέλη Ιανουαρίου 2016 προσχώρησε και αυτή στο πεδίο των αρνητικών επιτοκίων, μειώνοντας το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο -0,10%.
Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων στην αποδοχή των καταθέσεων των εμπορικών δείχνει ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής μιας κεντρικής τράπεζας.
To πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο όταν συναντά το γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έχει δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να μην ζητούν δάνεια, ενώ από την άλλη η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών συνεχώς να υποβαθμίζεται από τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται κανονικά.
Για να υπάρξει αύξηση της προσφοράς χρήματος, δηλαδή για να υπάρξει αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί στην πραγματική οικονομία πρέπει να δημιουργηθεί δευτερογενές ή τραπεζικό χρήμα.
Αυτό δημιουργείται όταν οι τράπεζες από τα πλεονάζοντα διαθέσιμα τους χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Εάν αυτό δεν συμβεί τότε όσες ποσότητες χρήματος και εάν κόψει η κεντρική τράπεζα  η προσφορά χρήματος δεν θα αυξηθεί.
Στην ουσία μικρή ποσότητα κεφαλαίων μετουσιώνεται σε νέο δανεισμό οπότε η προσφορά χρήματος δεν αυξάνεται με ρυθμούς που σχεδιάζουν οι τεχνοκράτες της κεντρικής τράπεζας.
Το μεγαλύτερο τμήμα των κεφαλαίων τοποθετείται από τις τράπεζες ξανά σε κρατικά ομόλογα και σε μετοχές, ενώ μεγάλο μέρος παρκάρετε στην κεντρική τράπεζα.
Ως λύση για το συγκεκριμένο πρόβλημα από τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ επιλέγει το αρνητικό επιτόκιο, αφού επί μια διετία  (Ιούλιος 2012 – Ιούνιος 2014) δεν υπήρχε επιτόκιο όταν οι εμπορικές τράπεζες τοποθετούσαν τα αποθεματικά τους στην κεντρική τράπεζα.
Η απάντηση των τραπεζών θα είναι να μετακυλήσουν το κόστος τους στους πελάτες τους, φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Δεν το έχουν πράξει μέχρι σήμερα για λόγους τακτικής, όμως η πίεση που νιώθουν στα έσοδα από τόκους είναι μεγάλη αφού αυτά μειώνονται μιας και αναφέρονται σε χρηματοδοτήσεις του παρελθόντος, με την  αποπληρωμή τόκων να έχει ωριμάσει και τις αποπληρωμές να αφορούν κυρίως κεφάλαιο.
Βέβαια, όπως οι τράπεζες δεν μπορούν να εκβιαστούν για να παρέχουν δάνεια όταν δεν υπάρχουν φερέγγυοι πελάτες έτσι και δεν μπορούν να τιμωρούνται όταν τα κεφάλαια  που δεν δανείζουν τα τοποθετούν στην κεντρική τους τράπεζα.
Η παροχή μεγάλης και μακροπρόθεσμης ρευστότητας για να μην υπάρξει ατύχημα ρευστότητας έχει το τίμημα της όταν ο φαύλος κύκλος των υφεσιακών καταστάσεων, της ανεργίας και των προβληματικών δανείων δεν επιτρέπουν την  συνήθη ροή του τραπεζικού χρήματος προς την πραγματική οικονομία, με την παγίδα ρευστότητας να θυμίζει το ενδεχόμενο των αδιεξόδων που ελλοχεύουν.
Σαράντος Λέκκας  (Economics)
thumbnail
About The Author

0 comments