Πλουσιότερος κόσμος, φτωχότερα έθνη

Το πρόβλημα με την άνοδο των υπολοίπων
Το κίνημα Occupy Wall Street, το «Είμαστε το 99 τοις εκατό» και το ισπανικό κίνημα ενάντια στην λιτότητα «15Μ» μπορεί να βρίσκονται στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος από τα λαϊκιστικά κινήματα όπως το Tea Party [1], το Εθνικό Μέτωπο στην Γαλλία [ 2] και το Pegida στην Γερμανία [3], αλλά μοιράζονται την ίδια ρίζα προέλευσης: Μια οργή προς εκείνους για τους οποίους νιώθουν ότι κερδίζουν εις βάρος τους. Στην αριστερά, ο θυμός στρέφεται κατά των υπερπλούσιων που έχουν γίνει πλουσιότεροι -ζουν σε έναν κόσμο με σπίτια των 50 εκατομμυρίων δολαρίων, με γάμους των 10 εκατομμυρίων δολαρίων και με διακοπές κόστους 10.000 δολαρίων ανά διανυκτέρευση, καθώς η υπόλοιπη χώρα παραμένει στάσιμη ή γίνεται φτωχότερη. Σύμφωνα με την U.S. Census, τα μέσα οικογενειακά εισοδήματα έχουν αυξηθεί ελάχιστα τα τελευταία 20 χρόνια. Στην δεξιά, ο θυμός στοχεύει τους μετανάστες οι οποίοι φαίνεται να ανταγωνίζονται ή να υπονομεύουν τους ντόπιους εργαζόμενους και να απειλούν τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους.

Και όμως ο κόσμος στο σύνολό του είναι σε καλύτερη κατάσταση από ποτέ: Οι άνθρωποι παντού, κατά μέσο όρο, ζουν περισσότερο, μένουν περισσότερο στο σχολείο, γίνονται όλο και πιο παραγωγικοί και, χάρη στο Διαδίκτυο, απολαμβάνουν φθηνή και σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση σε πληροφορίες και ψυχαγωγία. Γιατί, λοιπόν, υπάρχει τόση πολλή λαϊκιστική οργή όταν τα πράγματα, με πολλούς μετρήσιμους τρόπους, ποτέ δεν ήταν καλύτερα;
Μέρος της απάντησης έγκειται στον τρόπο με τον οποίο τα παγκόσμια πρότυπα της ανισότητας έχουν αλλάξει στα τελευταία 30 χρόνια. Στην δεκαετία του 1980, ο κόσμος ήταν σε μεγάλο βαθμό χωρισμένος σε «αναπτυγμένες» ή πλούσιες χώρες και σε «υπανάπτυκτες» ή φτωχές [4]. Οι πλούσιες χώρες περιελάμβαναν την Ιαπωνία και τα κράτη στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Συγκριτικά, ο υπόλοιπος κόσμος ήταν ως επί το πλείστον αρκετά φτωχός. Στην πραγματικότητα, οι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας Κριστόφ Λακνέρ και Μπράνκο Μιλάνοβιτς διαπίστωσαν ότι το 1988, το μέσο εισόδημα στις ανεπτυγμένες χώρες ήταν 20 έως 30 φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο στις φτωχότερες χώρες.
Την ίδια στιγμή, η ανισότητα μέσα στις πλουσιότερες χώρες είχε υποστεί μια απότομη πτώση, δημιουργώντας εντυπωσιακά εξισωτικές κοινωνίες. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 μέχρι το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ το 1975, η έντονη βιομηχανική ανάπτυξη στον ανεπτυγμένο κόσμο δημιουργούσε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για τους τεράστιους αριθμούς των μετρίως ειδικευμένων εργατών και των μεσαίου επιπέδου στελεχών. Η ανάπτυξη αυτή προήλθε από την επέκταση της μεταποίησης, των κατασκευών και των επαγγελματικών υπηρεσιών -στον τομέα της εκπαίδευσης, των τραπεζών, της υγειονομικής περίθαλψης, της μεταφοράς και της λιανικής πώλησης- η οποία προσέφερε σταθερή απασχόληση στην μεσαία τάξη. Καθώς η μεσαία τάξη αναπτυσσόταν, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος αυξανόταν. Στον Καναδά, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος που πήγαινε το κορυφαίο 1% των μισθωτών πήγε από το 10%-16% πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο 7%-8% στα τέλη του 1970. Στην ηπειρωτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, οι οποίες είχαν ισχυρές πολιτικές υπέρ της εργασίας, το ποσοστό που πήγαινε στο κορυφαίο 1% εκατό μειώθηκε ακόμη πιο δραματικά, από 11%-18% πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο 4%-9% στις αρχές του 1980. Όπως μετράται από το συντελεστή Gini, η ανισότητα με βάση το διαθέσιμο εισόδημα (δηλαδή, μετά από φόρους και κυβερνητικές παροχές) μειώθηκε στα επίπεδα του 0,2 έως 0,3 σε όλη την Ευρώπη και την Ιαπωνία και σε 0,34 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν τω μεταξύ, οι περισσότεροι άνθρωποι στις φτωχότερες χώρες παρέμειναν βυθισμένοι στην αγροτική φτώχεια, μένοντας ακόμα πιο πίσω από τα πλουσιότερα έθνη [5].
30032016-1.jpg
Διαδηλωτές κατά την δεύτερη επέτειο του κινήματος 15M στην Μάλαγα, στη νότια Ισπανία, στις 12 Μαΐου 2013. JON NAZCA / REUTERS
------------------------------------
Μετά από αυτή την χρυσή εποχή για τις μεσαίες τάξεις του αναπτυγμένου κόσμου, ωστόσο, η μείωση των παγκόσμιων ανισοτήτων αντιστρέφει απότομα πορεία. Από το 1980, το επίπεδο της ανισότητας μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ η ανισότητα στο εσωτερικό των πλουσιότερων χωρών έχει αυξηθεί σημαντικά.
Το 1980 είδε το άνοιγμα της Κίνας, και, στην συνέχεια, της Ινδίας, στην παγκόσμια οικονομία [6]. Αυτό οδήγησε σε πολλαπλασιασμό των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού που παρήγαγαν φθηνά αγαθά και υπηρεσίες μέσω της φθηνής ασιατικής εργασίας. Υπήρξε επίσης μια έκρηξη στα εμπορεύματα και τις κατασκευές καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες έχτιζαν τις δικές τους πόλεις, σιδηρόδρομους, δρόμους και εργοστάσια παραγωγής. Παραγωγοί εμπορευμάτων, όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία και η Νότια Αφρική έγιναν μεγάλοι παγκόσμιοι εξαγωγείς. Επιπλέον, η υπό την ηγεσία του ΟΠΕΚ άνοδος των τιμών του πετρελαίου μετατόπισε έσοδα από τον πλούσιο κόσμο στα έθνη που παράγουν πετρέλαιο.
Στις επόμενες δεκαετίες, οι μισθοί στον αναπτυσσόμενο κόσμο αυξήθηκαν ραγδαία, βγάζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από την φτώχεια στην Κίνα, την Ινδία, την Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή και μέρη της Αφρικής. Πολλά έθνη έγιναν «χώρες μεσαίου εισοδήματος», όχι ακόμη πλούσιες αλλά και όχι πλέον βυθισμένες στην φτώχεια, και ακόμη και οι πιο φτωχές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Κίνας, οι οποίες το 1980 ήταν όντως φτωχές) ανέπτυξαν μια σειρά από ταχέως διογκούμενες πόλεις με σημαντική μεσαία τάξη.
Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, η διάκριση μεταξύ «πλούσιων» και «φτωχών» χωρών έγινε πολύ λιγότερο έντονη και μάλιστα άρχισε να θολώνει. Μέχρι το 2011 δεν υπήρχε πλέον η έντονη διαίρεση όπως το 1988 στο μέσο εισόδημα μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ανόδου της νέας «παγκόσμιας μεσαίας τάξης» στον αναπτυσσόμενο κόσμο και της στασιμότητας των εισοδημάτων των μεσαίων τάξεων στις πλουσιότερες χώρες.
Οι χώρες που κάποτε ήταν ασήμαντοι παίκτες στην παγκόσμια οικονομία ξαφνικά εμφανίστηκαν ως μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, και η αλλοτινή κυριαρχία των Δυτικών εθνών άρχισε να ξεθωριάζει. Το 1980, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν πάνω από δέκα φορές [μεγαλύτερη από] το μέγεθος της Κίνας, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), παρ’ όλο που η Κίνα ήταν η μεγαλύτερη οικονομία στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το ΑΕΠ της ήταν μόνο το 8% εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι το 2014, η οικονομία της Κίνας ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, αν προσαρμοστεί στις ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Και από το 2014, η Ινδία έχει επίσης αναπτυχθεί εντυπωσιακά, επιτυγχάνοντας ένα ΑΕΠ που ήταν το 40% εκείνου των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Βραζιλία ήταν στο σχεδόν 20%.
Από ευρωπαϊκής απόψεως, οι αλλαγές μέσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακές. Το 1975, σε τρέχοντα διεθνή δολάρια, η οικονομία της Γαλλίας ήταν περισσότερο από δύο φορές μεγαλύτερη από της Κίνας και σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από της Βραζιλίας. Μέχρι το 2014, η οικονομία της Κίνας ήταν σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας, και η οικονομία της Βραζιλίας ήταν μόνο οριακά μικρότερη. Αυτές είναι συντριπτικές αλλαγές, και συνέβησαν σε μόλις μια γενιά.
Έτσι, τα τελευταία 40 χρόνια, η ταχεία ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών έχει συρρικνώσει δραματικά την ανισότητα μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών. Ένας μεγάλος αριθμός των πρώην αναπτυσσόμενων χωρών έχουν γίνει οι κορυφαίες 20 πλουσιότερες στον κόσμο: Η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ινδονησία, το Μεξικό, κατά σειρά μεγέθους, όλες έχουν μεγαλύτερες οικονομίες από την Ιταλία (η οποία είναι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη). Ακόμα και η Αίγυπτος, το Πακιστάν και η Ταϊλάνδη έχουν τώρα μεγαλύτερες οικονομίες από την Ολλανδία, η οποία μέχρι το 1945 ήταν η μεγαλύτερη αποικιακή δύναμη στη Νοτιοανατολική Ασία. Με βάση την κατάταξη κατά κεφαλήν, οι πλούσιες χώρες παραμένουν οι πλουσιότερες, αλλά κατά πολύ λιγότερο από όσο πριν. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, όταν τα εισοδήματα προσαρμοστούν σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης, το κατά κεφαλήν εισόδημα των χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν 20 έως 30 φορές εκείνο της Κίνας και της Ινδίας το 1980. Μέχρι το 2014, η διαφορά είχε συρρικνωθεί στις έξι έως δέκα φορές για την Ινδία και μόλις τρεις έως τέσσερις φορές για την Κίνα. Οι μεσαίες τάξεις στα σημερινά πλουσιότερα έθνη είναι τώρα όχι σε τόσο πολύ καλύτερη κατάσταση από ό, τι οι μεσαίες τάξεις σε ορισμένες χώρες αναπτυσσόμενων αγορών.
Την ίδια στιγμή, οι μεσαίες τάξεις των πλουσιότερων εθνών έχουν επίσης βιώσει μεγάλες αυξήσεις στην ανισότητα στο εσωτερικό των κοινωνιών τους. Η ενσωμάτωση της ασιατικής εργασίας και των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού εμπορευμάτων στην παγκόσμια οικονομία έχει μετατοπίσει τον πλούτο προς τα πάνω, στους διευθυντές των παγκόσμιων επιχειρήσεων. Αυτοί, μαζί με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν πίστωση για τις παγκόσμιες επενδύσεις, το εμπόριο και τις κατασκευές, έχουν δει το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εισόδημα να κάνει άλμα προς τον ουρανό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% των μισθωτών σχεδόν διπλασιάστηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, από 8% το 1980 σε 18% το 2010. Στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιρλανδία, τη Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% έχει ομοίως αυξηθεί κατά μιάμιση έως δύο φορές από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στην Ευρώπη, τα μερίδια που πηγαίνουν στο κορυφαίο 1% δεν έχουν πάντα αυξηθεί τόσο πολύ, ανεβαίνοντας κατά ένα κλάσμα από τα επίπεδα του 1980 στην Γερμανία και καθόλου στην Ολλανδία. Στις περισσότερες Σκανδιναβικές και νοτιο-ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, το μερίδιο που πηγαίνει στο κορυφαίο 1% σχεδόν διπλασιάστηκε κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά ευρύτερα, η ανισότητα εξακολουθεί να είναι σε άνοδο. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, ακόμη και αν τα κέρδη στο κορυφαίο 1% ήταν περιορισμένα, η ανισότητας σε ολόκληρη την κατανομή του εισοδήματος εξακολουθεί να αυξάνεται: Ο συντελεστής Gini για το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε από 0,25 το 1985 σε 0,29 το 2011, μια μεγαλύτερη αύξηση σε αναλογικούς όρους από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αυξήθηκε από 0,34 σε 0,39 κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Η άνοδος του Διαδικτύου, στο οποίο ανταλλάσσονται τρισεκατομμύρια δολάρια και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια εσόδων δημιουργούνται με λίγους ή χωρίς καθόλου εργαζομένους μεσαίας ειδίκευσης ή χειρώνακτες, έχει μετατοπίσει περαιτέρω την κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος. Έτσι, η Alphabet Inc., ιδιοκτήτρια της Google και η πιο πολύτιμη επιχείρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, απασχολεί 61.000 εργαζόμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες˙ η επόμενη πιο πολύτιμη εταιρεία, η Apple, απασχολεί 76.000 άτομα στην χώρα. Αντίθετα, στο αποκορύφωμά της, η General Motors είχε 618.365 εργαζόμενους στις ΗΠΑ. Ακόμη και η Airbnb με συνολικά 1.600 εργαζόμενους έχει χρηματιστηριακή αξία πάνω από 25 δισεκατομμύρια δολάρια. Απλά δεν είναι πλέον απαραίτητο να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων που φτιάχνει πράγματα ή παρέχει υπηρεσίες για να δημιουργηθεί αξία δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ταυτόχρονα, η ροή της παγκόσμιας παραγωγής σε χώρες με χαμηλότερους μισθούς στόχευσε εργαζόμενους στον αναπτυγμένο κόσμο που άλλοτε απολάμβαναν υψηλόμισθη εργασία –σε αμφότερες τις βιομηχανίες των υπαλλήλων και των εργατών- και στέρησαν σε πολλούς τα προς το ζην. Μια μελέτη από οικονομολόγους στο MIT εκτιμά ότι έχουν χαθεί 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ λόγω της μετατόπισης από την τοπική παραγωγή στις εισαγωγές [7]. Έτσι, τα τελευταία 30 χρόνια, οι καρποί της παγκόσμιας ανάπτυξης εντός των πλούσιων χωρών έχουν συγκεντρωθεί εντόνως στα χέρια των παγκόσμιων διευθυντών, στελεχών και χρηματοοικονομικών [στελεχών]. Ως αποτέλεσμα, εκείνοι στις μεσαίες και κατώτερες τάξεις -τα μεσαία στελέχη και οι ιδιοκτήτες των τοπικών επιχειρήσεων μικρής κλίμακας, για παράδειγμα- αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω και χάνουν το καθεστώς τους της μεσαίας τάξης μέσα στην ίδια τους την χώρα. Και πολλοί κυριολεκτικά το έχασαν: Μια νέα μελέτη από το Pew Research Center [8] διαπίστωσε ότι ενώ το 61% των ενηλίκων των ΗΠΑ ζούσε σε νοικοκυριά της μεσαίας τάξης το 1971, μέχρι το 2014 το μερίδιο είχε πέσει στο 50%.
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, εκείνοι που έχουν καταφέρει να αποκτήσουν μια εκπαίδευση ή ένα κομμάτι κεφαλαίου και μετακόμισαν στις πόλεις ήταν σε θέση να αφήσουν την πικρή φτώχεια πίσω τους. Εκατομμύρια έχουν αποκτήσει υπαλληλικές θέσεις εργασίας και τα παρελκόμενα της ζωής της μεσαίας τάξης. Πολλοί από αυτούς εντός της μεσαίας τάξης έχουν πλέον τα μέσα για να μεταναστεύσουν σε αναπτυγμένες χώρες. Αν και η απόδειξη είναι ισχυρή ότι οι μετανάστες δεν παίρνουν τις δουλειές από τους Αμερικανούς -τείνουν να λαμβάνουν θέσεις εργασίας στα υψηλότερα και χαμηλότερα άκρα του φάσματος, όπως οι γιατροί και οι μηχανικοί ή οι εργάτες στις κατασκευές και την γεωργία- η αύξηση της μετανάστευσης συνέβαλε στην άποψη της μεσαίας τάξης ότι ο κόσμος της αλλάζει πέρα από κάθε αναγνώριση. Με το να κατηγορούν τους μετανάστες για τις οικονομικές δυσκολίες που στην πραγματικότητα προκλήθηκαν από τις αλλαγές στην παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία, οι σωβινιστές (nativists) τροφοδοτούν την δυσαρέσκεια, χρησιμοποιώντας εκκλήσεις για περιορισμένη μετανάστευση ώστε να πολώσουν την εσωτερική πολιτική. Ακόμα κι αν η μετανάστευση έχει ενισχύσει την οικονομία των ΗΠΑ και εμπλουτίσει το πολιτισμός τους, τα νέα πρότυπα της παγκόσμιας ανισότητας προκαλούν τόσο τους Αμερικανούς όσο και τους Ευρωπαίους να στραφούν ενάντια σε αυτό που θα έπρεπε να είναι μια πηγή οικονομικής ισχύος και ανανέωσης.
30032016-2.jpg
Ένας μοναχικός διαδηλωτής του Occupy Wall Street κάθεται απέναντι από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, στις 8 Ιουνίου 2012. BRENDAN MCDERMID / REUTERS
----------------------------------
Η δυσαρέσκεια ενάντια στην αυξανόμενη ανισότητα είναι αισθητή μέσα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, επίσης. Εκείνοι που παραμένουν κολλημένοι στα χωριά και τις παραγκουπόλεις, ή που εργάζονται σε ορυχεία και άλλες επικίνδυνες εργασίες, αισθάνονται παγιδευμένοι από την φτώχεια και όμως χλευάζουν το θέαμα εκείνων που έχουν αποκτήσει σκανδαλώδη ποσά πλούτου. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Αραβική Άνοιξη, η οποία ήταν κατά πολύ ένα σύμπτωμα της βαθιάς οικονομικής κακουχίας, ξέσπασε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κραυγή στους δρόμους κατά την διάρκεια της αιγυπτιακής επανάστασης του 2011 ήταν, «Φορούν τις τελευταίες τάσεις της μόδας, ενώ ζούμε δέκα σε ένα δωμάτιο!». Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η ανισότητα έχει αυξηθεί απότομα. Στην Ινδονησία και την Ινδία, ο συντελεστής Gini έχει αυξηθεί σημαντικά -στην τελευταία, σχεδόν όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1980. Στην Κίνα, ο συντελεστής Gini έχει αυξηθεί κατά δύο φορές περισσότερο από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας την Κίνα μια από τις πιο άνισες χώρες στον κόσμο. Μια πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών [9] σημειώνει ότι μεταξύ 1990 και 2010, η εισοδηματική ανισότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες αυξήθηκε κατά 11%˙ πιο σημαντικό, περισσότερο από το 75% του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες κοινωνίες ζει σε μέρη όπου η ανισότητα είναι σήμερα μεγαλύτερη από ό, τι το 1990.
Αυτή η απογοήτευση απηχεί σε παγκόσμιο επίπεδο, επίσης. Οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες στην Ασία, την Λατινική Αμερική και την Μέση Ανατολή είναι θυμωμένες για το ότι εξακολουθούν να παραμένουν έξω από τους ηγετικούς ρόλους στους μεγάλους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, δημιουργημένους από τις αναπτυγμένες χώρες. Το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξακολουθούν να είναι κατά κύριο λόγο αποκλειστικά ευρω-αμερικανικό κλαμπ. Η τάση αυτή πιέζει τις αναπτυσσόμενες χώρες να εμφανίζουν πιο επιθετικές συμπεριφορές. Ώθησε την Κίνα, για παράδειγμα, να δημιουργήσει την δική της Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank) ως εναλλακτική λύση για την Παγκόσμια Τράπεζα. Γι αυτό, επίσης, εν μέρει η Κίνα έχει αρχίσει να επιβάλλεται στρατιωτικά στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Θέλει να αποδείξει ότι κι εκείνη είναι μια κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
Δυστυχώς, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να παρουσιάσει κάποιος απλές ή εύκολες λύσεις για αυτήν την αυξανόμενη ανισορροπία. Αλλά τα έθνη μπορούν να ξεκινήσουν με την υιοθέτηση εθνικής νομοθεσίας η οποία να παρέχει περισσότερες ευκαιρίες και βασικές υπηρεσίες, καθώς και βασική οικονομικά προσιτή υγειονομική περίθαλψη, στέγαση και κοινωνική ασφάλιση, ώστε να μειωθεί η έκταση και ο πόνος της ανισότητας στο εσωτερικό των κοινωνιών τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό συνεπάγεται να γίνει το κολέγιο πιο προσιτό για μαθητές από την μεσαία και την εργατική τάξη˙ συνεπάγεται την μείωση του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης˙ την επαναρύθμιση των ομοσπονδιακών δανειστών για να παρέχουν υποστήριξη σε φερέγγυους δανειολήπτες˙ και την μεταφορά μέρος του βάρους της Κοινωνικής Ασφάλισης στα υψηλά εισοδήματα. Αυτή η τελευταία τακτική μπορεί να κάνει την οικονομία να φαίνεται λιγότερο άδικη, χωρίς να χρειάζεται να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Η ίδια η εισοδηματική ανισότητα δεν είναι επιβλαβής εάν η μόνη διαφορά που κάνει είναι το είδος του αυτοκινήτου ή το έργο τέχνης ή τις διακοπές που κάποιος μπορεί να αντέξει οικονομικά. Αλλά η εισοδηματική ανισότητα γεννά οργή, άγχος, και δυσπιστία όταν επηρεάζει το αν οι άνθρωποι μπορούν να μορφώσουν τα παιδιά τους, να έχουν αξιοπρεπή στέγαση, να αντέχουν την υγειονομική περίθαλψη, και να πληρούν τις προϋποθέσεις για καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των εθνών δεν μπορεί να αντιστραφεί, και αυτό είναι ένα καλό πράγμα. Αλλά η αποδοχή της [μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ κρατών] καλεί για μια γενική αναθεώρηση των θεσμών της παγκόσμιας διακυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων των καλύτερων θεσμών για να αντιμετωπίσουν τις αναπόφευκτα διογκούμενες ροές των μεταναστών και των προσφύγων). Αν δεν αναγνωρίσουμε αυτές τις αλλαγές και δεν ανταποκριθούμε αναλόγως, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, η εσωτερική πολιτική του κόσμου και οι διεθνείς σχέσεις θα γίνουν όλο και πιο ακραίες και επικίνδυνες.
thumbnail
About The Author

0 comments