Του ΛΑΟΚΡΑΤΗ ΒΑΣΣΗ
Η ανάγνωση του πολιτιστικού μας προβλήματος μόνο εύκολη δεν είναι, ιδίως αν σκεφτόμαστε πως η βαθύτερη ρίζα του για το Νεότερο Ελληνισμό βρίσκεται στον οξύτατο αντιθετικό επαμφοτερισμό ανάμεσα σε “Ανατολή” και “Δύση”, ο οποίος, υπό τις μεταμορφώσεις του, εξακολουθεί να μας ταλανίζει. Μπορούμε, όμως, να την επιχειρήσουμε αν έχουμε οδηγό, μαζί με το αναχωνεμένο στη ζώσα παράδοσή μας αξιακό διατακτικό τής μεγάλης ακολουθίας των αιώνων του ελληνικού πολιτισμού, τους πνευματικούς νομοθέτες της νεοελληνικής ταυτοτικής μας υπόστασης: απ’ τον Ρήγα, τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο, με ενδιάμεσους τον Μακρυγιάννη, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Παπαδιαμάντη, τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη.
Έναν οδηγό που δεν θελήσαμε να έχουμε στην αρχή και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Τότε μετεωριστήκαμε αμήχανα ανάμεσα στις άτολμες απόπειρες διορθώσεων –υπό την ανατέλλουσα (ως οιονεί νέα εθνική ιδέα) ευρωπαϊκή προοπτική– της έτσι κι αλλιώς ελλειμματικής εθνικής ιδεολογίας μας και στον προοδευτικοφανή εθνοαποδομητισμό. Βυθιζόμενοι όλο και περισσότερο στη δίνη της πολιτιστικής κρίσης, όπου και οι βαθύτερες ρίζες της χρεοκοπίας μας.
Η μεταπολιτευτική Δεξιά, δέσμια του πολιτικού συντηρητισμού της και των συνδρόμων ενοχής της, δεν μπορούσε να ανοίξει τον πολιτιστικό της ορίζοντα και να ορίσει συντεταγμένες πολιτιστικής στρατηγικής. Συντεταγμένες που να αντιστοιχούν στο πνεύμα της φωτισμένης αστικής διανόησης, του επιπέδου, πολύ ενδεικτικά, ενός Σεφέρη, ενός Ελύτη ή ενός Θεοτοκά.
Η μεταπολιτευτική Αριστερά, απ’ την απέναντι πλευρά, καθηλωμένη στην ιστορικότητα της κρίσης της και παγιδευμένη στη μεταφυσική τής “μυθολογίας” της, δεν μπορούσε να πιάσει, –επικαιροποιώντας τη βαθύτερη ουσία του– το νήμα του “ΕΑΜικού πατριωτισμού”, όπως προκύπτει απ’ τη συναίρεση της πολιτιστικής ιθαγένειας, της δημοκρατίας, του ουμανισμού και του διεθνισμού. Οπότε και να μη μπορεί να υφάνει με τις ίνες του ένα ανανεωμένο όραμα για τον Ελληνισμό στις νέες ευρωπαϊκές (ΕΕ) και παγκόσμιες (Νέα Τάξη) συνθήκες, πρωταγωνιστώντας με όρους εθνικής πρωτοπορίας και βάζοντας φρένο στον παρακμιακό μας κατήφορο.
Η θεωρούμενη, μάλιστα, σύγχρονη εκδοχή της, στέγασε και ανύψωσε σε ιδεολογική της αιχμή ρεύματα, όπως ο ιστορικός αναθεωρητισμός, ο πολύ μοδάτος δικαιωματισμός και ο εθνοαποδομητισμός. Περίπου ταυτίζεται μ’ αυτά τα ρεύματα και το νεοταξικό αποεθνοποιητικό αντιεθνικισμό τους, προφανώς πολύ πέραν του αξιακού κώδικα της εαμογενούς πατριωτικής Αριστεράς.
Η “συνυπατία” ΝΔ και ΠΑΣΟΚ απέτυχε
Το μεταπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ, επίσης, να μη θεμελιώνει, όχι τυχαία, την εξόχως ελκυστική στο ξεκίνημά του πατριωτική ρητορεία με τη χάραξη μακρόπνοης πολιτιστικής στρατηγικής. Στρατηγικής που με τις αξιακές της ρήτρες και χωρίς λαϊκίστικα υποκατάστατα, δεν θα άφηνε περιθώρια για τα ακραίου κυνισμού, παρ’ ότι υψηλής τακτικής, πολιτικά παίγνια με την “Αλλαγή” και την Εναλλαγή.
Θα μπορούσε να μπει φρένο στην προσχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου στο αρχιτεκτονημένο απ’ τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα εξουσίας, απ’ όπου και η μεταπολιτευτική δικομματική συγκυριαρχία ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Επίσης και κατά μείζονα λόγο, να μπει φρένο στον εκπεσμό τής πασοκικής διαχείρισης της εξουσίας σε άγρια διαχειριστική της νομή. Που με τη γενικευμένη παγίωσή της υπήρξε ένα απ’ τα βασικότερα, αν όχι και το βασικότερο πολιτικό (αλλά και βαθιά πολιτιστικό) αίτιο της χρεοκοπίας της Μεταπολίτευσης.
Το ένοχο για τη χρεοκοπία μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα της “συνυπατίας” ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, υπό πολύ προνομιακές συνθήκες (ειρήνη, δημοκρατία, ευρωπαϊκά πακέτα), απέτυχε να θεμελιώσει μακρόπνοη πολιτιστική στρατηγική και να στηρίξει πάνω της την ανεξαρτησιακή εθνική μας αξιοπρέπεια.
Ιδεολογική συχνότητα των επικυρίαρχων
Ό,τι δεν έκανε τότε, προφανώς και δεν μπορούσε να το κάνει το πολιτικό σύστημα μετά τη χρεοκοπία, ηττημένο και παραδομένο (πρώτο και δεύτερο Μνημόνιο) στην ευρω-δυτική επικυριαρχία. Ούτε κι όπως αναδιατάχτηκε μετά το 2015, με τη συνένοχη προσθήκη του ΣΥΡΙΖΑ (τρίτο Μνημόνιο), ή, πολύ περισσότερο μετά τις τελευταίες εκλογές και τη διαχειριστική εναλλαγή. Οπότε κι έχουμε:
- Τον διαμεσολαβητικό, γι’ αυτό και κακέκτυπο, διαχειριστικό νεο-διπολισμό, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
- Το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) να ψάχνει, ανάμεσά τους, τίνος συμπλήρωμα είναι υπό την επικαλυπτική και αφαιμακτική πίεσή τους.
- Τα αναδυόμενα μικρά κόμματα, “ΜΕΡΑ25” και “Ελληνική Λύση” σε ρόλο ασφαλιστικών δικλείδων του συστήματος, απ’ τα αριστερά του κι απ’ τα δεξιά του.
- Το ΚΚΕ, τέλος, να αρκείται σε ποσοστά επιβίωσης, κρατώντας αποστάσεις απ’ το επίκεντρο της πολιτικής σκηνής.
Όλοι τους, πλην ΚΚΕ, είναι συντονισμένοι στην ιδεολογική συχνότητα των Επικυρίαρχων, άλλοι δοξαστικά και άλλοι με αμήχανη αιδημοσύνη. Δίνοντας, με επικοινωνιακούς όρους, την πολιτική μάχη των αποχρώσεων και της ανάδειξης δευτερευουσών διαφορών τους σε μείζονες, ή και σε στρατηγικές, χωρίς, ενίοτε, να λείπουν και ανώδυνες αντισυστημικές κορόνες. Με κύρια, όμως, ανταγωνιστική έγνοια των πρωταγωνιστικών κομμάτων (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) τη διαχειριστική αποτελεσματικότητα, όπως είναι δεσμευτικά συνομολογημένη (ρήτρες των τριών Μνημονίων).
Η μητσοτακική ΝΔ, σε αυθεντικά νεοφιλελεύθερη τροχιά και απολύτως ταυτισμένη με τις πιο ακραίες ιδεολογικές εκδοχές της Επικυριαρχίας (όπως η σκληρή παρέα του Βαυαρού Βέμπερ), δεν έχει ούτε ψήγματα “ανεξαρτησιακού καημού”, κατά πως δείχνει και η ανάθεση στη Γιάννα Αγγελοπούλου του εορτασμού της διακοσιοστής επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Ούτε έχει και στρατηγικό προβληματισμό για την αντιμετώπιση της παρακμής και της χρεοκοπίας, που απειλούν την πορεία του Τόπου μας προς το μέλλον. Αλλά και να μετεξελίσσεται αυτή η ΝΔ, έχοντας να αλέσει και να χωνέψει τα δύσκολα καραμανλικά (και σαμαρικά) “αντισώματα”, σε ένα μεταμοντέρνο είδος τεχνοκρατικοφανούς “μετα-Δεξιάς” ως το ομόλογο πάντοτε κόμμα της “διαχειριστικής υποτέλειας”.
Από τη Δεξιά στη συριζική Αριστερά
Η δε συριζική Αριστερά, μετά την ήττα της στις τελευταίες εκλογές, μετεωρίζεται (επικοινωνιακά περισσότερο) με το βαρύ φορτίο της αναδίπλωσης του 2015 και με τα μνημονιακά πεπραγμένα στους ώμους της. Μετεωρίζεται, λοιπόν, ανάμεσα στις ασύμβατες γραμμές της εναλλακτικότητας και της εναλλαγής, επικαλυπτόμενες απ’ το ψευδοδίλημμα της διεύρυνσης ή όχι.
Η συριζική Αριστερά δεν μπορεί να ανατροφοδοτήσει, με πειστικό οραματικό ρεαλισμό, το αρχικό “υποσχετικό πρόσωπό” της. Αντιθέτως, αφημένη στα ιδεολογικά ρεύματα, πάντοτε περιθωριακά στην κοινωνία, της δυσανεξίας προς ό,τι το εθνικό και ελληνικό, μοιάζει να σπρώχνεται σε μια κατεύθυνση διαχειριστικής “μετα-Αριστεράς”. Ακολουθεί τα εύπεπτα μετανεωτερικά πρότυπα της προοδευτικοφανούς ιδεολογικής αχρωμίας, με ολίγον απ’ όλα! Κι αυτά, σίγουρα, σε αναντιστοιχία με το εαμογενές “υποσυνείδητο” της μεγάλης πλειοψηφίας του αριστερού κόσμου.
Εντέλει, το πολιτικό σύστημα εξουσίας, η κορυφή δηλαδή της διευθύνουσας πολιτικής λειτουργίας της κοινωνίας μας και του Τόπου μας, είναι αλωμένο και “εκχωρημένο” στη μετανεωτερική ευρωδυτική υπερεξουσία του τοκογλυφικού κεφαλαίου, με ευθέως συνεπαγόμενο και προδιαγραφόμενο το νεο-αποικιακό εθνικό μας μέλλον.
Ας διαβάσουμε σωστά –προπαντός χωρίς να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην παρακμή, τη χρεοκοπία και την Επικυριαρχία– την πολύ δύσκολη πραγματικότητά μας, με τις αδιέξοδες αναδιπλώσεις της πολιτικής και της εθνικής μας ζωής, αλλά και με βαθιά επίγνωση της κρίσιμης οριακότητας τούτης της περιόδου για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Πραγματικότητα που μάλιστα επιβαρύνεται απ’ το πολύ ομιχλώδες διεθνές και γειτονικό μας περιβάλλον (κρίση Ευρώπης, κρίση Παγκοσμιοποίησης, επιθετικότητα Ερντογάν, γεωπολιτικοί αναδασμοί στην ευρύτερη περιοχή μας).
Όπως λέει κι ο ποιητής πρέπει «να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε», με απόλυτη συνείδηση πως το μέγα δίλημμά μας “Ανεξαρτησία ή Υποτέλεια” δεν αφήνει κανένα περιθώριο επαμφοτερισμού ή ενδιάμεσης διαφυγής μας!
0 comments