του Ανδρέα Πιμπίση
Μάρτης και Απρίλης θα είναι δύο κρίσιμοι μήνες για την Τουρκία με σοβαρό αντίκτυπο και στην Κύπρο, καθώς το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα θα επηρεάσει αποφασιστικά την πορεία του Κυπριακού, τα ενεργειακά και τις περιφερειακές συνεργασίες. Καθοριστικοί παράγοντες: οι «εκλογές» στα κατεχόμενα, η ενεργοποίηση των πυραύλων S-400, οι εξελίξεις σε Συρία και Λιβύη και οι σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας.
Για το Κυπριακό, πρώτος παράγοντας που θα επηρεάσει τη μετέπειτα πορεία των πραγμάτων θα είναι οι «εκλογές» της 26ης Απριλίου 2020. Το ποιος θα είναι ο επόμενος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων παίζει –τουλάχιστον θεωρητικά– σημασία όσον αφορά στις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό.
Η τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις μεταξύ του Μουσταφά Ακιντζί και της Άγκυρας εδώ και ένα εξάμηνο δημιουργούν ένα δεδομένο που βάζει την όλη διαδικασία σε άλλο επίπεδο. Από τις συνομιλίες του Κραν Μοντάνα το καλοκαίρι του 2017, οι σχέσεις μεταξύ του Μουσταφά Ακιντζί και της Τουρκίας άρχισαν να διαφαίνονται αρνητικές.
Η Άγκυρα άμεσα ή έμμεσα κατέστησε σαφές ότι δεν ήθελε να ξεφύγει από τον έλεγχό της η διαχείριση του Κυπριακού. Καθοριστικό σημείο, που οδήγησε τις σχέσεις των δύο πλευρών προς αντίθετες κατευθύνσεις, ήταν οι επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία.
Η κάθετη αντίθεση του Μουσταφά Ακιντζί στην τουρκική στρατιωτική επιχείρηση και η σύγκριση με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ήταν πράξη μη αποδεκτή και ώς ένα βαθμό εχθρική για την Άγκυρα. Δεν θεωρείται τυχαίο το γεγονός ότι μετά τις τοποθετήσεις αυτές οι επαφές της Άγκυρας με τον Ακιντζί μειώθηκαν στο ελάχιστο. Τούρκοι αξιωματούχοι που έρχονται στα κατεχόμενα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις συναντούν τον Μουσταφά Ακιντζί.
Οι σχέσεις των δύο πλευρών όχι μόνο δεν διορθώθηκαν αλλά το τελευταίο διάστημα έχουν ενταθεί ακόμα περισσότερο. Μετά και τις νέες επικριτικές τοποθετήσεις Ακιντζί για τις ενέργειες της Άγκυρας στην Κύπρο, ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων είναι για την τουρκική Κυβέρνηση ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο.
Παράδειγμα η κάθοδος δύο υπουργών της Τουρκίας για συζήτηση με θέμα την Αμμόχωστο. Συναντήθηκαν με «κυβέρνηση» κατοχικού καθεστώτος και άλλους χωρίς να βρεθούν με τον Ακιντζί. Τον οποίο η Τουρκία φρόντισε να αφήσει εκτός της στρογγυλής τραπέζης κατά τη συζήτηση του θέματος της Αμμοχώστου. Παράλληλα η Άγκυρα φροντίζει ανοικτά να στέλνει το μήνυμα ότι η επιλογή της για την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων είναι ο Ερσίν Τατάρ.
Γι’ αυτό και οι «εκλογές» της 26ης Απριλίου έχουν μετατραπεί σε μιας μορφής δημοψήφισμα στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα ψηφίσουν ουσιαστικά για να επιλέξουν μεταξύ δύο «διαφορετικών οραμάτων», όπως τα χαρακτηρίζουν τόσο στα κατεχόμενα όσο και ξένοι διπλωμάτες που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις.
Οι Τουρκοκύπριοι θα υποστηρίξουν τη θέση ότι «η βόρεια Κύπρος είναι προέκταση της Τουρκίας, όπως τέθηκε κατ’ επανάληψη από στελέχη του ΑΚΡ» ή θα στηρίξουν εκ νέου «το όραμα της επανένωσης όπως το περιγράφει ο Μουσταφά Ακιντζί». Παράλληλα οι «εκλογές» του Απρίλη θα καθορίσουν εάν τα κατεχόμενα θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο της Τουρκίας ή εάν θα αφεθούν οι Τουρκοκύπριοι να κάνουν μόνοι τους τις επιλογές τους και να καθορίσουν και τη μορφή της μεταξύ τους σχέσης.
Για την Τουρκία, μια εκλογική επιτυχία Ερσίν Τατάρ και κατ’ επέκταση αντίστοιχη αποτυχία Μουσταφά Ακιντζί σημαίνει δύο πράγματα:
Πρώτο, στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων θα βρίσκεται κάποιος ο οποίος θα είναι υπό τον πλήρη έλεγχο της Άγκυρας και θα ενεργεί καθ’ υπόδειξη της τουρκικής Κυβέρνησης.
Δεύτερο, θα προωθηθεί με έναν πιο ξεκάθαρο τρόπο η νέα τουρκική προσέγγιση στο Κυπριακό για αναζήτηση λύσης εκτός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών. Μπορεί στην Κύπρο να αναζητούνται ευθύνες στην ελληνοκυπριακή ηγεσία αλλά εκτός της νήσου και ειδικότερα στην Άγκυρα τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα σ’ ό,τι αφορά το Κυπριακό. Μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας η οποία θα διώχνει την Τουρκία από την Κύπρο είναι εκτός συζητήσεως. Όπως αναφέρεται και από τον Rand Corporation σε μελέτη για Τουρκία και Κυπριακό: «Ένα από τα κύρια σημεία που οδήγησαν τις συνομιλίες στο τέλμα ήταν η άρνηση της Τουρκίας να διαλύσει τη διοίκηση της “τουρκικής ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο” και να αποσύρει 40.000 στρατιώτες από το νησί, οι οποίοι βρίσκονται εγκατεστημένοι από το 1974. Από την αρχή, ο τελευταίος γύρος συνομιλιών υπονομεύθηκε από το αναπτυσσόμενο εθνικιστικό συναίσθημα στην Τουρκία και με την εκτίμηση εντός του ΑΚΡ ότι η Τουρκία λίγα έχει να κερδίσει από τις διαπραγματεύσεις, ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά τις φιλοδοξίες της για ένταξη στην ΕΕ, μια προοπτική που παραμένει στάσιμη».Την ίδια ώρα υπάρχει μια γενική εκτίμηση εκτός Κύπρου πως πλέον ο Ερντογάν δεν έχει κανένα ιδιαίτερο όφελος είτε να προωθεί λύση του Κυπριακού είτε να εμφανίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο με ό,τι ζήσαμε τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το 2002. Θεωρούν πως ο Ερντογάν σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχθεί να περάσει στην Ιστορία «ως ο Τούρκος πολιτικός που έχασε την Κύπρο».
Θέλει να σπάει την αλυσίδα των συνεργασιών
Η συνεργασία μεταξύ Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου και Ελλάδας, η οποία τυγχάνει ιδιαίτερης υποστήριξης από τις ΗΠΑ, για την Τουρκία αποτελεί μιαν αλυσίδα που προσπαθεί να την εγκλωβίσει και να περιορίσει αυτά που η ίδια θεωρεί ως κυριαρχικά της δικαιώματα. Στόχος της είναι να σπάσει αυτή την αλυσίδα συνεργασιών και γι’ αυτό επιλέγει να κινηθεί προς την κατεύθυνση που θεωρεί ότι θα είναι πιο εύκολο γι’ αυτήν. Για την Τουρκία η Κύπρος είναι ο πιο αδύνατος κρίκος αυτής της αλυσίδας γι’ αυτό και ρίχνει ιδιαίτερο βάρος προς αυτή την κατεύθυνση. Πιστεύει πως μέσα από τις κινήσεις και τις απειλές θα αναγκάσει την Κύπρο να υποχωρήσει ή τρίτες χώρες να παρέμβουν ώστε η αλυσίδα αυτή να σπάσει.
Η ενεργοποίηση των S-400.
Οι επόμενες μέρες και εβδομάδες θα καταδείξουν την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν οι διμερείς σχέσεις της Τουρκίας και της Ρωσίας. Η εντεινόμενη αντιπαράθεση εντός της Συρίας αλλά και οι εξελίξεις στη Λιβύη είναι δύο σημεία που προκαλούν ρήγματα στο μέτωπο Άγκυρας-Μόσχας.
Το πόσο είναι δυνατό μέσα από αυτές τις αντιπαραθέσεις να προκύψει διακοπή των διμερών σχέσεων αυτό θα ήταν κάτι που θα χαροποιούσε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς οι οποίοι δεν βλέπουν με θετικό μάτι τις τουρκορωσικές σχέσεις. Ωστόσο, όλες οι αναλύσεις, δεν φαίνεται να δείχνουν ότι οι σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας θα φτάσουν στα άκρα. Ούτε και βεβαίως μπορεί να μπαίνει θέμα να επιστραφούν τα πυραυλικά συστήματα S-400 πίσω στη Ρωσία. Κομβικό σημείο, ιδιαίτερα για τις σχέσεις της Άγκυρας και με την Ουάσιγκτον, είναι το κατά πόσο η Τουρκία θα προχωρήσει και θα κάνει το τελευταίο βήμα με τους πυραύλους.
Δηλαδή να τους θέσει σε ενεργειακή ετοιμότητα, να τους ενεργοποιήσει. Αυτή η κίνηση, χρονικά, τοποθετείται μέσα στον Απρίλη. Γεγονός που σημαίνει ότι αναλόγως του πώς θα συμπεριφερθεί η τουρκική πλευρά κατ’ αντίστοιχο τρόπο θα αντιδράσουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν από πλευράς ξένων κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών και αναλυτών, είναι πως η Άγκυρα δεν θα κάνει πίσω στο θέμα της ανάπτυξης των πυραύλων και θα το πάρει μέχρι τέλους. Σημειώνουν παράλληλα ότι η Τουρκία μπορεί να δημιουργήσει και το κατάλληλο περιβάλλον για να δικαιολογήσει αυτή της την πράξη.
ΠΗΓΗ:https://www.philenews.com
0 comments