Σάββας Καλεντερίδης
Η επόμενη μέρα στο κόμμα ΑΚΡ και το Κουρδικό είναι σημαντικότερη από το αποτέλεσμα, αφού οι εξελίξεις στα δυο αυτά μέτωπα θα επηρεάσουν την πορεία της Τουρκίας τον 21ο αιώνα.
Η Τουρκία από την ίδρυσή της, το 1923, έως τα τέλη της δεκαετίας του '40 είχε ένα μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης, με δύο πρόσωπα, τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ισμέτ Ινονού, να επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό ως στυγνοί δικτάτορες.
Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία πέρασε από τη σφαίρα επιρροής του Ηνωμένου Βασιλείου σε αυτήν των ΗΠΑ, πράξη που επιστεγάστηκε με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με την Ελλάδα (1952).
Ομως προϋπόθεση για την είσοδο στο ΝΑΤΟ ήταν το πέρασμα στο πολυκομματικό σύστημα, κάτι που έβαλε τυπικά τέλος στη μονοκρατορία του Ισμέτ Ινονού και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), το οποίο αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού είναι το μοναδικό κόμμα που ιδρύθηκε από το κράτος και όχι από την ίδια την κοινωνία.
Τα χρόνια της μονοκρατορίας του CHP καταπιέστηκε το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών της κεμαλικής Τουρκίας, το 80% των οποίων είναι σουνίτες και οι λοιποί αλεβίτες, αφού οι χριστιανοί, που άλλοτε αποτελούσαν τη δεύτερη σε μέγεθος θρησκευτική ομάδα, μετά τις σφαγές και τη γενοκτονία της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα περιορίστηκαν σε λιγότερο του 1% του συνόλου του πληθυσμού της Τουρκίας.
Στις δεύτερες πολυκομματικές εκλογές (1950) το Δημοκρατικό Κόμμα (DP) του Αντνάν Μεντερές συγκέντρωσε το 52,7% των ψήφων, ενώ το CHP περιορίστηκε στο 39,5%. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το DP ήταν στην ουσία ο πρόδρομος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν, που δεσπόζει στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας από το 2002 και εντεύθεν, αφού και τότε και τώρα το σουνιτικό Ισλάμ είναι η βασική ιδεολογία που συσπειρώνει τους σουνίτες ψηφοφόρους και εξασφαλίζει άνετη πλειοψηφία.
Στις εκλογές του 2002 το ΑΚΡ στην παρθενική του εμφάνιση πήρε το 34,3% των ψήφων, σχημάτισε κυβέρνηση και άρχισε να ξηλώνει τους μηχανισμούς του κεμαλικού κράτους, που από το 1923 ήταν ο εμφανής ή αφανής πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ασκώντας φανερά ή κεκαλυμμένα την κρατική εξουσία.
Στις εκλογές του 2007 το ΑΚΡ έλαβε ποσοστό 46,7% και στις εκλογές του 2011 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 49,8%.
Ολο αυτό το διάστημα της διακυβέρνησης από το ΑΚΡ ο Ερντογάν κατόρθωσε να κατισχύσει στο πολιτικό σκηνικό, εξουδετερώνοντας και τις τελευταίες εστίες του κεμαλικού βαθέος κράτους στον στρατό και στο δικαστικό σώμα.
Στις 10 Αυγούστου 2014 ο Ερντογάν μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο εξελίξεων στην πολιτική Ιστορία της Τουρκίας. Συμπεριφερόμενος στην ουσία ως αρχηγός του κράτους και αγνοώντας τον πρωθυπουργό, άρχισε να εργάζεται προς την κατεύθυνση της μετατροπής της Τουρκίας από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Στόχος του είναι η εκλογή 400 βουλευτών στις εκλογές της 7ης Ιουνίου, για να καταστούν δυνατές η αλλαγή του Συντάγματος και η πολιτειακή μετεξέλιξη της Τουρκίας.
Από τα αποτελέσματα που περιγράψαμε παραπάνω και με δεδομένο ότι η πολιτική στην Τουρκία ασκείται με θρησκευτικά και όχι με πολιτικά κριτήρια συνάγεται ότι, όταν δεν υπάρχουν παρεμβάσεις από μηχανισμούς του βαθέος κράτους, οι ψηφοφόροι επιλέγουν το κόμμα που εκφράζει τη σουνιτική ιδεολογία, ανεξαρτήτως ηγεσίας και προσώπων. Εκτός κι αν υπάρχει διάσπαση, κάτι που αρχίζει να διαφαίνεται στους κόλπους του ΑΚΡ, αφού μια σειρά στελεχών, με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό Νταβούτογλου και δεύτερο τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αρίντς, δεν φαίνεται ότι είναι διατεθειμένα να δεχτούν την περιθωριοποίησή τους.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις αρχίζει ο προεκλογικός αγώνας στην Τουρκία, με το ρήγμα αυτό, σε συνδυασμό με τα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκη η οικογένεια Ερντογάν, να ρίχνοει στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά του ΑΚΡ κάτω από το 45%, απομακρύνοντας έτσι τον στόχο του Τούρκου προέδρου, που είναι η εκλογή 400 βουλευτών. Ο στόχος αυτός γίνεται ακόμα πιο απόμακρος, αφού οι δημοσκοπήσεις φέρουν το Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP) να ξεπερνά τον σκόπελο του 10% και να κερδίζει μεταξύ 60-70 έδρες, δρομολογώντας έτσι τις εξελίξεις και στο Κουρδικό Ζήτημα.
Τελικά, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν έχουν τόσο οι ίδιες οι εκλογές και τα αποτελέσματά τους στην Τουρκία όσο αυτά που θα ακολουθήσουν μετά τις εκλογές στους κόλπους του ΑΚΡ αλλά και στο Κουρδικό Ζήτημα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "δημοκρατία"
Η επόμενη μέρα στο κόμμα ΑΚΡ και το Κουρδικό είναι σημαντικότερη από το αποτέλεσμα, αφού οι εξελίξεις στα δυο αυτά μέτωπα θα επηρεάσουν την πορεία της Τουρκίας τον 21ο αιώνα.
Η Τουρκία από την ίδρυσή της, το 1923, έως τα τέλη της δεκαετίας του '40 είχε ένα μονοκομματικό σύστημα διακυβέρνησης, με δύο πρόσωπα, τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Ισμέτ Ινονού, να επικρατούν στο πολιτικό σκηνικό ως στυγνοί δικτάτορες.
Με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία πέρασε από τη σφαίρα επιρροής του Ηνωμένου Βασιλείου σε αυτήν των ΗΠΑ, πράξη που επιστεγάστηκε με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ ταυτόχρονα με την Ελλάδα (1952).
Ομως προϋπόθεση για την είσοδο στο ΝΑΤΟ ήταν το πέρασμα στο πολυκομματικό σύστημα, κάτι που έβαλε τυπικά τέλος στη μονοκρατορία του Ισμέτ Ινονού και του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), το οποίο αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού είναι το μοναδικό κόμμα που ιδρύθηκε από το κράτος και όχι από την ίδια την κοινωνία.
Τα χρόνια της μονοκρατορίας του CHP καταπιέστηκε το θρησκευτικό συναίσθημα των πολιτών της κεμαλικής Τουρκίας, το 80% των οποίων είναι σουνίτες και οι λοιποί αλεβίτες, αφού οι χριστιανοί, που άλλοτε αποτελούσαν τη δεύτερη σε μέγεθος θρησκευτική ομάδα, μετά τις σφαγές και τη γενοκτονία της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα περιορίστηκαν σε λιγότερο του 1% του συνόλου του πληθυσμού της Τουρκίας.
Στις δεύτερες πολυκομματικές εκλογές (1950) το Δημοκρατικό Κόμμα (DP) του Αντνάν Μεντερές συγκέντρωσε το 52,7% των ψήφων, ενώ το CHP περιορίστηκε στο 39,5%. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το DP ήταν στην ουσία ο πρόδρομος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν, που δεσπόζει στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας από το 2002 και εντεύθεν, αφού και τότε και τώρα το σουνιτικό Ισλάμ είναι η βασική ιδεολογία που συσπειρώνει τους σουνίτες ψηφοφόρους και εξασφαλίζει άνετη πλειοψηφία.
Στις εκλογές του 2002 το ΑΚΡ στην παρθενική του εμφάνιση πήρε το 34,3% των ψήφων, σχημάτισε κυβέρνηση και άρχισε να ξηλώνει τους μηχανισμούς του κεμαλικού κράτους, που από το 1923 ήταν ο εμφανής ή αφανής πρωταγωνιστής των εξελίξεων, ασκώντας φανερά ή κεκαλυμμένα την κρατική εξουσία.
Στις εκλογές του 2007 το ΑΚΡ έλαβε ποσοστό 46,7% και στις εκλογές του 2011 το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 49,8%.
Ολο αυτό το διάστημα της διακυβέρνησης από το ΑΚΡ ο Ερντογάν κατόρθωσε να κατισχύσει στο πολιτικό σκηνικό, εξουδετερώνοντας και τις τελευταίες εστίες του κεμαλικού βαθέος κράτους στον στρατό και στο δικαστικό σώμα.
Στις 10 Αυγούστου 2014 ο Ερντογάν μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο εξελίξεων στην πολιτική Ιστορία της Τουρκίας. Συμπεριφερόμενος στην ουσία ως αρχηγός του κράτους και αγνοώντας τον πρωθυπουργό, άρχισε να εργάζεται προς την κατεύθυνση της μετατροπής της Τουρκίας από προεδρευόμενη σε προεδρική δημοκρατία. Στόχος του είναι η εκλογή 400 βουλευτών στις εκλογές της 7ης Ιουνίου, για να καταστούν δυνατές η αλλαγή του Συντάγματος και η πολιτειακή μετεξέλιξη της Τουρκίας.
Από τα αποτελέσματα που περιγράψαμε παραπάνω και με δεδομένο ότι η πολιτική στην Τουρκία ασκείται με θρησκευτικά και όχι με πολιτικά κριτήρια συνάγεται ότι, όταν δεν υπάρχουν παρεμβάσεις από μηχανισμούς του βαθέος κράτους, οι ψηφοφόροι επιλέγουν το κόμμα που εκφράζει τη σουνιτική ιδεολογία, ανεξαρτήτως ηγεσίας και προσώπων. Εκτός κι αν υπάρχει διάσπαση, κάτι που αρχίζει να διαφαίνεται στους κόλπους του ΑΚΡ, αφού μια σειρά στελεχών, με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό Νταβούτογλου και δεύτερο τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Αρίντς, δεν φαίνεται ότι είναι διατεθειμένα να δεχτούν την περιθωριοποίησή τους.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις αρχίζει ο προεκλογικός αγώνας στην Τουρκία, με το ρήγμα αυτό, σε συνδυασμό με τα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκη η οικογένεια Ερντογάν, να ρίχνοει στις δημοσκοπήσεις τα ποσοστά του ΑΚΡ κάτω από το 45%, απομακρύνοντας έτσι τον στόχο του Τούρκου προέδρου, που είναι η εκλογή 400 βουλευτών. Ο στόχος αυτός γίνεται ακόμα πιο απόμακρος, αφού οι δημοσκοπήσεις φέρουν το Κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP) να ξεπερνά τον σκόπελο του 10% και να κερδίζει μεταξύ 60-70 έδρες, δρομολογώντας έτσι τις εξελίξεις και στο Κουρδικό Ζήτημα.
Τελικά, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν έχουν τόσο οι ίδιες οι εκλογές και τα αποτελέσματά τους στην Τουρκία όσο αυτά που θα ακολουθήσουν μετά τις εκλογές στους κόλπους του ΑΚΡ αλλά και στο Κουρδικό Ζήτημα.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "δημοκρατία"
0 comments