60 χρόνια από το πογκρόμ της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη



Σε μια από τις πλέον μεστές αποστροφές του λόγου του ο Έντουαρντ Σαιντ (2001) αναρωτιέται: «Πώς να ξεπεραστεί η μοναξιά δίχως να πέσουμε στην κτηνώδη και αυτάρεσκη γλώσσα της εθνικιστικής υπερηφάνειας;» Το ερώτημα αυτό δεν έπαψε ν απασχολεί το ανθρώπινο είδος, ούτε την παραγωγή λόγου του. Και η λογοτεχνία, στις πολύσημες εθνικές ή εναλλακτικές της παραγωγές, βρισκόταν συχνά σε θέση να απαντήσει στο ερώτημα από την μία άκρη του εκκρεμούς έως την άλλη. Όποτε η λογοτεχνία συναντήθηκε με την ετερότητα, και συναντήθηκε συχνά, τότε αναγκαστικά μέσα από διασταλτικές ή περιοριστικές προσαρμογές στο ερώτημα, έθετε στο βάθος μία ερώτηση βαθύτερη: Τι είδους άνθρωποι είμαστε και σε τι κόσμο θέλουμε τα παιδιά μας να ζούνε;

Εξήντα χρόνια μετά την καταστροφή μιας ιδιαίτερης, στην πολυχρωμία της και στην δυναμική της μειονότητας, της Ελληνικής Μειονότητας της Πόλης, αξίζει ν' απαντήσουμε στο ερώτημα του Σαιντ, επιλέγοντας να μελετήσουμε τους τρόπους αναπαράστασής της μέσα από την ελάχιστα αυτάρεσκη και καθόλου εθνικιστική γλώσσα εναλλακτικών Τούρκων συγγραφέων.
Το Πογκρόμ της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου
Η οικονομική και πολιτιστική αναγέννηση της ελληνικής μειονότητας της Πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του '40, δημιούργησε τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο, ώστε (όπως γίνεται και στον αντισημιτισμό) οι αυξανόμενες ταξικές αντιθέσεις να βρουν έναν ιδανικό αντιπερισπασμό, επιτείνοντας τα εχθρικά αισθήματα τόσο των ιδεολόγων Κεμαλιστών εθνικιστών, όσο και ενός λούμπεν απολίτικου προλεταριάτου, που με την βοήθεια των κυρίαρχων ρητορικών αναζητούσε τον εχθρό του στον εθνοτικά ή θρησκευτικά “άλλον”. Η στάση αυτή δεν αφορούσε μόνο την ελληνική αλλά το σύνολο των μειονοτήτων μιας θρυλικής, στην ιστορική της διαδρομή, πολυπολιτισμικής Πόλης, όπως η “Βασιλεύουσα”. Η κυβέρνηση Μεντερές είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει ένα πλαίσιο νόμων το οποίο ονομάστηκε «Γενικοί Κανονισμοί», με στόχο να αντιμετωπίσουν τα μειονοτικά προβλήματα στο σύνολό τους. Ενώ η ανακίνηση του Κυπριακού ζητήματος από τον Στρατάρχη Παπάγο το 1954, έδωσε την αφορμή, με την υποκίνηση της Μεγάλης Βρετανίας, να δημιουργηθούν νέες εντάσεις μεταξύ των 2 κρατών.
Αλλά η πολιτική πραγματοποίηση των Γενικών Νόμων χρειαζόταν ένα εφαλτήριο, μια πράξη “νομιμοποίησης”, και αυτή η πράξη ξεκίνησε τραγικά στην συμβασιλεύουσα, στη Θεσσαλονίκη: Στις 3 Σεπτεμβρίου η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στην Θεσσαλονίκη κάλεσε “τυχαία” έναν Έλληνα φωτογράφο ώστε να φωτογραφηθεί ως ‘ενθύμιο’ δίπλα στο σπίτι γκρέμι του Κεμαλ, “διότι την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία”.
Σαρανταοκτώ ώρες μετά, τα μεσάνυκτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου του 1955, εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείο, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές σε υαλοπίνακες στην παρακείμενη ‘οικία του Κεμάλ’.  Εκ παραλλήλου, μέρες ή και εβδομάδες πριν στρατολογήθηκαν άτομα από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη – εφοδιασμένα με ρόπαλα, αξίνες, λοστούς, βενζίνη, δυναμίτιδα, ενώ συντάχθηκαν  κατάλογοι των επικείμενων στόχων σε κάθε συνοικία και σημαδεύτηκαν την κατάλληλη στιγμή τα ελληνικά κτήρια. Τέλος, εκπαιδεύτηκαν οι αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά, που θα ελάμβαναν μέρος στη λεηλασία και θα κατηύθυναν το πλήθος, ενώ αργότερα, την “κατάλληλη στιγμή” θα έπαιζαν τον ρόλο των ειρηνοποιών.
Στις 4:00 το απόγευμα της ίδιας μέρας, η τουρκική εθνικιστική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη του πρωτοφανούς αγριότητος πογκρόμ γνωστού με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».
Τούρκοι ιστορικοί (Βλ. Εφημερίδα Radikal 12 Αυγούστου 2008), σημειώνουν πως τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης είχαν οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Özel Harp Dairesi), το οποίο αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου. Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι ελληνικές αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στην δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων το 1961 στην νήσο Yassιada (Πλάτη), μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα εκείνης της νύχτας μια υπερχιλιόχρονη κοινότητα μετρούσε ώρες και στα αποκαΐδια θα έσβηνε ένας σημαντικός πολιτισμός,  θυμίζοντας πως ο ανθρωπισμός του άλλου ανθρώπου (για να μνημονεύσουμε τον Λεβινάς) έχει πάντα την μορφή του αιτήματος, ποτέ της καθευατό αποδοχής, και πως η ύψιστη εκτροπή του ανθρώπου παραμένει η τάση για ομοιομορφία και μονοπολιτισμό.
Εναλλακτικές Τουρκικές αναπαραστάσεις της Χαμένης Μειονότητας
Η τουρκική κοινωνία (και δεν είναι η μοναδική...) δεν θρήνησε ποτε όπως έπρεπε, για την θανάτωση των δικών της άλλων, για την ακύρωση των πιο γοητευτικών της προοπτικών. Παρόλα αυτά, οι χαμένοι άλλοι και μαζί τους η διαφορετική Πόλη απ' την οποία έφτανες πιο σύντομα οπουδήποτε στον κόσμο ή στην φαντασία,  έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι στην αφήγηση των δικών της εσωτερικών (πολιτικών συνήθως) άλλων.
Η γραφή, άλλωστε, που καθρεφτίζει τις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παράγεται, συνδέεται αναπόσπαστα με τις ιδεολογικές επιλογές και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του (ή της) δημιουργού. Συχνά ο συνδυασμός των δύο οδηγεί στην δημιουργία και στην αποδοχή εναλλακτικών κοσμοαντιλήψεων και στάσεων ζωής, οι οποίες, ακόμη κι δεν καταφέρνουν να αποκτήσουν την ιδεολογική ηγεμονία, εξασκούν ένα είδος «μειονοτικής επιρροής».  Ακόμη κι ο εκλογικός θρίαμβος του HDP (Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών) στην Τουρκία φέρνει στο προσκήνιο άλλες πλευρές της γειτονικής χώρας, που δεν εκφράζονται ούτε από τον με θρησκευτική επίφαση οικονομικο-κοινωνικό φονταμενταλισμό του Ερντογάν, ούτε από τον εθνικισμό και τον μονοπολιτισμό του Κεμαλικού κράτους.
Στο παρόν άρθρο, το οποίο κινείται  στον χώρο της συγκριτικής διαπολιτισμικής λογοτεχνίας, εξετάζουμε (σε 2 περιπτώσεις μόνο, λόγο χώρου) τον τρόπο αναπαράστασης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης σε συγγραφείς (σε μετάφραση Νίκης Σταυρίδη), οι οποίες κινούνται στον χώρο της εναλλακτικής τουρκικής κουλτούρας.
Τα αφηγήματα
Το πρώτο αφήγημα που τιτλοφορείται «Στο Βερολίνο θα γεράσω;»  γράφτηκε από την Aysel Ozakin Ingham, και αναφέρεται στην Πρίγκηπο, την Buyukada, και στην ελληνίδα φίλη της τη Δανάη. Περιλαμβάνεται στην συλλογή διηγημάτων «Kanal Boyu» (Κατά Μήκος του Καναλιού). Η  Ingham, βραβευμένη, ανάμεσα σε άλλα, με υποτροφία Gunter Grass στη Γερμανία, ζει χρόνια ως μετανάστρια στην Ευρώπη.
Η αρχή του διηγήματος, με διπλή αναφορά στα 2 ονόματα του τόπου,  είναι ενδεικτική όλης της αντίληψης της Ίνγκαμ. «Η σφραγίδα στο γραμματόσημο λέει «Buyukada», Πρίγκηπος…» γράφει, Ο τόπος μέσα από την διττή ονοματολογία πλαταίνει ως σημείο συνάντησης δυνατοτήτων κι όχι αποκλεισμών. Η παράκτια Μεσόγειος ανοίγεται στη θάλασσα, στο ταξίδι. Αλλά αμέσως μετά προσγειώνεται στην αναγκαστική ξενιτιά. Και κλείνει τα φτερά. «Είμαι στο Βερολίνο», γράφει. «Ακριβώς απέναντι υψώνονται συγκροτήματα πολυκατοικιών σε χρώμα μολυβί. Δεν μπορώ καθόλου να φανταστώ ποιοι ζουν εκεί, πώς ζούνε, με τι χαίρονται και με τι αγανακτούν»…
«Είμαι στο Βερολίνο. Λαχτάρησα τον ήλιο.»…γράφει λίγο παρακάτω αφού… «στα χέρια μου θαρρείς κρατώ την Πρίγκηπο κι όχι έναν φάκελο. Ένα πράσινο αμύγδαλο. .. Το γράμμα ήταν από τη Μελικέ. Μου έγραφε πώς ήταν η μέρα της…και είχε πεθάνει η Δανάη. «Η Δανάη πέθανε.» Η πιο κοντινή μου γειτόνισσα, το πιο κοντινό μου φως τις νύχτες, ο πιο απογοητευμένος άνθρωπος του νησιού. «Η Δανάη πέθανε»! Πώς να πιστέψω αυτόν τον θάνατο μόνο με τρεις λέξεις; Για μια στιγμή το «η Δανάη πέθανε μου ακούγεται σαν το νησί πέθανε»….Ο θάνατος της ελληνίδας φίλης μεταφράζεται σε θάνατο του ίδιου του νησιού.
… Όταν ερχόμουν εδώ δεν πήρα τίποτε από την Τουρκία.. πρόσωπα και φωνές όμως ναι…. Να κι η φωνή της Δανάης. Έρχεται από το Νησί στο Βερολίνο…τραγουδάει ένα τραγούδι,  ένα παλιό γαλλικό… Τα μαύρα μάτια της, πάντα αλαφιασμένα και γεμάτα έγνοια, τώρα με το τραγούδι μαλακώνουν. Η φωνή της την παρηγορεί, είναι ένα χάδι. Η Δανάη έχει πάει σε γαλλικό σχολείο, έχει διαβάσει Λαμαρτίνο και Αλφρέντ ντε Μυσέ….
Της πήγα ένα βιβλίο του Σεφέρη, μεταφρασμένο στα Τουρκικά… το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση ντροπαλή και συγκινημένη. Παρ’ όλο που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Τουρκία, δυσκολευόταν να διαβάσει τουρκικά. Θα μπορούσα να την παρεξηγήσω γι αυτό. Ήξερε γαλλικά κι αγγλικά αλλά για τα τούρκικα δεν είχε ενδιαφερθεί. Μπορεί να είχε κολλήσει κι αυτή το μικρόβιο του εθνικισμού που είναι η χειρότερη αρρώστια στον κόσμο. Αλλά ήταν δικαίωμά της να μάθει τη γλώσσα που ήθελε, κι έτσι δεν τη ρώτησα τίποτα πάνω σ αυτό.
Τη βλέπω μ'ένα πιάτο στο χέρι, τυλιγμένο σε κόλλα, να κατεβαίνει προς τη βαπορόσκαλα. Εκεί…ζούσε η Μαντάμ Λιλή…. Η οικογένειά της είχε φύγει από τη Ρωσσία… Μιλούσαν Γαλλικά μεταξύ τους. Η Μαντάμ Λιλή είχε διαβάσει Τολστόι, Μπαλζάκ. Μου έλεγε η Δανάη πως όταν έφευγε από το σπίτι της Μαντάμ Λιλής ένιωθε μέσα της κάθαρση και πληρότητα…. Γιατί δεν ήμουν παρούσα στην αλληλεγγύη που είχαν μεταξύ τους και στις κουβέντες τους;
Έχω φύγει απ'την Τουρκία. Βρίσκομαι μακριά απ’ την Πρίγκηπο. Η καταπίεση με τρόμαζε το ίδιο όπως κι ένας μεγάλος σεισμός. Η Δανάη κι η μαντάμ Λιλή έζησαν στην Πρίγκηπο. Κι εγώ; Πού θα γεράσω άραγε; Στο Βερολίνο; Και τι σημαίνει να ζει στο Βερολίνο ένας άνθρωπος που ήταν μαθημένος να κάθεται και να διαβάζει το βιβλίο του σ ένα μπλε σκαλί που ζέσταινε ο ήλιος στην Πρίγκηπο; Ο καιρός είναι μουντός και κρύος. Πρέπει να ψάξω για δουλειά εδώ. Πρέπει να εξασφαλίσω μία άδεια παραμονής.

Αχ Δανάη… δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις ούτε τα αισθήματα, ούτε την καλή φωνή, ούτε τις ξένες γλώσσες σου… Όσο για μένα, είμαι αρκετά νεότερη από σένα κι αναζητώ μια ζωή χωρίς καταπίεση. Μια ζωή όπου οι ικανότητες του καθενός δεν θα χαντακώνονται… Τέτοια ώρα που χτυπάει το κουδούνι μόνο η Δανάη μπορεί να είναι…. Η Δανάη απλώνει τα χέρια… κρατά γλυκό πορτοκάλι που μοσχοβολά… είναι σα να μου ζητάει συγγνώμη που νιώθει ανάγκη για τη φιλία μου, κι ας είναι η ώρα τόσο προχωρημένη… «έλα μέσα, Δανάη» της λέω. Συγχώρεσέ με που δε σου έγραψα μια κάρτα από το Βερολίνο.
Το δεύτερο διήγημα ανήκει στη Nazli Eray, μία από τις αξιολογότερες εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού στη γείτονα. Το «Μεσιέ Χρήστο», είναι μάλιστα το πρώτο της διήγημα και δημοσιεύτηκε στο γνωστό περιοδικό «Varlik», στα 1959, προτού περιληφθεί στην ενότητα «Ah Bayim, ah!» 16 χρόνια αργότερα, μιλώντας με σπαραγμό για την εξαφάνιση της Ελληνικής (και όχι μόνο) Μειονότητας μιας πόλης (της Πόλης) που υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών και ψυχών:
Ο Θυρωρός της πολυκατοικίας «Σααντέτ» στο Σισανέ, Μεσιέ Χρήστος, μια καλοκαιρινή μέρα έγινε πουλί και πέταξε στο Κουλέντιμπι. Εκείνο το πρωί η γυναίκα του, η Μαντάμ Μαρίνα, είχε πάει για ψώνια…Κανείς δεν πήρε είδηση το ενδιαφέρον αυτό γεγονός εκτός από την αλλήθωρη Φορτούνα, την κόρη του μπακάλη Μεσιέ Νταβίντ…
Στις δώδεκα παρά εφτά λεπτά η Μαντάμ Μαρίνα γύρισε από την αγορά. Στην αρχή δεν πρόσεξε την απουσία του Μεσιέ Χρήστου…. Όπου και να 'ταν ο Μεσιέ Χρήστος, την ώρα του φαγητού ερχόταν οπωσδήποτε στο σπίτι. Την ώρα εκείνη ο Μεσιέ Χρήστος πετούσε πάνω από το Γιουκσέκ Καλντιρίμ προς την κατεύθυνση του τούνελ. Δεν είχε ιδέα προς τα πού πετούσε. Πήγαινε όπου τον πήγαιναν τα φτερά του. Ήταν ελεύθερος, ευτυχής, ένιωθε σαράντα χρόνια νεότερος. Η Μαντάμ Μαρίνα δεν πέρασε ούτε στιγμή απ’ το μυαλό του….
Όταν πήγε η ώρα διόμισι κι ο Μεσιέ Χρήστος δεν είχε ακόμα φανεί, η Μαντάμ Μαρίνα άρχισε ν’ ανησυχεί πολύ.
«Τι κάνει ως αυτήν την ώρα ο Χρήστος στο καφενείο;» αναρωτήθηκε φωναχτά βγαίνοντας από το σπίτι. Μια χαμηλή μουσική ερχόταν μέσα από το καφενείο… Στο πεζοδρόμιο έπαιζε μπάλα ο μεγάλος αδελφός του Οζγκιούλ, ο Ρετζέπ. Η Μαντάμ Μαρίνα τον φώναξε κοντά της: «Πετάξου, γιαβρί μου, μια στιγμή να δεις αν είναι ο θείος σου ο Χρήστος μέσα».
…. Εν τέλει ο θυρωρός, Ρετζάι εφέντης, που έπαιζε τάβλι στη γωνία, είπε: «Ο Μεσιέ Χρήστος δεν ήρθε παιδί μου σήμερα» …. «Ο Ρετζέπ βγήκε τρέχοντας έξω…. «Ο θειο-Χρήστος δεν πήγε, λέει, στο καφενείο σήμερα», είπε ο Ρετζέπ...
  ... Η Μαντάμ Μαρίνα….έφτασε τρέχοντας στο μπακάλικο του Μεσιέ Νταβίντ που ήταν πιο πέρα στον ίδιο δρόμο. Ο Μεσιέ Νταβίντ, η γυναίκα του Μαντάμ Μπέρτα κι η κόρη τους Φορτούνα, έτρωγαν στο πίσω μέρος του μαγαζιού…. Η μαντάμ Μαρίνα… ζαλίστηκε και σωριάστηκε επί τόπου πάνω σ ένα τσουβάλι φασόλια…. Η Μαντάμ Μπέρτα έτρεξε και τη σήκωσε, κι ο Μεσιέ Νταβίντ μάζεψε τα άδεια σαρδελοκούτια από το τραπέζι και τα δωσε μια να πάνε έξω στον σκουπιδοτενεκέ.
… «Ο Χρήστος με παράτησε», είπε η Μαντάμ Μαρίνα.
«Τι είν’ αυτά που λες, κορίτσι μου, Μαρινάκι μου;» είπε η Μαντάμ Μπέρτα.
…. «Ο Χρήστος είναι λεβέντης», είπε ο Μεσιέ Νταβιντ, «δεν θα κάνει τέτοιο πράγμα».
…. Η Μαντάμ Μαρίνα έκλαψε λίγο χαμηλόφωνα΄ ύστερα πήγε κι έπλυνε το πρόσωπό της, χτενίστηκε, ανέβασε τις κάλτσες της.
Η χρήση των εκπροσώπων της ελληνικής μειονότητας της πόλης, γίνεται αφορμή ώστε οι Τούρκοι συγγραφείς, μέτοχοι μιας εναλλακτικής κουλτούρας, να μιλήσουν για μια «εναλλακτική» Τουρκία, λιγότερο καταπιεστική και περισσότερο ανθρώπινη και καλλιεργημένη. Οι “άλλοι” μετατρέπονται έτσι σε αντιθετικό πόλο αυτού που ο Kiberd εντόπισε ως αυτάρεσκη και μονοπολιτισμική χρήση του παρελθόντος για να ξεχνάμε τις δυστοπίες του παρόντος. Στις περιπτώσεις αυτές, και μέσα από την Φρικιαστική Μνήμη της Νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου του '55, είναι το παρελθόν που θέτει αιτήματα για το παρόν, προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον, όπου οι άνθρωποι, δηλαδή οι αληθινοί «τόποι», θα μπορούν (σε αντίθεση με τους μετανάστες ή τους διωκόμενους αυτού του πλανήτη όπως θυμίζει η Ingham) να γερνούν στην «Πόλη τους», σε αυτό που ξεπερνά σύνορα και τους ενώνει.
thumbnail
About The Author

0 comments