H Δανία, μια χώρα με τους μισούς κατοίκους της Ελλάδας (5.356.394), το ένα τρίτο της έκτασης της χώρας μας (42.930 τετραγωνικά χιλιόμετρα) και σαφώς δυσμενέστερες κλιματολογικές συνθήκες, έχει καταφέρει να κατέχει περίοπτη θέση στην αγροτική οικονομία της E.E. Δύο βασικά στοιχεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ανάπτυξη. Οι αγρότες της χώρας είναι επαγγελματίες με ανάλογη μόρφωση και η αγροτική γη απαγορεύεται να αλλάξει χρήση, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ακόμα, η Ενωση Αγροτών είναι εξαιρετικά δυναμική και ασκεί μεγάλη επιρροή, τόσο ανάμεσα στους αγρότες όσο και στους καταναλωτές που συχνά απευθύνονται σε αυτήν για πληροφορίες σε σχέση με τα παραγόμενα προϊόντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ενωση των Αγροτών ανέλαβε μέρος του κόστους των εκδηλώσεων που πραγματοποίηθηκαν στη χώρα για τις ανάγκες της προεδρίας. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί επίσης αναλαμβάνουν την προώθηση και προστασία των προϊόντων των μελών τους.
H μεγαλύτερη βιομηχανία αλλαντικών στη Δανία, η γνωστή και στην Ελλάδα, Tulip, είναι συνεταιριστική, ενώ η Ενωση Γαλακτοβιομηχανιών αποφάσισε να προσφύγει εκ νέου στον ευρωπαϊκό δικαστήριο, όταν η Ελλάδα κατοχύρωσε την προστασία ονομασίας προέλευσης «Φέτα», γεγονός που όπως ανέφεραν οι εφημερίδες της χώρας ήταν μεγάλο πλήγμα για τη δανική γαλακτοβιομηχανία.
Τριετείς σπουδές
«Αγρότης» στη Δανία είναι επάγγελμα που διαλέγει κάποιος να ακολουθήσει και είναι υποχρεωμένος να σπουδάσει για να το ασκήσει. H διάρκεια των σπουδών είναι τρία χρόνια και ο υποψήφιος αγρότης πρέπει επίσης να κάνει πρακτική σε ένα άλλο αγρόκτημα πριν αποκτήσει «άδεια ασκήσεως επαγγέλματος». Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο υποψήφιος αγρότης θα μάθει, εκτός από πρακτικές γεωργικές εργασίες, να μετρά την οξύτητα του εδάφους, να περνά τα δεδομένα της μονάδας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή αλλά και να επισκευάζει πρόχειρα τα αγροτικά μηχανήματα. Ετσι κάθε αγρότης ξέρει πως, για να φτιάξει μια μονάδα που να είναι βιώσιμη και να μπορέσει να ζήσει από αυτήν, πρέπει να παράγει μόνος του τουλάχιστον τις μισές από τις ζωοτροφές που χρησιμοποιεί.
Τα περισσότερα αγροκτήματα στη Δανία συνδυάζουν φυτική και ζωική παραγωγή ώστε να αξιοποιούνται όσο το δυνατόν καλύτερα οι φυσικοί πόροι. Για να ασκήσει όμως κάποιος το επάγγελμα του αγρότη θα πρέπει να κατοικεί στο αγρόκτημά του και όχι στο πλησιέστερο χωριό ή -πολύ περισσότερο- πόλη. Σε περίπτωση που θέλει να σταματήσει να καλλιεργεί τα κτήματα που διαθέτει, είναι υποχρεωμένος να τα πουλήσει ή να τα νοικιάσει σε κάποιον άλλο, εφόσον στη Δανία, η αγροτική γη απαγορεύεται να μένει ακαλλιέργητη γιατί είναι μέσο παραγωγής.
Η αγροτική γη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για καλλιέργεια και απαγορεύεται να αλλάξει χρήση. Μια έκταση που είναι χωράφι και μπορεί να πουληθεί μόνο ως τέτοιο, χωρίς να μπορεί να μετατραπεί σε οικόπεδο και άρα «να πάρει αξία», δεν είναι καθόλου χρήσιμη σε κάποιον που δεν θέλει να γίνει παραγωγός. H γη στη Δανία είναι χωρισμένη σε σαφείς και απολύτως ελεγχόμενες ζώνες (οικιστικές, δασικές, αγροτικές) και υπάρχουν συγκεκριμένοι θύλακες εξοχικής κατοικίας για όσους θέλουν να αποκτήσουν και εξοχικό.
Εντατική παραγωγή
Σήμερα, ο αγροτικός πληθυσμός της Δανίας είναι περίπου 51.000 και ο μέσος όρος του κλήρου που κατέχουν οι παραγωγοί είναι πάνω από 500 στρέμματα. Πρόκειται όμως για αγρότες που ζουν στην ύπαιθρο, νοιάζονται γι' αυτήν εφόσον από αυτήν ζουν, είναι ενημερωμένοι για οτιδήποτε καινούργιο συμβαίνει και έτοιμοι να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις.
Φυσικά, πρόκειται για την ανάπτυξη μιας εξαιρετικά εντατικής γεωργικής παραγωγής, που σε έναν βαθμό υπαγορεύτηκε από τις κλιματολογικές συνθήκες. Ετσι η Δανία, με την ελάχιστη ηλιοφάνεια, παράγει και εξάγει σήμερα εκατομμύρια γλαστρών με μαϊντανό, ρίγανη και άνηθο που δεν μυρίζουν τίποτα αλλά συσκευάζονται όμορφα. Και ενώ οι Δανοί διηγούνται με θαυμασμό πώς μυρίζουν και πόσο νόστιμες είναι οι ελληνικές ντομάτες (η Ελλάδα είναι ο πρώτος τουριστικός προορισμός για τους Δανούς), εμείς εισάγουμε προϊόν και σπόρο από την Ολλανδία.
0 comments