Μετά μία «μαραθώνια» συζήτηση, που είχα για σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, με μια πολύ καλή μου φίλη, για θέματα που έχουν να κάνουν με τον κόσμο και τους ανθρώπους, και τον διαχωρισμό της εικόνας από τον άνθρωπο.
Άρχισα να ανατρέχω στην αρχή της κουβέντας μας, για τον άνθρωπο, και κυρίως στο κομμάτι του πως ο άνθρωπος είναι το Θηρίο και το δημιουργικό ον ταυτόχρονα, όμως κάτι με έτρωγε διότι σκεφτόμουν και την δική μας θέση ταυτόχρονα, τη στιγμή που μιλούσαμε, εκείνη που συζητούσαμε.
Όταν πλέον κλείσαμε την κουβέντα και ο καθένας έκλεισε το τηλέφωνο του, προς το βραδάκι περιπλανιώμουν μέσα στη βιβλιοθήκη, ψάχνοντας, κάποιο βιβλίο να διαβάσω. Έπιασα ένα στα χέρια μου, και το άνοιξα σε ένα τυχαίο κεφάλαιο, εκεί έπεσα πάνω σε ένα απόσπασμα, το οποίο μου κέντρισε το ενδιαφέρον, έλεγε:
Άρχισα να ανατρέχω στην αρχή της κουβέντας μας, για τον άνθρωπο, και κυρίως στο κομμάτι του πως ο άνθρωπος είναι το Θηρίο και το δημιουργικό ον ταυτόχρονα, όμως κάτι με έτρωγε διότι σκεφτόμουν και την δική μας θέση ταυτόχρονα, τη στιγμή που μιλούσαμε, εκείνη που συζητούσαμε.
Όταν πλέον κλείσαμε την κουβέντα και ο καθένας έκλεισε το τηλέφωνο του, προς το βραδάκι περιπλανιώμουν μέσα στη βιβλιοθήκη, ψάχνοντας, κάποιο βιβλίο να διαβάσω. Έπιασα ένα στα χέρια μου, και το άνοιξα σε ένα τυχαίο κεφάλαιο, εκεί έπεσα πάνω σε ένα απόσπασμα, το οποίο μου κέντρισε το ενδιαφέρον, έλεγε:
» Κάθε Γενιά, αναμφισβήτητα θεωρεί τον εαυτό του προορισμένο, να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Η Δική μου γνωρίζω πως δεν θα τον ξαναφτιάξει. Η αποστολή της όμως είναι δυσκολότερη: Να εμποδίσει τον κόσμο να καταστραφεί«
Albert Camus (από την Ομιλία του στη βράβευση του με Νόμπελ το 1957)
Εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου, συντελούταν μια έκρηξη, διότι σ’ εκείνες τις γραμμές έβλεπα, την απάντηση για την δική μας θέση, έβλεπα μέσα σε εκείνες τις λίγες γραμμές που ο Camus, είπε στον εναρκτήριο λόγο του στα Νobel, έναν αιώνα πριν να ηχούν δυνατά στο μυαλό μου. Άρχισα να παρατηρώ και να σκέφτομαι κάποια πράγματα που είχα στο νου μου για τον άνθρωπο, τις τελευταίες Δεκαετίες, έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Η ειρωνεία είναι ότι ο Camus συνόψισε σε λίγες γραμμές το μέλλον του ανθρώπου, έναν Αιώνα πίσω.
Ας αναλογιστούμε όμως, ότι ο Camus, τα έλεγε τούτα τα λόγια σε μια στιγμή που ο κόσμος είχε μπει στην Ψυχροπολεμική περίοδο, και βρισκόταν σε μια κορύφωση (να σημειωθεί έχει ήδη τελειώσει ο Πόλεμος της Κορέας αρκετά πρόσφατα από την βράβευση του με Nobel).
Εγώ την στιγμή που γράφω τούτες εδώ τις γραμμές, ζω και αναπνέω στις αρχές του 21ου αιώνα μεσούσης ενός Χάους… όπου ακόμη, τα πάντα δεν γνωρίζουμε τι τροπή θα πάρουν.
Κλείνοντας μερικά λόγια, κλείνοντας εκείνο το βιβλίο και τοποθετώντας το πίσω στο ράφι, σκεφτόμουν, ότι τόσο εγώ όσο και η Φίλη μου, με την οποία είχε προηγηθεί η κουβέντα, όντας άνθρωποι όπου η «Ενήλικη» περίοδος της ζωής μας ξεκίνησε στα μέσα των αρχών του 21ου αιώνα έχει χάσει από νωρίς τον στόχο της αποστολής που έθεσε ο Camus…
Και όλο το παραπάνω ίσως, είναι ακόμη μια θλιβερή διαπίστωση που για ακόμη μια φορά κάνω σ’ ένα κείμενο μου, και δεν είναι ότι μου λείπει το πνεύμα αισιοδοξίας, απλά πιστεύω ότι είναι ίσως ώρα κάποιος να ανοίξει ξανά το κουτί της Πανδώρας, και να ελευθερώσει την Ελπίδα η οποία έμεινε φυλακισμένη…
Albert Camus (από την Ομιλία του στη βράβευση του με Νόμπελ το 1957)
Εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου, συντελούταν μια έκρηξη, διότι σ’ εκείνες τις γραμμές έβλεπα, την απάντηση για την δική μας θέση, έβλεπα μέσα σε εκείνες τις λίγες γραμμές που ο Camus, είπε στον εναρκτήριο λόγο του στα Νobel, έναν αιώνα πριν να ηχούν δυνατά στο μυαλό μου. Άρχισα να παρατηρώ και να σκέφτομαι κάποια πράγματα που είχα στο νου μου για τον άνθρωπο, τις τελευταίες Δεκαετίες, έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Η ειρωνεία είναι ότι ο Camus συνόψισε σε λίγες γραμμές το μέλλον του ανθρώπου, έναν Αιώνα πίσω.
Ας αναλογιστούμε όμως, ότι ο Camus, τα έλεγε τούτα τα λόγια σε μια στιγμή που ο κόσμος είχε μπει στην Ψυχροπολεμική περίοδο, και βρισκόταν σε μια κορύφωση (να σημειωθεί έχει ήδη τελειώσει ο Πόλεμος της Κορέας αρκετά πρόσφατα από την βράβευση του με Nobel).
Εγώ την στιγμή που γράφω τούτες εδώ τις γραμμές, ζω και αναπνέω στις αρχές του 21ου αιώνα μεσούσης ενός Χάους… όπου ακόμη, τα πάντα δεν γνωρίζουμε τι τροπή θα πάρουν.
Κλείνοντας μερικά λόγια, κλείνοντας εκείνο το βιβλίο και τοποθετώντας το πίσω στο ράφι, σκεφτόμουν, ότι τόσο εγώ όσο και η Φίλη μου, με την οποία είχε προηγηθεί η κουβέντα, όντας άνθρωποι όπου η «Ενήλικη» περίοδος της ζωής μας ξεκίνησε στα μέσα των αρχών του 21ου αιώνα έχει χάσει από νωρίς τον στόχο της αποστολής που έθεσε ο Camus…
Και όλο το παραπάνω ίσως, είναι ακόμη μια θλιβερή διαπίστωση που για ακόμη μια φορά κάνω σ’ ένα κείμενο μου, και δεν είναι ότι μου λείπει το πνεύμα αισιοδοξίας, απλά πιστεύω ότι είναι ίσως ώρα κάποιος να ανοίξει ξανά το κουτί της Πανδώρας, και να ελευθερώσει την Ελπίδα η οποία έμεινε φυλακισμένη…
Συντάκτης:Μοργιαννίδης Θεόδωρος
0 comments