Οι ΗΠΑ αγνοούν την πιο βασική αρχή διεθνών σχέσεων, προς δική τους ζημία. Αν κάνατε ποτέ ένα εισαγωγικό μάθημα σε κολέγιο με θέμα τις διεθνείς σχέσεις και ο εισηγητής δεν αναφέρθηκε ποτέ στην «ισορροπία δυνάμεων», τότε επικοινωνήστε με το πανεπιστήμιο που φοιτήσατε και ζητήστε επιστροφή χρημάτων. Την ιδέα της ισορροπίας δυνάμεων θα την βρείτε στην ιστορία του Θουκυδίδη για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον «Λεβιάθαν» του Τόμας Χομπς, στο έργο του αρχαίου Ινδού συγγραφέα Καουτίλυα με τίτλο «Arthashastra» (Επιστήμη της Πολιτικής), ενώ κατέχει κεντρική θέση στο έργο σύγχρονων ρεαλιστών, όπως οι E.H. Carr, Hans J. Morgenthau, Robert Gilpin, and Kenneth Waltz..
Κι όμως, παρά την μακρά και εξέχουσα ιστορία της, αυτή η απλή ιδέα συχνά λησμονείται από τις ελίτ που καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της Αμερικής.
Αντί να διερωτώνται για ποιο λόγο συνεργάζονται η Ρωσία με την Κίνα, ή να αναλογίζονται τι ήταν αυτό που έφερε κοντά το Ιράν με διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, υποθέτουν ότι αυτό έγινε επειδή οι συγκεκριμένες χώρες μοιράζονται έναν κοινό αυταρχισμό, έναν κοινό αυθόρμητο αντιαμερικανισμό ή έχουν μεταξύ τους κάποια άλλη μορφή ιδεολογικής αλληλεγγύης.
Αυτή η πράξη συλλογικής αμνησίας ενθαρρύνει τους ηγέτες των ΗΠΑ να δρουν έτσι ώστε να συσπειρώνουν ακούσια τους εχθρούς της Αμερικής και παράλληλα να χάνουν ευκαιρίες για τους διασκορπίσουν.
Η ισορροπία ισχύος στην ιστορία
Η βασική λογική πίσω από την θεωρία της ισορροπίας δυνάμεων (ή, αν προτιμάτε, την θεωρία της ισορροπίας απειλών) είναι σαφής. Επειδή δεν υπάρχει «παγκόσμια κυβέρνηση» να προστατέψει την μία χώρα από την άλλη, η καθεμιά πρέπει να βασίζεται στους δικούς της πόρους και τις δικές της στρατηγικές για να αποφύγει την κατάκτηση, τον εξαναγκασμό ή οποιονδήποτε άλλο κίνδυνο. Όταν μια ανήσυχη χώρα αντιμετωπίζει ένα ισχυρό ή απειλητικό κράτος, μπορεί να κινητοποιήσει περισσότερους δικούς της πόρους ή να αναζητήσει συμμαχία με άλλα κράτη που αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο, προκειμένου να γείρει την ισορροπία υπέρ της.
Σε ακραίες περιπτώσεις, ο σχηματισμός μιας αντισταθμιστικής συμμαχίας απαιτεί από ένα κράτος να πολεμήσει στο πλευρό μιας άλλης χώρας, την οποία προηγουμένως θεωρούσε εχθρική ή την έβλεπε ως μελλοντικό ανταγωνιστή. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μεγάλη Βρετανία συμμάχησαν με την Σοβιετική Ένωση, κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν σημαντικότερη από τις μακροχρόνιες ανησυχίες τους για τον κομμουνισμό.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ αποτύπωσε αυτήν την λογική τέλεια, όταν ευφυολόγησε λέγοντας: «Αν ο Χίτλερ εισέβαλε στην κόλαση, θα έκανα τουλάχιστον μια ευνοϊκή αναφορά για τον διάβολο στην Βουλή των Κοινοτήτων». Ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ εξέφρασε ένα ανάλογο συναίσθημα όταν είπε ότι θα έδινε τα χέρια ακόμα και με τον διάβολο, αν αυτό θα βοηθούσε να ηττηθεί το Τρίτο Ράιχ. Όταν χρειάζεσαι πραγματικά συμμάχους, δεν μπορείς να είσαι πολύ εκλεκτικός.
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η λογική της «ισορροπίας δυνάμεων» έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ιδιαίτερα όταν τα προβλήματα εθνικής ασφάλειας ήταν ξεκάθαρα. Οι συμμαχίες της Αμερικής, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (δηλαδή το ΝΑΤΟ και το ακτινωτό σύστημα διμερών συμμαχιών στην Ασία), έγιναν για να εξισορροπηθεί και να περιοριστεί η ισχύς της Σοβιετικής Ένωσης. Το ίδιο κίνητρο οδήγησε τις ΗΠΑ να υποστηρίξουν μια σειρά από αυταρχικά καθεστώτα στην Αφρική, την Λατινική Αμερική, την Μέση Ανατολή και αλλού. Με τον ίδιο τρόπο, το άνοιγμα του Νίξον προς την Κίνα, το 1972, υπαγορεύτηκε από τον φόβο της αυξανόμενης σοβιετικής ισχύος και την διαπίστωση ότι οι στενότεροι δεσμοί με το Πεκίνο θα έφερναν την Μόσχα σε δύσκολη θέση.
Κοινό πολίτευμα δεν σημαίνει και κοινό συμφέρον
Κι όμως, παρά την διαρκή σημασία της ισορροπίας δυνάμεων και την μακρά πορεία της στον χρόνο, οι αναλυτές και όσοι χαράζουν πολιτικές, αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η ίδια λογική καθορίζει την συμπεριφορά τόσο των συμμάχων όσο και των αντιπάλων. Ως έναν βαθμό, το πρόβλημα οφείλεται στην τάση που υπάρχει στις ΗΠΑ να υποθέτουμε ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας διαμορφώνεται περισσότερο από τα εσωτερικά της χαρακτηριστικά (την προσωπικότητα του εκάστοτε ηγέτη, το οικονομικό και πολιτικό σύστημά της, την κυρίαρχη ιδεολογία κ.τ.λ) παρά από τις εξωτερικές της περιστάσεις (π.χ την σειρά απειλών που αντιμετωπίζει).
Από αυτήν την οπτική, οι «φυσικοί» σύμμαχοι της Αμερικής είναι κράτη τα οποία μοιράζονται τις ίδιες αξίες με εμάς. Όταν ο κόσμος αναφέρεται στις ΗΠΑ με τον χαρακτηρισμό «ηγέτης του ελεύθερου κόσμου» ή όταν περιγράφουν το ΝΑΤΟ ως μια «διατλαντική κοινότητα» φιλελεύθερων δημοκρατιών, υπονοούν ότι αυτές οι χώρες υποστηρίζουν η μία την άλλη γιατί μοιράζονται ένα κοινό όραμα για το πώς πρέπει να κυβερνάται ο κόσμος.
Οι κοινές πολιτικές αξίες, φυσικά, δεν είναι άσχετες με τα εξωτερικά θέματα. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι οι συμμαχίες μεταξύ δημοκρατικών κρατών είναι κάπως πιο σταθερές από εκείνες μεταξύ των αυταρχικών καθεστώτων ή μεταξύ ενός δημοκρατικού και ενός μη δημοκρατικού κράτους. Παρόλα αυτά, το να υποθέσουμε ότι η εσωτερική κατάσταση μιας χώρας καθορίζει το ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί της, είναι κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει σε λανθασμένη κατεύθυνση, με πολλούς τρόπους.
Κατ’ αρχάς, αν πιστέψουμε ότι οι κοινές αξίες είναι μια ισχυρή ενοποιητική δύναμη, μάλλον θα οδηγηθούμε στην υπερεκτίμηση της συνεκτικότητας και της ανθεκτικότητας κάποιων εκ των ήδη υφιστάμενων συμμαχιών. Προφανώς αναφερόμαστε στο ΝΑΤΟ. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αφαίρεσε τον βασικό λόγο ύπαρξης του. Οι τιτάνιες προσπάθειες να δοθεί στην συμμαχία ένας νέος ρόλος δεν εμπόδισε τα συνεχή και ολοένα μεγαλύτερα σημάδια φθοράς. Τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά αν οι εκστρατείες του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν και την Λιβύη είχαν πάει καλά – αλλά δεν πήγαν.
Σίγουρα, η κρίση στην Ουκρανία ανέστειλε προσωρινά την αργή παρακμή του ΝΑΤΟ. Αυτή όμως η μικρή ανατροπή, απλώς υπογράμμισε ακόμα περισσότερο τον σημαντικό ρόλο που παίζουν οι εξωτερικές απειλές για την συνοχή του ΝΑΤΟ. Οι «κοινές αξίες» δεν επαρκούν για να διατηρηθεί ένας ουσιαστικός συνασπισμός 30 περίπου εθνών στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Ακόμα περισσότερο, από την στιγμή που η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Πολωνία εγκαταλείπουν τις φιλελεύθερες αξίες, στις οποίες υποτίθεται βασίζεται το ΝΑΤΟ.
Αιφνιδιασμοί από το αυτονόητο και εσφαλμένες εικόνες
Κατά δεύτερον, αν λησμονείς την πολιτική ισορροπίας δυνάμεων, είναι πολύ πιθανό να αιφνιδιαστείς όταν άλλα κράτη (ή σε κάποιες περιπτώσεις, μη κρατικοί παράγοντες) ενώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον σου. Η κυβέρνηση του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, βρέθηκε προ εκπλήξεως, όταν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ρωσία συνασπίστηκαν, προκειμένου να μπλοκάρουν τις προσπάθειές του για να εγκριθεί η εισβολή στο Ιράκ από το Συμβούλιο Ασφαλείας, το 2003.
Οι χώρες αυτές τήρησαν την συγκεκριμένη στάση γιατί κατάλαβαν ότι ο αντίκτυπος από την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν ίσως εγκυμονούσε απειλές για την ασφάλειά τους (όπως τελικά έγινε). Παρόλα αυτά οι ηγέτες των ΗΠΑ αδυνατούσαν να κατανοήσουν γιατί αυτές οι χώρες δεν εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να ανατρέψουν τον Σαντάμ και να αναδιαμορφώσουν την περιοχή σύμφωνα με δημοκρατικά πρότυπα. Όπως αργότερα παραδέχτηκε η Κοντολίζα Ράις, σύμβουλος του Μπους σε θέματα εθνικής ασφάλειας: «Θα το θέσω πολύ ωμά. Απλώς δεν το καταλάβαμε».
Οι αμερικανοί αξιωματούχοι αιφνιδιάστηκαν το ίδιο, όταν το Ιράν και η Συρία ένωσαν τις δυνάμεις τους για να βοηθήσουν την ιρακινή εξέγερση, μετά την εισβολή των ΗΠΑ – παρόλο που ήταν λογικό οι χώρες αυτές να θέλουν να αποτύχει η προσπάθεια της κυβέρνησης Μπους για «αναδιαμόρφωση της περιοχής». Το Ιράν και η Συρία θα ήταν οι επόμενες στην λίστα του Μπους, αν η κατοχή του Ιράκ είχε πετύχει, και απλώς έπραξαν όπως θα έπραττε κάθε κράτος που απειλείται (και όπως προβλέπει η θεωρία της ισορροπίας δυνάμεων). Οι Αμερικανοί δεν είχαν φυσικά κανέναν λόγο να δουν θετικά μια τέτοια συμπεριφορά αλλά δεν έπρεπε και να εκπλαγούν από αυτήν.
Τρίτον, το να επικεντρωνόμαστε στα πολιτικά ή ιδεολογικά κοινά σημεία και να αγνοούμε τον ρόλο των κοινών απειλών, μας κάνει να βλέπουμε τους εχθρούς περισσότερο ενωμένους από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Αντί να παραδεχτούμε ότι οι αντίπαλοι μας συνεργάζονται μεταξύ τους κυρίως για οργανικούς και τακτικούς λόγους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και σχολιαστές βιάζονται να συμπεράνουν ότι τους εχθρούς τους ενώνει μια βαθιά αφοσίωση σε ένα σύνολο κοινών στόχων.
Παλιότερα, οι Αμερικανοί έβλεπαν τον κομμουνιστικό κόσμο σαν έναν συμπαγή μονόλιθο και πίστευαν εσφαλμένα ότι όλοι οι απανταχού κομμουνιστές ήταν πιστοί πράκτορες του Κρεμλίνου. Αυτό το λάθος, έκανε τους Αμερικανούς ηγέτες όχι μόνο να μην δουν (ή να αρνηθούν) το σφοδρό σχίσμα μεταξύ Κίνας και ΕΣΣΔ αλλά και να υποθέσουν εσφαλμένα ότι οι μη κομμουνιστές αριστεροί ήταν φίλα κείμενοι προς την Μόσχα. Παρεμπιπτόντως, οι Σοβιετικοί ηγέτες έκαναν με την σειρά τους το ίδιο λάθος, μόνο και μόνο για να απογοητευτούν, όταν οι προσπάθειές τους να προσεγγίσουν τους μη κομμουνιστές σοσιαλιστές του Τρίτου Κόσμου απέτυχαν.
Η συνέχιση της λανθασμένης τακτικής
Δυστυχώς, το εσφαλμένο ένστικτο συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα σε φράσεις όπως «ο άξονας του κακού» (που υπονοεί ότι το Ιράν, το Ιράκ και η Βόρειος Κορέα είναι μέλη του ίδιου κινήματος) ή σε παραπλανητικούς όρους όπως «ισλαμοφασισμός». Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές, αντί να δουν τα εξτρεμιστικά κινήματα ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους οργανώσεις με μια ποικιλία κοσμοθεωριών και στόχων, δρουν και πράττουν συστηματικά με την πεποίθηση ότι οι εχθροί μας ακολουθούν μια ενιαία στρατηγική.
Αυτές οι οργανώσεις απέχουν πολύ από το να θεωρηθούν ισχυρά ενωμένες κάτω από ένα κοινό δόγμα. Συχνά υπάρχουν μεταξύ τους βαθιά ιδεολογικά σχίσματα και προσωπικές αντιπαλότητες και ενώνουν τις δυνάμεις τους περισσότερο από ανάγκη παρά από λόγους πεποίθησης. Βεβαίως και μπορούν, παρόλα αυτά, να προκαλέσουν προβλήματα. Αλλά το να υποθέτουμε ότι όλοι οι τρομοκράτες είναι πιστοί στρατιώτες ενός ενιαίου παγκόσμιου κινήματος, τους κάνει να φαίνονται πιο τρομακτικοί από ό,τι πραγματικά είναι.
Ακόμα χειρότερα, αντί να αναζητήσουν τρόπους για να προκαλέσουν έριδες και σχίσματα στους εξτρεμιστές, οι Ηνωμένες Πολιτείες συχνά δρουν με τέτοιον τρόπο ώστε να τους φέρνουν πιο κοντά μεταξύ τους. Ας πάρουμε ένα προφανές παράδειγμα. Αν και υπάρχει κάποια ιδεολογική συγγένεια μεταξύ του Ιράν, της Χεζμπολάχ, των Χούτι στην Υεμένη, του καθεστώτος Μπασάρ αλ Άσαντ στην Συρία και του κινήματος Σαντρ στο Ιράκ, κάθε μια από αυτές τις δυνάμεις έχει τα δικά της συμφέροντα και προγράμματα.
Η συνεργασία μεταξύ τους μπορεί να γίνει κατανοητή περισσότερο ως μια στρατηγική συμμαχία παρά ως ένα συμπαγές και ενιαίο ιδεολογικό μέτωπο. Το να «παίξουμε επιθετικά» εναντίον όλων τους – όπως θα ήθελε η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ – απλώς θα δώσει στους εχθρούς μας έναν ακόμα λόγο για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον.
Τέλος, η άγνοια της δυναμικής που παρουσιάζει η ισορροπία δυνάμεων, ακυρώνει ένα από τα κυριότερα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Αμερικής. Ως η μόνη υπερδύναμη στο δυτικό ημισφαίριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τεράστια περιθώρια επιλογής συμμάχων και, κατά συνέπεια, εξίσου τεράστιο πιθανό πλεονέκτημα απέναντί τους.
Δεδομένης της «δωρεάν ασφάλειας» που παρέχει η γεωγραφική απομόνωση της Αμερικής, η χώρα αυτή έχει την δυνατότητα να «το παίξει δύσκολη», να εκμεταλλευτεί όποιες τοπικές αντιπαλότητες εμφανιστούν, να ενθαρρύνει κρατικούς και μη κρατικούς παράγοντες σε μακρινές χώρες να ανταγωνιστούν ο ένας τον άλλον για την εύνοια και την υποστήριξή της και να παραμένει σε εγρήγορση για να βάλει σφήνες ανάμεσα στους σημερινούς εχθρούς της. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί ευελιξία, βαθιά κατανόηση των περιφερειακών υποθέσεων, απόρριψη των «ειδικών σχέσεων» με άλλα κράτη και άρνηση δαιμονοποίησης χωρών με τις οποίες έχουμε διαφορές.
Δυστυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει το ακριβώς αντίθετο τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα στην Μέση Ανατολή. Αντί να επιδείξουμε ευελιξία, έχουμε κολλήσει στους ίδιους συμμάχους και ανησυχούμε περισσότερο για το πώς θα τους καθησυχάσουμε παρά για το πώς θα τους κάνουμε να πράξουν προς το συμφέρον μας. Εμβαθύναμε τις «ειδικές μας σχέσεις» με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία, παρόλο που οι λόγοι για μια τέτοια θερμή υποστήριξη έχουν εξασθενίσει. Και με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουμε μεταχειριστεί αντιπάλους, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, ως παρίες που αξίζουν μόνο απειλές και κυρώσεις αλλά όχι και συνομιλίες με εμάς. Τα αποτελέσματα, δυστυχώς, μιλάν από μόνα τους.
Πηγή: Foreign Policy – Stephen M. Walt / slpress.gr
0 comments