Το δικαίωμα στην απεργία αναγνωρίζεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος, ενώ τα τελευταία 35 χρόνια ρυθμίζεται από τον νόμο 1264 του 1982. Το άρθρο 8 του νόμου αυτού έρχεται να τροποποιήσει με το άρθρο 211 του πολυνομοσχεδίου το υπουργείο Εργασίας, αυξάνοντας την απαιτούμενη απαρτία στη γενική συνέλευση των πρωτοβάθμιων οργανώσεων –για τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας– σε 1/2 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, από 1/3 που ισχύει σήμερα.
Αναλυτικά, το ισχύον πλαίσιο προβλέπει ότι στις συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων οργανώσεων, ήτοι των επιχειρησιακών σωματείων, πρέπει να παρίσταται το 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Με την προωθούμενη διάταξη, ειδικά για την περίπτωση λήψης απόφασης για απεργία, το 1/3 αυξάνεται σε 1/2. Προσοχή. Η διάταξη δεν αλλάζει τον τρόπο λήψης της απόφασης για απεργία. Η απόφαση λαμβάνεται με σχετική πλειοψηφία των παρόντων μελών. Αρκεί δηλαδή το 50%+1 του 1/2 των τακτοποιημένων μελών ενός σωματείου να ταχθεί υπέρ της απεργίας. Αυτό που αλλάζει είναι η απαιτούμενη συμμετοχή στη γενική συνέλευση προκειμένου να ληφθεί η απόφαση για απεργία. Oπως δεν αλλάζει και η διάταξη που ορίζει ότι η απεργία στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις (ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα) και στην τριτοβάθμια ΓΣΕΕ κηρύσσεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και δεν απαιτείται γενική συνέλευση.
Διαφορετικές ερμηνείες υπάρχουν, βέβαια, για το εάν θίγεται ο τρόπος λήψης απόφασης για απεργία στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης. Το υπ. Εργασίας αλλά και έγκριτοι νομικοί θεωρούν ξεκάθαρο ότι το άρθρο 20 του νόμου 1264, που ορίζει τον τρόπο κήρυξης της απεργίας, δεν αλλάζει. Συνεπώς, ισχύει η διάταξη που ορίζει ότι στην περίπτωση των πρωτοβάθμιων σωματείων που είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, η απεργία κηρύσσεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Στην περίπτωση για παράδειγμα ενός πανελλαδικής εμβέλειας σούπερ μάρκετ ή μιας τράπεζας με υποκαταστήματα ανά την Ελλάδα, η απόφαση για απεργία θα εξακολουθήσει να λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο του σωματείου των εργαζομένων και δεν θα απαιτείται γενική συνέλευση και απαρτία του 1/2 των τακτοποιημένων οικονομικά μελών.
Υπάρχουν βέβαια και έγκριτοι νομικοί που υποστηρίζουν ότι εάν η κυβέρνηση ήθελε να διατηρήσει τη διάταξη του άρθρου 20 για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας, όφειλε στη διατύπωση της διάταξης που φέρνει προς ψήφιση, να συμπεριλάβει τη φράση «με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 1264/82 που αφορά την προκήρυξη απεργίας από πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις πανελλαδικής ή περιφερειακής εμβέλειας». Επισημαίνουν δε, ότι νεότερη διάταξη νόμου καταργεί υφιστάμενη όταν ρυθμίζει το ίδιο θέμα.
Τα συνδικάτα με τη σειρά τους υποστηρίζουν ότι σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και υπό την απειλή της απόλυσης, απαρτία του 1/2 θα είναι πλέον σχεδόν ανέφικτη και κατά συνέπεια η απεργία θα θεωρείται παράνομη a priori. Σημειώνουν, μάλιστα, ότι το 95% των δικαστικών αποφάσεων, που έχουν κρίνει απεργίες, δέχθηκε ότι αυτές ήταν παράνομες και διέταξε τη διακοπή τους εξαιτίας τόσο της φύσης του δικαιώματος (έχει ως βασικό συστατικό την πρόκληση ζημίας στον εργοδότη) όσο και των συνεχών νομοθετικών περιορισμών του (κυρίως στην μνημονιακή περίοδο).
Kαθημερινή
0 comments