Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Πώς να χάσεις φίλους και να ζορίσεις συμμαχίες

Οι εταίροι της Ουάσιγκτον δεν πείθονται από την πολιτική της για την Κίνα
 Ποια κινεζική συμπεριφορά είναι απολύτως απαράδεκτη, και με ποια συμπεριφορά μπορεί να ζήσει η Ουάσινγκτον; Ποιες ανησυχητικές κινεζικές δραστηριότητες απαιτούν πολυμερείς απαντήσεις, και ποιες μπορούν να χειριστούν οι Ηνωμένες Πολιτείες με μερικούς συμμάχους ή μόνες τους; Είναι η ώρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να αρχίσουν να κάνουν αυτές τις δύσκολες επιλογές.


Από τότε που ξεκίνησε τον εμπορικό πόλεμο το 2018, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προσπάθησε να μαντρώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ ώστε να ενταχθούν σε έναν ευρύτερο αγώνα ενάντια στην Κίνα. Μέχρι στιγμής, λίγες χώρες είναι πρόθυμες να ακολουθήσουν την ηγεσία του Trump.
Τον Ιανουάριο, το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε την απόφασή του να επιτρέψει στην κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei να κατασκευάσει μέρος του ασύρματου 5G δικτύου της -μια επένδυση που οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ φοβούνται ότι αποτελεί απειλή για την ασφάλεια. 
Ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε  ως «αποπληκτικός» σε μια τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον.
13032020-1.jpg
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον και ο πρόεδρος Donald Trump στο Biarritz της Γαλλίας, τον Αύγουστο του 2019. Erin Schaff / The New York Times / Redux
---------------------------------------------------
-------------------

Εβδομάδες αργότερα, στο ετήσιο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Mark Esper, είπε [2] ότι όταν πρόκειται για την Κίνα, «ζητάμε από τους φίλους μας να επιλέξουν». 
Όμως, οι παρατηρητές στην διάσκεψη σημείωσαν ότι οι προειδοποιήσεις της Ουάσινγκτον για την Κίνα έπεσαν σε «ώτα μη ακουόντων» και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη «μιλούσαν μια εντελώς διαφορετική γλώσσα» σχετικά με την ανερχόμενη ασιατική υπερδύναμη.
Αυτές οι πρόσφατες διαφωνίες έχουν καταστήσει τελείως ξεκάθαρη μια άβολη πραγματικότητα στο επίκεντρο του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας: 
Καμία αμερικανική πολιτική ως προς την Κίνα δεν είναι πιθανό να επιτύχει χωρίς την συνεργασία συμμάχων και εταίρων, αλλά το να κάνεις αυτές τις χώρες να ακολουθήσουν απαιτεί φινέτσα και καθαρή σκέψη, όχι εξαναγκασμό δια εκφοβισμού.
Η Κίνα αποτελεί πραγματική απειλή για πολλά συμφέροντα των ΗΠΑ -για την οικονομική ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών, για την ασφάλειά τους, και για τις δημοκρατικές αξίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο- και μια βαθύτερη συναίνεση των δύο κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζει ότι μια «σκληρή» πολιτική προς το Πεκίνο είναι απαραίτητη. 
Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφεραν μέχρι στιγμής να πείσουν τους συμμάχους τους για το επείγον του προβλήματος, και η αποσύνδεση αυτή υπονομεύει τόσο τις συμμαχίες της Ουάσιγκτον όσο και την αποτελεσματικότητα της πολιτικής της για την Κίνα. 
Ο Τραμπ έχει επιδεινώσει το πρόβλημα με αντιπαραγωγικές πολιτικές και την έλλειψη σαφούς στρατηγικής κατεύθυνσης. Αλλά, αυτή η δυναμική υπήρχε και πριν την ανάληψη των καθηκόντων από τον Trump και θα παραμείνει μετά την αποχώρησή του, εκτός αν οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθετήσουν μια πιο συνεκτική και ρεαλιστική πολιτική για την Κίνα και αποδεχθούν ότι όλοι οι σύμμαχοι δεν μοιράζονται την οπτική της Ουάσιγκτον σχετικά με την Κίνα.

ΟΙ ΚΟΜΠΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ

Στα τρία χρόνια της θητείας του, ο Trump δεν φοβήθηκε να διαταράξει τις σχέσεις με παραδοσιακούς συμμάχους. Απείλησε την Γαλλία με κυρώσεις το 2019, λογόφερε με την Δανία για την Γροιλανδία τον περασμένο Αύγουστο, και χλεύασε τον Καναδό πρωθυπουργό Justin Trudeau ως «μαλθακό» το 2018. 
Τώρα, καθώς η διοίκησή του βυθίζεται σε αυτό που βλέπει ως παγκόσμιο ανταγωνισμό με την Κίνα, ο Τραμπ απομόνωσε περαιτέρω τους συμμάχους των ΗΠΑ, κάνοντάς τους να «επιλέξουν» μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών σε ορισμένα ζητήματα, ενώ ταυτόχρονα τους επιτέθηκε άμεσα σε άλλα.
Δείτε την προσέγγιση του Trump για το εμπόριο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλοί σύμμαχοί τους μοιράζονται τις ανησυχίες τους για τις οικονομικές πρακτικές του Πεκίνου, συμπεριλαμβανομένης της συνήθους κλοπής της πνευματικής ιδιοκτησίας, των περιορισμών για την πρόσβαση των ξένων εταιρειών στην αγορά του, και των επιδοτήσεων προς τις κρατικές επιχειρήσεις. 
Το μέγεθος και η επιρροή της οικονομίας της Κίνας σημαίνει ότι κάθε ρεαλιστική προσπάθεια να πιεστεί η Κίνα να αλλάξει αυτές τις πρακτικές απαιτεί μια συντονισμένη πολυμερή προσπάθεια.
Η εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης κυρίως κατά την διάρκεια της θητείας του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και υπογράφηκε το 2016, αποτέλεσε εξέχον παράδειγμα αποτελεσματικού συντονισμού μεταξύ της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της: 
Η συμφωνία, μακροπρόθεσμα, θα πίεζε την οικονομία της Κίνας να υιοθετήσει υψηλότερα στάνταρ -περιλαμβανομένων των θεμάτων που άπτονται του περιβάλλοντος, της εργασίας και της πνευματικής ιδιοκτησίας- αλλιώς θα ρισκάριζε να βρεθεί σε μειονεκτική θέση στις εμπορικές σχέσεις με χώρες που αποτελούν περίπου το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. 
Αλλά αντί να αγκαλιάσει ή ακόμα και να βελτιώσει την συμφωνία, ο Trump αποχώρησε από την συμφωνία αμέσως μόλις έγινε πρόεδρος.
 Έθεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμη περισσότερο πίσω, υποκινώντας έναν μονομερή εμπορικό πόλεμο που έχει βλάψει αποτελεσματικά τόσο την Κίνα όσο και τους συμμάχους των ΗΠΑ, πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν επίσης να αποτελούν στόχο των δασμών του Trump. 
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ όχι μόνο επέδειξαν μηδενικό ενδιαφέρον στο να ακολουθήσουν τις απερίσκεπτες εμπορικές πολιτικές του Trump για την Κίνα, αλλά και βίωσαν παράπλευρες ζημιές από τα αδιέξοδα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, με μεγάλες διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού και πολλούς ηγέτες και διπλωμάτες μπλεγμένους στα διασταυρούμενα πυρά της αμερικανο-κινεζικής σχέσης.

*Ο MICHAEL H. FUCHS είναι ανώτερος συνεργάτης στο Center for American Progress. Υπήρξε αναπληρωτής υφυπουργός για τις Υποθέσεις Ανατολικής Ασίας και Ειρηνικού από το 2013 έως το 2016.
Πηγή: http://www.foreignaffairs.gr/