By Dr Marwa Maziad(α) & Dr Jake Sotiriadis(β), April 21, 2020
Μετάφραση: Ηλίας Α Λεοντάρης(γ)
Σίγουρα υπάρχουν πολλά κείμενα για την Τουρκία, σχετικά με την “απομάκρυνση” αυτής της χώρας από τον δυτικό προσανατολισμό της. Εκείνοι που αποδέχονται αυτή την άποψη περιγράφουν και τις συνέπειες των αυξημένων δεσμών της Τουρκίας με την Κίνα. [1]
Ενώ η ίδια η Τουρκία έχει προωθήσει μια πολιτική “Asia A new Policy” [2] η υπερβολική εστίαση σ αυτή την πολιτική αλλά και άλλα εμφανή σημάδια της μετατόπισης της Τουρκίας από τη δύση, αποσπούν την προσοχή από τα πολύ αρνητικά αποτελέσματα των «περιπετειών» της στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η όλο και πιο απερίσκεπτη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη , ήτοι από τη χρησιμοποίηση των προσφύγων ως «όπλο» για την εκβίαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως την εξαγωγή μισθοφόρων και τζιχαντιστών μαχητών στη Λιβύη. [3]
Αυτά δεν μπορεί να είναι ενέργειες μιας υπεύθυνης περιφερειακής δύναμης, πολύ δε περισσότερο, μιας χώρας/δύναμης βασικού μέλους της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. \
Συνολικά, θα μπορούσε κανείς και λογικά να συμπεράνει ότι τέτοιες ενέργειες είναι “παράλογες”, καθώς μειώνουν τη θέση της Τουρκίας τόσο στην περιοχή όσο και στον κόσμο. Αλλά αν ερμηνεύσουμε αυτές τις δυναμικές ως συνέπειες της ιδεολογίας που στρεβλώνει το λογικό συμφέρον ενός κράτους, η ακολουθούμενη λογική τους καθίσταται εμφανής.
Σε αντίθεση με άλλα ισλαμικά ιδεολογικά μοντέλα, ο Τουρκικός Νεοοθωμανισμός επικεντρώνεται στην αναβίωση μιας “μεγαλύτερης Τουρκίας” η οποία ανανεώνει ένα κλασικό, πολιτισμικό μοντέλο της κληρονομιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βασίζεται στην οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη. [4]
Οι αναφορές των δυτικών μέσων ενημέρωσης αγνοούν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις σκιές, περιγράφοντας τον Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως αυτοκράτορα που επιδιώκει να διευρύνει την ισχύ του στο εσωτερικό της Τουρκίας με κάθε κόστος. Αλλά μόνο με αυτό το δεδομένο, ο αυταρχικός ηγέτης γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. [5] Αντιθέτως, ο Ερντογάν είναι απλώς το σύμπτωμα ενός ευρύτερου προβλήματος — το οποίο συνίσταται στην προώθηση από την Άγκυρα μιας παν-ισλαμικής, νεοοθωμανικής ιδεολογίας που έχει επικίνδυνες επιπτώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή και πέρα από αυτήν.
Αυτό το άστοχο όραμα του παν-ισλαμισμού δημιουργεί μια πολιτιστικά ηγεμονική μορφή πολιτικού Ισλάμ (καθώς επίσης και μια μορφή μαχητικού τζιχαντισμού).
Πώς έφτασε η Άγκυρα σε αυτή τη συγκυρία; Η έννοια του πανισλαμισμού σίγουρα δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Ιστορικά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1517-1923) αντιπροσώπευε το τελευταίο Χαλιφάτο και το Ισλαμικό Κράτος. Μετά από μια σειρά από στρατιωτικές ήττες στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), ακολούθησε μια κρίσιμη νίκη στον Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (ή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-1922) και κορυφώθηκε με την ίδρυση της κοσμικής Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Η εγκαθίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους έσβησε αποτελεσματικά τον παραδοσιακό Οθωμανισμό ως βιώσιμη πολιτική ιδεολογία. Στη θέση της, οι εκτεταμένες κεμαλικές μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν μια σεισμική μετατόπιση στην τουρκική κοινωνία.
Η κατάργηση του Σουλτανάτου, η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου στη θέση του αραβικού και ένας νέο νομικό σύστημα διαμορφώθηκαν ακολουθώντας ευρωπαϊκές, όχι αποκλειστικά τις ισλαμικές αρχές. [6]
Επιπλέον, μετά από αυτή την κρίσιμη συγκυρία στην ιστορία της ίδιας της Τουρκίας, η περιοχή της Μέσης Ανατολής βίωσε μια σειρά κινημάτων ανεξαρτησίας από τις αρχές έως τα μέσα του 20ου αιώνα. Αυτά τα κινήματα ανεξαρτησίας είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία, μεταξύ άλλων και των σύγχρονων δημοκρατιών της Αιγύπτου, της Συρίας, του Ιράκ, της Αλγερίας και της Τυνησίας.
Τα ανεξάρτητα αυτά περιφερειακά κράτη διαμόρφωσαν κατά ένα μεγάλο μέρος το σύστημα της διακυβέρνησής τους κατά το πρότυπο του Mustafa Kemal Atatürk. Ως εκ τούτου, αυτή η μοναδική ιστορική εμπειρία και κληρονομιά εξηγεί τη σημερινή αντίσταση της Αιγύπτου, μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και τη Σαουδική Αραβία, στο επεκτατικό, παν-ισλαμικό σχέδιο της Τουρκίας.
Η αναπτυσσόμενη συμμαχία της Τουρκίας με το Κατάρ και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα ενισχύσει την περαιτέρω επιδείνωση στις υπάρχουσες εντάσεις.
Ωστόσο, η Πανισλαμιστική και Νεοοθωμανική ιδεολογία της Άγκυρας ουσιαστικά προκαλεί νέα ρήγματα σε ολόκληρη την περιοχή – θέτοντας τα κοσμικά, δημοκρατικά μοντέλα διακυβέρνησης ενάντια στην πολιτιστικά επεκτατική, μαχητική και παν-Ισλαμική εναλλακτική λύση της Τουρκίας.
Πολύ συχνά, οι εξωτερικές ερμηνείες του Νεοοθωμανισμού περιορίζονται στον κατ’ ευφημισμό “αντιδυτικό” πολιτικό προσανατολισμό της Τουρκίας. Πρέπει να είμαστε σίγουροι, ότι αυτό το φαινόμενο δεν αφορά μόνο στη Δύση αλλά αντικατοπτρίζει πολύ περισσότερο το αναδυόμενο ιδεολογικό μοντέλο στην Τουρκία.
Ενώ ο Ερντογάν ενσαρκώνει σίγουρα μια αλλαγή στην τουρκική πολιτική, οι προϋποθέσεις για τη άνοδό του, «ως μετεωρίτης», στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δημιουργήθηκαν από την επαναφορά του Οθωμανισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του Turgut Özal, και συνεχίσθηκαν αργότερα από τον υπουργό Εξωτερικών, Πρωθυπουργό και Ακαδημαϊκό, Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο Νταβούτογλου διακήρυξε ότι η Τουρκία προορίζεται να γίνει μια περιφερειακή «ηγεμονία», συγχωνεύοντας τον γεωγραφικό προσδιορισμό με την πολιτιστική κληρονομιά και την ιστορική εμπειρία της Τουρκίας. [7]. Αλλά ενώ ο ίδιος ακολούθησε μια πολιτική «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», ο Erdoğan έχει κατορθώσει να δημιουργήσει κρίσεις σχεδόν με όλους τους γείτονες της Τουρκίας.
Η σύγχρονη Τουρκία διαδραματίζει έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο ως ένας διεθνής υπερασπιστής και προαγωγός του ισλαμικού δόγματος. Αυτή η ανάμειξη του τουρκικού εθνικισμού με την ισλαμική συνείδηση αναδεικνύει το έργο της ιδεολογικής αποπλάνησης που συνοδεύει τον Νεοοθωμανισμό. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Ερντογάν, το τουρκικό κράτος επέλεξε ουσιαστικά το Ίδρυμα Diyanet (το οποίο ιδρύθηκε αρχικά υπό τον Ατατούρκ για να ρυθμίσει και να υποβαθμίσει τις θρησκευτικές υποθέσεις, προωθώντας το μετριοπαθές Ισλάμ στο δρόμο προς ένα κράτος περισσότερο πολιτικό και με κοινωνικό κοσμικό χαρακτήρα), τοποθετώντας ως υπεύθυνους στη διεύθυνση πιστούς του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και διασφαλίζοντας το ρόλο του ως κεντρικό φορέα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.[8] Το Diyanet ελέγχει τα κηρύγματα που εκδίδονται από τους τουρκικούς ιμάμηδες παγκοσμίως και ασκεί τη σημαντική επιρροή στις κοινότητες διασποράς. [9]
Για το σκοπό αυτό, η Τουρκία συνεχίζει να χρηματοδοτεί την κατασκευή τζαμιών σε όλο τον κόσμο, στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία — με τον ίδιο τον Ερντογάν να συμμετέχει συχνά στις τελετές εγκαινίων. [10] Από την άνοδο του ΑΚΡ, η Τουρκία έχει ενισχύσει και σταθεροποιήσει τους δεσμούς της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, φιλοξενώντας σημαντικά διεθνή φόρουμ για τον Ισλαμικό κόσμο στην Κωνσταντινούπολη. [11] Το τουρκικό κράτος χρηματοδοτεί επίσης ένα διεθνές δίκτυο θρησκευτικής εκπαίδευσης μέσω των σχολείων του Imam Hatip, (στο οποίο φοίτησε ο Ερντογάν ως παιδί)· Η Τουρκία χρηματοδότησε τη συμμετοχή, σ’ αυτά τα σχολεία, περισσότερων των 1.000 διεθνών φοιτητών από 76 χώρες μόνο κατά την περίοδο 2014-2015. [12]
Επιπλέον, εντός της Τουρκίας, η θρησκευτική εκπαίδευση του Imam Hatip αποτελεί εθνική προτεραιότητα — η κρατική χρηματοδότηση για τη μέση και ανώτερη εκπαίδευση (ηλικίες 14-18 ετών) εκτινάχθηκε στο ύψος των 6,57 δις λίρες (1,68 δις δολάρια) το 2018 και η Τουρκία πρόσθεσε πάνω από 1,3 εκατομμύρια νέους μαθητές στην ηλικιακή ομάδα 10-14 ετών. [13].
Σε μια δραματική αντιστροφή, η Σαουδική Αραβία, που είχε προωθήσει τα οράματά της για την ηγεμονία του παν-ισλαμισμού, επέλεξε πρόσφατα να σταματήσει την έκδοση Wahabbi του Ισλάμ. Η Τουρκία, αντιθέτως, ανέλαβε σταδιακά αυτόν τον πανισλαμικό ρόλο τα τελευταία 17 χρόνια της θητείας του Ερντογάν, αλλά με πιο επιθετικό και απερίσκεπτο τρόπο.
Σύμφωνα με διαδικτυακή έρευνα της κοινής γνώμης του 2017 που διεξήχθη σε 12 χώρες της Μέσης Ανατολής, η προώθηση του τουρκικού εθνικισμού και του πολιτικού Ισλάμ από τον Ερντογάν φαίνεται να αποδίδει αποτελέσματα. Η μελέτη διαπίστωσε ότι, “παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν είναι ένας λαϊκός άνθρωπος, απολαμβάνει υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης μεταξύ των ερωτηθέντων, με το 40 τοις εκατό να λέει ότι τον εμπιστεύονται ως θρησκευτική αρχή”. [14]
Επιπλέον, η κυριαρχία του ΑΚΡ επί των θρησκευτικών οργανώσεων όπως το Diyanet έχει δημιουργήσει σύγχυση στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του επίσημου (κρατικού) Ισλάμ και του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία , «το κοινό αντιλαμβάνεται τον ισλαμισμό και την θρησκεία του κράτους ως τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.. Οι υποστηρικτές του ΑΚΡ δίνουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στις αποφάσεις/εγκυκλίους του Diyanet “. [15] Μια σημαντική εξαίρεση σήμερα είναι η Αίγυπτος, όπου η επιρροή του Ερντογάν έχει μειωθεί από τότε που ο στρατός της χώρας υποστήριξε τις λαϊκές διαμαρτυρίες και εκτόπισαν τους πολυεθνικούς συμμάχους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας του Ερντογάν το 2013.
Το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ επεκτείνεται επίσης στον τομέα της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας μέσω ισλαμικών ΜΚΟ. Βλέπουμε την έντονη επιρροή της Άγκυρας, ως ένας σημαντικός πάροχος βοήθειας στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επένδυση της Τουρκία ποσού μεγαλύτερου του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων σε προγράμματα βοήθειας προς τη Σομαλία μέσω του Ιδρύματος Diyanet και άλλων κοινωφελών ισλαμικών οργανώσεων.[16]
Καθώς αυτά τα προγράμματα βοήθειας βελτιώνουν βεβαίως την ανθρωπιστική εικόνα της Τουρκίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνοδεύονται από αντίστοιχες πολιτικές δράσεις.
Πέραν της ανέγερσης του νοσοκομείου Recep Tayyip Erdoğan στο Μογκαντίσου, η Τουρκία κατασκεύασε επίσης τη μεγαλύτερη υπερπόντια στρατιωτική εγκατάσταση στη Σομαλία, υλοποιώντας έτσι μια σημαντική στρατιωτική παρουσία στην Αφρική. [17]
Αυτό το Πανισλαμικό, Νεοοθωμανικό μοντέλο λειτουργεί ως καταλύτης για την αναθεωρητική προσέγγιση της Τουρκίας στα θέματα της περιφερειακής ασφάλειας. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Erdoğan διεγείρει τακτικά το επαναστατικό συναίσθημα, αμφισβητώντας τη Συνθήκη της Λωζάνης – τη συμφωνία του 1923 που θέτει τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας-[18] και εκμεταλλευόμενος τις εθνικιστικές τάσεις, υποστηρίζει/υπονοεί ότι ο Μουσταφά Κεμάλ έκανε αδικαιολόγητες εδαφικές παραχωρήσεις στη Συνθήκη της Λωζάνης που υπονόμευσαν τις νόμιμες αξιώσεις της Τουρκίας.
Ως εκ τούτου, η Τουρκία έχει το “δικαίωμα” να απαιτεί την επιστροφή στα εθνικά σύνορα που προβλέπονται από το σχέδιο “Misak-i Millî”. Το Misak-i Millî (ή το Εθνικό Σύμφωνο) ήταν μια στρατηγική έξι βασικών αποφάσεων που εγκρίθηκαν από το Οθωμανικό Κοινοβούλιο το 1920. Σύμφωνα με το Εθνικό Σύμφωνο, η Τουρκία διεκδικούσε εδάφη που εκτείνονται από την Δυτική Θράκη (νυν μέρος της Ελλάδας), μέχρι την Κύπρο, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τμήματα της βόρειας Συρίας, το βόρειο Ιράκ, το σύνολο της σύγχρονης Αρμενίας, τμήματα της Γεωργίας, ακόμα και το Ιράν. [19]
Η υποστήριξη της Τουρκίας για την αλλαγή του καθεστώτος στη Συρία τοποθετεί την Άγκυρα στην απαιτητική/δύσκολη θέση να:
1) Διαχειριστεί μια διευρυνόμενη και δαπανηρή στρατιωτική σύγκρουση με τους Κούρδους στην οποία απουσιάζει μια αποτελεσματική στρατηγική εξόδου.
2) Αντικρούσει τις δυτικές κατηγορίες για συνενοχή της ίδιας της Τουρκίας στην παροχή βοήθειας στο ISIS και
3) Ισορροπήσει την αποχώρηση της Ουάσιγκτον από τη Συρία και τις ανησυχίες της για τα δεινά των Κούρδων. [20]
Ομοίως, η συνεχής στρατιωτική παρουσία και οι επιδρομές της Τουρκίας στο βόρειο Ιράκ και τη Συρία επιδεινώνουν τις περιφερειακές εντάσεις, δραστηριοποιούν την κουρδική αντιπολίτευση στην Τουρκία και ενισχύουν την αρνητική εικόνα της Τουρκίας στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και του ρόλου της ως μιας αυτοκρατορικής, κατοχικής δύναμης. [21]
Στην Ανατολική Μεσόγειο, η αδέξια προσέγγιση της Τουρκίας στις ενεργειακές διεκδικήσεις (σχετικά με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της Κύπρου) έχει σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι οποιεσδήποτε ανακαλύψεις φυσικού αερίου (ή ενεργειακών πόρων) εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να μοιραστούν με την Τουρκία (και τους Τουρκοκύπριους).
Για να επιβάλει αυτούς τους ισχυρισμούς, η Άγκυρα έχει αυξήσει τη ναυτική παρουσία της στην περιοχή. Οι ξένοι επενδυτές στην ενέργεια και οι όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων βλέπουν πλέον όλο και περισσότερο την Τουρκία ως εμπόδιο, αντί ως εταίρο, στην εξόρυξη φυσικών πόρων στα κοιτάσματα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα. [22] Αυτή η εμπόλεμη προσέγγιση – σε συνδυασμό με την εμπρηστική ρητορική του Ερντογάν και τις επιθετικές παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο από την Τουρκία — είχε ως αποτέλεσμα την αναπτυσσόμενη συμμαχία μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου. [23]
Αυτές οι χώρες συνεργάζονται όλο και περισσότερο στα ενεργειακά ζητήματα, τον τουρισμό, και την ασφάλεια/τη στρατιωτική συνεργασία, που κατευθύνονται κατά ένα μεγάλο μέρος ενάντια στην συγκρουσιακή συμπεριφορά της Τουρκίας στην περιοχή.
Βλέποντας προς το μέλλον, η πανδημία του κοροναϊού θα μετατοπίσει προσωρινά την προσοχή των ΜΜΕ από τις κρίσεις στη Συρία και τη Λιβύη, καθώς και από τις εντάσεις που υφίστανται στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, η εξελισσόμενη πανδημία ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία για την περαιτέρω ώθηση του Πανισλαμικού και Νεοοθωμανικού ιδεολογικού μοντέλου της, καθώς η Άγκυρα επιδιώκει να εκτρέψει την εγχώρια κριτική και να “εξάγει” τα προβλήματά της.
Με την οικονομική στήριξη του Κατάρ, η επικίνδυνη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στρέφει τις περιφερειακές εντάσεις εναντίον της. [24]
Τον Ιανουάριο του 2020, ο Ερντογάν δημοσίευσε ένα “Op-Ed” υποστηρίζοντας ότι ο «δρόμος προς την ειρήνη στη Λιβύη περνά μέσα από την Τουρκία». [25] Αλλά αντί να επιδιώξει να εκτονώσει την ένταση σε μια ήδη ασταθή κατάσταση, αντ’ αυτού η Τουρκία ολοκλήρωσε μια συμφωνία «Θαλάσσιων συνόρων/Θαλάσσιας Ζώνης» με τους ισλαμιστές στη Λιβύη, μια παράνομη ενέργεια, η οποία προκάλεσε την αντίδραση των βασικών περιφερειακών παραγόντων (δηλ. Αίγυπτος, Ισραήλ, και Ελλάδα) καθώς επίσης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εικόνες χιλιάδων προσφύγων που προσπαθούν να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα (υποκινούμενοι και βοηθούμενοι από τον ίδιο τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του) καταδεικνύουν τον καταστροφικό χαρακτήρα των ανεύθυνων πολιτικών της Άγκυρας.
Αν αφεθεί ανεξέλεγκτη η Πανισλαμιστική, Νεοοθωμανική ιδεολογία της Τουρκίας θα συνεχίσει να συμβάλλει στις περιφερειακές εντάσεις και την αστάθεια και στο μέλλον. Αλλά πριν οι δυτικοί παράγοντες μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά αυτό το φαινόμενο, πρέπει πρώτα να αποδεχθούν και να κατανοήσουν την ύπαρξή του.
Ταυτόχρονα, μια Παν-ισλαμιστική, Νεοοθωμανική ιδεολογία θα έπρεπε να αφορά εξίσου την Κίνα, η οποία έχει τα δικά της βασικά συμφέροντα και επενδύσεις στην περιοχή.
Οι αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας εξυπηρετούν μόνο την επιδείνωση της αβεβαιότητας σε μια σχέση Πεκίνου-Άγκυρας που ήδη συναντά τις δυσκολίες της.
Πράγματι, οι συνέπειες του επισφαλούς ιδεολογικού μοντέλου της Τουρκίας θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την περιοχή στην περιφέρεια της Άγκυρας, αλλά και τη δημιουργία παγκόσμιων διλημμάτων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Οι παραπομπές βρίσκονται ταυτάριθμες στο αγγλικό κείμενο, εδώ:
(α) Dr. Marwa Maziad is an international relations and Middle East media and politics expert. She is a regular political commentator on BBC Arabic, Al Jazeera English, France 24, and other international media. She is also a global affairs columnist for Almasry Alyoum– Egypt’s leading independent daily newspaper.
(β) Dr. Jake Sotiriadis (Lt Col, USAF) is Chief of Strategic Foresight and Futures Analytics at US Air Force Headquarters at the Pentagon in Washington, DC. His scholarly research focuses on networked ideologies in 21st century great power competition. He is a thought leader (and sought after speaker) on defense, intelligence, and diplomatic policy and his work has been featured in The Diplomat, Defense News, C4ISR Journal, and China-US Focus.
(γ) Αντιστράτηγος εα, Επίτιμος Διοικητής 1ης Στρατιάς & Τέως Αρχηγός ΓΕΕΦ
Τίτλος πρωτοτύπου: Turkey’s Dangerous New Exports: Pan-Islamist, Neo-Ottoman Visions and Regional Instability
Middle East Institute. https://www.mei.edu/ προσπελάστηκε https://infognomonpolitics.gr/
0 comments