Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
Η Μικρά Ασία είναι χώρος με κολοσσιαίο βάρος για τον ιστορικό Ελληνισμό και κυριαρχεί στο φαντασιακό μας μέχρι σήμερα. Συνδεόμενη με τα πρώτα ξανοίγματα των Ελλήνων έξω από την μικρή και φτωχή πατρίδα, τον Τρωικό Πόλεμο και τον Α’ Αποικισμό, με την ηρωική εποποιία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κληρονομιά των διαδόχων του, η ανάδειξη της χερσονήσου σε καρδιά και πυρήνα του έθνους έλαβε χώρα τον λεγόμενο Μεσαίωνα, την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ύστερα από την απώλεια των επαρχιών της Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης (μακράν των πλουσιοτέρων και πολυανθρωποτέρων κτήσεων της Κωνσταντινουπόλεως) στην μουσουλμανική πλημμυρίδα του 7ου και 8ου αιώνος, η ρωμαϊκή άμυνα επικεντρώθηκε στην Μικρά Ασία. Οι αραβικές επιδρομές συνεχίστηκαν ακατάπαυστα επί αιώνες, όμως δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν σε μόνιμες κατακτήσεις. Παράλληλα, η χερσόνησος του Αίμου κατακλύστηκε από Σλάβους και Βουλγάρους, περιορίζοντας την αυτοκρατορική διοίκηση και την ελληνική γλώσσα σε συγκεκριμένα παράλια και οχυρά σημεία. Με την πτώση της Κύπρου, της Ρόδου και της Κρήτης, το Αιγαίο και η Μεσόγειος έγιναν απαγορευμένες ζώνες λόγω της πειρατείας. Τους δύσκολους χρόνους της ρωμαϊκής ανασυντάξεως μέχρι να έρθει η αντεπίθεση του 9-10ου αιώνος, η Μικρά Ασία ήταν η μόνη μεγάλη, συμπαγής και σχετικά σταθερή αυτοκρατορική επαρχία. Πάνω στις οικονομικές της δυνατότητες, το ανθρώπινο δυναμικό και τα ψυχολογικά και πνευματικά της αποθέματα η Ρωμανία στήριξε την αντίσταση της και ύστερα την ακμή της. Η οροσειρά του Ταύρου, που τέμνει διαγώνια την Μικρά Ασία από την ανατολική εσχατιά του Πόντου μέχρι την Κιλικία, έγινε ότι τα Πυρηναία στην Ισπανία: το όριο μεταξύ του χριστιανικού και του ισλαμικού κόσμου, τόπος όπου ανδρώθηκαν μεγάλοι ήρωες, υφάνθηκαν θρύλοι και δόθηκαν επικές μάχες. Όσο οι ακρίτες φυλούσαν τις κλεισούρες και μάχονταν τους εισβολείς, πίσω από τα σύνορα αγρότες, ιερείς, βιοτέχνες, γραφειοκράτες και ναυτικοί κρατούσαν την αυτοκρατορία όρθια.
Αντίθετα με τα Βαλκάνια, τα οποία κατακλύσθηκαν από Σλάβους, Βουλγάρους κ.α., η Μικρά Ασία, ούσα σταθερά υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, δεν δέχθηκε μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών που να αλλάξουν ριζικά την εθνοφυλετική και γλωσσική της σύνθεση. Εδώ ανακύπτει το ερώτημα, ποια ήταν αυτή η σύνθεση, προτού τουλάχιστον η εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων (1060/70 και εξής) αλλάξει το πρόσωπο της μια για πάντα. Η ύπαρξη ισχυροτάτου ελληνικού-ελληνογενούς και ελληνογλώσσου στοιχείου κατά μήκος της χερσονήσου βεβαίως δεν αμφισβητείται: οι πυκνοί πληθυσμοί που ξεριζώθηκαν το 1922 ανάγονται στην αρχαία ή έστω την «βυζαντινή περίοδο», δεν προέκυψαν ξαφνικά επί Τουρκοκρατίας. Όμως η έκταση και το βάθος του εξελληνισμού της Μικράς Ασίας, ελλείψει εμπεριστατωμένων στατιστικών και απογραφικών στοιχεία από την εποχή, αποτελεί μέχρι σήμερα αντικείμενο διαφωνίας από τους ιστορικούς. Που ήταν τα όρια της ελληνικής παρουσίας; Πότε και σε ποιο βαθμό η ελληνική γλώσσα ξεπέρασε τις ακτές και τα αστικά κέντρα για να κατακτήσει την ύπαιθρο; Ποιος ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας, του μοναχισμού και των αιρέσεων; Ο βασικός μας οδηγός σε αυτήν την αναζήτηση και συγγραφέας του κλασσικού έργου «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού», Σπύρος Βρυώνης, προειδοποιεί νωρίς τον αναγνώστη του: η ανατομία της μικρασιατικής εθνογραφίας «είναι από τα πιο ενδιαφέροντα – και ταυτόχρονα άλυτα – προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ιστορικός».
Ο εξελληνισμός κατά την αρχαιότητα
Βεβαίως, όταν οι Έλληνες αποίκισαν τα μικρασιατικά παράλια και όταν στη συνέχεια ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε ολόκληρη την χερσόνησο, δεν την βρήκαν κενή και ακατοίκητη. Ήδη πριν τον Α’ Αποικισμό στην Μικρά Ασία αναπτύχθηκαν και ήκμασαν πολιτισμοί όπως των Χετταίων και των Λυδών, ενώ στη συνέχεια κυριάρχησαν οι Πέρσες. Στον Τρωικό Πόλεμο οι Αχαιοί ήρωες αντιμετωπίζουν τους συμμάχους των Τρώων όπως οι Λύκιοι, οι Φρύγες και οι Μυσοί. Οι περισσότεροι λαοί της δυτικής και κεντρικής Μικράς Ασίας κατήλθαν εκεί από την Ευρώπη – οι Φρύγες, για παράδειγμα, κατοικούσαν στην μετέπειτα Μακεδονία πριν εγκατασταθούν εκεί οι Δωριείς. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των Ελλήνων αποίκων και των αρχαίων Μικρασιατών υπήρξε πολύ έντονη, με τους δευτέρους να προσλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία. Άλλωστε μεταξύ τους υπήρχε, σύμφωνα και με τους συγχρόνους ερευνητές, μεγάλη γλωσσολογική και γενετική-εθνοφυλετική συγγένεια. Στο μνημειώδες έργο του «Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας», ο Γεώργιος Σκαλιέρης χρησιμοποιεί ποικίλη ορολογία για να τονίσει αυτήν την κοινή μήτρα αφ’ ης προέκυψαν οι Έλληνες και οι αρχαίοι Μικρασιάτες, όπως « αυτόχθονα ελληνοπελασγικά ομογενή στοιχεία, Φρυγοέλληνες, Φρυγοπελασγοί, ελληνοφρυγική ομοφυλία, Αρία Μικρασιατική Ομοφυλία». Η ανθρωπολογική προσέγγιση του Σκαλλιέρη (ο οποίος γράφει το 1922 σε μια απόπειρα να αποδείξει πως η Μικρά Ασία ήταν ελληνική και ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν μικρό μέρος ακόμη και του μουσουλμανικού στοιχείου) είναι αμφισβητήσιμη, ακόμη και τώρα όμως οι γλωσσολόγοι κατατάσσουν την φρυγική και την ελληνική γλώσσα στην ίδια οικογένεια. Στην ιστορία έχει μείνει ο διάλογος του Λυδού βασιλέως Κροίσου με τον Σόλωνα τον Αθηναίο, ή το χρυσό άγγιγμα του Μίδα της Φρυγίας.
Η ελληνιστική Μικρά Ασία |
Η τάση αυτή κλιμακώθηκε μετά την έλευση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος έθεσε υπό την κυριαρχία του το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Ύστερα από το θάνατο του τα βασίλεια της Περγάμου και των Σελευκιδών ίδρυσαν πλήθος πόλεων κατά μήκος της Μικράς Ασίας, εγκαθιστώντας ελληνικούς πληθυσμούς και ελληνικούς θεσμούς όπως τα γυμνάσια, το θέατρο, τα λουτρά και οι βιβλιοθήκες. Ο εξελληνισμός των παλαιοτέρων κατοίκων επιταχύνθηκε σημαντικά οι και αρχαίες γλώσσες άρχισαν να παρακμάζουν. Από την άλλη, γηγενείς δυναστείες όπως της Βιθυνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Αρμενίας υιοθετούν ελληνικές συνήθειες, ονόματα και καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο βασιλεύς Μιθριδάτης ΣΤ’ του Πόντου, περσικής καταγωγής αλλά μέγας λάτρης των ελληνικών τρόπων, ο οποίος ξεσήκωσε τις ελληνικές πόλεις στην τελευταία σοβαρή εξέγερση κατά των Ρωμαίων (88-63 π.Χ.). Στα πλαίσια του εκτεταμένου θρησκευτικού συγκρητισμού που χαρακτήρισε την ελληνιστική και την ρωμαϊκή περίοδο, η λατρεία του ελληνικού δωδεκαθέου εξαπλώθηκε σε όλη την Μικρά Ασία: όταν ο Απόστολος Παύλος με τον μαθητή του τον Βαρνάβα εκήρυξαν στην Λυκαονία, οι κάτοικοι τους ταύτισαν με τον Ερμή και τον Δία αντιστοίχως. Την ελληνιστική περίοδο στα κεντρικά υψίπεδα της Μικράς Ασίας έφθασαν ομάδες Γαλατών, ύστερα από την αποτυχημένη εισβολή τους στην Ελλάδα. Χρειάστηκαν πολυετείς και επίπονοι αγώνες από τις ελληνικές δυνάμεις της Περγάμου και της Συρίας μέχρι να περιοριστούν οι επιδρομές τους, αλλά και εκείνοι σταδιακώς εξελληνίστηκαν.
Η Μικρά Ασία κατά τους Μιθριδατικούς Πολέμους |
Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν διέκοψε, αντιθέτως ευνόησε την διαδικασία. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (63 π.Χ. – 24 μ.Χ.) στην Λυδία κανείς πλέον δεν μιλούσε λυδικά, ενώ η γλώσσα της Καρίας είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Η διάδοση της ελληνικής μέσω της παιδείας, της διοικήσεως και του εμπορίου θα οδηγήσει και τις υπόλοιπες σε εξαφάνιση τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, με τελευταία την γλώσσα των ορεσιβίων και σκληροτραχήλων Ισαύρων, που έπαυσε να ομιλείται τον 6ο αιώνα. Ήδη πριν εκλείψουν οι τοπικές γλώσσες, ανάμεσα στους γηγενείς είχαν επικρατήσει ως επί το πλείστον τα ελληνικά ονόματα. Παρ’ ότι η γαλατική γλώσσα φαίνεται να επιβίωνε πέριξ της Άγκυρας ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο τελευταίος Κέλτης ηγεμόνας πριν την προσάρτηση της περιοχής από τον Οκταβιανό ονομαζόταν Αμύντας. Αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν ο ισαυρικής καταγωγής Ζήνων (474-491), ο οποίος αρχικώς έφερε το όνομα Ταρασικοδίσσας ή Τρασκαλισσαίος.
Ακόμη και οι Γότθοι, γερμανικής καταγωγής λαός που εγκαταστάθηκαν στην Φρυγία (δυτική-κεντρική Μικρά Ασία)τον 4ο αιώνα μ.Χ., φαίνεται να εξελληνίζονται τάχιστα. Τελευταίο απτό στοιχείο γλωσσικής ετερεγένειας στην περιοχή είναι οι νεοφρυγικές επιγραφές. Η ύπαρξη αυτών των αρχαιολογικών ευρημάτων έκανε ορισμένους ιστορικούς να θεωρήσουν πως η επικράτηση της ελληνικής δεν ήταν τόσο έντονη, τόσο νωρίς. Ο Βρυώνης αντιτείνει πως οι επιγραφές αυτές περιείχαν κατά κύριο λόγο τυποποιημένες εκφράσεις όπως κατάρες, σε βαθμό που δεν υποδεικνύεται επαφή με μία ζώσα διάλεκτο αλλά μία περισσότερο τελετουργική χρήση μίας σχεδόν νεκρής. Άλλωστε ακόμη και αυτά τα στοιχεία χάνονται μέσα σε μια ελληνική θάλασσα: στην ανατολική Φρυγία έχουν ανακαλυφθεί 38 νεοφρυγικές επιγραφές, 18 λατινικές και 1.020 ελληνικές.
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να σημειωθεί πως ο γλωσσικός εξελληνισμός δεν συνεπάγεται, όχι τουλάχιστον αμέσως, την απόλυτη αφομοίωση ενός πληθυσμοί στο ελληνικό, αφού διατηρούνται ιδιώματα, διακριτά ήθη και έθιμα, προφορικές ιστορίες, μέθοδοι κοινωνικής οργάνωσης κ.α. Ακόμη και στην σημερινή Τουρκία, όπου τον εξελληνισμό διαδέχθηκαν αιώνες εξισλαμισμού και εκτουρκισμού, συγκεκριμένες ομάδες επιβιώνουν ακόμη αν όχι σαν ξεχωριστές εθνότητες, τουλάχιστον σα πληθυσμοί με διακριτά πολιτιστικά, ακόμη και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Έτσι, ο Σκαλιέρης βρίσκει, αντλώντας κυρίως από το έργο Ευρωπαίων περιηγητών και συγγραφέων, πληθώρα εθνοφυλετικών και κοινωνικών ομάδων στην Οθωμανική αυτοκρατορία του 1922 οι οποίες ανάγουν την καταγωγή τους στην απώτατη αρχαιότητα. Οι περιπλανώμενοι Γιουρούκοι ονομάζονται διαδοχικά απόγονοι των αρχαίων Βιθυνών και Φρυγών, παραθέτει δε σχετική μελέτη που διαπιστώνει πολύ μεγάλη συγγένεια μεταξύ του ανθρωπίνου τύπου των Γιουρούκων του βιλαετίου Σμύρνης με των Χίων και των Λημνίων. Ομάδες όπως οι Αφσάροι του Ικονίου ορίζονται ως απόγονοι των Καππαδοκών και των Ισαύρων. Οι φερόμενοι ως Τουρκομάνοι και μουσουλμάνοι αιρετικοί Κιζηλμπάσηδες της κεντρικής Μικράς Ασίας (Άγκυρα) χαρακτηρίζονται ως επίγονοι των αρχαίων Τροκμηνών και Ερυθρίνων (Κιζηλμπάς = ερυθροκέφαλος) αντίστοιχα, όπως και οι Ζεϊμπέκοι των Θρακών. Τέτοιου είδους αναγωγές πρέπει να προσεγγίζονται πολύ προσεκτικά, όμως αξίζει να αναφερθούν γιατί δείχνουν πως μέχρι πολύ πρόσφατα – αν όχι μέχρι σήμερα – η Μικρά Ασία είχε ένα εθνογραφικό τοπίο εξαιρετικά πολυσχιδές, με πάρα πολλές επιρροές και πλείστα παραδείγματα επιβιώσεως αρχαιοτάτων εθίμων και ταυτοτήτων.
Ο χριστιανισμός και η είσοδος στην βυζαντινή εποχή
Όταν οι Απόστολοι του Χριστού σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να κηρύξουν το ευαγγέλιο, η Μικρά Ασία αποδείχθηκε εξαιρετικά ωφέλιμο έδαφος. Ο αγαπημένος μαθητής, ο Ιωάννης, απεβίωσε την Έφεσο, ενώ γνωστά είναι τα ταξίδια του υπερδραστηρίου Παύλου και οι επιστολές του προς Κολοσσαείς, Εφεσίους και Γαλάτες. Προς μικρασιατικές χριστιανικές κοινότητες απευθύνθηκε και η Α’ επιστολή του Πέτρου. Το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, η Αποκάλυψη του Ιωάννη, αρχίζει με τον Κύριο να υπαγορεύει στον μαθητή του επτά επιστολές προς τις ισάριθμες εκκλησίες της (ρωμαϊκής επαρχίας της) Ασίας: Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια και Λαοδίκεια. Η νέα πίστη ρίζωσε βαθιά στην χερσόνησο, λαμπρυνόμενη από το κήρυγμα αλλά και το αίμα πλήθους αγίων. Ανάμεσα στους πιο επιφανείς υπήρξε ο επίσκοπος Σμύρνης, Πολύκαρπος, ο οποίος και μαρτύρησε στους διωγμούς.
Κατά την μεταβατική περίοδο μεταξύ 3ου και 6ου αιώνος, ο Ρωμαϊκός κόσμος δεν άλλαξε μόνο από την άνοδο του χριστιανισμού και τις γερμανικές εισβολές-μεταναστεύσεις, αλλά και από την μετατόπιση του πολιτικού βάρους από την ίδια την Ρώμη στην Ανατολή. Προτού ο Μέγας Κωνσταντίνος ιδρύσει την Βασιλεύουσα στην θρακική ακτή του Βοσπόρου (330), ο Διοκλητιανός επέλεξε για πρωτεύουσα του τη Νικομήδεια όσο εφήρμοσε το σύστημα της τετραρχίας. Μετά δε την απώλεια των δυτικών επαρχιών, η επιβιώσασα Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία εισήλθε σε μία γοργή διαδικασία εξελληνισμού. Η καταστροφή ή αφομοίωση των λατινοφώνων πληθυσμών στα βόρεια Βαλκάνια από την σλαβική κάθοδο επιτάχυνε την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας στον στρατό, ο οποίος αντλούσε από αυτούς μεγάλες δυνάμεις. Ήδη πριν τον Ιουστινιανό η διπλωματία με την Περσία διεξαγόταν στην ελληνική, ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία συντάσσοντας τους νέους νόμους του (Νεαραί) στα ελληνικά. Η μετάφραση του λατινικού τίτλου imperator στο ελληνικό βασιλεύς επισφράγισε την γλωσσική μετάβαση, αν και σε μεταγενέστερα νομίσματα βλέπουμε να επιβιώνει το λατινικό αλφάβητο (χρησιμοποιούμενο όμως για την ελληνική).
Η Ανατολή έγινε και το κέντρο της Εκκλησίας. Παρ’ ότι δεν έλειψαν οι αιρέσεις, η ελληνόφωνη Ανατολή υπήρξε ο πυρήνας του πρωίμου Χριστιανισμού, αναθρέφοντας πατέρες, θεολόγους και ασκητές. Οι Καππαδόκες πατέρες Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, Βασίλειος ο Μέγας και Αμφιλόχιος Ικονίου υπήρξαν πρωτοπόροι στη σύνθεση της χριστιανικής πίστεως και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Στην Μικρά Ασία έλαβαν χώρα η Α’ (Νικαίας), η Γ’ (Εφέσου) και η Δ’ (Χαλκηδών) Οικουμενικές Σύνοδοι. Με την πάροδο του χρόνου ο θρησκευτικός χάρτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αποκρυσταλλώθηκε με αιρετικά δόγματα όπως ο Νεστοριανισμός και ο Μονοφυσιτισμός/Μιαφυσιτισμός να πλειοψηφούν στην Συρία, την Αρμενία και την Αίγυπτο.
Η φαινομενική ταύτιση του χαλκηδονίου δόγματος με τους ελληνικούς – εξελληνισμένους πληθυσμούς έκανε πολλούς ιστορικούς να ανιχνεύσουν τις θεολογικές διαμάχες στους εθνοτικούς ανταγωνισμούς και τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Ελλήνων, Σύρων, Κοπτών κ.α. Παρ’ ότι ο εθνοπολιτισμικός παράγων δεν πρέπει να απορρίπτεται (έχει αξιοποιηθεί με σχετική επιτυχία στην ερμηνεία του σχίσματος Ανατολής – Δύσεως αλλά και στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση αργότερα), η αναγόρευση του σε πρωτεύουσα αιτία των αιρέσεων και σχισμάτων έχει δεχθεί κριτική. Συγκεκριμένα για την περίπτωση της Μικράς Ασίας, ο Σπύρος Βρυώνης επισημαίνει πως με εξαίρεση τον Μοντανισμό, όστις άνθισε για ένα διάστημα στην Φρυγία, οι άλλες αιρέσεις εισήχθησαν από την Δύση ή την απώτερη Ανατολή. Όλοι οι τάφοι των Μικρασιατών αιρετικών που έχει βγάλει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη έχουν ελληνικές επιγραφές. Ακόμη και ο Παυλικιανισμός (θα εξεταστεί παρακάτω), τον οποίο πρέσβευαν σε μεγάλο βαθμό Αρμένιοι, δέχθηκε σφοδρούς διωγμούς όχι μόνο από την ορθόδοξη Ρωμαϊκή κυβέρνηση αλλά και την (μιαφυσιτική) Αρμενική Εκκλησία. Ο Σκαλιέρης χαρακτηρίζει τις περισσότερες αιρετικές ομάδες της Μικράς Ασίας ως ελληνικές (Καθαροί, Αθίγγανοι, Άστατοι, Παυλικιανοί, Υψιστάριοι) και σημειώνει πως η ορθόδοξη Εκκλησία συντέλεσε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και την προαγωγή του μεσαιωνικού Ελληνισμού, αλλά δημιούργησε οξύ ρήγμα μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων και Ελλήνων αιρετικών. Οι Έλληνες αιρετικοί παρουσιάζονται ως βασική γραμμή ανασχέσεως της ασιατικής επιβουλής, μέσω των ακριτικών και απελατικών ταγμάτων, και πότε ως αδύναμο σημείο λόγω μη ταυτίσεως με το κράτος και ευκολότερης ενσωμάτωσης με τον εχθρό. Στερούμενοι εκκλησίας και σχολείων, συνεχίζει ο Σκαλιέρης, οι Έλληνες αιρετικοί «αποκτηνώθηκαν» και απορροφήθηκαν πολύ πιο εύκολα στο Ισλάμ, κυρίως στις μη-σουνιτικές, ετερόδοξες μορφές του (δερβίσηδες).
Η μεσαιωνική Μικρά Ασία ήταν γεμάτη από σημαντικά προσκυνήματα αγίων (του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χώνες, του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα κ.α.), ιερά λείψανα και μοναστήρια. Τα τελευταία, κέντρα όχι μόνο περισυλλογής αλλά και καλλιτεχνικής, εκπαιδευτικής και οικονομικής σημασίας, ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμα. Συγκεκριμένες περιοχές, όπως το όρος Όλυμπος, η Προύσα και η Νίκαια στην Βιθυνία, η Καππαδοκία και το Ικόνιο, η Τραπεζούντα, το Γαλέσιον στην Έφεσο και το όρος Λάτμος στην Μίλητο ήταν ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένες από μοναχούς και ασκητές. Το όρος Λάτμος είχε τόσες μονές που αποκαλείτο Λάτρος (=λατρεία). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τις αρχές οργανώσεως του ανατολικού κοινοβιακού μοναχισμού έθεσε ο Άγιος Βασίλειος της Καισαρείας. Τον 10 αιώνα η Μικρά Ασία είχε 371 επισκοπές, αριθμός που αυξήθηκε από τις ανακτήσεις της Μακεδονικής δυναστείας εις βάρος των Αράβων. Τον 11ο μαρτυρούνται στην χερσόνησο 10 αρχιεπισκοπές και 45 μητροπόλεις. Ο τοπικός επίσκοπος είχε σημαντικό ρόλο, πέρα από ποιμήν ψυχών, ως αξιωματούχος της πόλεως με έργο επικουρικό της κοσμικής διοικήσεως, ιδίως στην μόρφωση και την πρόνοια.
Η εξάπλωση αυτού του δικτύου επισκοπών και μοναστηρίων είχε σημαίνοντα ρόλο στην ολοκλήρωση και εμβάθυνση του εξελληνισμού της Μικράς Ασίας. Και πριν, βεβαίως, η ελληνική ήταν η γλώσσα του εμπορίου και της διοικήσεως. Όμως αυτά είναι υποθέσεις κυρίως των αστικών κέντρων. Οι αγροτικοί πληθυσμοί φυσικά δεν ζούσαν απομονωμένοι από τις πόλεις, τις οποίες επισκέπτονταν συχνά για να πουλήσουν την παραγωγή τους και να προμηθευτούν προϊόντα βιοτεχνίας. Αυτή η τριβή όμως, όσο και εάν ενθάρρυνε την μάθηση της ελληνικής, δεν αρκούσε για να διεισδύσει η γλώσσα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, πολλώ δε όσων ζούσαν σε πιο απομονωμένες, απομακρυσμένες και άγονες περιοχές του εσωτερικού, όπου λίγη επαφή είχαν με τον έξω κόσμο και ακόμη λιγότερο ελκυστικές ήταν για την ίδρυση ελληνικών ή ρωμαϊκών αποικιών. Με την εκκλησία όμως η γλώσσα μπήκε στην θρησκευτική λατρεία. Η θεία λειτουργία και οι λοιπές ακολουθίες, οι προσευχές, η εικονογραφία των αγίων και το κήρυγμα του ιερέως, όλα μιλούσαν ελληνικά. Με τον τρόπο αυτό η θέση της ελληνικής παγιώθηκε.
Όπως όμως είπαμε πιο πάνω, ο εξελληνισμός δεν φέρνει εξομοίωση. Την περίοδο της Εικονομαχίας οι Ίσαυροι αυτοκράτορες στηρίχθηκαν στα στρατεύματα και τους αγροτικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, που είχαν μεγαλύτερη έκθεση στις ανεικονικές αντιλήψεις του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού. Αντιθέτως η κυρίως Ελλάς εξεγέρθηκε, ενώ οι εικονόφιλοι μοναχοί βρήκαν καταφύγιο στην Ιταλία. Και εδώ ορισμένοι ιστορικοί διείδαν την σύγκρουση της ελληνορωμαϊκής Ορθοδοξίας από την μία, και των αιρετικών, πλημμελώς ή μη εξελληνισμένων λαών της Ανατολής από την άλλη. Παρά ταύτα, ύστερα από την αναστήλωση των εικόνων το 843 η ορθόδοξη κανονικότητα επέστρεψε σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή. Την παραμονή της εισβολής των Σελτζούκων ο μοναχισμός ανθούσε σε ολόκληρη την Μικρά Ασία. Πυρήνες αιρέσεων όμως παρέμειναν, ιδίως προς τα ανατολικά.
Τα θέματα (στρατιωτικές περιφέρειες) της Ρωμανίας τον 7-9ο αιώνα |
Οι διάφορες εθνότητες
Όπως εκθέσαμε ανωτέρω, σχεδόν σε ολόκληρη την Μικρά Ασία ο εξελληνισμός των εντοπίων πληθυσμών ήταν εκτεταμένος, με το βάθος και την ολοκλήρωση του να κυμαίνεται κατά περιοχάς. Παρ’ όλα αυτά, διακριτές, ακόμη και συμπαγείς «μειονότητες» διατηρήθηκαν ολόκληρη την μεσαιωνική περίοδο, με πολύ διαφορετικά μεγέθη και ιστορία η κάθε μία από αυτές.
Η συχνή πρόσληψη μισθοφόρων από την αυτοκρατορία, ιδιαίτερα από την Μακεδονική δυναστεία και εξής, οδηγούσε στη δημιουργία διασπάρτων κοινοτήτων από όλες τις εθνότητες του Βορρά και της Δύσεως, καθώς οι πολεμιστές έφερναν μαζί τις οικογένειες τους ή παντρεύονταν με Ρωμιές. Στις ακτές του Πόντου, για παράδειγμα, είχαν εγκατασταθεί τάγματα Βαράγγων (Ρως) και Φράγκων. Σε αστικά κέντρα, ιδίως την Κωνσταντινούπολη και τα διεθνούς σημασίας λιμάνια, συνωστίζονταν έμποροι από όλη την Οικουμένη, Ιταλοί, Άραβες, Πέρσες, Σλάβοι, Φράγκοι, Άγγλοι κ.α.
Ιδιαίτερα σε τέτοια περιβάλλοντα δεν θα μπορούσαν να λείπουν και οι πανταχού παρόντες Εβραίοι. Εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές μαρτυρούνται από την αρχαιότητα σε ολόκληρη την Μικρά Ασία, πριν και μετά την μεγάλη φυγή που προκάλεσε η άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο (70 μ.Χ.). Τον 11ο αιώνα υπήρξε κύμα Εβραίων προσφύγων από τα αραβικά εδάφη, όπου είχαν ξεσπάσει διωγμοί. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επικρατούσε γενικά ένα ανεκτικό προς τους Εβραίους καθεστώς, σίγουρα πολύ ελαστικότερο από ότι στην δυτική Ευρώπη. Περιστασιακά ελήφθησαν μέτρα εις βάρος των από κάποιους αυτοκράτορες (π.χ. από τον Ηράκλειο, επειδή συνέπραξαν με τους Πέρσες στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 614), όμως ποτέ δεν έλαβαν μαζική μορφή και έμεναν περισσότερο στο επίπεδο διακηρύξεων.
Ιστορίες σαν του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, θρυλικού υιού εκχριστιανισμένου Άραβα εμίρη και Ρωμιάς αρχοντοπούλας, δείχνουν πως στα σύνορα μεταξύ Ρωμανίας και Χαλιφάτου δεν έλειπαν οι αναμείξεις των πληθυσμών και οι μεταστροφές από την μία θρησκεία στην άλλη, αν και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την έκταση τέτοιων φαινομένων. Η αυτοκρατορία πάντως ενθάρρυνε την προσχώρηση των Αράβων αιχμαλώτων στο χριστιανισμό, υποσχόμενη γη και φορολογικές ελαφρύνσεις για όσους το επέλεγαν. Αντίστοιχα κίνητρα δίνονταν και σε όσες οικογένειες δέχονταν να παντρέψουν τις κόρες τους με τέτοιους προσηλύτους. Το 834 ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα Περσών αυτομόλησε στην ρωμαϊκή πλευρά, και ο αυτοκράτορας Θεόφιλος του κατένειμε στα μικρασιατικά θέματα.
Η αυτοκρατορία έκανε εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμών από την μία περιοχή στην άλλη, αλλάζοντας σημαντικά το εθνογραφικό τοπίο πολλών περιοχών. Αυτές οι μετακινήσεις μπορεί να γίνονταν τιμωρητικά έναντι ταραχοποιών κοινοτήτων, για να ενισχυθεί η ασφάλεια κάποιας συνοριακής περιοχής με νέους κατοίκους (και άρα φύλακες), για να αναζωογονηθεί μία επαρχία ερημωμένη από επιδημίες ή επιδρομές κ.α. Οι πυκνοί μικρασιατικοί πληθυσμοί τροφοδότησαν τον αποικισμό της νοτίου Ελλάδος και της Κρήτης, ύστερα από την απομάκρυνση των Σλάβων και των Αράβων αντιστοίχως. Ύστερα από την ήττα τους τον 9ο αιώνα, οι Παυλικιανοί μεταφέρθηκαν μαζικά στη Θράκη, από όπου συνέχισαν να αποτελούν πονοκέφαλο και για το κράτος και την Εκκλησία. Αντιστρόφως υπήρξαν μετακινήσεις Ρωμιών της Κύπρου και Μαρδαϊτών του Λιβάνου στην Μικρά Ασία.
Οι Σλάβοι, σοβαρή απειλή για την αυτοκρατορική εξουσία στα Βαλκάνια, συχνά μετακινούντο στην Μικρά Ασία, με την προοπτική πως η αποκοπή τους από τις εστίες τους και η ανάμιξη τους με ελληνορθοδόξους πληθυσμούς θα οδηγούσε στην αφομοίωση τους. Στρατιωτικά σώματα Σλάβων της Μικράς Ασίας χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετές επιχειρήσεις, αν και συχνά ήταν πολύ αναξιόπιστα. Όταν το 960 ο Νικηφόρος Φωκάς εξεστράτευσε κατά των Αράβων πειρατών της Κρήτης, στα στρατεύματα του καταμετρήθηκε μονάδα Σλάβων από το θέμα Οψικίου (Βιθυνία), κάτι που σημαίνει ότι περίπου 200 χρόνια μετά του εκτεταμένους αποικισμούς του Κωνσταντίνου Ε¨, ορισμένοι τουλάχιστον διατηρούσαν την ταυτότητα τους.
Στα όρια μεταξύ Πόντου και Καυκάσου κατοικούσαν κοινότητες Γεωργιανών και Λαζών, ενώ πληθυσμοί Κούρδων βρίσκονταν στα νοτιοανατολικά σύνορα. Οι Λαζοί, κατά τον Σκαλιέρη, «απαράμιλλοι εγένοντο συστρατιώται των άλλων Ελλήνων, μετάσχοντες των μεγάλων του Ελληνικού Έθνους αγώνων». Ο Σκαλιέρης επισημαίνει ακόμη την φυλή των Σάννων στον Πόντο-Παφλαγονία, μαζί με τους Χάλυβες και τους Μεσοχαλδηνούς. Οι Σάννοι, λέγει, ήσαν Έλληνες ορθόδοξοι και αυτόνομοι πολιτικά, μέχρι την ενσωμάτωση τους στην ρωμαϊκή διοίκηση το 523 από το Ιουστίνο Α’.
Ίσως η επιφανέστερη μη ελληνική εθνοτική ομάδα της Μικράς Ασίας ήταν ο πολυάνθρωπος και αρχαίος λαός των Αρμενίων. Οι Αρμένιοι ήταν συγκεντρωμένοι στην ανατολική περιφέρεια της αυτοκρατορίας και έξω από αυτήν. Τα διάφορα αρμενικά πριγκιπάτα προσαρτήθηκαν στην Ρωμανία από τους στρατηλάτες βασιλείς της Μακεδονικής δυναστείας, όμως αρμενικοί πληθυσμοί υπήρχαν ήδη στα όρια του Πόντου, της Καππαδοκίας και στο εσωτερικό. Μέσω των εποικισμών και της στρατιωτικής υπηρεσίας Αρμένιοι εξαπλώθηκαν σε όλη τη χερσόνησο. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση Αρμενίων ευγενών και των υποτελών τους τον 11ο αιώνα από τις περιοχές τους προς νοτιότερα ρωμαϊκά εδάφη, ιδίως την Κιλικία και την Καππαδοκία. Αυτή ήταν κι η σημαντικότερη δημογραφική αλλαγή στην Μικρά Ασία πριν την τουρκική εισβολή. Ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης διαμαρτύρεται πως οι αιρετικοί Αρμένιοι κατέκλυσαν την Ιβηρία, τη Μεσοποταμία, την Λυκανδό, την Μελιτηνή και τις γύρω περιοχές.
Και εδώ τίθεται το μεγάλο σημείο τριβής Ρωμιών και Αρμενίων. Οι τελευταίοι ήταν διαιρεμένοι σε ορθοδόξους και μιαφυσίτες – αντιχαλκηδονίους της Αρμενικής Εκκλησίας, με την δεύτερη ομάδα να είναι και η πολυπληθέστερη. Από την μειονότητα των ελληνορθοδόξων Αρμενίων η αυτοκρατορία άντλησε πλήθος αξιωματούχων, στρατιωτικών, ακόμη και αυτοκρατόρων. Άνδρες όπως ο Ηράκλειος, ο Ρωμανός Λεκαπηνός και ο Ιωάννης Τσιμισκής άφησαν ισχυρό στίγμα στην ρωμαϊκή ιστορία. Από την άλλη οι αιρετικοί Αρμένιοι ζούσαν ανάμεσα σε περιόδους θρησκευτικών πιέσεων και αμήχανης ανοχής. Τις παραμονές του Μαντζικέρτ η αυτοκρατορία υπήρξε ιδιαίτερα επιθετική απέναντι στην Αρμενική Εκκλησία, οδηγώντας στην αποξένωση των πιστών της από την Κωνσταντινούπολη και τη δημιουργία επαναστατικού αποσχιστικού αναβρασμού. Τα αρμενικά στρατεύματα, παλαιόθεν από τα καλύτερα της Ρωμανίας, λιποτακτούσαν και απέφευγαν την υπηρεσία. Όταν το 1059 η Σεβάστεια καταστράφηκε από τους Σελτζούκους, οι Ρωμιοί επιζώντες δέχθηκαν επίθεση και από τους Αρμενίους γείτονες τους. Ο Ρωμανός Διογένης αντιμετώπισε τις αρμενικές περιοχές ως εχθρικές ή στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερο έδαφος, και λάμβανε ειδική πρόνοια για την προφύλαξη στρατιωτικών σωμάτων που είχαν μείνει πίσω στην πορεία, μήπως δεχθούν επίθεση από τους Αρμενίους. Είχε σκοπό να λάβει τιμωρητικά μέτρα εναντίον τους αλλά τον πρόλαβε η ήττα στα χέρια των Τούρκων. Μετά την κατάρρευση της ρωμαϊκής Μικράς Ασίας υπό τις τουρκικές επιδρομές, αρμενικές ηγεμονίες ξεπήδησαν στην Κιλικία, την Άνω Μεσοποταμία και την Συρία. Για τον επόμενο αιώνα θα αποτελούσαν διαρκές αγκάθι στο νότιο μέτωπο των Κομνηνών. Αυτή η αφύπνιση (εθνικιστική κατά τον Βρυώνη) και επιθετικότητα των Αρμενίων ξεπερνά την θρησκευτική καταπίεση τους από τους Ρωμιούς, καθώς θύματα της υπήρξαν και οι Σύριοι γείτονες τους, που είδαν τις ιερές μονές τους να λεηλατούνται.
Οι Σύριοι ήταν άλλος ένας πληθυσμός των μικρασιατικών ορίων που ενσωματώθηκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας. Επίσης αρχαίος λαός με σημαντική συμβολή στην χριστιανική ιστορία, θεολογία και ασκητισμό, οι Σύριοι ήταν διάσημοι ως ιατροί και μεταφραστές αρχαιοελληνικών κειμένων. Ο Νικηφόρος Φωκάς ενθάρρυνε την μετανάστευση τους από τα αραβικά εδάφη στα ρωμαϊκά, κάτι που οδήγησε στην ίδρυση πολλών συριακών επισκοπών στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Παρ’ όλα αυτά δέχθηκαν και εκείνοι πιέσεις ως αιρετικοί τα τελευταία χρόνια πριν την σελτζουκική εισβολή. Το γεγονός πως τα πρώτα χρόνια οι τουρκικές επιδρομές αφορούσαν τις ανατολικότερες επαρχίες και κατοικημένες από Συρίους και Αρμενίους επαρχίες, ορισμένοι Ρωμιοί τις εξέλαβαν ως θεία τιμωρία επί των αιρετικών. Η αμείλικτη προέλαση των Σελτζούκων προς το ελληνορθόδοξο εσωτερικό (ειδικά η τραγική καταστροφή των Χωνών της Φρυγίας, ιεροτάτου προσκυνήματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ) διέλυσε αυτές τις ερμηνείες.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)
ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΗΓΕΣ
o Σπύρος Βρυώνης «Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού»
o Γεώργιος Σκαλιέρης «Λαοί και Φυλαί της Μικράς Ασίας»
o Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ «Γιατί το Βυζάντιο»
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: GEOPOLITICS AND DAILY NEWS 11-2-2019
0 comments