Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Η κρίση του Oruc Reis δεν έχει ακόμη τερματιστεί. Ζούμε άλλο ένα επεισόδιο της. Που όπως και αυτό το οποίο είχε προηγηθεί τον περασμένο Ιούλιο, μαζί φυσικά με την απόπειρα εισβολής στον Έβρο τον περασμένο Μάρτιο, αποτελούν μέρος της τουρκικής πίεσης έναντι της Ελλάδας. Διαχρονικής πίεσης που έχει πολλές μορφές και που φυσικά θα συνεχίσει να υφίσταται…
Αν και είναι ασφαλώς νωρίς ακόμη να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με το τελευταίο επεισόδιο που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, θεωρούμε σκόπιμο το να σταθούμε σε κάποια σημεία που, εμείς τουλάχιστον, θεωρούμε κρίσιμα.
Το πρώτο πράγμα που θα θέλαμε να σημειώσουμε, είναι ότι αποτελεί ευχάριστη έκπληξη (όχι μόνο για τον υπογράφοντα…) και κατά συνέπεια ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον, η συμπεριφορά της κυβέρνησης και του μηχανισμού άμυνας της χώρας. Από το Μάρτιο μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς έχουμε συνηθίσει στο να είμαστε επικριτικοί όλα αυτά τα χρόνια και να επισημαίνουμε μόνο λάθη και παραλείψεις. Για αυτό και θέλουμε να σταθούμε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι για άλλη μία φορά να πράξουμε το ίδιο…
Η εικόνα που εκπέμπεται προς τα έξω δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη της κρίσης στις βραχονησίδες Ίμια. Το ίδιο συνέβη και με την κρίση στον Έβρο, αλλά και με το πρώτο σουλάτσο του τουρκικού ερευνητικού και της συνοδείας του στα τέλη του περασμένου Ιουλίου.
Η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία φρόντισαν να διαβεβαιώσουν για την πρόθεσή τους να διαφυλάξουν την ειρήνη στην περιοχή τους πάντες, αποδεικνύοντας παράλληλα ΕΜΠΡΑΚΤΑ ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν εκβιασμούς και απειλές…
Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις απέδειξαν με τη σειρά τους μέσα από αυτή τη διαδικασία ότι είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙ έτοιμες να απαντήσουν. Απέδειξαν με άλλα λόγια ότι διατηρούν τη συνοχή και το αξιόμαχό τους μετά από δέκα χρόνια απαξίωσης και ότι διατηρούν ΑΘΙΚΤΗ την αξία τους ως εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Απέδειξαν όμως και κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό: Ότι η Ελλάδα αντιλαμβάνεται πως δεν πρέπει να έχει ως προϋπόθεση τον συμμαχικό παράγοντα για να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα… Μπορεί να το κάνει ακόμα και όταν ο τελευταίος έχει φροντίσει να την απογυμνώσει οικονομικά και κατά συνέπεια και αμυντικά. Δεν είναι υπερβολή αυτό που γράφουμε. Κάθε άλλο…Το έχουμε δε στοιχειοθετήσει σε παλαιότερο αφιέρωμα χωρίς να εξαιρέσουμε τη Γαλλία.
Η Γαλλία εμφανίζεται σήμερα ως ο πρακτικά μοναδικός σύμμαχος της Ελλάδας και της Κύπρου, για τον πολύ απλό λόγο ότι αυτό εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της υπό τις δεδομένες συνθήκες. Ας είμαστε ξεκάθαροι επομένως και ρεαλιστές.
Ναι μεν καλοδεχούμενη η γαλλική αλληλεγγύη, ιδίως όταν είναι σε ισχύ η σχεδόν εχθρική στάση της Γερμανίας και η «ουδέτερη» και μάλλον αμήχανη, ίσως εν όψει εκλογών πέραν των ειδικών σχέσεων του Τραμπ με την Τουρκία, στάση των ΗΠΑ, αλλά… Το «Ελλάς-Γαλλία, Συμμαχία» θεωρούμε ότι είναι υπερβολικό και εξαιρετικά συναισθηματικό από την πλευρά μας.
Σε καθαρά πρακτικό επίπεδο, ταπεινή μας άποψη είναι ότι η Γαλλία θα έπρεπε εδώ και χρόνια να έχει μπει στη διαδικασία να αντιμετωπίσει διαφορετικά την Ελλάδα, ως προς το κομμάτι των εξοπλισμών. Τουλάχιστον… Για να το θέσουμε αλλιώς,δεν θα έπρεπε να περιμένει αποκλειστικά και μόνο από την ελληνική πλευρά να παραμείνει πιστή στο δόγμα της προμήθειας συστημάτων και όπλων από δύο διαφορετικές πηγές.
Δεχόμαστε ασφαλώς ότι η μεγαλύτερη ευθύνη για την εγκατάλειψη αυτού του δόγματος, βαραίνει τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες διαχρονικά. Ήταν αυτές που όφειλαν να γνωρίζουν ότι με δεδομένους τους περιορισμούς από την πλευρά των ΗΠΑ στην εξαγωγή συγκεκριμένων συστημάτων και όπλων, θα έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθούν αξιόμαχα τα αντίστοιχα γαλλικά.
Από εκεί και πέρα όμως, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και τη στάση της γαλλικής πλευράς όλα αυτά τα χρόνια. Ποιες ήταν οι πρωτοβουλίες που πήρε για να συνδράμει τον μοναδικό χρήστη συστημάτων και όπλων της στην Ευρώπη;
Ήρθε με προτάσεις χρηματοδότησης και αποπληρωμής κατάλληλες για τις ελληνικές δυνατότητες, ή φρόντισε περισσότερο να μην δυσαρεστήσει τη γερμανική οικονομική πολιτική που έχει επιβληθεί πανευρωπαϊκά; Ήρθε με προτάσεις κατάλληλες για την κάλυψη των ελληνικών επιχειρησιακών αναγκών, ή με αυτές που κατά καιρούς κατέθεσε, αντιμετώπισε την Ελλάδα με την ίδια αμιγώς εμπορική οπτική όπως π.χ. την Ινδία και τα ΗΑΕ;
Δηλαδή, μας έδωσε τη δυνατότητα εναλλακτικών που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν χώρες χωρίς τις οικονομικές δυνατότητες των δύο προαναφερόμενων κρατών; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΟΧΙ. Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Ότι με δεδομένη τη στάση του Βερολίνου η συμμαχική μας σχέση με τη Γαλλία θα πρέπει να καθοριστεί εκ νέου, περιλαμβάνοντας πραγματικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις από την πλευρά της τελευταίας.
Οι δηλώσεις στήριξης και η αποστολή μονάδων του Γαλλικού Ναυτικού και της Γαλλικής Αεροπορίας, δεν επαρκούν. Όπως και στο παρελθόν, έτσι και στα χρόνια που έρχονται, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπιστεί αυτόνομα τα δίκαιά της.
Κάτι που συνδέεται άμεσα με τηναπρόσκοπτη και επαρκή χρηματοδότηση του εξοπλισμού αλλά και της συντήρησης των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, σε αυτό το κρίσιμο κομμάτι (της χρηματοδότησης…) θα χρειαστεί την πραγματική συνδρομή της Γαλλίας στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δεδομένα τα εμπόδια που οπωσδήποτε θα βάλει η Γερμανία (το έχει κάνει επανειλημμένα άλλωστε στο παρελθόν…) σε αυτή τη διαδικασία, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι μόνη της η Ελλάδα δεν έχει καμία τύχη… Εδώ είναι που θα φανεί το εάν η Γαλλία είναι πραγματική σύμμαχος και όντως διατεθειμένη να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα στη Μεσόγειο!
Κρατάμε μικρό καλάθι, βάσει της μέχρι σήμερα αποκτηθείσας εμπειρίας. Ασφαλώς θα πρέπει και η Ελλάδα να παράσχει εγγυήσεις ότι θα συνδράμει τη Γαλλία στην επιδίωξή της.
Με τον ψυχολογικό πόλεμο φθοράς όμως που διεξάγει εναντίον της Ελλάδας η Τουρκία σε όλα τα επίπεδα και από τον Έβρο μέχρι τα νερά του τριγώνου Κρήτη – Λιβύη –Κύπρος να εξελίσσεται αυξητικά, οι επιλογές που έχουμε είναι πραγματικά πολύ λίγες.
Αποδείξαμε ότι έχουμε την ΠΟΙΟΤΗΤΑ και ΚΑΘΕ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να παλέψουμε τις τουρκικές προκλήσεις και να απαντήσουμεΣΤΑ ΙΣΙΑ… Αυτό που δεν μπορούμε να νικήσουμε είναι οι «φίλιες τρικλοποδιές» και τα εμπόδια του συμμαχικού παράγοντα.
Οι μάσκες έπεσαν και επίσημα στην πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών υποθέσεων της ΕΕ. Ξέρουμε και επισήμως ποιοι είναι οι πραγματικοί μας αντίπαλοι εντός των τειχών και ποιοι αυτοί στους οποίους θα μπορέσουμε ενδεχομένως να στηριχτούμε. Δεν μένει παρά να τους ζητήσουμε έργα και όχι μόνο λόγια…
0 comments