αναδημοσίευση από τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
γράφει ο Ιωάννης Δασκαρόλης
,
Πρόλογος – ο ύπουλος τορπιλισμός της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου και η Ιταλική επιθετική κλιμάκωση (15 Αυγούστου – 30 Σεπτεμβρίου 1940)
Στις 14 Ιουνίου 1940 τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στο Παρίσι ολοκληρώνοντας την απροσδόκητη και ταχεία κατάρρευση των Συμμαχικών στρατευμάτων στο Δυτικό Μέτωπο. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, η Ιταλία του Moussolini είχε εισβάλει στην Γαλλία εισερχόμενη στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας του Hitler. Μετά τη Δουνκέρκη και την συνθηκολόγηση της Γαλλίας, ουσιαστικά όλη η Ευρώπη έχει κύψει τον αυχένα στους Γερμανούς πλην των Άγγλων που όμως είχαν βρεθεί σε απελπιστική κατάσταση.[1] Aπό τις αρχές Ιουλίου δέχονταν αεροπορικές επιθέσεις στα αστικά τους κέντρα, στο πλαίσιο της έναρξης της περίφημης «Μάχης της Αγγλίας».
Μετά την ειρηνική κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 από την Ιταλία, οι διμερείς σχέσεις της με την Ελλάδα επιδεινώνονταν σταθερά και εξανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να αναθεωρήσει το αμυντικό της σχεδιασμό αναδιατάσσοντας τις δυνάμεις της με ισομερή σχεδόν πρόβλεψη διάταξης μονάδων στην ελληνοαλβανική και ελληνοβουλγαρική μεθορίους. Κορυφαίο γεγονός της Ιταλικής επιθετικότητας υπήρξε ο άνανδρος τορπιλισμός του εύδρομου Έλλη στο λιμάνι της Τήνου κατά τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου 1940. Τον τορπιλισμό διενήργησε το Ιταλικό υποβρύχιο Delfino υπό τον Πλωτάρχη Giuseppe Aicardi, και το πλοίο βυθίστηκε υπό δραματικές συνθήκες παρά τις προσπάθειες αυτοθυσίας του πληρώματος που είχε 9 νεκρούς και 24 τραυματίες. Η εθνικότητα του υποβρυχίου έγινε αμέσως γνωστή στην ελληνική κυβέρνηση από τα θραύσματα της τορπίλης που βρέθηκαν, αλλά δεν δημοσιοποιήθηκε έτσι ώστε να αποφευχθεί η τελική ρήξη με την Ιταλία και να κερδηθεί χρόνος για καλύτερη στρατιωτική παρασκευή.[2]
Ο άνανδρος τορπιλισμός της Έλλης αποτελούσε το προανάκρουσμα μιας ιταλικής επίθεσης που είχε σχεδιαστεί να εκτελεστεί στα τέλη Αυγούστου, αλλά εμποδίστηκε από την Γερμανία που δεν επιθυμούσε να ανοίξει ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια.[3] Η Ελλάδα τήρησε ψύχραιμη στάση έναντι της ιταλικής προκλητικότητας, η οποία προκάλεσε την ζωηρή επιδοκιμασία της Αγγλίας με δεκάδες θετικά δημοσιεύματα στις στήλες του αγγλικού Τύπου.[4] Στις 26 Αυγούστου ο Τσώρτσιλ απέστειλε προσωπικό μήνυμα στον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά με το οποίο εξέφραζε τον θαυμασμό του για την αποφασιστικότητα και την δεξιοτεχνία με την οποία χειρίστηκε την κατάσταση.[5] Ο Μεταξάς σε νέα του συνομιλία με τον πρέσβη της Αγγλίας στην Ελλάδα Palairet, διατρανώνει την θέλησή του «να αντισταθεί σε κάθε ενέργεια του ΄Άξονος κατά της Ελλάδος» ξεκαθαρίζοντας ότι «προτιμά την καταστροφή από την ταπείνωση».[6] Το ίδιο περιεχόμενο είχε και η δήλωση του Μεταξά στον Αμερικάνο πρεσβευτή Mc Vee στις 29 Αυγούστου του 1940. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του τελευταίου στον πρόεδρο Roosevelt, ο Έλληνας πρωθυπουργός σε ιδιωτική συζήτηση του δήλωσε ότι «Αν η χώρα μου υποστεί επίθεση από οποιονδήποτε θα πολεμήσει ως τον τελευταίο άνδρα, την τελευταία γυναίκα το τελευταίο παιδί».[7] Αναμφίβολα η ελληνική κοινή γνώμη είχε εξαγριωθεί από τον ύπουλο τορπιλισμό, αλλά συνάμα προετοιμάστηκε ψυχολογικά για την επικείμενη αναμέτρηση.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1940 ο α΄ γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο Αλέξης Κύρου συναντήθηκε με τον επικεφαλής των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών ναύαρχο Kanaris. Ο Kanaris του μετέφερε ότι η Γερμανία επενέβη αποφασιστικά και αθόρυβα στην Ιταλία για να διασώσει την Ελλάδα και έτσι η ακεραιότητά της έχει εξασφαλιστεί ως το τέλος του πολέμου. Ακολούθως του σύστησε να βελτιώσει η Ελλάδα τις διμερείς της σχέσεις με την Ιταλία και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να μεσολαβήσει ο ίδιος για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.[8]
Η απάντηση του Μεταξά προς τον Kanaris ήταν μάλλον επιθετική. Αρχικά παρατήρησε ότι κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την μεταπολεμική εικόνα της Ευρώπης καθώς ο πόλεμος βρισκόταν σε εξέλιξη. Ακολούθως, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα απέφυγε κάθε κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πρόκληση από την Ιταλία, αλλά ταυτόχρονα σημείωσε «είμεθα έτοιμοι ψυχικώς και υλικώς προς αγώνα υπέρ των όλων αδιαφορούντες διά τα αποτελέσματα αυτού και προτιμώντες πλήρη καταστροφήν παρά υποδούλωσιν και ατίμωσιν…».[9]
Τα πρώτα 14 μερόνυχτα αγωνίας (1 Οκτωβρίου – 14 Οκτωβρίου 1940)
Στις 1 Οκτωβρίου η κυβέρνηση λαμβάνει μήνυμα από τον πρέσβη στην Ρώμη Ι. Πολίτη που ενημερώνει ότι η Ιταλία ετοιμάζεται να παρουσιάσει διάφορα αιτήματα στην ελληνική κυβέρνηση και να φτάσει μέχρι πολέμου αν αυτά δεν ικανοποιηθούν. Ο Πολίτης διαβεβαίωσε τον συνομιλητή του ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα παζαρέψει οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ουδετερότητά της, λαμβάνοντας τα εύσημα του Μεταξά για την απάντηση αυτή. [10]
Στις 2 Οκτωβρίου μεταφέρονται στην ελληνική κυβέρνηση καθησυχαστικές πληροφορίες από γερμανικές πηγές, που διαβεβαίωναν ότι αποκλείεται η Ιταλία να επιτεθεί στην Ελλάδα. Αλλά στα ελληνοαλβανικά σύνορα συνεχίζονταν οι ιταλικές στρατιωτικές συγκεντρώσεις, αναγκάζοντας το Μεταξά να υπογράψει την μυστική επιστράτευση της ΙΧ Μεραρχίας.[11] Ο Άγγελος Βλάχος, νέος υπάλληλος στο Διπλωματικό Σώμα στην υπηρεσία αποκρυπτογραφήσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, εισήλθε στο πρωθυπουργικό γραφείο με τα νέα των μετακινήσεων. «…έμπαινα μέσα σ’ ένα μισοσκόταδο, όπου η μόνη φωτισμένη μορφή ήταν του Μεταξά καθισμένου στο γραφείο του και οι άλλες, ο Μανιαδάκης, ο Μαυρουδής, ο Παπάγος, ο Μελάς κι ένας άλλος στρατιωτικός τον οποίον δεν ήξερα (ήταν ο Πιτσίκας, Διοικητής Στρατιάς Ηπείρου), έμοιαζαν, απολύτως ακίνητες, σαν άυλα φάσματα, συγκεντρωμένα γύρω από τον ταγό, περιμένοντας ένα νεύμα του για να δράσουν. Άρχισα να διαβάζω. [. . .] ακούστηκε, μεσ’ από το μισοσκόταδο, ανυπόμονη, σχεδόν επιτιμητική, η φωνή του αγνώστου μου στρατιωτικού: “Kύριε Πρόεδρε! Θα διατάξετε επί τέλους επιστράτευση!”. Και τότε ο Μεταξάς αποκρίθηκε έντονα: “Άκουσε Πιτσίκα! Δεν κινδυνεύεις εσύ να σε βγάλει προδότη η Ιστορία! Κινδυνεύω εγώ! Αν διατάξω επιστράτευση, για έναν στρατιώτη που στέλνω στα σύνορα ο Μουσολίνι θα στέλνει δύο και τότε η ελάχιστη ελπίδα που έχουμε να μην επιτύχει το σχέδιό τους θα εξατμισθεί!”».[12]
Στις 3 Οκτωβρίου ο Μεταξάς σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι δεν είχε λάβει ακόμη κανένα ιταλικό τελεσίγραφο, αλλά υπήρχε απόλυτη σιωπή, κάτι που εκτιμούσε ως ανησυχητικό. Η ατμόσφαιρα στη Χώρα είχε γίνει βαριά, ειδικά για όσους βρίσκονταν σε θέσεις ευθύνης.[13] Την ίδια ημέρα, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προώθησε στην ιταλική πρεσβεία σημείωμα για μια σειρά παραβιάσεων του ελληνικού εναερίου χώρου από ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα στις 23, 24, 27 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου, στην αμυντική ζώνη της βόρειας και νότιας Αίγινας, του Ξυλοκάστρου Κορινθίας και του ναυτικού οχυρού Φλεβών.[14] Στις 3 Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα Grazzi ενημέρωνε την Ρώμη ότι η Ελλάδα είχε μερικώς επιστρατευτεί μυστικά και είχε υπό τα όπλα 250.000 οπλίτες με φανερή πρόθεση να αντισταθεί εναντίον κάθε επιβουλής και έχοντας την αμέριστη λαϊκή υποστήριξη.[15]
Στις 4 Οκτωβρίου η ελληνική κυβέρνηση ενημερώθηκε για την ουδετερότητα της Ισπανίας του Franco έναντι των εμπολέμων, αλλά ταυτόχρονα για νέες απειλητικές συγκεντρώσεις ιταλικών στρατευμάτων στα σύνορα.[16] Την ίδια ημέρα το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης συνεδρίασε στην Αθήνα προκειμένου να λάβει αποφάσεις για την μεταφορά από την Αγγλία υλικών στην Ελλάδα για τα υπό ναυπήγηση 2 αντιτορπιλικά του Βασιλικού Ναυτικού (Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Βασίλισσα Σοφία).[17]
Οι απειλητικές συγκεντρώσεις Ιταλικών στρατευμάτων συνεχίστηκαν και στις 5 Οκτωβρίου, με τον Μεταξά να σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι «Όπως και να έχη το πράγμα, εμείς είμεθα έτοιμοι και αποφασισμένοι.»[18]
Στις 8 Οκτωβρίου, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προώθησε στην ιταλική πρεσβεία σημείωμα για επανειλημμένες παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα στις 3, 5 και 6 του μηνός σε Εύβοια, κόλπο Καλλονής Λέσβου και Ηράκλειο Κρήτης, και υπερπτήσεων στους άξονες Αμοργός-Ζάκυνθος, Μαντούδι-Ωρεοί Ευβοίας, Κέρκυρα-Αμοργός (και αντίστροφα) ακόμα και στην απαγορευμένη στρατιωτική ζώνη άνωθεν της νότιας Αίγινας.[19] Την ίδια ημέρα o Mussolini έμαθε για την κατάληψη της Ρουμανίας από τους Γερμανούς προκειμένου να προστατέψουν τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι και έγινε έξαλλος καθώς είχε βρεθεί προ τετελεσμένων. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, δίνοντας την τελική ώθηση στον Ιταλό δικτάτορα να εισβάλει στην Ελλάδα χωρίς να ενημερώσει τους Γερμανούς συμμάχους του.[20]
Η ψυχολογία του Μεταξά ήταν πολύ κακή, καθώς ο ίδιος βρισκόταν (εύλογα) σε μια συνεχή αγωνία και αδιάκοπο εκνευρισμό. Στις 10 Οκτωβρίου ο Μεταξάς περιγράφει τον θυμό του στο ημερολόγιό του για το γεγονός ότι εν αναμονή ενός πολέμου με μια Mεγάλη Δύναμη είχε να διευθετήσει ζητήματα εσωτερικής (μικρο)πολιτικής. Την επομένη τσακώθηκε έντονα με την κόρη του για οικογενειακό τους ζήτημα, καθώς ο ίδιος είχε χάσει την υπομονή του με όλα γύρω του. Στις 12 Οκτωβρίου ενώ προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την κόρη του, ξέχασε ότι είχε επείγουσα συνάντηση με τον Άγγλο πρέσβη Palairet στο γραφείο του![21]
Στις 13 Οκτωβρίου ο Έλληνας πρέσβης στη Βουδαπέστη Σκέφερις τηλεγράφησε ότι στους κύκλους του Yπουργείου Eξωτερικών της Ουγγαρίας, θεωρείτo επικείμενη η επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή άλλη πηγή ενημέρωνε τον Μεταξά ότι οι ιταλικές πολεμικές ετοιμασίες αφορούσαν την εκστρατεία στην Αίγυπτο.[22]
Στις 14 Οκτωβρίου, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών προώθησε στην ιταλική πρεσβεία σημείωμα για παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου από ιταλικά πολεμικά αεροπλάνα στις 9 και 12 του μηνός σε Ηράκλειο Κρήτης, νήσο Ψυττάλεια όπως και υπερπτήσεις πολεμικών και πολιτικών αεροπλάνων στις 9 και 11 του μηνός κατά τους άξονες Λεχαινά-Άστρος, Ποντικονήσι-Ηγουμενίτσα, Αμοργός-Κεφαλλονιά.[23] Την ίδια ημέρα, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης σε συνεδρίασή του έλαβε περαιτέρω αποφάσεις για την μεταφορά υλικών που προορίζονταν για τα ναυπηγούμενα αντιτορπιλικά, αλλά και υλικά και εξοπλισμό της Βασιλικής Αεροπορίας.[24]
Η κορύφωση του δράματος και η μεγάλη στιγμή (15 Οκτωβρίου – ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940)
Στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο γραφείο του Benito Mussolini στη Ρώμη πραγματοποιήθηκε κρίσιμη σύσκεψη, στην οποία ελήφθησαν οι τελικές αποφάσεις για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν, εκτός του Ιταλού δικτάτορα, ο υπουργός Εξωτερικών Ciano, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού Badoglio, ο Ιταλός τοποτηρητής στην Αλβανία Jacomoni, ο διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων στην Αλβανία Prasca και άλλοι αξιωματούχοι. Μέσα σε κλίμα έκδηλου ενθουσιασμού ο Duce ανακοίνωσε την απόφασή του για την κήρυξη πολέμου εναντίον της Ελλάδας, απόφαση που, όπως είπε, είχε ωριμάσει μέσα του «επί πολύ καιρό». Ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης θα ήταν σε πρώτο στάδιο η κατάληψη της Ηπείρου, της Μακεδονίας ως τη Θεσσαλονίκη και των Επτανήσων. Σε δεύτερη φάση θα καταλαμβανόταν όλη η ελληνική επικράτεια και ως μέρα έναρξης της επίθεσης επελέγη η 26η Οκτωβρίου 1940,[26] ενώ ζήτησε από τον Ciano να σκηνοθετηθεί ένα επεισόδιο στην ελληνοαλβανική μεθόριο στις 24 Οκτωβρίου ώστε να δικαιολογηθεί η εισβολή.[27] Ήταν φανερό όμως πως τα πρόχειρα ιταλικά σχέδια υπερτιμούσαν τις ιταλικές δυνάμεις που είχαν ελλιπή προετοιμασία, υποτιμούσαν τις αντίστοιχες ελληνικές που είχαν ενδυναμωθεί την τελευταία διετία, αλλά και μια σειρά από άλλους σημαντικούς παράγοντες της εκστρατείας (καιρός, ορεινή τοποθεσία κ.τ.λ.) που κανείς από τους παριστάμενους δεν τόλμησε να θίξει στον Mussolini.[28]
Ο τοποτηρητής Jacomoni, σε μυστικό υπόμνημά του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Benini, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει: “…Από την άλλη προετοιμάζω αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών (…)”. Τελικά για τεχνικούς λόγους η εισβολή στην Ελλάδα αναβλήθηκε για την 28η Οκτωβρίου και συνεπακόλουθα το μεθοριακό επεισόδιο για την 26η.
Από τις 17 έως τις 23 Οκτωβρίου παρατηρήθηκε μια γενική παύση όλων των επιθετικών κινήσεων της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Ο Μεταξάς προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι τελικά ίσως δεν εκδηλωνόταν η ιταλική επίθεση. Στις 20 Οκτωβρίου μετέβη οικογενειακώς στην Πάρνηθα για αναψυχή και στις 21 Οκτωβρίου στο Βασιλικό Θέατρο. Στις 19 Οκτωβρίου στην τελευταία του συνεδρίαση, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης ασχολήθηκε με ζητήματα παθητικής αεράμυνας της χώρας.[29]
Στις 23 Οκτωβρίου 1940 ο Έλληνας πρεσβευτής στην Ρώμη, καλά πληροφορημένος τηλεγραφούσε στην Ελληνική κυβέρνηση ότι: «κατά πληροφορίες στρατιωτικής πηγής, η εναντίον της Ελλάδος ενέργεια έχει προσδιορισθεί για τις 25 έως 28 Οκτωβρίου…». Ιταλικά αναγνωριστικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Ελλάδα φωτογραφίζοντας καθετί που είχε στρατιωτικό ενδιαφέρον αλλά και γενικότερα πόλεις, χωριά, διαβάσεις κ.τ.λ. Σταδιακά όλοι οι ανώτεροι Έλληνες αξιωματούχοι του Κράτους είχαν πεισθεί ότι η Ιταλική επίθεση ήταν θέμα χρόνου.[30]
Στις 24 Οκτωβρίου ο Μεταξάς σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι σύμφωνα με φήμες που κυκλοφορούσαν, η Ιταλία θα κήρυσσε τον πόλεμο στην Ελλάδα την επομένη. «Φήμαι ότι αύριο πρωί αρχίζει Ιταλία επίθεσιν εναντίον μας. Από Αμερική, Πάλαιρετ. Από Ρώμην. Από Ιωάννινα».[31] Ο Μεταξάς ενημέρωσε όλους τους Αρχηγούς των επιτελείων να μην μετακινούνται εκτός Αθηνών, ή αν υπάρξει τέτοια ανάγκη να ενημερώσουν που θα βρίσκονται ώστε να μπορεί να γίνει άμεση επικοινωνία μαζί τους σε περίπτωση άμεσης ανάγκης.[32] Τέλος σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ελάβαμεν όλα τα μέτρα μας».
Στις 25 Οκτωβρίου ο Μεταξάς ενημερώθηκε ότι στην αριστερή πτέρυγα της ιταλικής παράταξης προωθήθηκε ένα σύνταγμα έναντι των συνόρων με καταφανή επιθετική πρόθεση.[33] Στο Υπουργικό Συμβούλιο της 25ης Οκτωβρίου, ο Μεταξάς ενημέρωσε τους υπουργούς του για τις απειλητικές συγκεντρώσεις Ιταλικών στρατευμάτων στα σύνορα που έπειθαν ότι ήταν πολύ πιθανή μια επίθεση. Για την σχεδιαζόμενη επίθεση υπήρχαν πληροφορίες από τις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, αλλά η κυβέρνηση δεν σκόπευε όχι μόνο να συζητήσει ουσιαστική παραχώρηση ελληνικών εδαφών, αλλά ούτε και να προβεί σε συμβολική κίνηση ικανοποίησης των Ιταλών.[34]
Από την παράσταση Μαντάμ Μπατερφλαϋ το 1940
Το βράδυ της 25ης Οκτωβρίου 1940 έγινε η περίφημη πρεμιέρα της ιταλικής παράστασης Μαντάμ Μπατερφλαϋ με την παρουσία του Antonio Puccini γιού του μεγάλου συνθέτη, στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου. Η παράσταση είχε προγραμματιστεί πριν τον τορπιλισμό της Έλλης και την επιδείνωση των σχέσεων των δύο Χωρών, ενώ ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο περίφημος Ιταλός συγγραφέας Curzio Malaparte. Ο Μεταξάς αρνήθηκε να παραστεί, όπως και όλο το Υπουργικό Συμβούλιο, εκτός του υφυπουργού Εξωτερικών Μαυρουδή και του υφυπουργού Τύπου Νικολούδη.[35]
Στις 26 Οκτωβρίου ο πρεσβευτής στην Ρώμη Πολίτης ανέφερε, ότι διετάχθη η αναστολή εξυπηρέτησης της αεροπορικής γραμμής Αθηνών – Ρόδου μέχρι νεοτέρας. Σημείωνε επίσης, ότι ταξιδιώτης που έφθασε από την Ρόδο στην Ρώμη με το τελευταίο αεροπλάνο είπε ότι αυτό δεν προσέγγισε την Αθήνα λόγω του ότι όπως εξήγησε ο κυβερνήτης του αεροπλάνου, οι σχέσεις με την Ελλάδα «εισήλθον εις κρίσιν».[36] Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου 1940 έγινε δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία προς τιμήν του Antonio Puccini και της συζύγου του. Κατά την διάρκεια της δεξίωσης ο Ιταλός πρέσβης Grazzi συνεχώς έλειπε από τους καλεσμένους του, καθώς στο επάνω όροφο υπαγορευόταν από τη Ρώμη το πολεμικό τελεσίγραφο που θα επιδίδετο στην Ελλάδα το επόμενο βράδυ.[37] Ο Νικολούδης επεσήμανε την συνεχή απουσία του και τον εκνευρισμό του,[38] ενώ κατά την διάρκεια της δεξίωσης ενημερώθηκε τηλεφωνικά για την νέα προβοκάτσια των Ιταλών στην ελληνοαλβανική μεθόριο.[39]
Τη νύχτα της 26ης προς 27η Οκτωβρίου το ιταλικό Πρακτορείο Stefani μετέδωσε ότι ένοπλη ελληνική συμμορία επιτέθηκε με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες εναντίον αλβανικών φυλακίων πλησίον της Κορυτσάς. Είναι η τελευταία πράξη του προβοκατόρικου σχεδίου του Jacomoni, προκειμένου να δικαιολογήσει την εισβολή στην Ελλάδα. Το προηγούμενο βράδυ, σύμφωνα με όσα μετέδιδε το πρακτορείο, είχε γίνει έκρηξη τριών βομβών κοντά στο γραφείο του Ιταλού λιμενάρχη στους Αγίους Σαράντα και οι αρχές αναζητούσαν τους «Έλληνες ή Βρετανούς πράκτορες που τις έβαλαν». [40]
Ο Νικολούδης από την δεξίωση την Ιταλική πρεσβεία, τηλεφώνησε στον Μεταξά τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου και του ανέφερε το περιστατικό κρίνοντας ότι ήταν πολύ σημαντικό. Ο Μεταξάς συνδύασε όλες τις πληροφορίες αλλά και τις φήμες για την πιθανή ημερομηνία εισβολής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκείνη την νύχτα θα γινόταν η κήρυξη πολέμου. Στις 27 Οκτωβρίου στις 04.00 τα ξημερώματα το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων με εντολή του Μεταξά διέψευσε κατηγορηματικά και τις δύο ειδήσεις για τα επεισόδια στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Ο ίδιος ξάπλωσε να κοιμηθεί στις 05.00, αλλά δεν τα κατάφερε για περισσότερο από 2 ώρες.[41]
Η Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1940 αναμφίβολα υπήρξε η κορύφωση του δράματος για την ελληνική ηγεσία και τους αξιωματούχους του Στρατού και του Κράτους. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων με συνεχείς ανακοινώσεις του τροφοδοτούσε την ελληνική και τη διεθνή Κοινή Γνώμη για τις δραματικές εξελίξεις στην Ήπειρο. Η ελληνική κυβέρνηση είχε στραμμένη την προσοχή της στην μεθόριο όπου τις απογευματινές ώρες συναντήθηκαν Έλληνες και Ιταλοί αξιωματικοί για να δοθούν αμοιβαίες εξηγήσεις για το επεισόδιο. Λίγες ώρες μετά, ένας Ιταλός ανθυπασπιστής μετέβη ως εκπρόσωπος στην Ελληνική πλευρά των συνόρων, αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συζήτηση και διευθέτηση του ζητήματος που είχε ανακύψει. Μέχρι τις 23.00 το βράδυ η ελληνική κυβέρνηση η ελληνική κυβέρνηση είχε θετικές πληροφορίες για μετακινήσεις ιταλικών μονάδων προς την ελληνική μεθόριο. Οι συνεργάτες του Μεταξά τον προέτρεψαν να αποσυρθεί για να ξεκουραστεί. Λίγο μετά αφού είχε αποχωρήσει, έφτασε η είδηση μέσα από την ιταλική πρεσβεία ότι επίκειται Ιταλική κήρυξη πολέμου εντός λίγων ωρών. Αποφασίστηκε όμως να μην ειδοποιηθεί ο πρωθυπουργός καθώς όμοιες ειδήσεις είχαν μεταδοθεί πολλές φορές εκείνες τις ταραγμένες ημέρες.[42]
Το αυτοκίνητο του Μεταξά έφυγε από το πρωθυπουργικό γραφείο για την Κηφισιά μέσα στη νύχτα, χωρίς ο επιβαίνον να έχει ενημερωθεί για την σημαντικότερη -αν και μη διασταυρωμένη- πληροφορία εκείνων των ημερών. Όσα ακολούθησαν είναι Ιστορία…
.
Πηγές
Beevor Antony, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2018.
Grazzi Emanuele, Η αρχή του τέλους, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1980.
Βλάσσης Κωνσταντίνος, Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2013.
Βλάχου Αγγέλου, Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης, Α΄ Τόμος Ακόλουθος, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1984.
Κολιόπουλος Ιωάννης, Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ΄40, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994.
Κορόζης Αθανάσιος, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι, Αθήνα 1957.
Λάμψας Γιάννης, Πολιτικά αινίγματα ΄40-΄41, εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), εκδόσεις Γκοβόστη, χ.χ.
1940: Οι παραμονές του πολέμου μέσα από το ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη και τα τηλεγραφήματα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων,(https://www.ogdoo.gr/erevna/thema/1940-mesa-apo-to-imerologio-tou-g-seferi) .
Νούσκας Κωνσταντίνος (υποστράτηγος ε.α.), Ενώ πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου 1940, από το περιοδικό ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ (τεύχος 226-227- έτος 1991).
Νικολάου Χαράλαμπος, (Ταξίαρχου ε.α., τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΕ), Ποιος ο ρόλος της Αλβανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, https://www.istorikathemata.com/2010/10/28-1940.html.
Παπαδάκης Βασίλειος, Διπλωματική Ιστορία του ελληνικού πολέμου 1940-1945, Αθήνα 1957. https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/c/3/5/metadata-446-0000003.tkl.
Σακελλαρίου Αλέξανδρος, Ένας ναύαρχος θυμάται…(τόμος Α΄), εκδόσεις Γιώτα Σίγμα επε, χ.χ.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945), εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
Ιστορικό Λεύκωμα, 28η Οκτωβρίου 1940, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2007.
Σημειώσεις – Παραπομπές
[1] Beevor Antony, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, σελ. 168.
[2] Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945), σελ. 274.
[3] Ό.π., σελ. 272.
[4] Παπαδάκης Βασίλειος, Διπλωματική Ιστορία του ελληνικού πολέμου 1940-1945, σελ. 32.
[5] Κολιόπουλος Ιωάννης, Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ΄40, σελ. 202.
[6] Λάμψας Γιάννης, Πολιτικά αινίγματα 1940-1941, σελ. 22.
[7] Ό.π., σελ. 26.
[8] Ό.π., σελ. 80. Ο Kanaris μάλλον μετέφερε ακριτομυθίες από τις γερμανικές διαπραγματεύσεις με την Ιταλία κατά τις οποίες ο Mussolini χαρακτήρισε την Ελλάδα ως πρόβλημα που θα έβρισκε την λύση του στην «τράπεζα της ειρήνης», βλ. Κολιόπουλος Ιωάννης, Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ΄40, σελ. 203.
[9] Λάμψας Γιάννης, Πολιτικά αινίγματα 1940-41, σελ. 82.
[10] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 508-509.
[11] Ό.π., σελ. 509.
[12] Βλάχου Άγγελου, Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης, (Α΄ Τόμος Ακόλουθος), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1984, σελ. 56, όπου και: «Βγήκα από το πρωθυπουργικό γραφείο συγκλονισμένος και καθώς, μετά από λίγο, οι άλλοι συνάδελφοι έφυγαν κι έμεινα μόνος για να χτυπήσω το τηλεγράφημα στη μηχανή, ο νους μου πήγε πίσω μακριά σ’ άλλες στιγμές που βρήκαν τον Ελληνισμό εν αγωνία. Προδότης ο Θεμιστοκλής αν δεν είχε επιτύχει η παγίδα που είχε στήσει στον Ξέρξη, προδότης ο Παυσανίας στις Πλαταιές, αν διατάζοντας, νύχτα, μυστικά, αλλαγή μετώπου, επικίνδυνη για όλη την παράταξη, δεν είχε προκαλέσει την ίδια κίνηση του εχθρού κι έτσι βρέθηκαν οι δύο αντίπαλοι στις ίδιες αντίστοιχες θέσεις, προδότης ο Κολοκοτρώνης που αρνήθηκε πεισματικά να προσπαθήσει να εμποδίσει τον Δράμαλη να ξεχυθεί στον κάμπο του Άργους για να τον εξασθενήσει, να τον κάνει να εξαντλήσει τα εφόδιά του κι ύστερα να του επιτεθεί κόβοντάς του την υποχώρηση στα Δερβενάκια. Τιμή σ’ εκείνους που, όταν βλέπουν ότι δεν υπάρχει άλλη πιθανή σωτηρία παρά το ριψοκίνδυνο τέχνασμα και τα έχουν όλα σταθμίσει, κατορθώνουν να υπερνικήσουν το άγχος τους και το άγχος των γύρω τους κι αποδέχονται το ενδεχόμενο της αυτοθυσίας».
[13] Σακελλαρίου Αλέξανδρος, Ένας ναύαρχος θυμάται…, σελ. 225.
[14] Κορόζη Αθανασίου συνταγματάρχου, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι, Τόμος Β΄, σελ. 218-219.
[15] Grazzi Emanuele, Η αρχή του τέλους, σελ. 234-235.
[16] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 509.
[17] Βλάσσης Κωνσταντίνος, Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, σελ. 466-468. Το ΑΣΕΑ πραγματοποίησε 75 συνεδριάσεις μεταξύ 11 Ιανουαρίου 1936 – 19 Οκτωβρίου 1940, κατά την διάρκεια των οποίων υπό την προεδρία του πρωθυπουργού η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία ελάμβανε αποφάσεις κυρίως επί εξοπλιστικών προγραμμάτων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Εν τέλει δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση της ναυπήγησης των 2 αντιτορπιλλικών.
[18] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), εγγραφή 5ης Οκτωβρίου, σελ. 509.
[19] Κορόζης Αθανάσιος , Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι, Τόμος Β΄, σελ. 219-220.
[20] Beevor Antony, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, σελ. 190.
[21] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), εγγραφή 12ης Οκτωβρίου, σελ. 510.
[22] Ό.π., σελ. 511.
[23] Κορόζης Αθανάσιος, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι (Τόμος Β΄), σελ. 221-222.
[24] Βλάσσης Κωνσταντίνος, Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, σελ. 470-476.
[25] Κορόζης Αθανάσιος, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι (Τόμος Β΄), σελ. 221-222.
[26] Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική (1900-1945), σελ. 279.
[27] Για μια λεπτομερή παρουσίαση των πρακτικών του Πολεμικού Συμβουλίου δες Παπαδάκης Βασίλειος, Οι παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940, σελ. 79-90.
[28] Beevor Antony, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, σελ. 190.
[29] Βλάσσης Κωνσταντίνος, Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, σελ. 481-488.
[30] Σακελλαρίου Αλέξανδρος, Ένας ναύαρχος θυμάται…, σελ. 226.
[31] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 512 εγγραφή 24ης Οκτωβρίου.
[32] Σακελλαρίου Αλέξανδρος, Ένας ναύαρχος θυμάται…, σελ. 228.
[33] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 513.
[34] Αναμνήσεις Αμβρόσιου Τζίφου, υπουργού εμπορικής ναυτιλίας την περίοδο 1938-1941. Ο πρεσβευτής στην Ρώμη Πολίτης ανέφερε: «Εξακολουθούν αι φήμαι περί επικειμένης καθ’ ημών επιθέσεως κατά δε πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεταιο ήδη και χρονικός προσδιορισμός μεταξύ 25 και 28 τρέχοντος μηνός διά την εκδήλωσιν της εναντίον της Ελλάδος, ενεργείας». Από την πλευρά του, ο πρεσβευτής στην Βέρνη Ψαρούδας ενημέρωνε: «Κατά πληροφορίας εκ Βερολίνου, η επίθεσις κατά της Ελλάδος είναι ζήτημα ημερών». Παρομοίως, ο γενικός πρόξενος Τιράνων Αργυρόπουλος, ενημέρωνε μεταξύ άλλων: «Διάχυτος είναι η γνώμη ότι ευρισκόμεθα εις τα πρόθυρα ιταλικής δράσης», βλ. Κορόζη Αθανασίου συνταγματάρχου, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι, Τόμος Β΄, σελ. 222-223.
[35] Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο ο Μεταξάς είπε στους υπουργούς του: «επειδή όλοι σας θα έχετε ίσως λάβει προσκλήσεις και εννοώ πόσο δυσάρεστο είναι διά τον καθένα σας είναι να δεχθεί το φιλί του Ιούδα, καθορίζω εγώ τα εξής: ο ίδιος δεν θα δεχθώ και από τους υπουργούς θα πάν μόνο δύο, οι υφυπουργοί Εξωτερικών και Τύπου και κανείς άλλος», βλ. Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 744.
[36] Κορόζης Αθανάσιος, Οι Πόλεμοι του 1940 – 41 – επιτυχίαι και ευθύναι, (Τόμος Β΄), σελ. 223.
[37] Grazzi Emanuele, Η αρχή του τέλους, σελ. 271-272.
[38] «Αισθανόμουν να μου σφίγγεται η καρδιά και το πρόσωπό μου να κοκκινίζει στη σκέψη ότι, ενώ εδίδετο μια θαυμάσια γιορτή προς τιμήν της ιταλικής τέχνης, είχε ήδη ωριμάσει στην Ιταλία το σχέδιο να μαχαιρώσουν τη φτωχή εκείνη χώρα» , βλ. Grazzi Emanuele, Η αρχή του τέλους, σελ. 269.
[39] Μαρτυρία Γιάννη Μπαστιά γιού του Κωστή στον δημοσιογράφο Γιώργο Λεονταρίτη. Από Γεώργιος Λεονταρίτης, Η Μπάτερφλϋ του πολέμου, σελ. 24-28.
[40] Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27). «Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του «Στέφανι»: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή Άγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο «Βασιλικό». Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες». Γιώργος Σεφέρης-Μέρες Γ΄(1934-1940), εκδόσεις Ίκαρος.
[41] Μεταξάς Ιωάννης, Το προσωπικό του ημερολόγιο (τόμος Δ2), σελ. 513-514.
[42] Παπαδάκης Βασίλειος, Διπλωματική Ιστορία του ελληνικού πολέμου 1940-1945, σελ. 99-101.
.
0 comments