Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Ανάγκη για άμεση παρέμβαση ΥΕΘΑ, πρωθυπουργού… ίδια εξοπλιστικά λάθη με την μετά τα Ίμια εποχή

Ήταν η περίοδος αμέσως μετά την κρίση των Ιμίων, με τη γνωστή διαχείριση και τα γνωστά μακροχρόνια αποτελέσματα για την ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική. Ο υπουργός Άμυνας είχε αλλάξει και ο τότε νέος, ο Άκης Τσοχατζόπουλος, θεωρούμενος ως δεύτερο ισχυρότερο στέλεχος στο κυβερνών ΠΑΣΟΚ, είχε εξασφαλίσει από τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη την άδεια να προχωρήσει στην εκτέλεση ενός γιγαντιαίου για τα ελληνικά δεδομένα εξοπλιστικού προγράμματος.

Του Ζαχαρία Β. Μίχα
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)

Τα όσα ακολούθησαν έχουν καταγραφεί από την Ιστορία. Διαφθορά, φυλακίσεις δύο πρώην υπουργών και άλλων αξιωματούχων που ασχολήθηκαν με τα εξοπλιστικά. Όμως, τα όπλα που αγοράστηκαν εκείνη την εποχή αποτέλεσαν τον πυρήνα της ελληνικής αποτρεπτικής και αμυντικής αξιοπιστίας στην τρέχουσα κρίση με την Τουρκία (Type 214, Leopard 2HEL, Mirage 2000-5 με SCALP EG, EMB-145H Embraer κ.λπ.).

Η Ελλάδα σήμερα ξανά “τρέχει” να εξοπλιστεί. Τίποτε δεν διασφαλίζει όμως, ότι τα λάθη της μετά τα Ίμια εποχής δεν θα επαναληφθούν. Διότι όπως φαίνεται δεν είναι θέμα του ποιος είναι στην εξουσία. Το πρόβλημα είναι αυτή καθαυτή η ροπή του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα στελεχών των κομμάτων εξουσίας και των αρμόδιων υπηρεσιών να χρησιμοποιούν τη θέση τους για να προσωπικό πλουτισμό.

Ο Κώστας Σημίτης, με την εν γένει παρουσία του στην πολιτική πριν αναλάβει την πρωθυπουργία, είχε με τη στάση του πείσει την τουρκική πολιτική ηγεσία ότι μπορούσε να στήσει μία κρίση για να προωθήσει τις επεκτατικές διεκδικήσεις της, χωρίς να φοβάται ότι αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολεμική σύγκρουση.

Ο αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων Ισμαήλ Χακί Καρανταγί ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός όσον αφορά την απόφαση για κλιμάκωση και πρόκληση θερμού επεισοδίου. Η πρωθυπουργός Τανσού Τσιλέρ ανέλαβε, όμως, το ρίσκο και η ελληνική αντίδραση δυστυχώς την δικαίωσε.

Όλα δείχνουν πως η ρητορική Σημίτη, καθώς και η θέση (καταγράφονται σε βιβλίο του) υπέρ της μείωσης των αμυντικών δαπανών είχε οδηγήσει την τουρκική ηγεσία στο συμπέρασμα ότι οι πιθανότητες επιτυχούς έκβασης ενός θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα ήταν πολύ αυξημένες.

Μεταφερόμαστε στο σήμερα, καθώς η ομοιότητα με την περίοδο προς της κρίσης στα Ίμια είναι σχεδόν σκανδαλιστική. Το “δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού” αποδείχθηκε πως δεν λέει και πολλά στο ελλαδικό πολιτικό σύστημα. Με τη δικαιολογία της οικονομικής κρίσης, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εγκαταλείφθηκαν για σχεδόν μία 15ετία.

Δεν προχώρησαν καν οι αναγκαίες συντηρήσεις και αναβαθμίσεις μέσης ζωής των κύριων οπλικών συστημάτων που είχαν αγοραστεί, με αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωσή τους. Επίσης, οι επιπτώσεις της ολιγωρίας στην αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης έχουν καταγραφεί. Γι’ αυτό ξανά τρέχουμε…

Την περίοδο μετά την κρίση στα Ίμια, η δικαιολογία της ταχείας υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων ήταν η εθνική ανάγκη. Το ΚΥΣΕΑ απλώς επικύρωνε αποφάσεις και διαδικασίες που είχαν προωθηθεί από την τότε Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών με επικεφαλής τον καταδικασθέντα Ιωάννη Σμπώκο.

Εκ των υστέρων έγιναν γνωστά πολλά και συνταρακτικά, μέσω των διαδικασιών διερεύνησης των υποθέσεων από τη Δικαιοσύνη. Είναι κοινό μυστικό ότι η όποια κάθαρση πραγματοποιήθηκε αντιστοιχεί σε πολύ μικρό μέρος της διαφθοράς που είχε συνοδεύσει εκείνες τις αγορές οπλικών συστημάτων.

Σήμερα, η χώρα προχωράει με γρήγορα βήματα σε αποφάσεις για νέους εξοπλισμούς. Το κάνει με διαδικασίες που προκαλούν σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό του υπουργείου Άμυνας. Για να καλυφθούν όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις, κυρίως τα Επιτελεία, προωθούνται εξοπλιστικά προγράμματα (π.χ. τα μαχητικά Rafale) με την ψήφιση ξεχωριστών νόμων.

Κι αυτό για να μην σέρνονται εν συνεχεία στα δικαστήρια οι εμπλεκόμενοι που κλήθηκαν να νομιμοποιήσουν εκ των υστέρων αποφάσεις που ελήφθησαν σε πολιτικό επίπεδο με την αιτιολογία της εθνικής ανάγκης και της αποκαλούμενης εξοπλιστικής διπλωματίας. Χωρίς δηλαδή να έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται στον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό.

Αντικειμενικές δυσκολίες έχουν ανακύψει και λόγω του αποδεδειγμένα δυσλειτουργικού “νόμου Βενιζέλου”. Όταν, όμως, ένας νόμος προκαλεί προβλήματα, η λύση δεν είναι να περνάει κι ένας νόμος για κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η λύση είναι να αλλάξει το νομικό πλαίσιο, ώστε η διαδικασία να καταστεί λειτουργική.

Ας σημειωθεί ότι έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία σχετικού νομοσχεδίου, αλλά παραμένει στο συρτάρι για μια τριετία. Ακόμα δεν έχει κατατεθεί στη Βουλή. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί προκαλεί σύγχυση στην κοινή γνώμη. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι οι φορολογούμενοι που σε εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες πληρώνουν τον επανεξοπλισμό της Ελλάδας.

Ένα παράδειγμα είναι η απόκτηση μιας μοίρας αμερικανικών μαχητικών πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II. Η σύγχυση που επικρατεί είναι απόλυτη. Γράφεται ότι ξαφνικά προωθείται για να προλάβει ή να συμβαδίσει με τη συμφωνία “πακέτο” για τα ναυπηγεία που θα οδηγήσει στη ναυπήγηση αμερικανικών φρεγατών MMSC. Γράφτηκε ακόμα και ότι στις 6 Νοεμβρίου εστάλη LoR (Letter of Request) στις ΗΠΑ.

Η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Το συγκεκριμένο έγγραφο (LoR for P&A) εστάλη το 2017 στις ΗΠΑ, μαζί με αίτημα που αφορά στο αν και κατά πόσον αποδεσμεύεται το οπλικό σύστημα για πώληση στην Ελλάδα και σε ποια τιμή. Κι αντί η δημοσιογραφική έρευνα να εστιάσει στο για ποιον λόγο η απάντηση καθυστέρησε τόσο πολύ από τις ΗΠΑ, αυτό που κατά κανόνα προκύπτει είναι η πλημμελής γνώση των πραγματικών στοιχείων.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το έγγραφο δεν είχε σταλεί από την κατά νόμον αρμόδια Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων, αλλά απευθείας από την Πολεμική Αεροπορία! Τυπικά αυτή η κίνηση ήταν δικαιολογημένη, καθώς αφορούσε ερώτημα προς τους Αμερικανούς εάν αποδεσμεύσουν τα μαχητικά F-35 και σε ποια τιμή (P&A: Price and Availability).

Όλες οι διαδικασίες τηρήθηκαν από την Πολεμική Αεροπορία και αναμενόταν η απάντηση. Οι διαδικασίες δεν τηρήθηκαν για την προμήθεια των ελικοπτέρων Sikorsky του Ναυτικού επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με αρχηγό ΓΕΕΘΑ τον ναύαρχο Αποστολάκη, καθόσον αφορούσε επίσημο αίτημα προμήθειας και όχι απλά διερεύνηση διαθεσιμότητας και τιμής.

Όπως με προβληματική διαδικασία τώρα δρομολογείται η υπόθεση των αμερικανικών φρεγατών MMSC. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουν ανακύψει τυπικά και ουσιαστικά ζητήματα, καθόσον η εκκρεμούσα στο γραφείο του υπουργού Άμυνας LoR (επίσημο αίτημα) αφορά τρία διαφορετικά πράγματα: Πρώτον, προμήθεια φρεγατών, δεύτερον, αναβάθμιση υφισταμένων φρεγατών (MEKO 200) τρίτον και την προμήθεια ή χρήση άλλων φρεγατών ως “ενδιάμεση λύση”.

Η λογική του “πακέτου”, που είναι αμφίβολο αν συνάδει με το πνεύμα της αμερικανικής νομοθεσίας περί αμυντικών προμηθειών (Defense Acquisition Regulation System), είναι τουλάχιστον προβληματική. Ας σημειωθεί ότι για να εγκριθεί η προμήθεια ενός οπλικού συστήματος προβλέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες από το θεσμικό κείμενο, ονόματι “Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός”. Δεν είναι καθόλου απίθανο στο μέλλον να προκύψει και νομική διερεύνηση.

Αυτά αποτελούν μικρά παραδείγματα της προβληματικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στον τομέα των εξοπλισμών. Η Ελλάδα δεν δείχνει να έχει “χωνέψει” τα διδάγματα της εποχής που ακολούθησε την κρίση στα Ίμια. Επαναλαμβάνουμε ότι οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι αυταπόδεικτα προβληματικές.

Εάν ο υπουργός Άμυνας δεν κινηθεί άμεσα με την απόλυτη στήριξη του Μεγάρου Μαξίμου, ώστε να επιβληθεί η τήρηση των διαδικασιών και να προωθηθεί προς ψήφιση το νομοσχέδιο που εκκρεμεί, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να ξαναζήσει παρόμοιες περιπέτειες. Γι’ αυτό υποστηρίχθηκε νωρίτερα ότι το “δις εξαμαρτείν” δεν φαίνεται να λέει και πολλά στους αρμοδίους…

Πηγή: https://www.defence-point.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου