Γιώργος Σκαφιδάς
Παρά τις τουρκικές μονομερείς και προκλητικές δραστηριότητες που συνεχίζονται, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποχαιρετούν το 2020 έχοντας δώσει νέα πίστωση χρόνου στην αναθεωρητική Τουρκία των Ερντογάν και Μπαχτσελί, με χρονικό ορίζοντα πλέον τον Μάρτιο του 2021… και βλέπουμε. Αναγνωρίζουν μεν ότι η Άγκυρα «έχει κλιμακώσει τη ρητορική της κατά της ΕΕ, κρατών μελών της ΕΕ και ευρωπαίων ηγετών», όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το 2020, αλλά επιμένουν να την καλοπιάνουν, μέσα από την προσφορά ενός θετικού θεματολογίου ΕΕ-Τουρκίας που εξακολουθεί να ισχύει.
Οι λόγοι που παρουσιάζονται ως επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας θέσης, πολλοί και… αμφιλεγόμενοι:
-Επειδή «αποτελεί στρατηγικό συμφέρον για την ΕΕ η ανάπτυξη μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία», όπως έχουν σημειώσει κατ’ επανάληψη οι ηγεσίες των «27».
-Επειδή ενδεχόμενες κυρώσεις κατά της Τουρκίας, εάν επιβάλλονταν, ίσως να είχαν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.
-Επειδή ένας νέος κύκλος κλιμακούμενης έντασης με τη ΝΑΤΟική Άγκυρα ίσως να ωθούσε την τελευταία ακόμη πιο κοντά στη Ρωσία, προς μεγάλη απογοήτευση της Δύσης.
-Ευρωπαϊκά επιχειρήματα ίδια με τα τουρκικά
Η γνωστή για τη φιλοτουρκική της στάση, Νάταλι Τότσι, έγραφε στις 14 Δεκεμβρίου, μόλις λίγα 24ωρα έπειτα από την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, ότι είναι η ΕΕ εκείνη που θα πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα προς την πλευρά της Τουρκίας («it is the Union that must make the first move») αναζητώντας τρόπους αποκατάστασης των μεταξύ τους δεσμών. Ως σύμβουλος του επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, και διευθύντρια του ιταλικού Istituto Affari Internazionali, η Τότσι είναι σαφές ότι δεν εκφράζει απλώς προσωπικές απόψεις, όπως σημείωνε η ίδια σε άλλες πρόσφατες συνεντεύξεις της, αλλά αντιθέτως τάσεις που καταλήγουν στην πράξη να καθορίζουν και τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων… υπέρ της Τουρκίας και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η επίμαχη επιχειρηματολογία ωστόσο, αν και «ευρωπαϊκή», «τυχαίνει» να ταυτίζεται με την επιχειρηματολογία της ιδίας της τουρκικής ηγεσίας. Διότι είναι ο Ερντογάν, οι υπουργοί του και τα διάφορα φερέφωνά τους (SETA) που διαμηνύουν εδώ και καιρό ότι ενδεχόμενες κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας δεν πρόκειται να έχουν κανένα αποτέλεσμα ή ότι η ΕΕ θα πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα προς την πλευρά της Άγκυρας. Κι αυτό, ενώ είναι οι ίδιοι που παράλληλα εκβιάζουν τη Δύση με αιχμή τη ρωσοτουρκική προσέγγιση, το προσφυγικό και την εργαλειοποίηση των τουρκικών/μουσουλμανικών μειονοτήτων εντός της ΕΕ. Οι Τούρκοι ποντάρουν μονομερώς στην όξυνση προβλημάτων (Λιβύη, Συριακό, Κυπριακό, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, προσφυγικό, ενδοΝΑΤΟική κρίση) για να μπορούν εν συνεχεία να αξιοποιούν τα όποια οξυμένα προβλήματα ως μοχλό πίεσης έναντι «συμμάχων» και «εταίρων», διεκδικώντας ανταλλάγματα προκειμένου να «επιλύσουν» όσα οι ίδιοι προκάλεσαν. Θεωρούν πως η Τουρκία ενισχύει έτσι τη διαπραγματευτική της θέση στη διεθνή σκηνή, εάν δηλαδή η «επίλυση» των όποιων διεθνών προκλήσεων περνάει μέσα από την ίδια και από τις αποφάσεις της τουρκικής ηγεσίας. Πολλοί Ευρωπαίοι, αν και βλέπουν το «δίπορτο» της Άγκυρας, επιμένουν να κάνουν τα στραβά μάτια, ενδεχομένως με την ελπίδα ότι η τουρκική ηγεσία για κάποιο λόγο κάποια στιγμή θα αλλάξει στάση.
Δυσοίωνες προβλέψεις
Οι προβλέψεις, ωστόσο, αναφορικά με τη στάση που αναμένεται να υιοθετήσει η Τουρκία τη χρονιά που έρχεται, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Κάθε άλλο.
Η διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) στις 15 Δεκεμβρίου, με συντονιστή τον κάθε άλλο παρά τυχαίο Νίκολας Ντάνφορθ, ήρθε να αποτυπώσει έναν κλίμα όχι θετικών προσδοκιών αλλά – αντιθέτως – εντεινόμενης ανησυχίας, υπό την έννοια ότι και οι τρεις – επίσης κάθε άλλο παρά τυχαίοι – ομιλητές (ο Ανρί Μπάρκεϊ, ο Ράιαν Τζιντζέρας και η Κάρολιν Ρόουζ) εμφανίστηκαν να προσεγγίζουν ως σχεδόν δεδομένη τη διατήρηση, εάν όχι και την κλιμάκωση, της έντασης από την πλευρά της Άγκυρας, με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει μια τέτοια ένταση και για τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο (έπειτα από την πολιτική επικράτηση του Ερσίν Τατάρ στα κατεχόμενα και τις πολυήμερες βόλτες του Oruç Reis εντός των ορίων της διεκδικούμενης από την Ελλάδα υφαλοκρηπίδας).
Είναι αξιοσημείωτη η αντίθεση καθώς η Ευρωπαία Νάταλι Τότσι από τη μία πλευρά καλεί την Ευρώπη «να κάνει το πρώτο βήμα» προς την Τουρκία μέσα από την ιστοσελίδα του ιταλικού Istituto Affari Internazionali, ενώ ο Αμερικανός Νίκολας Ντάνφορθ από την άλλη (ως ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ πλέον) καλεί τις ΗΠΑ «να αφήσουν την Τουρκία να φύγει» μέσα από την ιστοσελίδα του Foreign Policy υποστηρίζοντας ότι «η επαναπροσέγγιση θα είναι δύσκολη», ότι «ο Μπάιντεν δεν μπορεί να περιμένει βοήθεια από τον Ερντογάν», ότι η τουρκική ηγεσία προσεγγίζει πια τη Δύση κατά τρόπο ανταγωνιστικό-εχθρικό κ.ά.
Διόλου τυχαία, περίπου την ίδια ώρα, πίσω στην Τουρκία, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, πλην του φιλοκουρδικού HDP, θα καταδίκαζαν με κοινή ανακοίνωσή τους τις κυρώσεις που είχε ανακοινώσει νωρίτερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η αμερικανική κυβέρνηση σε βάρος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας (SSB).
Στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής
Με εξαιρετικά μελανά χρώματα προσεγγίζουν ωστόσο τη «στρατιωτικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής» ή τον «ακτιβισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής» ακόμη και γερμανικά ινστιτούτα, όπως είναι για παράδειγμα το Institute for International and Security Affairs (SWP), υπογραμμίζοντας ότι όσα προκλητικά βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια από την πλευρά του καθεστώτος Ερντογάν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά αλλά – αντιθέτως – κομμάτια ενός ευρύτερου επεκτατικού σχεδίου.
Ενός αναθεωρητικού τουρκικού σχεδίου που μένει να φανεί εάν και κατά πόσο θα μπορούσε στην πράξη να οδηγήσει σε νέες «συγκρούσεις» με τις ΗΠΑ μέσα στο 2021, ειδικά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφασίσουν να ενισχύουν την παρουσία τους στη «στρατηγική» περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως προτείνει για παράδειγμα ο άλλοτε πρέσβης των ΗΠΑ στην Άγκυρα Έρικ Έντελμαν, αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα όπως όντως επιθυμούν βάσει όσων έχει ήδη δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα της η «Άμυνα και Διπλωματία».
Αμερικανικό Κογκρέσο εναντίον Ερντογάν
Το αμερικανικό Κογκρέσο ασκεί πια – διακομματικά – σκληρή κριτική στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για μια σειρά από «αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες» που «υπονομεύουν τη ΝΑΤΟική συμμαχία». Δεν είναι μόνο οι ρωσικοί S-400. Είναι επίσης: η ανοιχτή στήριξη του τουρκικού καθεστώτος προς την Χαμάς και τον Ισμαήλ Χανίγια (βλέπε κεντρική φωτό, μαζί με τον Ερντογάν), οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των συμμάχων (local partners) των ΗΠΑ στη Συρία, οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της ιδίας της Τουρκίας από ένα καθεστώς που κινείται πια σε καθαρά αντι-δημοκρατικές κατευθύνσεις κ.ά.
Κατά τα λοιπά, αξίζει ίσως να σημειωθεί και κάτι άλλο, ενδεικτικό των διαθέσεων: το γεγονός ότι έως και τις 17 Δεκεμβρίου, σχεδόν 45 ημέρες έπειτα από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι Μπάιντεν και Ερντογάν δεν είχαν καν ακόμη μιλήσει στο τηλέφωνο…
Πηγή: amynanet.gr δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο "Όλα προμηνύουν ένα πολύ δύσκολο 2021 στις σχέσεις της Δύσης με την Τουρκία"
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com
0 comments