Το λεπτομερές άρθρο αναφέρεται αρχικά στο ιστορικό του προγράμματος LCS, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Αναφέρεται επίσης στη φιλοσοφία κάλυψης συγκεκριμένων επιχειρησιακών αναγκών που οδήγησαν στο πρόγραμμα LCS, όπως και στα κόστη, αποδίδοντας παράλληλα έμφαση στους συμβιβασμούς που τελικά υιοθετήθηκαν στην εξέλιξη του προγράμματος. Εν συνεχεία αναλύει το πώς ακριβώς έχει καθορίσει το Ναυτικό των ΗΠΑ τα Επίπεδα Επιβιωσιμότητας Ι/ΙΙ και ΙΙΙ. Ας δούμε τι λέει αυτή η ανάλυση:
Ήδη από τις 23 Σεπτεμβρίου 1988, το Γραφείο του CNO είχε εκδώσει την Οδηγία (OPNAVINST) 9070.1, για την πολιτική επιβιωσιμότητας των πλοίων επιφανείας του USN. Η Οδηγία αρχικά αναφέρει: “Τα πολεμικά πλοία αναμένεται να εκτελούν επιθετικές αποστολές, να υφίστανται καταστροφές μάχης και να επιβιώνουν. Ως τέτοια, το όλο πλοίο, το οποίο συμπεριλαμβάνει τα οπλικά συστήματα, το κύτος, τα μηχανικά και ηλεκτρικά συστατικά, πρέπει να είναι επαρκώς προστατευμένο για να αντέξει σε καθορισμένα επίπεδα απειλής”.
Και συνεχίζει: Τεχνικές ενίσχυσης, όπως ο διαχωρισμός και η εφεδρικότητα του εξοπλισμού, οι διευθετήσεις και η προστασία του προσωπικού, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της προσπάθειας. Η εκπαίδευση στον Έλεγχο Καταστροφών και την Πυρόσβεση (DC/FF) και η σχετιζόμενη διατήρηση των χαρακτηριστικών επιβιωσιμότητας του πλοίου αποτελούν επίσης ουσιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση διαρκούς ικανότητας». Ακολούθως, το έγγραφο διακρίνει τρία επίπεδα επιβιωσιμότητας:
Το Επίπεδο I αντιπροσωπεύει το λιγότερο δριμύ αναμενόμενο περιβάλλον και αποκλείει την ανάγκη ενισχυμένης επιβιωσιμότητας για καθορισμένες κλάσεις πλοίων, δηλαδή να διατηρούν τη δυνατότητα διεξαγωγής επιχειρήσεων στην περιοχή εγγύς της εμπλεκόμενης Ομάδας Μάχης ή στη γενική περιοχή θαλάσσιου πολέμου. Σ’ αυτή την κατηγορία, η ελάχιστη απαιτούμενη δυνατότητα της σχεδίασης θα έχει προβλέψεις, εκτός από την εγγενή αποστολή αξιοπλοΐας, για Ηλεκτρομαγνητικό Παλμό (EMP) και αντοχή σε εκρήξεις, ατομική προστασία κατά Βιολογικών, Χημικών και Ραδιολογικών απειλών, συμπεριλαμβάνοντας σταθμούς απολύμανσης, ικανότητα DC/FF, δυνατότητα ελέγχου και ανάκαμψης από πυρκαγιές και συμπερίληψη της ικανότητας επιχειρήσεων σε περιβάλλον μεγάλου γεωγραφικού πλάτους». Στο Επίπεδο αυτό ανήκουν τα περιπολικά πλοία κλάσης Cyclone, τα πλοία ναρκοπολέμου, στρατηγικής θαλάσσιας μεταφοράς, μεταφοράς υλικού και όλα τα λοιπά βοηθητικά πλοία και σκάφη.
Το Επίπεδο II αντιπροσωπεύει επαυξημένη δριμύτητα για να συμπεριλάβει την ικανότητα επιχειρήσεων κατά την υποστήριξη Ομάδας Μάχης και στη γενική περιοχή θαλάσσιου πολέμου. Αυτό το επίπεδο πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα παρατεταμένων πολεμικών επιχειρήσεων μετά από πρόσκρουση όπλων. Οι δυνατότητες πρέπει να περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις του Επιπέδου Ι και επιπλέον την εφεδρικότητα των κύριων και βοηθητικών συστημάτων, σύστημα συλλογικής προστασίας, βελτιωμένη δομική ακεραιότητα και υποδιαίρεση, προστασία κατά θραυσμάτων, μείωση υπογραφών, προστασία από συμβατική και πυρηνική εκτόνωση και αντοχή σε πυρηνικά όπλα». Εδώ ανήκουν οι FFG κλάσης Oliver Hazard Perry, τα πλοία αμφίβιου πολέμου και Ανεφοδιασμού Εν Πλω (UNREP).
Το Επίπεδο ΙΙΙ, το δριμύτερο προβλεπόμενο περιβάλλον για τις Ομάδες Μάχης, πρέπει να περιλαμβάνει τις απαιτήσεις του Επιπέδου II και επιπλέον την ικανότητα αντιμετώπισης των ευρέως εκφυλιστικών αποτελεσμάτων καταστροφής από Βλήματα Πλεύσης Εναντίον Πλοίων (ASCM), τορπίλες και νάρκες. Το Επίπεδο αυτό περιλαμβάνει τα αεροπλανοφόρα και τις κύριες μονάδες μάχης επιφανείας, δηλαδή τα καταδρομικά και αντιτορπιλικά.
Όσον αφορά το πρόγραμμα LCS σε ό,τι αφορά κόστη και τα πραγματικά επίπεδα επιβιωσιμότητας αναφέρεται: Με προβλεπόμενο κόστος μονάδας $250 εκατ. δολ. (που στο μεταξύ είχε αυξηθεί σε 400 εκατ. δολ.), το LCS δεν μπορούσε να ναυπηγηθεί με πρότυπα επιβιωσιμότητας υψηλότερα αυτών του Επιπέδου I και δεν αναμενόταν να συνεχίσει να μάχεται μετά από πλήγμα. Όπως αναφέρεται στη συνέχεια, η σχεδίαση του LCS ουσιαστικά ακολουθούσε εμπορικά πρότυπα!
Οι σχεδιαστές του πλοίου ήταν πεπεισμένοι ότι αδυνατούσαν να επιτύχουν τους στόχους κόστους του προγράμματος LCS με αυστηρότερα πρότυπα επιβιωσιμότητα. Κατά συνέπεια, σε εγχειρίδια κατά τον χρόνο έναρξης του προγράμματος, γίνεται αναφορά σε “επιβιωσιμότητα του πληρώματος” και όχι του πλοίου.
Με την πάροδο του χρόνου, το USN άρχισε σταδιακά να προσεγγίζει το ζήτημα της επιβιωσιμότητας του LCS με διαφορετικό τρόπο και να αναφέρεται λιγότερο στα πρότυπα του Επιπέδου I και περισσότερο σε μία “ολιστική προσέγγιση στην επιβιωσιμότητα, με αναφορές στην ευπάθεια, την τρωτότητα και την ανακτησιμότητα”. Ειδικότερα, το LCS θα απεμπολούσε τη θωράκιση και την εκτεταμένη διαμερισμάτωση υπέρ της ταχύτητας, της ευελιξίας, της χαμηλής παρατηρησιμότητας και του ελιγμού με οργανικούς αισθητήρες και όπλα, καθώς και της δυνατότητας Δικτυωμένης Ισχύος (FORCEnet).
Παρά τις όποιες βελτιώσεις, στην έκθεση έτους 2012 (σελ. 167) του γραφείου Διευθυντή Επιχειρησιακών Δοκιμών και Αξιολόγησης (DOT&E) του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, εξακολουθούσε να αναφέρεται ρητά: Το LCS δεν αναμένεται να είναι (επι)βιώσιμο, υπό την έννοια ότι δεν αναμένεται να διατηρεί δυνατότητα εκτέλεσης αποστολής μετά από σημαντικό πλήγμα σε εχθρικό περιβάλλον μάχης. Διότι όπως έχουν υπογραμμίσει στελέχη του USN, πλήγμα βαρείας τορπίλης ή ASCM τερματικής ταχύτητας Mach 2-3 θα επηρέαζε καθοριστικά τη δυνατότητα εκτέλεσης παρατεταμένων επιχειρήσεων ακόμη και καταδρομικού κλάσης Ticonderoga, με επιβιωσιμότητα μάχης Επιπέδου III. Όχι απλά ενός LCS.
Ίσως όχι τυχαία, στις 13 Σεπτεμβρίου 2012 εκδόθηκε η αναθεωρημένη OPNAVINST 9070.1A, στην οποία ως επιβιωσιμότητα οριζόταν “η ικανότητα του πλοίου να απορροφά καταστροφές και να διατηρεί την ακεραιότητα της αποστολής του“. Ως επιβιωσιμότητα οριζόταν “το μέτρο τόσο της δυνατότητας του πλοίου, των κρίσιμων για την αποστολή συστημάτων και του πληρώματος να εκτελέσουν τις πολεμικές αποστολές που του έχουν ανατεθεί, όσο και της προστασίας που παρέχεται στο πλήρωμα ώστε να αποφύγουν σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο”.
Με τον τρόπο αυτό η επιβιωσιμότητα αποσυνδέθηκε αποκλειστικά από την τρωτότητα και συνδυάσθηκε με τις επιχειρησιακές δυνατότητες του πλοίου. Αντί να ενισχυθεί περαιτέρω η επιβιωσιμότητα του LCS, επεκτάθηκε ο ιδιαίτερος τρόπος αξιολόγησής της σε όλες τις μονάδες επιφανείας του USN!
Με τα νέα δεδομένα, η επιβιωσιμότητα του LCS είναι προφανώς υπέρτερη εκείνης των περιπολικών πλοίων κλάσης Cyclone, των πλοίων ναρκοπολέμου, στρατηγικής θαλάσσιας μεταφοράς, μεταφοράς υλικού και όλων των λοιπών βοηθητικών πλοίων και σκαφών του πρώην Επιπέδου I. Ακόμη κι έτσι όμως, σε επίσημα έγγραφα του USN αναγνωρίζεται ότι το LCS δεν προβιβάσθηκε στο πρώην Επίπεδο II, αλλά σ’ ένα ενδιάμεσο, ανύπαρκτο στην πραγματικότητα επίπεδο, το οποίο αποκαλείται “Επίπεδο I+”…
Το επίπεδο αυτό υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δυνατότητα του LCS να επιστρέφει με ίδιες δυνάμεις στη βάση του μετά από εχθρικό πλήγμα, όχι όμως να συνεχίσει να μάχεται. Ως κύριο αίτιο της ανεπαρκούς επιβιωσιμότητας του LCS θεωρείται η έλλειψη επαρκούς οριζόντιας και κατακόρυφης διαμερισμάτωσης, η οποία -και εδώ απαιτείται προσοχή- είναι ανεξάρτητη της ναυπήγησης της υπερκατασκευής της κλάσης Freedom ή ολόκληρου του πλοίου της κλάσης Independence, από αλουμίνιο.
Δεδομένου ότι η επιβιωσιμότητα του LCS δεν υπήρξε ποτέ συγκρίσιμη αυτής της φρεγάτας κλάσης Oliver Hazard Perry και ότι από την ένταξη σε υπηρεσία της τελευταίας έχουν παρέλθει πάνω από 40 χρόνια εξέλιξης στη σχεδίαση των ναυτικών μονάδων, εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι η επιβιωσιμότητα του LCS είναι σαφώς υποδεέστερη των φρεγατών σύγχρονης σχεδίασης.
Πιθανότατα όχι τυχαία, στις 17 Νοεμβρίου 2017 εκδόθηκε η αναθεωρημένη OPNAVINST 9070.1B, η οποία αναφέρει πλέον ότι “Η επιβιωσιμότητα πρέπει να θεωρείται θεμελιώδης σχεδιαστική απαίτηση όχι μικρότερης σημασίας από άλλα χαρακτηριστικά του πλοίου και δε θεωρείται με όρους δυνατοτήτων”, σε αντίθεση με την προηγούμενη έκδοση, σύμφωνα με την οποία “…η επιβιωσιμότητα θεωρείται πλέον με όρους δυνατοτήτων αντί χαρακτηριστικών”, αναγνωρίζοντας έμπρακτα ότι “η μείωση της ευπάθειας δεν υποκαθιστά αυτήν της τρωτότητας”.
Τον Οκτώβριο 2014 ολοκληρώθηκε η Δοκιμή Ολικής Επιβιωσιμότητας Πλοίου (TSST), μέρος του προγράμματος Δοκιμής με Πραγματικά Πυρά και Αξιολόγησης (LFT&E), το οποίο με τη σειρά του αποτελεί τμήμα της φάσης Δοκιμών Ανάπτυξης και Αξιολόγησης (DT&E). Η TSST αποσκοπεί στην αξιολόγηση της επιβιωσιμότητας και φονικότητας των συστημάτων που αποτελούν αντικείμενο προγραμμάτων πρόσκτησης αμυντικού υλικού και στη διαπίστωση ανεπαρκειών στη σχεδίασή τους, ώστε να εξαλειφθούν πριν την έναρξη της φάσης πλήρους παραγωγής ή την ένταξη των συστημάτων σε υπηρεσία.
Στη δοκιμή συμμετείχε το FORT WORTH (LCS-3) κλάσης Freedom και παρά τις αρχικές γενικόλογες επιδοκιμασίες, τα αποτελέσματά της, όπως αποκαλύφθηκαν σε γραπτή δήλωση του Διευθυντή OT&E Dr. J. Michael Gilmore προς την Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας των ΗΠΑ την 1η Δεκεμβρίου 2016, ήταν απογοητευτικά:
“Με την πρόσκρουση των πρώτων όπλων στο πλοίο και πριν καταστεί εφικτή η αντίδραση του πληρώματος, εκδηλώθηκε απώλεια δυνατότητας για εκτέλεση επιχειρήσεων, την οποία επιδείνωσε η έλλειψη επαρκούς εφεδρικότητας των συστημάτων που θα εξασφάλιζαν την ανάκτησή της”.
Προέκυψε επίσης ότι με ορισμένες μετασκευές που δεν απαιτούσαν εκτενείς δομικές τροποποιήσεις, όπως είναι ο διαχωρισμός των υδραυλικών μονάδων παροχής ισχύος στους υδροπροωθητές (water jets), η επανασχεδίαση του Συστήματος Παρακολούθησης και Ελέγχου Μηχανοστασίου (MPCMS) και η αναδιάταξη του συστήματος παροχής ψυχρού ύδατος για το διαχωρισμό των μονάδων κλιματισμού, θα μπορούσε σε ένα βαθμό να μειωθεί η τρωτότητα και να ενισχυθεί η ανακτησιμότητα του πλοίου, όμως το USN αποφάσισε να μην τις ενσωματώσει στις μελλοντικές μονάδες.
Διευκρινίζεται ότι κατά τη διάρκεια της TSST ασφαλώς δεν βάλλονται πραγματικά όπλα κατά του πλοίου, όμως το πλήρωμα υποχρεούται να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες ελέγχου καταστροφών υπό πραγματικές συνθήκες μάχης. Παρά το γεγονός ότι η απόδοση του πληρώματος ήταν εξαιρετική, σε κάθε περίπτωση προκλήθηκαν σημαντικές καταστροφές στο LCS-3, το οποίο έχανε πλήρως τη δυνατότητα επιχειρήσεων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώθηκε απώλεια και του ίδιου του πλοίου.
Το USN θεωρεί ότι δεν είναι πιθανό να προκληθούν μείζονες καταστροφές στην υπερκατασκευή από αλουμίνιο στην περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς σε ένα άθικτο διαμέρισμα, όμως η υπόθεση αυτή πάσχει στο μέτρο που λαμβάνει ως δεδομένο ότι πλήγμα ASCM πρόκειται να αφήσει άθικτη την αντιπυρική μόνωση και τα συστήματα πυρόσβεσης του συγκεκριμένου διαμερίσματος.”
Παραθέσαμε τα κατά τη γνώμη μας πιο σημαντικά κομμάτια της εργασίας. Αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα από τις επίσημες αμερικανικές πηγές που χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος, οφείλουν να αξιολογηθούν από την ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού που έχει την ευθύνη θα δώσει ολοκληρωμένη εικόνα στην πολιτική ηγεσία. Η τελευταία έχει την ευχέρεια να αξιολογεί με πολιτικούς όρους και να προτείνει.
Οι συμβιβασμοί όμως έχουν όρια που ορίζονται από τις επιχειρησιακές ανάγκες του Στόλου, σε μια χώρα που δεν έχει την πολυτέλεια του λάθους λόγω ανεπάρκειας εξοπλιστικών κονδυλίων. Διότι όλοι πρέπει επιτέλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Κι όποιος το προτιμά, μπορεί να συνεχίσει να κάνει τον απολογητή του οποιουδήποτε.
0 comments