Γιώργος Σκαφιδάς
Ήταν αρχές Αυγούστου του 2017 όταν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου επισκέφθηκε το Πεκίνο, «συσφίγγοντας» τους δεσμούς ανάμεσα σε Τουρκία και Κίνα, όπως έγραφε τότε το κρατικό τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu. «Βλέπουμε την ασφάλεια της Κίνας ως δική μας ασφάλεια, και δεν επιτρέπουμε καμία αρνητική δραστηριότητα ενάντια στην Κίνα, ούτε εντός των συνόρων μας, ουτε στην περιοχή μας», είχε διαμηνύσει τότε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας από την κινεζική πρωτεύουσα (στην οποία θα επέστρεφε και το καλοκαίρι του 2018), έχοντας στο πλευρό του τον Κινέζο ομόλογό του, Γουάνγκ Γι.
Σχεδόν τριάμισι χρόνια μετά, το θέμα των σινοτουρκικών δεσμών παραμένει επίκαιρο, λόγω πανδημίας πια, αλλά και δια της πλαγίας οδού: μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Ο νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, είχε τηλεφωνική συνομιλία στις 28 Ιανουαρίου με τον Μπγιορν Ζάιμπερτ, στενό σύμβουλο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προέδρου της Κομισιόν. Στο πλαίσιο της συνομιλίας τους, Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες «συμφώνησαν να εργαστούν μαζί πάνω σε ζητήματα που προκαλούν κοινή ανησυχία» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εντάσσοντας μάλιστα μεταξύ αυτών των ζητημάτων «την Κίνα και την Τουρκία», όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Το Politico έγραφε για τον Μπγιορν Ζάιμπερτ, προ μηνών, πως είναι ένας από «τους πιο ισχυρούς Γερμανούς» στις Βρυξέλλες. Ο ίδιος, ως δεξί χέρι της (επίσης Γερμανίδας) Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπηρετεί επισήμως την Κομισιόν, κι όχι τη γερμανική κυβέρνηση. Πλην όμως η γενικότερη στάση του Βερολίνου τόσο απέναντι στην Κίνα (συνολική επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας, γερμανικές εξαγωγές) όσο και απέναντι στην Τουρκία (γερμανικά υποβρύχια, business as usual) δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με το εάν και κατά πόσο οι Γερμανοί όντως συμμερίζονται τις «σινο-τουρκικές» ανησυχίες της διοίκησης Μπάιντεν.
Για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πάντως, Κίνα και Γερμανία ξεχωρίζουν ως οι δύο μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας. Όσο για την κινεζική «απόβαση» στην Τουρκία, εκείνη έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια ποικιλοτρόπως: μέσα από κινεζικές επενδύσεις σε λιμάνια (Kumport), σε εργοστάσια (Hunutlu Thermal Power Plant στα Άδανα) και σε τουρκικές εταιρείες (Trendyol/Alibaba, Netas/ZTE κ.ά.). Mέσα από τη συμμετοχή κινεζικών εταιρειών σε μεγάλα έργα υποδομών (γέφυρα Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ), αλλά και μέσα από κινεζικά δάνεια (China Development Bank-Turkish Industrial Bank TSKB, Eximbank-Vakıfbank) και συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων (currency swaps). Προ κορονοϊού μάλιστα, δεδηλωμένη πρόθεση του Πεκίνου ήταν οι κινεζικές επενδύσεις στην Τουρκία να αγγίξουν τα… 6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα (στις 26 Ιανουαρίου), ο ίδιος ο Ερντογάν πανηγύρισε ως «τουρκική επιτυχία» την αγορά εμβολίων κατά του κορονοϊού/COVID-19 από την Κίνα (Sinovac–CoronaVac), συγκρίνοντας μάλιστα την Τουρκία με τις χώρες της Δύσης που «αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα εμβόλια».
Μαζί με τον Τούρκο πρόεδρο πανηγυρίζουν, ωστόσο, και οι κρατικοί κινεζικοί Global Times υποστηρίζοντας ότι «η Τουρκία επιδεικνύει “ανεξάρτητη διπλωματία” αγοράζοντας το κινεζικό εμβόλιο». Κίνα και Τουρκία γιορτάζουν φέτος 50 χρόνια διπλωματικών δεσμών (1971-2021). Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Γουάνγκ Γι και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εμφανίζονται αποφασισμένοι «να εμβαθύνουν τη μεταξύ τους συνεργασία και αμοιβαία εμπιστοσύνη, ωθώντας τις σινοτουρκικές σχέσεις σε ένα νέο επίπεδο», όπως προκύπτει μέσα και από την τηλεφωνική συνομιλία που είχαν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο.
Εάν υπάρχει ωστόσο κάποιος που παρακολουθεί με ανησυχία το εν εξελίξει σινοτουρκικό φλερτ, αυτός είναι σίγουρα οι ΗΠΑ, πολύ δε περισσότερο υπό τον Τζο Μπάιντεν. Η ελληνική εμπειρία – με την κινεζική COSCO, τον Πειραιά και τη συνακόλουθη (επενδυτική και όχι μόνο) αντεπίθεση-επιστροφή των ΗΠΑ στην Ελλάδα – έμελλε να αποτυπώσει στην πράξη τη στρατηγική επιλογή των Αμερικανών να υψώσουν «φράχτες» γύρω από την κινεζική επιρροή, περιορίζοντάς την. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό στην περίπτωση της ΝΑΤΟικής Τουρκίας, εάν η τελευταία επιλέξει να πριμοδοτήσει το Πεκίνο με «γη και ύδωρ», είναι κάτι που μένει να φανεί. Υπενθυμίζεται πάντως πως και το ΝΑΤΟ έχει – ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 – κατατάξει την Κίνα μεταξύ των «προκλήσεων».
Για τους Αμερικανούς ειδικότερα, η Κίνα συνιστά σαφέστατα πολύ μεγαλύτερη «πρόκληση» από ό,τι, για παράδειγμα, η Ρωσία, με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο για τους σινοτουρκικούς δεσμούς.
Πηγή: amynanet.gr
Ήταν αρχές Αυγούστου του 2017 όταν ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου επισκέφθηκε το Πεκίνο, «συσφίγγοντας» τους δεσμούς ανάμεσα σε Τουρκία και Κίνα, όπως έγραφε τότε το κρατικό τουρκικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu. «Βλέπουμε την ασφάλεια της Κίνας ως δική μας ασφάλεια, και δεν επιτρέπουμε καμία αρνητική δραστηριότητα ενάντια στην Κίνα, ούτε εντός των συνόρων μας, ουτε στην περιοχή μας», είχε διαμηνύσει τότε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας από την κινεζική πρωτεύουσα (στην οποία θα επέστρεφε και το καλοκαίρι του 2018), έχοντας στο πλευρό του τον Κινέζο ομόλογό του, Γουάνγκ Γι.
Σχεδόν τριάμισι χρόνια μετά, το θέμα των σινοτουρκικών δεσμών παραμένει επίκαιρο, λόγω πανδημίας πια, αλλά και δια της πλαγίας οδού: μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Ο νέος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, είχε τηλεφωνική συνομιλία στις 28 Ιανουαρίου με τον Μπγιορν Ζάιμπερτ, στενό σύμβουλο της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προέδρου της Κομισιόν. Στο πλαίσιο της συνομιλίας τους, Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες «συμφώνησαν να εργαστούν μαζί πάνω σε ζητήματα που προκαλούν κοινή ανησυχία» και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εντάσσοντας μάλιστα μεταξύ αυτών των ζητημάτων «την Κίνα και την Τουρκία», όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Το Politico έγραφε για τον Μπγιορν Ζάιμπερτ, προ μηνών, πως είναι ένας από «τους πιο ισχυρούς Γερμανούς» στις Βρυξέλλες. Ο ίδιος, ως δεξί χέρι της (επίσης Γερμανίδας) Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπηρετεί επισήμως την Κομισιόν, κι όχι τη γερμανική κυβέρνηση. Πλην όμως η γενικότερη στάση του Βερολίνου τόσο απέναντι στην Κίνα (συνολική επενδυτική συμφωνία ΕΕ-Κίνας, γερμανικές εξαγωγές) όσο και απέναντι στην Τουρκία (γερμανικά υποβρύχια, business as usual) δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες αναφορικά με το εάν και κατά πόσο οι Γερμανοί όντως συμμερίζονται τις «σινο-τουρκικές» ανησυχίες της διοίκησης Μπάιντεν.
Για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πάντως, Κίνα και Γερμανία ξεχωρίζουν ως οι δύο μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι της Τουρκίας. Όσο για την κινεζική «απόβαση» στην Τουρκία, εκείνη έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια ποικιλοτρόπως: μέσα από κινεζικές επενδύσεις σε λιμάνια (Kumport), σε εργοστάσια (Hunutlu Thermal Power Plant στα Άδανα) και σε τουρκικές εταιρείες (Trendyol/Alibaba, Netas/ZTE κ.ά.). Mέσα από τη συμμετοχή κινεζικών εταιρειών σε μεγάλα έργα υποδομών (γέφυρα Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ), αλλά και μέσα από κινεζικά δάνεια (China Development Bank-Turkish Industrial Bank TSKB, Eximbank-Vakıfbank) και συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων (currency swaps). Προ κορονοϊού μάλιστα, δεδηλωμένη πρόθεση του Πεκίνου ήταν οι κινεζικές επενδύσεις στην Τουρκία να αγγίξουν τα… 6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021.
Μόλις την περασμένη εβδομάδα (στις 26 Ιανουαρίου), ο ίδιος ο Ερντογάν πανηγύρισε ως «τουρκική επιτυχία» την αγορά εμβολίων κατά του κορονοϊού/COVID-19 από την Κίνα (Sinovac–CoronaVac), συγκρίνοντας μάλιστα την Τουρκία με τις χώρες της Δύσης που «αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα εμβόλια».
Μαζί με τον Τούρκο πρόεδρο πανηγυρίζουν, ωστόσο, και οι κρατικοί κινεζικοί Global Times υποστηρίζοντας ότι «η Τουρκία επιδεικνύει “ανεξάρτητη διπλωματία” αγοράζοντας το κινεζικό εμβόλιο». Κίνα και Τουρκία γιορτάζουν φέτος 50 χρόνια διπλωματικών δεσμών (1971-2021). Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Γουάνγκ Γι και Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εμφανίζονται αποφασισμένοι «να εμβαθύνουν τη μεταξύ τους συνεργασία και αμοιβαία εμπιστοσύνη, ωθώντας τις σινοτουρκικές σχέσεις σε ένα νέο επίπεδο», όπως προκύπτει μέσα και από την τηλεφωνική συνομιλία που είχαν μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο.
Εάν υπάρχει ωστόσο κάποιος που παρακολουθεί με ανησυχία το εν εξελίξει σινοτουρκικό φλερτ, αυτός είναι σίγουρα οι ΗΠΑ, πολύ δε περισσότερο υπό τον Τζο Μπάιντεν. Η ελληνική εμπειρία – με την κινεζική COSCO, τον Πειραιά και τη συνακόλουθη (επενδυτική και όχι μόνο) αντεπίθεση-επιστροφή των ΗΠΑ στην Ελλάδα – έμελλε να αποτυπώσει στην πράξη τη στρατηγική επιλογή των Αμερικανών να υψώσουν «φράχτες» γύρω από την κινεζική επιρροή, περιορίζοντάς την. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό στην περίπτωση της ΝΑΤΟικής Τουρκίας, εάν η τελευταία επιλέξει να πριμοδοτήσει το Πεκίνο με «γη και ύδωρ», είναι κάτι που μένει να φανεί. Υπενθυμίζεται πάντως πως και το ΝΑΤΟ έχει – ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 – κατατάξει την Κίνα μεταξύ των «προκλήσεων».
Για τους Αμερικανούς ειδικότερα, η Κίνα συνιστά σαφέστατα πολύ μεγαλύτερη «πρόκληση» από ό,τι, για παράδειγμα, η Ρωσία, με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο για τους σινοτουρκικούς δεσμούς.
Πηγή: amynanet.gr
0 comments