Φρεγάτες MMSC, το ΠΝ και το όριο της παρέμβασης… πρέσβεων & ξένων στρατιωτικών ακολούθων

Όταν γράφει κανείς για τα ζητήματα της εθνικής άμυνας, υποτίθεται ότι πρέπει να ξεκινάει από την παραδοχή ότι όλοι στην Ελλάδα στοχεύουμε να κατοχυρώσουμε με ορθολογικές αποφάσεις την ασφάλεια της χώρας και της κοινωνίας της. Κανείς δεν είναι αξιωματικά περισσότερο ή λιγότερο πατριώτης από τον άλλον. Ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια στην ανθρώπινη φύση. Στην ιδιοτέλεια που μπορεί να κρύβει η προώθηση της μιας ή της άλλης εξοπλιστικής πρότασης. Σε εκβιαστικές μεθόδους που μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία. Αυτό που σίγουρα δεν αλλάζει είναι οι πολύ μεγάλες και κατεπείγουσες ανάγκες του ελληνικού στόλου. Και με βάση αυτό όλοι θα κριθούν εκ του αποτελέσματος.

Γράφει ο ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Σύμφωνα με πληροφορίες λοιπόν, υπάρχει προβληματισμός στην κυβέρνηση για πτυχές τις δραστηριότητας του πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ, αναφορικά με τα εξοπλιστικά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, συνεπεία των φορτικών πιέσεων για την επιλογή των φρεγατών MMSC και μόνον αυτών, έχουν φέρει σε δύσκολη θέση το Μέγαρο Μαξίμου.

Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, τα μηνύματα έχουν ληφθεί και από υπουργεία που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο “πακέτο” των προβλημάτων που φιλοδοξεί η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει με άξονα τη μεγάλη αυτή προμήθεια των Ενόπλων Δυνάμεων, τα οποία “προσαρμόζουν” σταδιακά την προσέγγισή τους στο θέμα...



Η εμμονή της αμερικανικής πρεσβείας στις MMSC, παρότι είναι “οι λιγότερο κατάλληλες“, σύμφωνα με τη φράση που φέρεται να χρησιμοποίησε το Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια σύσκεψης, για την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού, είναι πλέον ενοχλητική.

Και μόνο από ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, όλο και περισσότεροι στο κυβερνητικό “στρατόπεδο” αντιλαμβάνονται ότι το ζήτημα των φρεγατών μπορεί να εξελιχθεί σε χαίνουσα πληγή για την ΝΔ. Όπως έχει αναφέρει και στο πρόσφατο παρελθόν το DP, η “δεξιά πτέρυγα” κυρίως της κυβερνητικής παράταξης, παρουσιάζει ιδιαίτερα αντανακλαστικά στα ζητήματα της εθνικής άμυνας.

Παρότι το επιχείρημα της ανάγκης διατήρησης “στρατηγικής συμμαχίας” με τις ΗΠΑ γίνεται σήμερα πολύ πιο κατανοητό σε σχέση με το παρελθόν, όσοι παρακολουθούν τα θέματα της άμυνας γνωρίζουν σε γενικές γραμμές την αρνητική “αξιολόγηση” του οπλικού συστήματος, καθώς αυτή βασίζεται κυρίως σε εκθέσεις του αμερικανικού Ναυτικού και των θεσμικών ελεγκτικών οργάνων του συστήματος στις ΗΠΑ.

Οι πλέον “ψύχραιμοι”, αρνούνται πως οι MMSC δεν μπορούν να εξελιχθούν σε ένα αξιόμαχο πλοίο, στο πλαίσιο ενός καλά δομημένου στόλου. Σε μεταγενέστερη όμως φάση και εξειδικευμένη σε συγκεκριμένους ρόλους και αποστολές, στην κατάλληλη τιμή. Για του λόγου το αληθές, η ελληνική πλευρά έχει εικόνα της τιμής του σκάφους.

Τον Ιούλιο του 2019 το υπουργείο Εθνικής Άμυνας είχε λάβει απάντηση για τιμή και διαθεσιμότητα (Price & Availability) για τέσσερις φρεγάτες MMSC με συνολικό κόστος 4.364.103.867 δολάρια ΗΠΑ (3.576.928.632 ευρώ με την τρέχουσα ισοτιμία). Συμπεριλαμβάνονται ο οπλισμός του και  “εν συνεχεία υποστήριξη” (FOS: Follow-on-Support).

Όμως, για λόγους που έχουν αναλυθεί εξαντλητικά, τα αδύναμα σε επιχειρησιακούς όρους σημεία του συγκεκριμένου σκάφους, το καθιστούν ακατάλληλο για το είδος του πλοίου που αναζητά σε αυτή τη φάση το Πολεμικό Ναυτικό.

Διά της ατόπου…

Το DP δεν υποδεικνύει ποια φρεγάτα πρέπει να επιλεγεί, αλλά για ποια υπάρχουν λόγοι να απορριφθεί! Και αυτό δεν αφορά τις ΗΠΑ συνολικά, αφού ενδεχόμενη εξέταση των προτάσεων της Gibbs & Cox θα έφερνε εντελώς καινούργια δεδομένα στο τραπέζι. Η υπερδεκαετής αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, ήταν μέρος της αιτιολόγησης που οδήγησε στην αλλαγή προτεραιότητας από φρεγάτα αεράμυνα περιοχής, σε ένα πλοίο πολλαπλών αποστολών. Και μόνο αυτό λέει πολλά για το επείγον της κατάστασης.

Ίσως στην κυβέρνηση έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν, εάν κρίνει κανείς από την πρόθεση αποσύνδεσης της “ενδιάμεσης λύσης”. Για τους ίδιους λόγους όμως πρέπει να αποσυνδεθεί και η αναβάθμιση των MEKO 200, ο εκσυγχρονισμός των οποίων μπορεί να γίνει ευκολότερα συγκριτικά με μια νέα σύγχρονη ναυπήγηση στα ελληνικά ναυπηγεία, τα οποία επίσης πληρώνουν το τίμημα των πολιτικών -και όχι μόνο- εγκλημάτων πολλών δεκαετιών.

Στις σημερινές συνθήκες και με τα δεδομένα που έχουμε στα χέρια μας, βασική προϋπόθεση, μακράν της δεύτερης, που θα πρέπει οι νέες φρεγάτες να καλύπτουν, δεν είναι άλλη από τις επιχειρησιακές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού. Ο “γεωπολιτικός παράγοντας”, όπως πλέον έχει μετεξελιχθεί αυτό που μετά την κρίση των Ιμίων είχε αποκληθεί “εξοπλιστική διπλωματία“, είναι κατανοητός σχεδόν από όλους. Ωστόσο…

Δεν μπορεί να εμφανίζεται χωρίς “στάθμιση” (βλ. ποσοστό βαρύτητας) επί της μεθοδολογίας που οδηγεί στην τελική επιλογή οπλικού συστήματος σε κάθε προμήθεια. Όταν μάλιστα χρησιμοποιείται, θα πρέπει να έχει περιθώριο να καθορίζει την επιλογή συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπολείπεται κραυγαλέα έναντι των ανταγωνιστικών προτάσεων. Εξ ου και η αναφορά περί της ανάγκης “στάθμισης”…

Επανερχόμενοι στο ζήτημα της συμπεριφοράς αξιωματούχων της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα στο ζήτημα των ελληνικών εξοπλισμών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Τζέφρι Πάιατ είναι ορατή περίπτωση, καθώς εκ της θέσεώς του ο λόγος του είναι δημόσιος. Ευθυγραμμισμένοι όμως απόλυτα με αυτή τη τακτική είναι και ο Ακόλουθος Άμυνας και ο επικεφαλής του Γραφείου Αμυντικής Συνεργασίας (ODC: Office of Defense Cooperation).

Το “φρένο” ΥΕΘΑ στο νεοελληνικό σύνδρομο εξάρτησης

Πλέον, τα σχόλια που γίνονται αφορούν στην άσκηση φορτικών πιέσεων που εκφεύγουν από το πλαίσιο του αποδεκτού. Η ευθύνη όμως γι’ αυτό δεν βαρύνει αποκλειστικά τους Αμερικανούς στρατιωτικούς και πολιτικούς αξιωματούχους, καθώς τα σχεδόν απεριόριστα περιθώρια τους τα έχει δώσει η ελληνική πλευρά, με την –κατανοητή όταν δεν γίνεται κατάχρηση– δικαιολογία της στενής διμερούς συμμαχικής σχέσης.

Δυστυχώς, η κουλτούρα εξάρτησης που έχει αναπτύξει η ελληνική πολιτική τάξη, εισπράττεται επί δεκαετίες και αναλύεται από την αμερικανική πρεσβεία. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Έλληνες πολιτικοί, σε μεγάλη πλειοψηφία, έχουν ως κορυφαία επιδίωξη μια φωτογραφία με χαμόγελα με τον εκάστοτε Αμερικανό πρεσβευτή. Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε…

Σύμφωνα με πληροφορίες, η υπόθεση των MMSC έφτασε πολύ κοντά στο να φύγει από το Ναυτικό και να οδεύσει διά του υπουργού Εθνικής Άμυνας για το Μέγαρο Μαξίμου. Το Ναυτικό φέρεται να εμφάνισε έκθεση στην οποία έδινε το πράσινο φως στην πολιτική ηγεσία να προχωρήσει. Προς τιμήν του, το “φρένο” φέρεται να πάτησε ο ίδιος ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος. Πάσα απόπειρα διάψευσης των πληροφοριών καλοδεχούμενη…

Υπενθυμίζοντας την πρωθυπουργική ρήση ότι έχει ζητήσει από το Πολεμικό Ναυτικό να του παρουσιάσει τη βέλτιστη επιχειρησιακά λύση, ζήτησε ξεχωριστά την επίσημη θέση του Επιτελείου σε αυτόν και μόνο τον τομέα. Κάπου εκεί και παρά τη διπλωματική χροιά των διατυπώσεων που χρησιμοποιήθηκαν, η προώθηση της εισήγησης στο Μέγαρο Μαξίμου σταμάτησε.

Η “χαμένη” αξιοπρεπής πρόταση και το μυστήριο της LOR

Κάποιες αναφορές συνδέουν την αποτροπή της εξέλιξης αυτής με το ξέσπασμα του πρώην Ακολούθου Άμυνας των ΗΠΑ και την κατάπτυστη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, ότι “οι ζητιάνοι δεν μπορούν να επιλέγουν”. Κατάπτυστη μεν, αποκαλυπτική δε. Διότι εφόσον δεν θέλουμε να κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο άνθρωπος αυτός αποτύπωσε την πεποίθηση που εμείς έχουμε επιτρέψει στους Αμερικανούς να σχηματίσουν.

Αυτή η πεποίθηση οδήγησε στην απόκρυψη επί της ουσίας, σύμφωνα με εκτιμήσεις πολλών, της εναλλακτικής αμερικανικής πρότασης για τέσσερις “μίνι Arleigh Burke” και άλλα τέσσερα μικρότερου εκτοπίσματος αλλά πολύ καλά εξοπλισμένα πολεμικά πλοία.

Αυτό ερμηνεύεται ότι η εναλλακτική πρόταση κατέστρεφε κάποιον σχεδιασμό(;) που είχε φθάσει πολύ κοντά στην επιτυχία. Πώς να εξηγηθεί αλλιώς η εμμονή; Εκτός βέβαια αν η ελληνική πλευρά απέστειλε LOR αποκλειστικά για τις MMSC.

Είναι προφανές ότι η δημοσιοποίηση της ελληνικής LOR θα αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αφού θα αποδειχθεί ποιος είναι ο υπαίτιος για τη συγκεκριμένη μεθόδευση, η οποία πέραν της ελληνικής ναυτικής ισχύος, επηρεάζει τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση όμως, μιλώντας και κάπως… γενικότερα, δεν είναι δουλειά του Αμερικανού πρεσβευτή, ενός συνταγματάρχη, κι ενός πλοιάρχου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων να υπαγορεύουν ουσιαστικά και μάλιστα τόσο άκομψα, προτεραιότητες στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Κάποιος θα πρέπει να τους εξηγήσει επιτέλους ότι έχουν υπερβεί κάθε όριο. Πώς να το κάνεις όμως με τέτοιο ιστορικό, τέτοιο “track record”; Πώς να το κάνεις όταν όλοι ακόμα αναζητούν τι συνέβη και ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχους που πρωταγωνιστούσε στη “γεωπολιτική συνεργασία” με μια πλευρά, μετέβαλε κατά 180 μοίρες την προσέγγισή του όταν ήρθε σε επίσημη επαφή με άλλη;

Αυτό που θα πρέπει να σαφήνεια να διατυπωθεί, ή μάλλον να επαναληφθεί, είναι ότι Ελλάδα και ΗΠΑ υπονομεύουν τη στρατηγική τους συνεργασία, καθιστώντας την όμηρο της υλοποίησης ενός συγκεκριμένου εξοπλιστικού προγράμματος.

Όσοι ευθύνονται γι’ αυτό πρέπει να απομακρυνθούν από το “κάδρο” άμεσα. Διότι οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν να ωφεληθούν τα μέγιστα από τη “γεωπολιτική ωρίμανση” της Ελλάδας. Ή μάλλον του πολιτικού της συστήματος που ενίοτε “παρασύρει” και τη στρατιωτική ηγεσία…

Πηγή: https://www.defence-point.gr/

thumbnail
About The Author

0 comments