Στη ζοφερή εποχή που ζούμε και με την εκμηδένιση όλων των ανθρώπινων αξιών και δικαιωμάτων -και ειδικά στη χώρα μας, όπου το τούνελ είναι σε «χειροπιαστό σκοτάδι» και αδιέξοδο- μπαίνει συχνά το ερώτημα πού είναι οι διανοούμενοί μας, γιατί αυτή η σιωπή, ακόμα και όταν στα παραθαλάσσια εξοχικά τους ξεβράζονται πτώματα προσφύγων; Για μένα το ερώτημα τίθεται αλλιώς.
Τελικά ποιοι είναι αυτοί που αποκαλούμε διανοούμενους; Είναι ένα αποσαφηνισμένο επάγγελμα, όπως του τσαγκάρη ή της μοδίστρας; Είναι οι πανεπιστημιακοί, οι επιστήμονες, οι λογοτέχνες, οι καλλιτέχνες;
Μπορεί κάποιος να τους κατατάξει σε ένα ενιαίο σύνολο; Μια πρόχειρη απάντηση που δίνουν πολλοί είναι πως διανοούμενοι είναι αυτοί που σκέπτονται. Αυτή η απάντηση είναι λάθος γιατί όλοι οι άνθρωποι σκέπτονται, εκτός από αυτούς που υποφέρουν από την ασθένεια Αλτσχάιμερ.
Κάποιος φίλος, που είχαμε μια σχετική συζήτηση, υποστήριζε με θέρμη πως δίπλα στους πάσχοντες από Αλτσχάιμερ πρέπει να βάλουμε και τους επαγγελματίες πολιτικούς καριέρας.
Διαφώνησα βέβαια. Ενας που θέλει να αναρριχηθεί στην πυραμίδα της εξουσίας πρέπει να είναι άσος στην ίντριγκα και τη ραδιουργία, σαΐνι στους τακτικισμούς, να έχει σωστό προσανατολισμό προς την πλευρά που έχει την πιθανότητα να νικήσει, να ξέρει να λέει μόνο αυτά που τον συμφέρουν κολακεύοντας την ιεραρχία και προπαντός να χειρίζεται άριστα την τέχνη του ψεύδους.
Ακόμη, να έχει τη δεξιοτεχνία να κινείται χωρίς πρόβλημα από τον έναν πολιτικό χώρο στον άλλον και να αλλάζει απόψεις, όπως ο χαμαιλέοντας το χρώμα του. Και όλα αυτά απαιτούν σκέψη. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να ονομάσουμε τον πολιτικό διανοούμενο. Αλλού πρέπει να ψάξουμε για να βρούμε μια απάντηση.
Ο Ρολάν Μπαρτ είχε πει πως δεν είναι συγγραφείς όλοι όσοι γράφουν βιβλία. Και έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε συγγραφείς και γράφοντες. Οι πρώτοι, πάντοτε λίγοι, και συχνά ελάχιστα γνωστοί, είναι αυτοί που μπορούν να φτάσουν στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί που μόνο η τρέλα μπορεί να φτάσει, και να αναδυθούν αλώβητοι -όχι πάντα- δίνοντάς μας τη μαρτυρία της κατάδυσής τους.
Και αυτό βέβαια ισχύει για όλες τις τέχνες. Αλλά μπορούμε να μεταφέρουμε τη διάκριση του Μπαρτ και στις άλλες τέχνες ή σε επαγγέλματα που έχουν σχέση με το γράψιμο. Και έτσι έχουμε: ζωγράφοι – ζωγραφίζοντες, ηθοποιοί-ηθοποιίζοντες, καλλιτέχνες-καλλιτεχνίζοντες, δημοσιογράφοι-δημοσιογραφίζοντες, τραγουδιστές-τραγουδίζοντες κ.λπ.
Οι γράφοντες δεν ασχολούνται με την ψυχή του ανθρώπου, αλλά με κάποιο θέμα που μπορεί να πιάσει εμπορικά. Εξάλλου, είναι και το πρώτο πράγμα που σε ρωτάει ο εκδότης όταν του πηγαίνεις ένα βιβλίο. «Περί τίνος πρόκειται;» Και αν ο συγγραφέας κάνει το λάθος να δώσει μια μικρή περίληψη, μπορεί ο εκδότης να το έχει απορρίψει ήδη με την ευγενική φράση «ευχαριστούμε για την εμπιστοσύνη σας, θα σας απαντήσουμε μόλις περάσει από την επιτροπή». Και η απάντηση δεν έρχεται ποτέ.
Και μια μικρή παρένθεση:
Ενας νεαρός συγγραφέας που είχε μια τέτοια εμπειρία έστειλε σε όλους τους έγκριτους γαλλικούς εκδοτικούς οίκους το πρώτο βιβλίο της Μαργκερίτ Ντιράς, με άλλο όνομα. Και όλοι τους το απέρριψαν. Οι εκδότες -μιλάμε για τους εμπορικούς- ενδιαφέρονται για το κέρδος που είναι συνδεδεμένο με το θέμα.
Αν υποθέσουμε πως μια Βόσνια μουσουλμάνα ξεπεράσει προκαταλήψεις και φόβους και μας δώσει μια μαρτυρία για τον διαδοχικό βιασμό της από Σέρβους στρατιώτες, έχει λίγες πιθανότητες να βρει εμπορικό εκδότη, γιατί το θέμα δεν πουλάει. Αλήθεια, ποια ήταν τα θέματα του Προυστ ή του Τζόις;
Ή ακόμα του Ομήρου και των αρχαίων τραγικών; Αντίθετα, αν κάποιος προτείνει ένα άλλο θέμα πιο περίπλοκο, π.χ. ένας πατέρας βιάζει τον γιο και την κόρη του, στη συνέχεια ο γιος βιάζει τη μάνα του και την αδελφή του, μάνα και κόρη γίνονται λεσβιακό ζευγάρι και πατέρας και γιος σοδομίζουν τον σκύλο τους, μπορεί να γίνει μπεστ σέλερ και ο συγγραφέας μπορεί να γίνει διάσημος και να χαρακτηριστεί τολμηρός, ρηξικέλευθος, πρωτοπόρος.
Κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα στηρίζονται πάντοτε στο ίδιο θέμα. Ενας μυστηριώδης φόνος που κάποιος δαιμόνιος ντετέκτιβ αναλαμβάνει να τον διαλευκάνει. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον ντετέκτιβ αλλά δεν βρίσκει ποτέ τον δολοφόνο. Και ο λόγος είναι απλός. Ο συγγραφέας οδηγεί διαρκώς τον αναγνώστη του σε λάθος δρόμους (Αγκαθα Κρίστι κ.ά.).
Εχουμε στην Ελλάδα έναν Ελληνα Σαρτρ και σιωπά; Από τις συνεντεύξεις και τα άρθρα που διαβάζω διαφόρων επιφανών, λίγοι είναι αυτοί που έχουν να πουν κάτι. Οι περισσότεροι αναζητούν δημοσιότητα που μπορεί να τους οδηγήσει και σε κάποια κοινοβουλευτική έδρα. Εντούτοις, υπάρχουν φωνές που κραυγάζουν.
Αλλά βρίσκονται στο περιθώριο. Και οι διάσημοι φελλοί σιωπούν, γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν. Και εκεί που περιμέναμε μια δικτατορία του προλεταριάτου, με τον Τσίπρα βρεθήκαμε σε μια δικτατορία των φελλών, πολυεπίπεδη.
0 comments