Τι τα θέλετε τα βιβλία; Το κουτόχορτο που σας ταΐζουμε δεν είναι αρκετό;
Ετσι είχε σχολιάσει ένας παλιός εκδότης την απόφαση του τότε αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Κώστα Τζαβάρα να κλείσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και την πολιτική στον χώρο να αναλάβει η Διεύθυνση Γραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού.
Η ελληνική πολιτεία ουδέποτε αγάπησε πραγματικά το βιβλίο. Ουσιαστική εθνική πολιτική βιβλίου δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο αποσπασματικές κινήσεις, οι οποίες πολλές φορές προκαλούσαν κατά κύριο λόγο αρνητικά σχόλια απ’ τη μια ή την άλλη μεριά, ανάλογα με το ποιος ήταν πρόεδρος στο ΕΚΕΒΙ και ποιους είχε γύρω του.
Ωστόσο, πέντε βασικά πράγματα έγιναν: Αξιόπιστες βάσεις δεδομένων όλης της αλυσίδας του βιβλίου, με αιχμή τον ψηφιακό κόμβο biblionet.gr, που πλέον υπολειτουργεί. Επιστημονικές έρευνες, ετήσιες εκθέσεις, δράσεις προώθησης του βιβλίου και της ανάγνωσης, με συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το πρόγραμμα «Φιλαναγνωσία» στα σχολεία. Το τελευταίο αποτέλεσε πέτρα του σκανδάλου, ξεσηκώνοντας διαμαρτυρίες για ευνοιοκρατία.
Αποτέλεσμα, με τη μέθοδο «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», το ΕΚΕΒΙ βάζει λουκέτο στις αρχές του 2013. Εκτοτε, παρά τις προεκλογικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για επανασύσταση του ΕΚΕΒΙ, δεν επανήλθε ποτέ. Οπως δεν επανήλθε η Ενιαία Τιμή Βιβλίου, που καταργήθηκε το 2014 σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επίσης δεσμευτεί να επαναφέρει.
Η «Εφ.Συν.» ανοίγει σήμερα τον φάκελο «Αγορά του βιβλίου», περιμένοντας το επόμενο μεγάλο «κανόνι» που θα σκάσει στον χώρο. Εκδότες, εργαζόμενοι στον χώρο του βιβλίου-βιβλιοϋπάλληλοι, μεταφραστές, επιμελητές, αναλυτές και επιστήμονες που ασχολούνται με το βιβλίο μιλούν για τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα του κατεξοχήν πολιτιστικού αγαθού, που είναι ταυτόχρονα εμπορικό προϊόν.
1. Η «χαμένη πενταετία» (2009-2014)
Ας δούμε τι λένε οι αριθμοί. Τα στοιχεία που δίνει ο ίδιος ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου αποτυπώνουν έναν κλάδο σε βαθιά κρίση, που διαρκεί πλέον 6 χρόνια, όμως δεν αφορά όλους στον ίδιο βαθμό: Το 73% των εκδοτών είδαν τις πωλήσεις τους να συρρικνώνονται μέσα στο 2015, με μειώσεις 20%-50% για τους περισσότερους, μετά την περίοδο των capital controls που διεξήχθη η έρευνα. Ετσι, η βιβλιοπαραγωγή έχει πτωτική πορεία, το προσωπικό απολύεται και οι αμοιβές μειώνονται.
Τα στοιχεία για τη «χαμένη πενταετία» του βιβλίου, από το 2009 ώς το 2014, όπως τα παρουσιάζει ο δημοσιογράφος και διευθυντής του «Αναγνώστη», Γιάννης Μπασκόζος, στην ετήσια έντυπη έκδοση του περιοδικού, είναι αποκαρδιωτικά: Μείωση της παραγωγής νέων τίτλων από το 2009 ώς το 2014 κατά 41%.
Μείωση τζίρου κατά 36%, από 238 εκατ. ευρώ το 2009 στα 153 εκατ. ευρώ το 2014. Το βιβλίο μέσα στην πενταετία της κρίσης έγινε πιο φτηνό ως προϊόν, καθώς ο συνολικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 7,4%, ο δείκτης τιμών βιβλίου μειώθηκε κατά 2,6%. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι οι τιμές του βιβλίου μειώθηκαν κατά 10%, σε σύγκριση με τον γενικό δείκτη τιμών.
Τι κρύβεται όμως πίσω από τη γλώσσα των αριθμών -οι οποίοι μάλιστα δεν γίνονται από όλους αποδεκτοί- από τη στιγμή που δεν υπάρχει πλέον επίσημος φορέας καταγραφής μετά το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου;
«Η μείωση των τίτλων δεν είναι απλώς εμφανής, αλλά είναι καταιγιστική. Αυτό φαίνεται και από την τεράστια πτώση του τζίρου για το σύνολο των εκδοτικών οίκων, με ελάχιστες εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού», επιμένει ο Γιάννης Μπασκόζος.
Πιο διστακτική εμφανίζεται η ιστορικός Αννα Καρακατσούλη, που διδάσκει ευρωπαϊκό πολιτισμό και ιστορία του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών: «Η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων μάς εμποδίζει να κάνουμε μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη. Με γυμνό μάτι βλέπεις ότι η αγορά μαραζώνει.
Ενώ πριν κάποια χρόνια έβλεπες καινούργια βιβλία κάθε δέκα μέρες στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, τώρα όσοι περνάμε τακτικά από κεντρικά βιβλιοπωλεία βλέπουμε τα ίδια βιβλία... Αυτό σημαίνει ότι δεν βγήκαν πολλά νέα βιβλία το 2015; Η αίσθηση αυτή είναι, αλλά σε πόση έκταση δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά. Ολα τα στοιχεία είναι εμπειρικά. Τα στοιχεία που ανεβαίνουν στη βάση Βιβλιονέτ είναι αναξιόπιστα, γιατί δεν είναι πλήρη. Η έλλειψη του ΕΚΕΒΙ δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα».
2. Η Ενιαία Τιμή Βιβλίου
Το 1997 καθιερώθηκε με νόμο στην Ελλάδα η Ενιαία Τιμή Βιβλίου, κατά το πρότυπο της γαλλικής νομοθεσίας που υιοθετείται από πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με τον νόμο, ο εκδότης καθορίζει τη λιανική τιμή πώλησης του βιβλίου, το οποίο δεν μπορεί να πωλείται με έκπτωση μεγαλύτερη από 10% τα πρώτα δύο χρόνια από την έκδοσή του.
Για τον Κώστα Δαρδανό, των εκδόσεων Gutenberg, η κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου το 2014 ήταν καθοριστική: «Οι μοναδικοί που ευνοούνται είναι τα πολύ μεγάλα βιβλιοπωλεία, που “εκβιάζουν” πολύ μεγάλες εκπτώσεις από τους εκδότες».
Επιχειρήματα υπέρ της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου αναφέρει και ο Γιάννης Κωνστανταρόπουλος, πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικού Βιβλίου, συνασπισμού μεγάλων εκδοτών και βιβλιοπωλών: «Η έλλειψη νόμου Ενιαίας Τιμής μειώνει στην πράξη τα σημεία πώλησης. Ο πόλεμος των εκπτώσεων και των αθέμιτων προσφορών πλήττει κυρίως τα εξειδικευμένα καταστήματα, τα μικρά και τα μεσαία βιβλιοπωλεία, αλλά και τις αλυσίδες που πωλούν κυρίως βιβλία», σημειώνει.
Θεωρεί ότι η «επαναφορά της δεν καταργεί τον ανταγωνισμό, καθώς στην ελληνική αγορά του βιβλίου κανείς δεν έχει ηγετική θέση. Υπάρχει ισχυρός ανταγωνισμός, χωρίς μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Κανείς εκδότης ή βιβλιοπώλης δεν έχει μερίδιο στην αγορά μεγαλύτερο του 10%».
Η ΕΤΒ δεν έκανε το ελληνικό βιβλίο πιο ακριβό, είναι το τελευταίο επιχείρημα, επιμένοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις οι τιμές των ελληνικών βιβλίων είναι χαμηλότερες απ' ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. «Ηδη μετράμε το πρώτο θύμα της ουσιαστικής κατάργησης του νόμου της ΕΤΒ, καθώς γνωστή αλυσίδα βιβλιοπωλείων βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης», καταλήγει ο πρόεδρος της ΕΝΕΛΒΙ, προβλέποντας και άλλα λουκέτα μέσα στο 2016.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου, Γρηγόρης Πλαστάρας, που εκπροσωπεί 350 εκδότες σε όλη την Ελλάδα, θεωρεί την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου «ταφόπλακα για τους μικρούς και μεσαίους εκδοτικούς οίκους και τα βιβλιοπωλεία».
Η περίφημη εξαίρεση της λογοτεχνίας και του δοκιμίου, για τα οποία εξακολουθεί να ισχύει η ΕΤΒ, «έχει δημιουργήσει σύγχυση στην αγορά, καθώς είναι κάτι εντελώς αόριστο και αυθαίρετο. Εύκολα μπορείς να βαφτίσεις ένα είδος ως κάτι άλλο».
Η αύξηση του ΦΠΑ στη βιβλιοδεσία, την εκτύπωση και άλλα στάδια παραγωγής του βιβλίου, ο ανταγωνισμός από τα ΜΜΕ που μετατρέπουν τα περίπτερα σε υπαίθρια βιβλιοπωλεία με 500.000 αντίτυπα κάθε Σαββατοκύριακο, η μαζική εκτύπωση βιβλίων στο εξωτερικό, η εγκατάλειψη των σχολικών βιβλιοθηκών, οι οφειλές της Πολιτείας στους εκδότες, ειδικά για πανεπιστημιακά συγγράμματα, αλλά κυρίως οι μεγάλες οφειλές ειδικά των μεγάλων βιβλιοπωλείων σε εκδοτικούς οίκους είναι -σύμφωνα με τον Γρηγόρη Πλαστάρα- οι βασικές αιτίες της κρίσης:
Τώρα πλέον τα μεγάλα βιβλιοπωλεία υπαγορεύουν τον τρόπο πληρωμής προς τους μικρούς εκδότες, ακόμα και με μονομερές κούρεμα των οφειλών τους. Του τύπου: “Σου χρωστάω 100, πάρε 70 και κλείσαμε”.
3. Νέες τεχνολογίες και... μπαζάρ
Πέρα από την οικονομική κρίση, ο πρόεδρος της ΕΝΕΛΒΙ, Γιάννης Κωνστανταρόπουλος, συγκαταλέγει στους παράγοντες ύφεσης στον κλάδο του βιβλίου και «τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις», θεωρώντας ως ανταγωνιστικά στο βιβλίο τη διείσδυση του διαδικτύου, τη συνδρομητική τηλεόραση, τα ψηφιακά παιχνίδια κ.λπ.
Τη χρυσή τομή μεταξύ χάρτινου και ηλεκτρονικού βιβλίου αναζητά ο πρόεδρος του ΣΕΚΒ, Γρ. Πλαστάρας, θεωρώντας ότι τα δύο είδη μοιάζουν ανταγωνιστικά, αλλά θα βρουν τρόπο να συνυπάρξουν.
Αυτό που θεωρεί πάντως αθέμιτο ανταγωνισμό είναι οι προσφορές των εφημερίδων, αλλά και τα μπαζάρ, που πωλούν σε εξευτελιστικές τιμές βιβλία όλο τον χρόνο. Κορυφαίες εκδηλώσεις του ΣΕΚΒ είναι η έκθεση βιβλίων στο Ζάππειο, εκπομπή για το βιβλίο στην ΕΡΤ («Κανόνες πλοήγησης στο πέλαγος του βιβλίου») και το ετήσιο παζάρι στην πλατεία Κοτζιά, με βιβλία σε πολύ χαμηλές τιμές.
«Θα μου πείτε, εδώ μιλάτε για το πόσο κακό κάνουν τα παζάρια και οργανώνετε παζάρι στην πλατεία Κοτζιά; Εχει μεγάλη διαφορά. Είναι μια θεσμοθετημένη εκδήλωση που έχει πολύ συγκεκριμένους κανόνες: όλα τα βιβλία είναι τουλάχιστον δύο ετών, με εκπτώσεις από 70% και πάνω».
4. Η πολιτική της αυτοέκδοσης
Η οικονομική δυσπραγία πολλών εκδοτικών οίκων στα χρόνια της κρίσης τούς έχει οδηγήσει σε αυστηρότερη πολιτική όσον αφορά τα πονήματα που αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν με δικά τους έξοδα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχει και η λύση της αυτοέκδοσης. Αυτή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας μπορεί να συμφωνήσει με κάποιο τυπογραφείο, το οποίο αναλαμβάνει να εκδώσει το βιβλίο με έξοδα του συγγραφέα.
Εδώ, το κέρδος ανήκει όλο στον δημιουργό, ωστόσο ο τελευταίος αντιμετωπίζει μια απίστευτη διαδικασία φορολογικού χαρακτήρα, καθώς οφείλει να ανοίξει βιβλία στην Εφορία, να πληρώνει εισφορές στον ΟΑΕΕ και να λειτουργεί όπως ένας οποιοσδήποτε ελεύθερος επαγγελματίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο συγγραφέας μπορεί να συμφωνήσει με κάποιον εκδοτικό οίκο, αναλαμβάνοντας επίσης το κόστος της έκδοσης. Απ' την πλευρά του, ο εκδοτικός οίκος βάζει το εμπορικό όνομα, το δίκτυο διανομής, τις όποιες επαφές προβολής μπορεί να έχει κ.λπ. Εδώ συνήθως το κέρδος μοιράζεται πενήντα-πενήντα, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο εκδοτικός οίκος παίρνει κάτι παραπάνω σε ποσοστά.
«Πρόβλημα έχουν και οι νέοι ποιητές και λογοτέχνες (σ.σ. εξαιτίας της μείωσης των τίτλων). Τώρα καταφεύγουν κατά κόρον στην έκδοση επί πληρωμή. Είναι γνωστό στην πιάτσα ποιοι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν βιβλία επί πληρωμή. Εχει χαθεί το κριτήριο επιλογής του εκδότη.
Εναν εκδότη τον εμπιστεύεσαι, γιατί συμφωνεί με τα δικά σου γούστα. Αν όμως μάθεις ότι στον τάδε εκδοτικό οίκο πληρώνει οποιοσδήποτε και βγάζει τον καημό του σε βιβλίο, παύεις να τον εμπιστεύεσαι.
Οπότε, για παράδειγμα, μια ποιητική συλλογή που εκδίδεται από έναν κατά τα άλλα έγκριτο εκδοτικό οίκο, καλαίσθητη κ.λπ., μου δημιουργεί πλέον δυσπιστία», λέει η πανεπιστημιακός Αννα Καρακατσούλη.
Και προσθέτει: «Και για το ακαδημαϊκό βιβλίο, που είχε πάντα μικρότερο κοινό, ζητούν πια εγγυήσεις: “Θα μοιραστεί στο πανεπιστήμιο;”, είναι το πρώτο που ρωτάνε τον συγγραφέα του. Αυτό είναι μεγάλη παθολογία.
Δεν είναι όλα τα βιβλία διδακτικά εγχειρίδια, ούτε πάει μπροστά η ακαδημαϊκή έρευνα μόνο με περιλήψεις για φοιτητές. Δυστυχώς όμως πλέον, αν δεν ξέρει ο εκδότης ότι το βιβλίο που γράφεις θα μοιραστεί στο πανεπιστήμιο, δεν θα σου το εκδώσει».
Το κόστος της αυτοέκδοσης μπορεί να κυμανθεί από 1.000 έως και 5.000 ευρώ και έχει άμεση σχέση με τον αριθμό των αντιτύπων που θα τυπωθούν, τις σελίδες, την ποιότητα του χαρτιού κ.λπ.
5. Βαρβαρότητα για τους εργαζομένους στον πολιτισμό
Η Αλέκα Πλακονούρη, επιμελήτρια βιβλίων τα τελευταία 20 χρόνια και μέλος του Συλλόγου Μεταφραστών, Επιμελητών, Διορθωτών (ΣΜΕΔ), βιώνει την εργασιακή επισφάλεια πολύ πριν από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια.
Οπως οι περισσότεροι συνάδελφοί της, γνωρίζει καλά τι θα πει «πληρώνομαι με μπλοκάκι», χωρίς σταθερό μισθό, επίδομα ανεργίας, πληρώνοντας η ίδια την ασφάλισή της.
Η Αλέκα, όπως η πλειονότητα των συναδέλφων της, είδε το εισόδημά της να καταβαραθρώνεται κάτω και από τα όρια της επιβίωσης: μειώσεις αμοιβών έως 50%, μακροχρόνιες καθυστερήσεις πληρωμών και απλήρωτη εργασία, σε συνδυασμό με φόρους και χαράτσια που ισοδυναμούν με αφαίμαξη του 33% του εισοδήματός της: «Για εισόδημα 7.500 ευρώ πλήρωσα 2.800 εφορία. Εννοείται ότι αυτασφάλιση δεν πληρώνω -προτιμώ να επιβιώνω».
Το ίδιο εκβιαστικό δίλημμα αντιμετωπίζουν χιλιάδες εργαζόμενοι στον χώρο των βιβλίων και των εκδόσεων, των μεταφράσεων, που -λόγω χρεών στον ΟΑΕΕ- δεν δικαιούνται πλέον περίθαλψη ή αναγκάζονται να κλείσουν τα βιβλία τους και να δουλεύουν ανασφάλιστοι με απόδειξη δαπάνης.
«Υπάρχει ανακύκλωση εργαζομένων και με την καλή και με την κακή έννοια», λέει οΓιώργος Καράμπελας, μεταφραστής. «Μπαίνει καινούργιος κόσμος στο επάγγελμα, απολυμένοι από μόνιμες δουλειές, άνεργοι... Επιδίωξη των εκδοτών είναι οι καινούργιοι να είναι πιο φτηνοί. Οπότε είτε τους παλιούς τους αναγκάζουν να γίνουν φτηνότεροι είτε τους εξωθούν εκτός επαγγέλματος».
Ο ΣΜΕΔ επιχειρεί να διαπραγματευτεί συλλογικά κατώτατες αμοιβές με τους εργοδότες κι εκείνοι πεισματικά αρνούνται: «Η ΕΝΕΛΒΙ μας κάλεσε σε διάλογο για την Ενιαία Τιμή Βιβλίου, όταν όμως ζητήσαμε να τεθεί κατώτατη αμοιβή για μετάφραση, διόρθωση, επιμέλεια, απάντησε επιθετικά ότι παραβιάζουμε την ευρωπαϊκή νομοθεσία του ελεύθερου ανταγωνισμού».
Παρά τις κλειστές πόρτες των εργοδοτικών ενώσεων, ο ΣΜΕΔ καταγράφει αρκετές νίκες, ειδικά σε περιπτώσεις αποπληρωμής δεδουλευμένων. «Συνήθως, όταν πιέζουμε συλλογικά, ο εκδότης αναγκάζεται να πληρώσει. Εκτός βέβαια από όταν σκάνε κανόνια, ειδικά σε Α.Ε.», λέει ο Γιώργος.
Η Αλέκα περιγράφει τη νέα μέθοδο φτηνής ή απλήρωτης εργασίας μέσω μαθητείας. «Παλιά υπήρχαν μόνο τα σεμινάρια του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, που παραμένουν τα πλέον αξιόπιστα. Πλέον εκδοτικοί οίκοι διοργανώνουν σεμινάρια επιμέλειας, μετάφρασης κ.λπ.
Θα περίμενες ότι, για να διδάσκουν το αντικείμενο, θα έχουν διαμορφώσει και έμπειρο σταθερό προσωπικό. Αντίθετα, φυλλομετρώντας τα βιβλία τους, έχουν διαφορετικό επιμελητή το καθένα. Είναι φως φανάρι ότι τα σεμινάρια είναι κράχτης για φτηνό εργατικό δυναμικό».
Μια παραλλαγή είναι η μέθοδος «δεν έχεις εσύ κανένα δικό σου παιδί να κάνει τη δουλειά;» (εννοείται δωρεάν), ερώτηση που απευθύνει ο εκδότης στον συγγραφέα, κυρίως του ακαδημαϊκού συγγράμματος: την απλήρωτη λάντζα κάνουν συνήθως μεταπτυχιακοί φοιτητές.
Τα μέλη του ΣΜΕΔ θέτουν και τους εκδότες προ των ευθυνών τους: «Αυτοί που κλαίγονται τώρα για τα συνοικιακά βιβλιοπωλεία που απειλούνται είναι οι πρώτοι που δέχτηκαν να “φεσώνονται” στις μεγάλες αλυσίδες, με αντάλλαγμα προνομιακή προβολή σε βιτρίνες και stand.
Μεγαλοεκδότες που είναι σήμερα χρεωμένοι εξέδιδαν σωρεία τίτλων τις προηγούμενες δεκαετίες -έχω μετρήσει έως και 400 τίτλους κάθε χρόνο από έναν και μόνο εκδοτικό οίκο- συναινώντας και συμμετέχοντας σε ένα παιχνίδι εκδοτικής φούσκας».
6. Βιβλιοϋπάλληλοι: οι αφανείς κρίκοι της αλυσίδας
Ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου της Αθήνας (ΣΥΒΧΑ), όπως ο αντίστοιχος της Θεσσαλονίκης, από τα πιο δραστήρια πρωτοβάθμια σωματεία στον κλάδο των εμποροϋπαλλήλων, δίνει το «παρών» σε όλες τις μικρές και μεγάλες μάχες της τελευταίας εξαετίας.
Μέλη του έχουν ξυλοκοπηθεί από τα ΜΑΤ, επί δεξιάς και αριστερής κυβέρνησης, έχουν συρθεί στα δικαστήρια -με πρόσφατη καταδίκη απεργών μετά από μήνυση της διεύθυνσης του βιβλιοπωλείου «Ιανός»-, έχουν βρεθεί στο στόχαστρο εκδικητικών απολύσεων.
Το σωματείο αντιμετωπίζεται απαξιωτικά από εργοδοτικές ενώσεις, όπως η ΕΝΕΛΒΙ, που αρνείται να διαπραγματευτεί την υπογραφή κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Αντίθετα, εφαρμόζοντας τη λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών, η ίδια εργοδοτική ένωση ζήτησε τη συμβολή των βιβλιοϋπαλλήλων, για να επανέλθει η Ενιαία Τιμή Βιβλίου.
«Οι ζωές μας πλήττονται από τα 329 μέτρα της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ και όχι μόνον από το ένα», ήταν η απάντηση του ΣΥΒΧΑ, θεωρώντας υποκριτική την αντι-νεοφιλελεύθερη ευαισθησία των εκδοτών επιλεκτικά και μόνο υπέρ της ΕΤΒ, ενώ κατά τα άλλα εφαρμόζουν όλο το νεοφιλελεύθερο οπλοστάσιο στις πλάτες των εργαζομένων: μειώσεις μισθών, απολύσεις και εντατικοποίηση, απλήρωτη εργασία, ωράρια-λάστιχο, κατάργηση κατοχυρωμένων κατακτήσεων, από την Κυριακή έως την κατοχυρωμένη αργία του Αγίου Πνεύματος.
Χαρακτηριστική μέθοδος ακραίας εντατικοποίησης της εργασίας, στην οποία -σύμφωνα με τον ΣΥΒΧΑ- πρωτοστατεί μεγάλη αλυσίδα πολυμέσων και βιβλίων, είναι η ατομική στοχοθεσία, που θέτει σε πωλητές ανέφικτους στόχους, αλλιώς είναι υποψήφιοι προς απόλυση.
Παράλληλα εφαρμόζεται η τακτική του «επιθετικού μάρκετινγκ» και του ανταγωνισμού μεταξύ πωλητών, είτε με ατομικά σκάνερ που καταγράφουν τις πωλήσεις είτε με την πρακτική «όρθιοι όλη μέρα κυνηγάμε τον πελάτη από πίσω», αφού απαγορεύεται να κάτσεις έστω ένα λεπτό, καθώς δεν υπάρχουν καν σκαμπό. Η ψυχολογική πίεση ενισχύεται από τον θεσμό του «mystery shopper», του αξιολογητή υπό τον μανδύα πελάτη.
«Μας λένε ότι “είναι δύσκολη η κατάσταση και να βάλουμε όλοι πλάτη”, τον καλό καιρό όμως δεν μοιραστήκαμε τα κέρδη. Δεν δεχόμαστε να χρεωθούμε εμείς τις όποιες ζημιές επιχειρηματικών επιλογών των εργοδοτών και το βάρος της κρίσης», εξηγεί την κατάσταση μέλος του ΣΥΒΧΑ. «Πλέον ο κανόνας είναι η απλήρωτη εργασία, οι καθυστερήσεις και τα “έναντι”».
Το βάρος της κρίσης έχει ήδη πέσει στις πλάτες εργαζομένων σε μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων που βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Μιλήσαμε με δύο έως πρόσφατα εργαζόμενους σε κεντρικά υποκαταστήματα της αλυσίδας, μέλη του ΣΥΒΧΑ.
Ο ένας βρίσκεται σε επίσχεση, μετά από τρεις μήνες απλήρωτης εργασίας. Ο δεύτερος είδε τη σύμβασή του να μην ανανεώνεται μετά τα Χριστούγεννα. Κανένας από τους δύο δεν υπέγραψε το έγγραφο που τους ζητήθηκε και με το οποίο «αποδέχονται το σχέδιο εξυγίανσης της εταιρείας και ό,τι αυτό συνεπάγεται», επιφυλασσόμενοι για τα δικαιώματά τους.
«Ξέραμε ότι τα προβλήματα έχουν κορυφωθεί από το καλοκαίρι. Ομως και πάλι, όταν μπήκαν δικαστικοί κλητήρες τέλη Νοέμβρη και άρχισαν να αδειάζουν ράφια, ήταν σοκαριστικό», μας λέει εργαζόμενος σε κατάστημα του κέντρου, που πλέον υπολειτουργεί, αφού οι εκδότες έχουν σταματήσει να το εφοδιάζουν με νέα βιβλία λόγω συσσωρευμένων οφειλών. «Τα βιβλία τα τοποθετούμε πια με την πρόσοψη και όχι με τη ράχη, απλώς για να μη φαίνονται τα ράφια άδεια».
Η εξιστόρηση του τελευταίου επεισοδίου της κλιμακούμενης κρίσης χρεών της αλυσίδας βιβλιοπωλείων θυμίζει... καρμπόν όσα έχουν βιώσει χιλιάδες εργαζόμενοι σε εταιρείες που «βάρεσαν κανόνι»: σκόπιμη αδιαφάνεια, φήμες για εκτεταμένη κακοδιαχείριση, εξατομικευμένη και αντιφατική πληροφόρηση μαζί με εκκλήσεις στους εργαζόμενους «να βάλουν πλάτη», σενάρια πτώχευσης της υπερχρεωμένης Α.Ε. και διάσωσης άλλου εταιρικού σχήματος, ειρωνείες από προϊσταμένους και απειλές τύπου «ξεχάστε τις αποζημιώσεις» και υπονοούμενα ότι όσοι επιδείξουν καλή συμπεριφορά θα μεταφερθούν σε υποκαταστήματα που θα σωθούν...
Στροφή στο διήγημα και στην ανεξαρτησία
«Νομίζω ότι ο αναγνώστης έχει αλλάξει συμπεριφορά σε σχέση με παλαιότερα, προ κρίσης. Πλέον τα βιβλία διαδίδονται από στόμα σε στόμα, μέσω παρέας. Η διαφήμιση των εκδοτικών οίκων στα Μέσα δεν παίζει μεγάλο ρόλο. Εμπιστευόμαστε δηλαδή περισσότερο το κριτήριο κάποιων ανθρώπων που γνωρίζουμε»
Η κρίση δεν φέρνει μόνο λουκέτα, αλλά και ευκαιρίες, ειδικά για τους μικρούς ανεξάρτητους βιβλιοπώλες αλλά και εκδότες, που αναβαθμίζουν τον ρόλο τους. Σε μικρούς εκδοτικούς οίκους, του ενός ή δύο προσώπων, που αναζητούν και δεν στηρίζονται στην πεπατημένη, όπως οι μεγάλοι εκδοτικοί, χρεώνει τη στροφή στο σύγχρονο ελληνικό διήγημα ο Γ. Μπασκόζος.
Αντίστοιχα, η πανεπιστημιακός Χριστίνα Μπάνου αναγνωρίζει τον «αναβαθμισμένο ρόλο των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων, τα οποία είχαν συρρικνωθεί κυρίως λόγω του ανταγωνισμού και υπαρχουσών παθογενειών, ενώ τώρα αξιοποιούν τα πλεονεκτήματά τους να ανταποκρίνονται σε ανάγκες του κοινού και επανακάμπτουν».
Η Κατερίνα Μαλακατέ χρόνια τώρα διατηρεί ένα από τα πιο γνωστά βιβλιοφιλικά μπλογκ, το «Διαβάζοντας». Εν μέσω κρίσης, αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το βιβλίο, ανοίγοντας με έναν έτερο μπλόγκερ το βιβλιοπωλείο-καφέ Booktalks.
«Η αγορά του βιβλίου υπέστη σημαντική καθίζηση. Με την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, οι τζίροι στην αρχή έπεσαν 50%, ενώ τώρα πια μιλάμε για συρρίκνωση της τάξεως του 70%. Τα βιβλιοπωλεία-χαρτοπωλεία της γειτονιάς δυσκολεύτηκαν πολύ, αρκετά έκλεισαν, φαινόταν πως θα οδηγηθούμε σε καταστάσεις μερικού μονοπωλίου.
»Ομως, εκεί κατά τη μέση της περιόδου, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Ανοιξαν αρκετά μικρά βιβλιοπωλεία -όπως το δικό μας- με στόχο ειδικό κοινό, φανατικών αναγνωστών, καθώς και κάποιοι μικροί εκδοτικοί οίκοι προσανατολισμένοι στην ποιότητα.
Οι μεγαλύτεροι εκδοτικοί σταθεροποιήθηκαν. Σε πείσμα των καιρών, με θυσία κυρίως των συγγραφέων, των μεταφραστών, των επιμελητών, η παραγωγή δεν έχει αλλάξει προσανατολισμό και όγκο».
Ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαμάρκος έκανε το μεγάλο εκδοτικό μπαμ πέρυσι, οπότε η συλλογή διηγημάτων του «Γκιακ» γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία από έναν πρωτοεμφανιζόμενο εκδοτικό οίκο, τους «Αντίποδες». «Νομίζω ότι ο αναγνώστης έχει αλλάξει συμπεριφορά σε σχέση με παλαιότερα, προ κρίσης.
Πλέον τα βιβλία διαδίδονται από στόμα σε στόμα, μέσω παρέας. Η διαφήμιση των εκδοτικών οίκων στα Μέσα δεν παίζει μεγάλο ρόλο. Εμπιστευόμαστε δηλαδή περισσότερο το κριτήριο κάποιων ανθρώπων που γνωρίζουμε.
Είναι σημαντικό ο βιβλιοπώλης να ξέρει να σου προτείνει αναγνώσματα. Υπό διαφορετικές συνθήκες, αν απλώς έχω ακούσει κάτι για ένα βιβλίο, θα περάσω χρόνο στο βιβλιοπωλείο, θα το ξεφυλλίσω για αρκετή ώρα, θα διαβάσω αποσπάσματα, ώστε να αποκτήσω άποψη γι' αυτό».
Ο εκδότης Διονύσης Βίτσος, των εκδόσεων Περίπλους, ασχολείται με τον χώρο για περισσότερα από 30 χρόνια. Κατά την άποψή του, δεν άλλαξε το αναγνωστικό κοινό, αλλά η αγοραστική του δύναμη. Οσον αφορά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι εκδότες, αυτά είναι δεδομένα: «Πληρωνόμαστε με μεγάλη καθυστέρηση από τα βιβλιοπωλεία. Συνοικιακό ή αλυσίδα, δεν έχει σημασία».
Αυτό όμως που δείχνει να τον ενοχλεί περισσότερο είναι η αντισυναδελφική συμπεριφορά ορισμένων εκδοτών μεσούσης της κρίσης. «Υπάρχει μια ηθική κατάπτωση στη συντεχνία των εκδοτών», σημειώνει.
«Εγώ ξεκίνησα σε άλλες εποχές όπου υπήρχε κατανόηση και σεβασμός ανάμεσα στους εκδότες, όταν δηλαδή ήθελε κάποιος να εκδώσει έναν συγγραφέα τον οποίο είχες εκδώσει εσύ πρώτος, ερχόταν και σε ενημέρωνε, σου ζητούσε με κάποιον τρόπο την άδεια να το κάνει. Αυτό πλέον δεν υπάρχει πια, ορισμένοι κάνουν ό,τι θέλουν».
Τι διαβάζει το αναγνωστικό κοινό
Τι διαβάζει το κοινό την περίοδο της κρίσης; Η λογοτεχνία παραμένει το πιο δημοφιλές είδος. Η μερίδα της λογοτεχνίας στα βιβλία που εκδίδονται, σύμφωνα με στοιχεία της Βιβλιονέτ, έφτασε το 2014 στο 39,7% (από 20-25% τα προηγούμενα χρόνια). Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, πρώην στέλεχος του ΕΚΕΒΙ, υπεύθυνος για το Βιβλιονέτ, χωρίς να αμφισβητεί τα πρωτεία της λογοτεχνίας, θεωρεί το ποσοστό 40% «υπερφουσκωμένο».
Σε σχόλιό του με αφορμή την έρευνα του «Αναγνώστη», αποδίδει την υπερεκπροσώπηση της λογοτεχνίας στη Βιβλιονέτ ακριβώς στην αδυναμία του ψηφιακού κόμβου, που υπολειτουργεί, να καταγράψει πλήρως το σύνολο της βιβλιοπαραγωγής, κυρίως ως προς τις πιο εξειδικευμένες εκδόσεις (νομικά, ιατρικά βιβλία, ξενόγλωσσα βοηθήματα, αντισυστημικές εκδόσεις, εκδόσεις μουσείων, προσφορές του Τύπου κ.λπ.), με αποτέλεσμα να «ανεβαίνει» το ποσοστό της λογοτεχνίας.
Ο ίδιος αναλυτής σε αγγλόφωνη μελέτη του σε ακαδημαϊκό φόρουμ αναφέρει ως σημαντική αναγνωστική τάση μέχρι και το 2010 τη στροφή προς το σύγχρονο ιστορικό βιβλίο, με νέες αντισυμβατικές προσεγγίσεις στην ελληνική ιστορία του Β' Παγκοσμίου και του εμφύλιου πολέμου.
Το ξέσπασμα της κρίσης διέκοψε αυτή τη συζήτηση και έστρεψε το ενδιαφέρον προς την πολιτική, την οικονομία και τα ευρωπαϊκά θέματα. Μετά το 2012, όμως, με την υιοθέτηση των προγραμμάτων λιτότητας από την τότε κυβέρνηση, οι τίτλοι αυτοί άρχισαν να μειώνονται και να υποκαθίστανται από τίτλους πολιτικής φιλοσοφίας, ριζοσπαστικής ιδεολογίας και πιο πρόσφατα, εκ νέου, από βιβλία ιστορίας.
Αξιοσημείωτη είναι η αντοχή του παιδικού βιβλίου εν μέσω κρίσης: «Τα παιδικά βιβλία είναι το 22,5% της συνολικής βιβλιοπαραγωγής» μας λέει η Μαρίζα Ντεκάστρο, συγγραφέας και κριτικός παιδικού βιβλίου.
Δεν υπάρχει ιδιαίτερη κάμψη στην παραγωγή του παιδικού βιβλίου, ωστόσο παρατηρούμε ότι οι εκδόσεις γίνονται ολοένα πιο φτηνές, κυριαρχούν τα εικονογραφημένα, για παιδιά προσχολικής ηλικίας, και υπάρχει μεγάλη μείωση στα βιβλία γνώσεων.Αντί των συνηθισμένων βιβλίων γνώσεων έχουμε πλέον τα λογοτεχνικά βιβλία γνώσεων, όπου στη μυθοπλασία εγκιβωτίζονται και γνώσεις.Ετσι οι εκδότες αποφεύγουν το ακριβό εικονογραφικό υλικό. Οι αμοιβές των εικονογράφων και τα δικαιώματα των συγγραφέων έχουν συρρικνωθεί και υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός μεταξύ εκδοτών για το ποιος θα κυριαρχήσει στην αγορά. Καθιερωμένη πλέον τάση και στους Ελληνες συγγραφείς είναι τα βιβλία σε συνέχειες, ενώ παράλληλα το βιβλίο γίνεται περισσότερο σαν παιχνίδι, με διαγωνισμούς στο ίντερνετ, δώρα, προσφορές...
Οι 10.000 βιβλιοφάγοι της Ελλάδας
Οι βιβλιόφιλοι στην Ελλάδα ήταν πάντα μια ανήσυχη μειονότητα. Ολες οι παλιότερες έρευνες τοποθετούν τους συνεπείς αναγνώστες, εκείνους που διαβάζουν τουλάχιστον 4-5 βιβλία τον χρόνο, σε μόλις 8.000-10.000 άτομα.
Ολες οι στατιστικές από τη μεταπολίτευση και μετά δείχνουν ότι το πραγματικά βιβλιοφιλικό κοινό, που αγοράζει τουλάχιστον ένα βιβλίο τον μήνα -πάνω από 10 τον χρόνο-, δεν έχει ανέβει ποτέ πάνω από 8-8,5% στο σύνολο των καταναλωτών βιβλίου.
0 comments