Είναι εξαιρετικά ανησυχητική η διαπίστωση ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού συστήματος εξουσίας τείνει να εγκλωβιστεί σε μια μηδενιστικά ηττοπαθή αντίληψη αναφορικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας να προτάξει μια αξιόπιστη αποτρεπτική πρόταση έναντι της Τουρκίας, η οποία θα «φρέναρε» τον άκρατο τουρκικό ηγεμονισμό στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η ηττοπαθής αυτή άποψη προτάσσει μια υποτιθέμενη ανισορροπία ισχύος που προκύπτει από τη διαφορά των «αριθμητικών μεγεθών» μεταξύ των δύο χωρών και επιχειρεί να εμφανίσει τη διεθνή διπλωματία και το διεθνές δίκαιο ως υποκατάστατα της στρατιωτικής ισχύος.
Όμως, τόσο η διπλωματία όσο και το διεθνές δίκαιο αποκτούν υπόσταση και νόημα μόνον όταν εδράζονται πάνω σε μια βάση ισχύος. Μαζί με την αποτρεπτική ισχύ, λοιπόν, διαμορφώνουν ένα ενιαίο μέγεθος και δεν αποτελούν, ούτε μπορούν να αποτελέσουν, υποκατάστατό της.
Άρα, αν πράγματι οι ελληνικές πολιτικές ελίτ ενδιαφέρονται να ενισχύσουν τις διπλωματικές ικανότητες της χώρας και τις δυνατότητες εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν είναι να ενισχύσουν άμεσα τις ελληνικές αμυντικές ικανότητες. Και αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί όσο κατά καιρούς προβάλλεται.
Για παράδειγμα, η επαναφορά σε πλήρη επιχειρησιακή ετοιμότητα του στόλου των Mirage 2000 και η αγορά βαρέων τορπιλών για τα υποβρύχια είναι ενέργειες που θα έπρεπε να είχαν γίνει …χθες και θα ενισχύσουν δραστικά την αμυντική ικανότητα της χώρας σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρό σχετικά κόστος.
Είναι το Μπαγκλαντές ισχυρότερο στρατιωτικά από τη Ρωσία; ..
Όσον δε για τα τη δυσαρμονία των «αριθμητικών μεγεθών» θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι από μόνα τους δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα.
Ας ξεκινήσουμε με την πιο αφελή έκφανση αυτής της αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία των 80 εκατομμυρίων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στρατιωτικά από την Ελλάδα των δέκα εκατομμυρίων. Με βάση αυτήν την άποψη η πιο ισχυρή χώρα του πλανήτη θα ήταν αναντίρρητα η Κίνα και λίγο πιο κάτω από αυτήν η Ινδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονταν σε πολύ μεγάλη απόσταση ενώ το Μπαγκλαντές θα ήταν ισχυρότερο της Ρωσίας.
Επιπροσθέτως, τα μικρά χερσαία σύνορα στο ελληνοτουρκικό σύστημα περιορίζουν ακόμη περισσότερο τον ρόλο που μπορεί να παίξει ο πληθυσμός ως δεξαμενή άντλησης στρατιωτών, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που εγκλωβιζόμασταν με την Τουρκία σε έναν παρατεταμένο ολοκληρωτικό πόλεμο, τύπου Ιράν – Ιράκ στη δεκαετία του 80.
Πολλώ δε μάλλον, τη στιγμή που αυτό που αναμένεται να προκύψει στο ελληνοτουρκικό σύστημα αν «ανοίξει η πύλη του φρενοκομείου», κατά την ιστορική ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, είναι μια εξαιρετικά περιορισμένη χρονικά αντιπαράθεση, πριν παρέμβουν πυροσβεστικά πολλαπλοί διεθνείς παράγοντες.
Αυτά όσον αφορά τα «αριθμητικά μεγέθη» γενικώς. Ειδικότερα τώρα, όσον αφορά τα κρίσιμα οπλικά συστήματα, ακόμη και σήμερα, με τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν έχει υπάρξει δραματική ανατροπή του ισοζυγίου ισχύος μεταξύ των δύο χωρών, ιδιαίτερα δε αν βάλεις στην εξίσωση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Επιπλέον, αν δοθεί έμφαση στην αποκατάσταση των υπαρχόντων ελληνικών συστημάτων, με προεξάρχοντα τον στόλο των Mirage 2000 και την ενίσχυση τους με μικρές αγορές όπλων με κρίσιμες ικανότητες, τότε σε μικρό χρονικό διάστημα θα μπορούσαμε να μιλάμε ακόμη και για πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς.
Δεν νικά πάντα ο πιο ισχυρός, αλλά ο πιο προσαρμοσμένος
Επιπροσθέτως, τόσο το ποσοτικό όσο και το ποιοτικό πλεονέκτημα των οπλικών συστημάτων, από μόνο, του σπανίως έχει παίξει τον κρίσιμο ρόλο όσον αφορά τη διαμόρφωση του αποτελέσματος μιας πολεμικής αντιπαράθεσης. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο το Ισραήλ δεν θα είχε νικήσει σε κανέναν από τους αραβοϊσραηλινούς πολέμους μέχρι το 1973 και ούτε θα είχε χάσει στον Δεύτερο Πόλεμο του Λιβάνου το 2006 από τη μικροσκοπική τότε Χεζμπολάχ. Οι Φινλανδοί δεν θα είχαν ταπεινώσει τη Σοβιετική Ένωση στις πρώτες φάσεις του Πολέμου του Χειμώνα το 1939, ενώ οι αντάρτες του Τσαντ δεν θα είχαν νικήσει τις βαριές τεθωρακισμένες δυνάμεις της Λιβύης στην έρημο, κατά τη διάρκεια των περιβόητων «Πολέμων των Τογιότα» στη δεκαετία του 80.
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα πολυάριθμα ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι στον πόλεμο δεν νικάει αυτός που κατέχει τους μεγαλύτερους αριθμούς και τα πιο προηγμένα από τεχνολογικής άποψης συστήματα, αλλά αυτός που είναι καλύτερα προσαρμοσμένος στις ιδιαιτερότητες κάθε πολεμικής αντιπαράθεσης.
Η στρατιωτική ισχύς δεν είναι ένα απόλυτο αλλά ένα σχετικό μέγεθος που λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος της πολεμικής αντιπαράθεσης, το χρονικό της πλαίσιο, τις ιδιαιτερότητες του αντιπάλου και μια σειρά από άλλους παράγοντες. Και το Αιγαίο, αλλά και γενικότερα το ελληνοτουρκικό σύστημα, έχει πλήθος παρόμοιων ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες απαιτούν προσαρμογή σε αυτές. Συνακόλουθα, κρίσιμο πλεονέκτημα θα έχει ο πιο προσαρμοσμένος στις ιδιαιτερότητες αυτού του συστήματος και όχι όποιος κατέχει τους μεγαλύτερους αριθμούς στρατιωτών και οπλικών συστημάτων, όσο «εξωτικά» και αν είναι αυτά.
Η αποτροπή δεν προϋποθέτει «νίκη»
Επιπλέον, μια πολεμική αντιπαράθεση δεν είναι ένα αθλητικό γεγονός όπου θα προκύψει κάποιος νικητής ανάλογα με το αποτέλεσμα. Για να λειτουργήσει η Αποτροπή δεν χρειάζεται να στοχεύουμε, κατ’ ανάγκην, σε μια «πιστοποιημένη» νίκη. Αρκεί να υπάρχει η πειστική πρόταξη του ενδεχομένου ότι ο αντίπαλος θα υποστεί δυσανάλογα μεγάλη καταστροφή, η οποία θα καθιστά εξαιρετικά δυσαρμονική τη σχέση κόστους προς όφελος. Και αυτό μπορεί να το πράξει η Ελλάδα, όπως δήλωσε προσφάτως ο Υπουργός Άμυνας κ. Παναγιωτόπουλος.
Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Τουρκία, από στρατηγικής άποψης, είναι μια εξαιρετικά ευπαθής χώρα λόγω των πολλαπλών και πολυδιάστατων εσωτερικών της αντιφάσεων.
Έτσι, μια προσβολή στο γόητρο των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, που μπορεί να προκύψει ακόμη και αν η Τουρκία τελικώς πιστωθεί με κάποιας μορφής «νίκη» σε τυχόν ελληνοτουρκικό πολεμικό επεισόδιο, ενδέχεται να έχει δραματικές συνέπειες στη συνοχή της χώρας και στη διαμόρφωση των ισορροπιών στο πολιτικό της σύστημα.
Τέλος, μια πολεμική αντιπαράθεση μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο πλήγμα στην τουρκική οικονομία, η οποία σήμερα ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, όπως επιχειρηματολογεί στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Επίκαιρα» ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων επιστημόνων σε θέματα οικονομικών της Άμυνας, ο Δρ Ιωάννης – Διονύσιος Σαλαβράκος, εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.
Εν κατακλείδι λοιπόν, οι αντιλήψεις περί «φυσικής υστέρησης» της Ελλάδας λόγω αριθμών, πέραν του ότι υπονομεύουν την ελληνική Αποτροπή, η οποία είναι η «λεπτή κόκκινη γραμμή» που διαφυλάττει την ειρήνη στο ελληνοτουρκικό σύστημα, είναι και εκτός πραγματικότητας.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι ρόδινα. Κάθε άλλο. Πράγματι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα ενώ ο αντίπαλος δυναμώνει μέρα με τη μέρα και σε βάθος χρόνου αναμένεται όντως να υπάρξει μια δραματική ανατροπή στο ισοζύγιο ισχύος.
Και το πιο ανησυχητικό είναι ότι η ανατροπή αυτή θα προκύψει κυρίως εξαιτίας του ότι η Τουρκία δείχνει να είναι πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα σε θέματα εγχώριας ανάπτυξης στρατιωτικών τεχνολογιών αλλά και στρατιωτικής επιστήμης.
Δηλαδή, δεν είναι μόνον το ότι σχεδιάζει, αναπτύσσει, κατασκευάζει και εξελίσσει δικά της οπλικά συστήματα, αλλά τα συστήματα αυτά δείχνουν ότι προκύπτουν μετά από ουσιαστική μελέτη των τάσεων στην στρατιωτική τεχνολογία και επιστήμη.
Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα. Αντί να παραμένει εγκλωβισμένη στο δίπολο «είμαστε αδύναμοι» - «αγοράζουμε πανάκριβα οπλικά συστήματα από βιομηχανίες του εξωτερικού» οφείλει να επενδύσει στο εγχώριο επιστημονικό και τεχνολογικό της δυναμικό και αξιοποιώντας τις εξελίξεις στην τεχνολογία που προκύπτουν στο πλαίσιο της λεγόμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, να αναπτύξει εγχώριες ικανότητες, που θα συνεισφέρουν και στην ενίσχυση της εθνικής οικονομίας και οι οποίες θα λειτουργούν με γνώμονα μια εγχώρια στρατιωτική σκέψη, βγαλμένη από εμάς για εμάς.
Ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να γίνει με τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας, όπως ανακοίνωσε εκ του βήματος της Βουλής, ο Υπουργός Άμυνας κ. Παναγιωτόπουλος. Αυτή θα είναι, μεταξύ των άλλων, μια αποφασιστικής σημασίας κίνηση για την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού των ΑΣΕΙ (και όχι μόνο), στο οποίο ουσιαστικά απαγορεύεται σήμερα να κάνει ερευνητικό έργο, εξαιτίας μιας παρανοϊκής, εχθρικής και άκαμπτης γραφειοκρατίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, δεν πρέπει ούτε να εφησυχάζουμε ούτε όμως να παραδοθούμε στην ηττοπάθεια. Η κατάσταση είναι δύσκολη αλλά αναστρέψιμη. Η Τουρκία συνδυάζει τις δυνατότητες και φιλοδοξίες της με μια σειρά από δομικές αδυναμίες ενώ η αυτοκρατορική της πολιτική, η οποία απειλεί να ακρωτηριάσει γεωπολιτικά την Ελλάδα, προκύπτει εν πολλοίς ως μια αναγκαστική «φυγή προς τα εμπρός» που αποσκοπεί στην υπέρβαση των εσωτερικών της αντιφάσεων.
Η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει έναν αξιόπιστο μηχανισμό αποτροπής που θα διασφαλίσει την ειρήνη στο ελληνοτουρκικό σύστημα και τα θεμελιώδη ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Αυτό όμως θα το κάνει βασισμένη στις δυνάμεις της, χωρίς να περιμένει να τη σώσει ούτε κάποιος καλοκάγαθος γίγαντας από οποιαδήποτε κατεύθυνση του παγκόσμιου χάρτη, ούτε, πολύ περισσότερο, κάποια ανύπαρκτη «διεθνής κοινότητα» η οποία θα επιβάλλει το διεθνές δίκαιο.
Πηγή: pronews.gr δημοσιεύτηκε στις 24/9/2019. Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής «Διεθνούς Γεωγραφίας και Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης των Σύγχρονων Οπλικών Τεχνολογιών» στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com
0 comments