Η Ελλάδα, παρά το ότι έχει παραδώσει ως αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση της την εθνική της κυριαρχία, είναι ουσιαστικά εκτός της ΕΕ και της Ευρωζώνης, τουλάχιστον κατά το ήμισυ – επειδή το χρηματιστήριο της είναι το μοναδικό που έχει υποβαθμιστεί, ανήκοντας πλέον στις αναδυόμενες αγορές, έχουν επιβληθεί έλεγχοι κεφαλαίων, ενώ τα σύνορα της είναι κλειστά.
Αποτελεί λοιπόν την ντροπή της Ευρώπης, αφού πρόκειται για τη μοναδική χώρα που έχει περιθωριοποιηθεί – ενώ κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα ευρωπαϊκό γκέτο, όπως αυτά που συναντώνται σε πολλά κράτη της Δύσης, με τη βοήθεια των μεταναστευτικών κυμάτων που χρησιμοποιεί σκόπιμα η Τουρκία για να εκβιάζει την Ευρώπη.
Το μόνο που τη διαφοροποιεί πια από μία χώρα εκτός ΕΕ, είναι η ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων – ενώ, όσον αφορά το κοινό νόμισμα, η σχέση της δεν είναι σε σημαντικό βαθμό διαφορετική από αυτήν του Κοσσόβου, το οποίο έχει υιοθετήσει de facto το ευρώ, υποχρεούμενο ως εκ τούτου να ακολουθεί την πολιτική της ΕΚΤ.
Έχοντας λοιπόν χάσει το μεγαλύτερο μέρος των πλεονεκτημάτων της, όσον αφορά την ΕΕ και την Ευρωζώνη, έχει απομείνει με τα μειονεκτήματα της ένωσης – τα οποία επικεντρώνονται στον αθέμιτο ανταγωνισμό της Γερμανίας, κυρίως μέσω της μισθολογικής πολιτικής dumping που εφαρμόζει, με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, εις βάρος των εταίρων της (τα πλεονάσματα της μίας χώρας είναι νομοτελειακά ελλείμματα της άλλης).
Ταυτόχρονα αδυνατεί να στηρίξει την οικονομική της ανάκαμψη με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής – ενώ είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει όλο και πιο αυστηρά μνημόνια από όλες τις κυβερνήσεις της (Φώτο), τα οποία στραγγαλίζουν την οικονομία της.
Είναι υποχρεωμένη επίσης να συμβιβάζεται με ότι της ζητηθεί, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να μην διακόπτεται η χρηματοδότηση της – γεγονός που την οδηγεί σε δύσβατα μονοπάτια που εμπεριέχουν τεράστιους κινδύνους σε γεωπολιτικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων σε σχέση με την εδαφική της ακεραιότητα.
Εν τούτοις οι Έλληνες, παρά το ότι δεν βλέπουν καμία ελπίδα για το μέλλον τους, καθώς επίσης της πατρίδας τους και των παιδιών τους, δεν φαίνεται να αντιδρούν – ανεχόμενοι αδιακρίτως τα πάντα, με τον έωλο ισχυρισμό ότι παραπλανιόνται από τις εκάστοτε πολιτικές τους ηγεσίες, οπότε δεν ευθύνονται για το κατάντημα της χώρας τους.
Προφανώς λοιπόν αυτή θα είναι η απάντηση που θα δώσουν στα παιδιά τους, όταν ερωτηθούν γιατί δεν είχαν το θάρρος να πάρουν την τύχη της πατρίδας τους στα δικά τους χέρια – περιμένοντας απαθείς τον από μηχανής θεό ή τον προικισμένο ηγέτη, για να τους λύσει τα προβλήματα. Επομένως είναι περιττό να ασχολείται κανείς με το θέμα, ενημερώνοντας τους για τους κινδύνους και για τις λύσεις που υπάρχουν – αφού δεν πρόκειται ποτέ να ενεργοποιηθούν, παραμένοντας παθητικοί θεατές της λεηλασίας, της εξαθλίωσης και της υποδούλωσης τους.
0 comments