Φαίνεται πως οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης θυσιάζονται για να ενισχυθούν οι μεγαλύτερες – με την έννοια πως προωθείται σταδιακά η «απορρόφηση» της Πορτογαλίας από την Ισπανία, όπως της Ελλάδας από τη Γερμανία.
«Η γερμανική αλυσίδα σούπερ μάρκετ έχει χωρίσει τους εργαζομένους της στην Πορτογαλία σε τρεις βασικές κατηγορίες: στην κόκκινη, στην πορτοκαλί και στην πράσινη (όπως τα φανάρια στους δρόμους).Στην κόκκινη καταχωρούνται αυτοί που είναι προς άμεση απόλυση, στην πορτοκαλί οι επόμενοι υποψήφιοι, ενώ στην πράσινη όλοι οι υπόλοιποι – με κριτήριο το εάν μιλούν ή όχι, εάν διαμαρτύρονται, εάν δουλεύουν παραπάνω ώρες χωρίς υπερωρίες ή/και χωρίς διαλείμματα κοκ. Λέγεται δε πως παρακολουθούνται ακόμη και στα αποδυτήρια ή στις καντίνες φαγητού από κρυφές κάμερες, όπως είχε τεκμηριωθεί κάποτε στα γερμανικά καταστήματα αλυσίδων – έτσι ώστε να κρίνεται σωστά η συμπεριφορά τους» (πηγή).
.
Άποψη
Η Πορτογαλία είναι εκείνη η χώρα που εφάρμοσε βασιλικότερα του βασιλιά το πρόγραμμα της Τρόικας – σε αντίθεση με την Ελλάδα που κατηγορείται συχνά πως απέτυχε, επειδή οι κυβερνήσεις της καθυστερούσαν συνεχώς την εφαρμογή των μέτρων που υπέγραφαν. Σε κάθε περίπτωση, στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων η Πορτογαλία υπερέβαινε συνεχώς τους στόχους που ετίθεντο από το ΔΝΤ – ενώ κάτι ανάλογο συνέβη με τα διαρθρωτικά και λοιπά μέτρα.
Το τελικό αποτέλεσμα, η ανταμοιβή της δηλαδή για την υποδειγματική υπακοή που επέδειξε, ήταν να μετατραπεί σε μία περιοχή φθηνού εργατικού κόστους για τη γερμανική βιομηχανία – ενώ κυριάρχησαν οι ξένες αλυσίδες, στις οποίες οφείλει το όνομα «η χώρα της LIDL».
Έτσι κατάφερε τελικά να πάψει να χρηματοδοτείται από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, δανειζόμενη πλέον από τις αγορές – φυσικά με τη βοήθεια της ΕΚΤ, η οποία δέχεται ως εγγύηση από τις τράπεζες της τα κρατικά ομόλογα. Η ΕΚΤ στηρίζεται τώρα στην αξιολόγηση μίας και μόνο εταιρείας: της καναδικής DRBS, η οποία είναι η μοναδική που δεν θεωρεί τα ομόλογα της Πορτογαλίας σκουπίδια, έχοντας ανανεώσει πρόσφατα την εμπιστοσύνη της στη χώρα (άρθρο).
Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η Πορτογαλία έχει ξεφύγει από τα μνημόνια, αφού είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει την ίδια πολιτική λιτότητας – αφενός μεν επειδή αυτό της επιβάλλεται από την Κομισιόν,αφετέρου λόγω του ότι οι αγορές δεν είναι λιγότερο αυστηρές, απαιτώντας την τήρηση των μέτρων για να μην αυξήσουν υπερβολικά τα επιτόκια δανεισμού της.
Πρόσφατα τώρα στο κοινοβούλιο της χώρας δρομολογήθηκε μία εξεταστική επιτροπή, η οποία ερευνάει, με τη συνδρομή πολιτικών και τραπεζιτών, τι ακριβώς συνέβη με την κατάρρευση, καθώς επίσης με τη διάσωση μίας μεγάλης ιδιωτικής τράπεζας. Οι εικόνες μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με αυτές του περασμένου έτους – όπου το αντικείμενο ήταν η χρηματοπιστωτική αυτοκρατορία της τραπεζικής οικογένειας, στην οποία ανήκε ηBanco Espirito Santo.
Εν τούτοις, σήμερα πρόκειται για μία άλλη τράπεζα, για την Banif, η οποία διαλύθηκε ξαφνικά το Δεκέμβριο του 2015, κάτω από περίεργες συνθήκες. Τότε, κάτω από τις μεγάλες πιέσεις που ασκήθηκαν από την ΕΚΤ που συνήθως δεν διατάζει να εκβιάζει τα κράτη (άρθρο), η ισπανική τράπεζα Santander εξαγόρασε μόλις έναντι 150 εκ. € το βασικό επιχειρηματικό πυρήνα της Banif, στον οποίο δεν υπάρχει κανένα ρίσκο. Έναντι αυτού η πορτογαλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ιδρύσει μία «κακή τράπεζα» δαπανώντας 2,2 δις € – για να μεταφέρει τα κόκκινα δάνεια της χρεοκοπημένης.
Η απόφαση αυτή της κυβέρνησης, η οποία ήταν ασφαλώς προϊόν ευρωπαϊκού εκβιασμού της, είχε πολύ μεγάλες και δυσμενείς συνέπειες για τη χώρα – αφού το κόστος της διάσωσης εκσφενδόνισε το έλλειμμα του προϋπολογισμού στο -4,4% του ΑΕΠ, λόγω του οποίου αυξήθηκαν ξανά οι πιέσεις από την Κομισιόν για τη λήψη νέων μέτρων, έτσι ώστε να μειωθεί κάτω από το συμφωνημένο -3%.
Φαίνεται όμως πως η δεύτερη αυτή τράπεζα που διασώθηκε ξανά με τα χρήματα των φορολογουμένων, δεν θα είναι η μοναδική – αφού η πολιτική λιτότητας που εφαρμόσθηκε τα τελευταία χρόνια δημιούργησε πολύ μεγάλα προβλήματα στο χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, τα οποία η προηγούμενη κυβέρνηση είχε κρύψει κάτω από το χαλί.
Στα πλαίσια αυτά, η Πορτογαλία δεν απειλείται πλέον από την κρίση του δημοσίου τομέα της, όπως προηγουμένως, αλλά από μία τραπεζική κρίση – επειδή στο παρελθόν οι τράπεζες χρηματοδοτούσαν τις μεγάλες επιχειρήσεις με φθηνά δάνεια, παρά το ότι τα προϊόντα που παρήγαγαν δεν ήταν ανταγωνιστικά και κερδοφόρα.
Με δεδομένο τώρα τον ανταγωνισμό τους από τις γερμανικές και άλλες εταιρείες που έχουν εγκατασταθεί εκεί, χωρίς να διστάζουν να εφαρμόζουν τη γνωστή πολιτική του «τιμολογιακού dumping» (πωλήσεις σε τιμές κάτω του κόστους, έως ότου κλείσουν οι ανταγωνιστές τους), καθώς επίσης λόγω της μείωσης της ζήτησης, οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι σε θέση να εξυπηρετούν τα δάνεια τους – οπότε οι τράπεζες απειλούνται με τεράστιες ζημίες.
Εκτός αυτού, τα νοικοκυριά της Πορτογαλίας είναι σε μεγάλο βαθμό χρεωμένα (γράφημα, χρέος νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ το 2013), οπότε θα αντιμετωπίσουν σύντομα ανάλογες δυσκολίες – ειδικά επειδή οι μισθοί των εργαζομένων έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ τυχόν μαζικές χρεοκοπίες των εγχωρίων επιχειρήσεων θα αύξαναν προφανώς την ανεργία.
.
.
Περαιτέρω η επιτροπή του Κοινοβουλίου, αναζητώντας τους ενόχους, τοποθετεί και την Κομισιόν στο στόχαστρο – αφού οι χρηματοπιστωτικές ιδέες από τις Βρυξέλες και τη Φρανκφούρτη επηρεάζουν τη δομή μίας ακόμη πορτογαλικής ιδιωτικής τράπεζας. Ειδικότερα, η Ευρωζώνη επιθυμεί να μην είναι μέτοχος της BPI η κόρη του προέδρου της Αγκόλα, η οποία κατέχει το 20% των μετοχών της – απαιτώντας ουσιαστικά να τις πουλήσει σε μία ισπανική τράπεζα.
Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης θυσιάζονται για να ενισχυθούν οι μεγαλύτερες – με την έννοια πως προωθείται σταδιακά η «απορρόφηση» της Πορτογαλίας από την Ισπανία, όπως της Ελλάδας από τη Γερμανία. Η Πορτογαλία φοβάται επί πλέον πως τυχόν ρήξη της με την κόρη του προέδρου της Αγκόλα, θα επηρεάσει μεσοπρόθεσμα τις σχέσεις της με την πρώην αποικία της αρνητικά – κάτι που φυσικά θέλει να αποφύγει.
Συνεχίζοντας, οι πορτογαλικές τράπεζες έχουν πολύ υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων, το οποίο παραμένει ακόμη κρυφό – όπως συνέβη στην Ιταλία, όπου τα κόκκινα δάνεια εκτοξεύθηκαν απότομα, μέσα σε ένα μόλις έτος, στο 20% περίπου του ΑΕΠ της (360 δις €). Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από το ότι, είναι πλέον σχεδόν απίθανο να πάρει δάνειο κάποια εταιρεία – πόσο μάλλον οι νέοι επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν μεν νεωτεριστικές ιδέες, αλλά αδυνατούν να τις εφαρμόσουν χωρίς καμία ενίσχυση.
Οι Πορτογάλοι ειδικοί τώρα φοβούνται πως οι εγχώριες τράπεζες θα εξαγοραστούν σχεδόν όλες από ξένες, οπότε θα επιδεινωθεί η πιστωτική στενότητα – επειδή οι ξένες τράπεζες θα αργήσουν να μάθουν, πόσο μάλλον να εμπιστευθούν την τοπική αγορά. Εκτός αυτού, θα προτιμούν να δανείζουν τις δικές τους επιχειρήσεις (για παράδειγμα, οι ισπανικές τράπεζες τις ισπανικές εταιρείες και όχι τις πορτογαλικές), οπότε θα στραγγαλίσουν την εγχώρια επιχειρηματικότητα – μετατρέποντας την Πορτογαλία σε ένα χώρο από μία χώρα.
Ολοκληρώνοντας, όπως όλα δείχνουν οι εναπομείναντες αντιστάσεις της Πορτογαλίας, όσον αφορά την πλήρη υποδούλωση της, θα καμφθούν από τη μεγάλη τραπεζική κρίση που προβλέπεται – κάτι που διαπιστώνεται μεν επίσης στην Ιταλία η οποία όμως, σε αντίθεση με την Πορτογαλία, έχει το κρίσιμο μέγεθος που απαιτείται για να αντισταθεί με επιτυχία, αφού τυχόν έξοδος της από την Ευρωζώνη θα οδηγούσε στη διάλυση της νομισματικής ένωσης. Η τραπεζική κρίση βέβαια θα οδηγήσει την Πορτογαλία ξανά στην Τρόικα – κάτι που δεν θα είναι καθόλου ευχάριστο για την αριστερή κυβέρνηση συνεργασίας.
0 comments