Στο δήθεν παράδειγμα ενός «ανόθευτου» καπιταλισμού προς μίμηση, στη Σιγκαπούρη, το 80% των συνολικών εδαφών ανήκει στο δημόσιο, το 85% των κατοικιών κατασκευάζονται από το κράτος, ενώ το 22% του ΑΕΠ παράγεται από δημόσιες εταιρείες.
.
Ανάλυση
Όπως έχουμε αναφέρει (ο θανατηφόρος ιός της ανισότητας) ο νεοφιλελευθερισμός, έτσι όπως επιβλήθηκε τη δεκαετία του 1980 από την αγγλοσαξονική σχολή, μέσω της M. Thatcher και του R. Reagan, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του συστήματος της ελεύθερης αγοράς – γεγονός που δυστυχώς αδυνατούν να αντιληφθούν οι φιλελεύθεροι, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι οποίοι λόγω άγνοιας «ονειρεύονται» τον εφιάλτη που ξεκίνησε στις Η.Π.Α. το 1980.
Η βασική αιτία είναι η ανισότητα, οι εισοδηματικές ανισορροπίες δηλαδή που προωθεί και προάγει – σε συνδυασμό με την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με την υποβάθμιση της πραγματικής οικονομίας, ιδιαίτερα δε με την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής. Εάν λοιπόν δεν γίνει γρήγορα αντιληπτό, καθώς επίσης εάν δεν διορθωθεί, θα οδηγήσει τον πλανήτη ξανά στο χάος – είτε μεσολαβήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος, είτε όχι.
Στο παράδειγμα τώρα της νεοφιλελεύθερης Βρετανίας, η οποία δεν διαθέτει ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα της ισχύος του δολαρίου, οπότε υπάρχουν όρια στην υπερχρέωση της, τα οικονομικά της μεγέθη τεκμηριώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη θέση μας.Ειδικότερα, το ΑΕΠ της αυξήθηκε μόλις κατά 0,4% το πρώτο τρίμηνο του 2016, από 0,6% το αμέσως προηγούμενο – ενώ υπολογίζεται πως θα μειωθεί στο 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο.
Περαιτέρω, παρά τις σχετικά σταθερές αμοιβές των εργαζομένων (ο μέσος μισθός υπολογίζεται στις 493 στερλίνες την εβδομάδα, με σημαντικά υψηλό κόστος διαβίωσης), οι οποίες, σε όρους αγοραστικής αξίας, είναι χαμηλότερες από το 2008, καθώς επίσης παρά την αύξηση των συμβάσεων περιορισμένου χρόνου απασχόλησης, η ανεργία δεν μειώθηκε αισθητά – ενώ το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της αυξάνεται με ρυθμό 0,025% ετησίως, όταν ακόμη και στην Ιαπωνία, κατά τη διάρκεια της χαμένης 20ετίας (1990 – 2010), αυξανόταν με ρυθμό 1% ετησίως.
Ορισμένοι βέβαια ισχυρίζονται πως η οικονομία της παρουσίασε άνοδο το 2013, καθώς επίσης το 2014 – χωρίς να αναφέρουν πως στηρίχθηκε στην αγορά ακινήτων, όπου έχει δημιουργηθεί μία μεγάλη φούσκα.Μετά την επέμβαση όμως της κεντρικής της τράπεζας, η οποία περιόρισε τη ζήτηση για ενυπόθηκα δάνεια, η συγκεκριμένη αγορά υποχώρησε ραγδαία – παρά το ότι το επιτόκιο είναι μόλις 0,5% ενώ έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό οι τιμές της ενέργειας.
Την ίδια χρονική περίοδο, από το 2008 δηλαδή και μετά, η περιουσία των χιλίων πλουσιότερων Βρετανών διπλασιάστηκε – μεταξύ άλλων λόγω της μείωσης της φορολογίας των μεγάλων ομίλων, καθώς επίσης των υψηλόμισθων στελεχών τους. Ως συνήθως βέβαια, το κόστος των «μεταρρυθμίσεων» το επωμίζονται όλοι οι υπόλοιποι – για τους οποίους ελάχιστα ενδιαφέρεται η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της χώρας.
Συνεχίζοντας, σύμφωνα με έρευνες του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, η Βρετανία δεν επανέκαμψε μετά την κρίση του 2008 – ενώ οι «ρίζες» της αστάθειας της επικεντρώνονται στον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό της τομέα, καθώς επίσης στην κατάρρευση της βιομηχανικής της παραγωγής, η οποία αποτελεί πλέον μόλις το 10% του ΑΕΠ.
Παρά το ότι δε μετά την κρίση η στερλίνα έχει χάσει το 30% της αξίας της, δεν αυξήθηκε η παραγωγή, καθώς επίσης δεν διευρύνθηκε η οικονομία της, όπως συνήθως συμβαίνει μετά από μία υποτίμηση τέτοιου μεγέθους – ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο (εξαγωγές – εισαγωγές) παραμένει ελλειμματικό, χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης.
Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (-5,2% το 2015), λόγω του οποίου αποδυναμώνεται συνήθως ένα νόμισμα – κάτι που οφείλει να μας προβληματίσει, επειδή όλα αυτά δεν οφείλονται στο ευρώ, όπως πιστεύουμε για τις χώρες της Ευρωζώνης, αφού η Βρετανία έχει τη στερλίνα, καθώς επίσης τη δική της νομισματική πολιτική.
Συμπερασματικά λοιπόν, η υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος δεν αποτελεί το μαγικό ραβδί της αναβίωσης του παραγωγικού ιστού και της ανάπτυξης – η οποία πρέπει να στηρίζεται σε μία άλλη πολιτική, όπως στο παράδειγμα της Ρωσίας (ανάλυση).
Η σημασία της μεταποίησης
Περαιτέρω, ο νεοφιλελευθερισμός στήριξε την επικράτηση του αφενός μεν στην άνοδο του χρηματοπιστωτικού τομέα, αφετέρου στη σκόπιμη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής – ευρύτερα του τομέα της μεταποίησης και της πραγματικής οικονομίας.
Εν προκειμένω, οι πολυεθνικές εταιρείες κατάφεραν να παρακάμψουν τους εργαζομένους, έτσι ώστε να μειώσουν τη συμμετοχή τους στην αύξηση της παραγωγικότητας τους (μισθούς, κοινωνικό κράτος, συντάξεις κοκ.) – μεταθέτοντας ένα πολύ μεγάλο μέρος της μεταποίησης στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με φθηνό εργατικό δυναμικό. Ως εκ τούτου, «εφευρίσκοντας» ανταγωνισμό, εξουδετέρωσαν εντελώς τις αντιδράσεις τους – ενώ αποδυνάμωσαν τα εργατικά συνδικάτα.
Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής όμως οδήγησε στη πτώση της ανταγωνιστικότητας, στον περιορισμό της καινοτομίας, καθώς επίσης στην απώλεια των δικτύων και των οικονομικών συνεργιών – όπου, οι αναφορές στη «μεταβιομηχανική οικονομία της γνώσης» δεν ήταν τίποτα άλλο από μία ουτοπία, αφού οι εξελίξεις έχουν τεκμηριώσει ότι, η κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής οδηγεί αναπόφευκτα σε εξαιρετικά μεγάλες δυσλειτουργίες (μεταξύ άλλων, στη μείωση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης).
Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας, της μεταβιομηχανικής οικονομίας της γνώσης, χρησιμοποιούσαν ανόητα το παράδειγμα της Ελβετίας – ισχυριζόμενοι ότι, η επιτυχία της οφείλεται στον τουρισμό, καθώς επίσης στο χρηματοπιστωτικό κλάδο. Εν τούτοις, με βάση την κατά κεφαλή παραγωγή προϊόντων, η Ελβετία είναι η πλέον βιομηχανική χώρα του πλανήτη. Σε κάθε περίπτωση, ότι και να λέγεται, ο βιομηχανικός τομέας είναι και θα είναι η βασική πηγή της αύξησης της παραγωγικότητας μίας οικονομίας – αφού κανένας άλλος τομέας δεν έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, όπως όσον αφορά την έρευνα και την ανάπτυξη.
Εκτός αυτού, χωρίς τη βιομηχανική ανάπτυξη δεν αναπτύσσεται ούτε ο τομέας των υπηρεσιών – οπότε είναι διπλά απαραίτητη. Η σημασία της μεταποίησης πάντως φαίνεται από το παράδειγμα της αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας, συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωζώνης, στο γράφημα που ακολουθεί – κάτι που επεξηγεί καλύτερα την επιτυχία της, παρά το ότι επετεύχθη εις βάρος των άλλων, με τη βοήθεια της πολιτικής που υιοθέτησε η ίδια (μερκαντιλισμός), σε συνδυασμό με αυτήν που επέβαλλε στους άλλους (λιτότητα).
Επεξήγηση γραφήματος: Βιομηχανική παραγωγή στη Γερμανία (κόκκινη καμπύλη), στην Ευρωζώνη των 18 (γκρίζα), στη Γαλλία (γαλάζια) και στην Ιταλία (πράσινη).
.
Σε πλήρη αντίθεση με τη Γερμανία το βρετανικό κεφάλαιο, σε όρους ΑΕΠ, έχει το χαμηλότερο επενδυτικό επίπεδο μεταξύ των σημαντικότερων οικονομιών του πλανήτη. Με δεδομένο δε το ότι, οι αδύναμες και πτωτικές επενδύσεις μειώνουν το ρυθμό ανάπτυξης, εύλογα τα εισοδήματα μένουν στάσιμα, τα δημόσια έσοδα υποχωρούν, τα ελλείμματα αυξάνονται κοκ. Σε μία τέτοια περίπτωση, η προσπάθεια να αναπτυχθεί μία χώρα μέσω της μείωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού ή του περιορισμού των κοινωνικών παροχών, είναι καταδικασμένη στην αποτυχία.
Το παράδειγμα της Ιρλανδίας
Σε αντίθεση τώρα με τη Βρετανία, η Ιρλανδία δεν είχε ποτέ μία αξιόλογη βιομηχανία – αφού το 1949 τα σημαντικότερα προϊόντα της ήταν το κρέας μοσχαριού, τα άλογα, η μπύρα και το κρέας γαλοπούλας. Ο μέσος μισθός στη βιομηχανία της ήταν 5,59 λίρες την εβδομάδα για τους άνδρες και 2,97 για τις γυναίκες.
Εν τούτοις, η φτωχή αυτή χώρα κατασκεύαζε κοινωνικές κατοικίες σε μεγάλη έκταση, έως το 1990 – όταν η σημερινή, αρκετά εξελιγμένη Ιρλανδία, δεν φαίνεται να είναι σε θέση να το κάνει. Προφανώς οφείλεται στην πολιτική της κυβέρνησης της, η οποία ισχυρίζεται πως δεν πρέπει να επεμβαίνει σε καμία περίπτωση το κράτος στην οικονομία – μία αντίληψη που κυριάρχησε μετά την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, η οποία ξεκίνησε την εποχή της Thatcher στη Βρετανία.
Ειδικότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η κατασκευή εργατικών κατοικιών στην Ιρλανδία, αντιστοιχούσεμε στο 30% περίπου των νέων κατασκευών – ενώ σήμερα δεν υπερβαίνει το 5%. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, λόγω του οποίου πολλοί Ιρλανδοί κατέφυγαν στο δανεισμό για να καταφέρουν να αγοράσουν ένα δικό τους σπίτι, δεν θα είχε δημιουργηθεί η κρίση των ακινήτων του 2008 – με την οποία χρεοκόπησαν οι τράπεζες και τετραπλασιάστηκε το δημόσιο χρέος, στα πλαίσια της εκβιαστικής διάσωσης τους από τους φορολογουμένους Πολίτες.
Εκτός αυτού, εάν η Ιρλανδία δεν ήταν αποικία των αμερικανικών πολυεθνικών, για φορολογικούς κυρίως λόγους, καθώς επίσης για την πρόσβαση τους στην αγορά της ΕΕ, δεν θα είχε ποτέ συνέλθει από την καταστροφή – ενώ η οικονομία της αναπτύσσεται μεν ξανά, λόγω των αμερικανικών πολυεθνικών, αλλά με ελάχιστα οφέλη για τους Πολίτες της χώρας.
Ο κοινωνικός φασισμός του Βελγίου
Συνεχιζοντας, ο σύνδεσμος εργοδοτών του Βελγίου επιθυμεί, μεταξύ άλλων, να μειωθούν δραστικά οι δημόσιοι υπάλληλοι – θεωρόντας ταυτόχρονα αναπόφευκτες τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος.Συμβαίνουν λοιπόν σε όλες τις χώρες τα ίδια, παρά το ότι κάποιοι από εμάς πιστεύουν πως μόνο στην Ελλάδα επιβάλλονται τέτοιου είδους μέτρα, επειδή έχει χρεοκοπήσει – παραδίδοντας πρόσφατα τα κλειδιά της στους δανειστές.
Οφείλοουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σε όλα σχεδόν τα κράτη το δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης – απασχολώντας σε ορισμένες περιπτώσεις έως και το 25% των συνολικών εργαζομένων. Στις Η.Π.Α. βέβαια, όπου έχει επιβληθεί προ πολλού ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, εργάζονται σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο λιγότεροι από 22 εκ. άνθρωποι στο δημόσιο – ένα ποσοστό της τάξης του 7% (ένας στους 14,6), το οποίο είναι το χαμηλοτερο των τελευταίων δεκαετιών.
Εν τούτοις, το δημόσιο χρέος της υπερδύναμης αυξάνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έχοντας υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2008 (γράφημα) – ενώ τόσο ο προϋπολογισμός, όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένουν επικίνδυνα ελλειμματικά. Πώς λοιπόν θεωρείται επιτυχημένος ο νεοφιλελευθερισμός;
Επεξήγηση γραφήματος: Εξέλιξη δημοσίου χρέους των Η.Π.Α. – πλησιάζει τα 20 τρις $
.
Περαιτέρω στο Βέλγιο, οι αποφυγή φορολογίας, καθώς επίσης η φοροδιαφυγή, αποτελούν ένα γιγαντιαίο πρόβλημα – το οποίο όμως οι Αρχές αντιμετωπίζουν πολύ χαλαρά. Οι φοροφυγάδες σπάνια ανακαλύπτονται ενώ, όταν τυχόν αποκαλυφθούν, τότε συνήθως μεταναστεύουν – οπότε είτε συγχωρούνται, είτε δεν διώκονται ποινικά. Εν τούτοις, μόνο οι Έλληνες θεωρούνται ως φοροφυγάδες – ενώ μόνο οι ελληνικές Αρχές κατηγορούνται για τη μη σύλληψη της φοροδιαφυγής.
Με τον τρόπο αυτό πάντως χάνονται στο Βέλγιο πολλά δισεκατομμύρια εσόδων, όταν την ίδια στιγμή τα γραφεία ευρέσεως εργασίας ελέγχουν ακόμη και πόσες φορές οι άνεργοι χρησιμοποιούν τις τουαλέτες – πριν τους καταβληθούν τα επιδόματα ή τους συστήσουν σε κάποια επιχείρηση. Επειδή τώρα κανένα κόμμα δεν ενδιαφέρεται για τις συγκεκριμένες πρακτικές, ο κοινωνικός φασισμός αυτού του είδους διευρύνεται συνεχώς – ενώ περί τα 2 εκ. Βέλγοι, σε έναν πληθυσμό 11,2 εκ. ανθρώπων, ζουν στα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Με εξαίρεση την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία, η φτώχεια στις αστικές περιοχές του Βελγίου, στην πρωτεύουσαα της ΕΕ, είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη – χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει το σύνδεσμο εργοδοτών να απαιτεί περικοπές στο κράτος πρόνοιας και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Την ίδια στιγμή πολλά νεοφιλελεύθερα ΜΜΕ προωθούν χιλιάδες μύθους – όπως το ότι πρέπει να υιοθετήσει η Ευρώπη το παράδειγμα τηςΣιγκαπούρης, όπου επικρατεί δήθεν ένας «ανόθευτος καπιταλισμός» χωρίς όρια. Πως το ελεύθερο εμπόριο εκεί, οι ελεύθερες αγορές και η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων δημιουργούν θαύματα – οπότε πρέπει να τη μιμηθούμε.
Κανένας όμως δεν αναφέρει πως το 80% των εδαφών της Σιγκαπούρης ανήκει στο δημόσιο, ότι το 85% των κατοικιών κατασκευάζονται από το κράτος, καθώς επίσης πως το 22% της εθνικής παραγωγής προέρχεται από δημόσιες επιχειρήσεις – γεγονός που σημαίνει ότι, είναι το διπλάσιο από το διεθνή μέσον όριο.
Χωρίς αυτους τους παράγοντες, οι οποίοι προφανώς δεν χαρακτηρίζουν έναν «ανόθευτο καπιταλισμό», η Σιγκαπούρη θα ήταν άγνωση στο διεθνή οικονομικό χάρτη – γεγονός που θα πρεπει να προβληματίσει σοβαρά όλους όσους ονειρεύονται πως ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός προκαλεί θαύματα.
Επίλογος
Όσο αυξάνεται η ανισότητα, στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου φασιμού που επιβάλλεται στη Δύση μέσω των αγορών, τόσο θα μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης – ενώ η ανάπτυξη είναι μη συμβατή με την πολιτική λιτότητας, η οποία οδηγεί σε μαζικές χρεοκοπίες, στην καταστροφή του συστήματος και στο χάος. Σε αποτυχημένα κράτη, όπου δυστυχώς ένας από τους πρώτους υποψήφιους είναι η Ελλάδα – αν και θα ακολουθήσουν πολλά άλλα.
Εάν συνεχιστεί λοιπόν η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, όπου στη μία πλευρά θα βρίσκεται ένας όλο και μικρότερος αριθμός πολύ πιο πλούσιων κάθε φορά ανθρώπων, ενώ στη άλλη μία συνεχώς αυξανόμενη μάζα φτωχών, απόρων και εξαθλιωμένων, ο καπιταλισμός θα αυτοκαταστραφεί – κάτι που ελπίζουμε πως δεν θα συμβεί, αρκεί όλοι εμείς να σταματήσουμε να το επιτρέπουμε, με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεση μας.
Βιβλιογραφία: W. Denayer, M. Allais, Chang
0 comments