Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό έχει επανειλημμένως υποστηριχθεί η άποψη ότι η Χίλαρι Κλίντον αντιπροσώπευε την πιο «εξωστρεφή» πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, που έδινε έμφαση στον παρεμβατισμό ανά τον πλανήτη, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ την πιο «εσωστρεφή», που επικεντρώνεται στα εσωτερικά ζητήματα.
Η άποψη αυτή είναι εν μέρει σωστή. Όμως, αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τις πολιτικές των δύο υποψηφίων θα δούμε ότι είναι απλώς δύο διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά τη βέλτιστη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να παραμείνουν κυρίαρχη πλανητική δύναμη.
Η Χίλαρι Κλίντον υπηρετούσε μια πολιτική «εναντίον όλων», με ιδιαίτερη προσήλωση στον εγκλωβισμό της ρωσικής άρκτου στα βάθη της Ευρασίας. Όμως, η στρατηγική αυτή απειλούσε να συσπειρώσει τις ευρασιατικές δυνάμεις, με σημαντικότερες φυσικά τη Ρωσία και την Κίνα, σε έναν αντιαμερικανικό συνασπισμό.
Ο Τραμπ, από πλευράς του, εκφράζει τις δυνάμεις που θέλουν να προχωρήσουν σε μια προσέγγιση με τη Ρωσία, ωθώντας τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις γεωπολιτικές ταυτότητες Ρωσίας και Κίνας να έλθουν στην επιφάνεια και να επενδύσει σε μια στρατηγική διαίρει και βασίλευε, όπως έκανε η Μεγάλη Βρετανία μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απώτερος στόχος είναι η διαιώνιση της κυρίαρχης θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρασία διαμέσου επιλεκτικών και μη δεσμευτικών συμμαχιών και αντιπαλοτήτων στο πλαίσιο ενός νεοβεστφαλιανού συστήματος.
Σε αντίθεση με τις θορυβώδεις αμερικανικές ελίτ που στήριξαν τη Χίλαρι Κλίντον, ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να είναι η επιλογή του «σιωπηλού κατεστημένου» των Ηνωμένων Πολιτειών. Δηλαδή των εσωτερικών δυνάμεων που δρουν αθόρυβα και σχεδιάζουν τις κινήσεις τους σε βάθος χρόνου.
Τη νέα πολιτική των ΗΠΑ υποστηρίζει αποφασιστικά και η νέα γεωενεργειακή πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την είσοδο στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων.
Συγκεκριμένα, η λεγόμενη «Σιωπηλή Επανάσταση» (Silent Revolution) που διεξήχθη από τα τέλη της δεκαετίας του 90 και μετά στον χώρο της ενέργειας, με την αξιοποίηση κολοσσιαίων κοιτασμάτων σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου στο μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, χάρη στον ευφυή συνδυασμό των μεθόδων της υδραυλικής ρωγμάτωσης (hydraulic fracturing) και της οριζόντιας εξόρυξης (horizontal drilling) για την εξαγωγή των υδρογονανθράκων από συμπαγή σχιστολιθικά πετρώματα, καθιστά τις ΗΠΑ ενεργειακά αυτάρκεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ελέγχουν δια των όπλων το ενεργειακό κέντρο του κόσμου, τη Μέση Ανατολή, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη ροή της ενέργειας προς αυτές και τους συμμάχους τους ανά τον πλανήτη.
Βέβαια, η κατάσταση σήμερα δεν είναι ρόδινη για την αμερικανική ενεργειακή βιομηχανία. Η εντυπωσιακή πτώση των τιμών του πετρελαίου έχει οδηγήσει και τη βιομηχανία σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ σε παρακμή. Το κόστος εξαγωγής υδρογονανθράκων από παρόμοια κοιτάσματα είναι αρκετά υψηλό και έτσι, με χαμηλές διεθνείς τιμές, η αξιοποίησή τους καθίσταται μη βιώσιμη οικονομικά. Όμως, στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Τα κοιτάσματα δεν χάνονται. Απλώς δεν είναι εκμεταλλεύσιμα αυτήν την στιγμή. Όμως, τον πρωταρχικό τους γεωπολιτικό ρόλο, αυτόν της ενεργειακής ασφάλειας, συνεχίζουν να τον εκπληρώνουν απλά και μόνο με το να παραμένουν στη θέση τους.
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΠΡΙΜΟΔΟΤΟΥΝ ΤΟ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Ωστόσο, αυτή η νέα ενεργειακή πραγματικότητα είναι απλώς ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνουν το πρόπλασμα μιας εν δυνάμει μακρόπνοης αμερικανικής στρατηγικής που θα προωθεί την έλευση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Είναι πιθανόν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στο διεθνές σύστημα, θα πρέπει να αποδεχθούν το πολυπολικό σύστημα. Δηλαδή, να υποβαθμίσουν τον εαυτό τους στη θέση μιας από τις πολλές δυνάμεις ενός πολυπολικού κόσμου έτσι ώστε να έχουν μια ευκαιρία να διεκδικήσουν την παγκόσμια κυριαρχία.
Είναι δεδομένο ότι η άποψη αυτή ακούγεται παρανοϊκή σε πολλούς αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποδοχή του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τα βάλουν με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό ακριβώς φάνηκε ότι προσπάθησαν να κάνουν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μετά το πρώτο σοκ, η «μονοπολική στιγμή» (‘unipolar moment’) των Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσε τον φόβο και την αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας, που έσπευσαν να θέσουν στο περιθώριο αντιπαλότητες και καχυποψίες δεκαετιών, αν όχι αιώνων και ξεκίνησαν μια γεωστρατηγική συνεργασία που συνεχώς ενισχύεται. Ιδιαίτερα μάλιστα, με την επιδείνωση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία, η Μόσχα ωθήθηκε αποφασιστικά προς τη δραστική ενίσχυση των σχέσεών της με το Πεκίνο. Ταυτοχρόνως, η ανερχόμενη Κίνα ασφυκτιά ολοένα και περισσότερο στην άβολη γεωγραφική της θέση στην ανατολική περιφέρεια της Ευρασίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν αποφασισμένες να την αποτρέψουν να εξελιχθεί σε μια ναυτική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Για την ακρίβεια, προσπαθούν να την εμποδίσουν ακόμη και να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα, τις οποίες το Πεκίνο θεωρεί κινεζικές «λίμνες», αναγκαίες για την εξασφάλιση ζωτικών κινεζικών συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι ότι και η Κίνα ωθείται στο να βρει γεωστρατηγική διέξοδο διαμέσου των αχανών ευρασιατικών εκτάσεων, όπου κυριαρχεί η Ρωσία. Έτσι, οι δύο χώρες σπρώχνονται η μία στην αγκαλιά της άλλης και δημιουργείται το πρόπλασμα της πρώτης Υπέρ – Υπερδύναμης (Hyper Power) στην ιστορία της Ανθρωπότητας, η οποία, αν πράγματι κάποια στιγμή προκύψει, θα είναι ο αναντίρρητος παγκόσμιος ηγεμόνας. Ταυτοχρόνως, το Ιράν επίσης κινείται προς την ενσωμάτωσή του σε αυτό το πλέγμα, για μια σειρά από λόγους η περαιτέρω ανάλυση των οποίων ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, δημιουργώντας ένα τρίγωνο που θα απορροφήσει και πολλές χώρες που βρίσκονται μέσα του, με πρώτους υποψηφίους τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Για να μην εξελιχθεί, λοιπόν, αυτό το πρόπλασμα σε μια πιο απτή γεωπολιτική οντότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αδρανοποιήσουν τον βασικό παράγοντα που συσπειρώνει τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις. Και ο παράγοντας αυτός δεν είναι άλλος από την αίσθηση της αμερικανικής κυριαρχίας που έχουν οι χώρες αυτές. Άρα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να κατέβουν από τον φαντασιακό θρόνο του «παγκόσμιου ηγεμόνα» έτσι ώστε να αποφύγουν να ανέβει στον πραγματικό θρόνο ένας Ευρασιάτης παγκόσμιος ηγεμόνας, τον οποίο θα έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εργαστούν προς τη διαμόρφωση ενός πολυπολικού συστήματος.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΜΕ ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ. ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΑ
Η πολιτική της σύναψης συμμαχιών, έτσι ώστε να ενισχύσουν και να εκμεταλλευτούν τις αντιπαλότητες των ευρασιατικών δυνάμεων, έχει εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία από τις ΗΠΑ από το δίδυμο Ρίτσαρντ Νίξον – Χένρι Κίσσινγκερ, με το άνοιγμα στη μαοϊκή Κίνα το 1971 και τη διαμόρφωση ενός άτυπου αντισοβιετικού μετώπου μεταξύ των δύο χωρών.
Πριν δε από μερικά χρόνια, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs και μετέπειτα στο βιβλίο του «Strategic Vision: America and the Crisis of Global Power», είχε εκφράσει την άποψη ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να αποδεχθούν το ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το παγκόσμιο σύστημα από μόνες τους. Θα έπρεπε, λοιπόν, να συνάψουν ένα κατάλληλο πλέγμα συμμαχιών ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο γεωπολιτικό μέγεθος, το οποίο αποκαλούσε «Διευρυμένη Δύση» (‘Extended West’), έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η ανερχόμενη Κίνα. Σε αυτό το σχήμα δεν απέκλειε και τη συμμετοχή της Ρωσίας, αν και επέμεινε στις ακραία αντιρωσικές θέσεις του. Όμως, όταν ακόμη και ο Μπρεζίνσκι, ο οποίος, όχι άδικα, έχει χαρακτηριστεί ως ρωσοφοβικός, εξετάζει τη συνεργασία με τη Ρωσία στο πλαίσιο μιας τακτικής συμμαχία, καθίσταται πλέον ξεκάθαρο ότι η συλλογική φαντασίωση της χωρίς όρια αμερικανικής ισχύος και της δυνατότητας των ΗΠΑ να ελέγχουν τον κόσμο, έχει φθάσει πια στα όριά της.
Εν κατακλείδι, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πράγματι τη δυνατότητα να διεκδικήσουν έναν κυρίαρχο ρόλο στο διεθνές σύστημα. Για να επιτύχουν όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποκηρύξουν την ψευδή κυρίαρχη θέση που έχουν σήμερα, δηλαδή να «επισημοποιήσουν» τον πολυπολικό κόσμο. Σε αυτήν την περίπτωση θα επιτύχουν, πιθανότατα, την αποσυσπείρωση των ευρασιατικών δυνάμεων, θα αναγεννήσουν τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους και από το ασφαλές καταφύγιό τους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους ωκεανούς, θα μπορούν να συνάψουν τις κατάλληλες συμμαχίες ώστε να προωθούν τα συμφέροντά τους.
Σε αυτόν τον κόσμο θα παρουσιαστούν πολλές ευκαιρίες και για σχετικά μικρές χώρες, που βρίσκονται σε κρίσιμα σημεία του διεθνούς συστήματος και έχουν γεωπολιτικές ταυτότητες τέτοιες που τους επιτρέπουν να παίξουν ρόλο ως «μεταλλακτικά» (transformational) κράτη. Παρόμοιες χώρες είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία. Για να λειτουργήσουν όμως ως τέτοιες θα πρέπει να πληρούν κάποιες στοιχειώδεις προϋποθέσεις, η βασική εκ των οποίων είναι …να υπάρχουν.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ «ΕΠΙΛΥΣΗΣ» ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ
Κατά συνέπεια, μια «Λύση» του Κυπριακού με βάση σχεδιασμούς της προηγούμενης αμερικανικής Διοίκησης, ενδέχεται να τοποθετήσει την «ενωμένη» Κύπρο σε ένα παρωχημένο γεωπολιτικό πλαίσιο που δεν θα εκφράζει πλέον τις στοχοθετήσεις των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων.
Άρα, εκτός όλων των άλλων κινδύνων, ενδέχεται να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο και η θέση της Κύπρου στην Ευρώπη και τον ευρύτερο Δυτικό Κόσμο.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω το διεθνές σύστημα μετατρέπεται από μονοπολικό σε πολυπολικό. Δηλαδή, από έναν κόσμο όπου τον έλεγχο ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, περνάμε σταδιακά σε έναν άναρχο κόσμο, στον οποίο διεσπαρμένοι πόλοι ισχύος κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους ώστε να πετύχουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη θέση στην παγκόσμια σκακιέρα.
Ένας από αυτούς τους πόλους ισχύος είναι και η Τουρκία. Και μάλιστα ένας από τους πιο φιλόδοξους. Σε αντίθεση με ότι συνήθως αναφέρεται, η Τουρκία δεν φαίνεται να αρκείται στη θέση της «Περιφερειακής Δύναμης». Αντιθέτως, επιδιώκει να πλασαριστεί ως μια από τις ευρασιατικές δυνάμεις πρώτης γραμμής, θεωρώντας ότι βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία.
Είναι αναπόφευκτο ότι αυτός ο νέος της ρόλος τη φέρνει σε μια εν δυνάμει ανταγωνιστική θέση τόσο με τη Ρωσία όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και με τοπικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, όπως είναι το Ιράν, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Βέβαια, αυτήν τη στιγμή καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, απειλώντας να κινηθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει την αμήχανη υποστήριξη και των δύο, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις μακροχρόνιες ανταγωνιστικές σχέσεις με τις χώρες αυτές.
Κοντολογίς, τα μακρόπνοα συμφέροντα τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ύπαρξη μιας αυτόνομης, ισχυρής και υπερφιλόδοξης Τουρκίας που έχει τις δικές της στοχοθετήσεις.
Επιπροσθέτως, η μετατροπή της Τουρκίας σε μία από τις κύριες δυνάμεις ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος καθιστά μη επιθυμητή από πλευράς της και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε παρόμοια πιθανότητα.
Η εξέλιξη αυτή αφήνει ανεξέλεγκτα και τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω αλλά και με πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες ξεχωριστά.
Προκύπτει λοιπόν η πιθανότητα εμφάνισης μιας Τουρκίας «εναντίον όλων». Μιας Τουρκίας έτοιμης να συγκρουστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και όλες τις ισχυρές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Και με αυτήν την Τουρκία θέλησε να συνδέσει τη μοίρα της η Κυπριακή Δημοκρατία διαμέσου του συζητούμενου σχεδίου «Λύσης».
Όπως και να ‘χει, ακόμη και υπό τις ιδανικότερες συνθήκες, σε περίπτωση υπογραφής συμφωνίας, ένα μικρό γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή η Κύπρος, θα «κουμπώσει» πάνω σε ένα πολύ μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή την Τουρκία. Και κατά κανόνα, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, αργά ή γρήγορα, θέτει υπό τον έλεγχό του το μικρότερο και του επιβάλλει τις δικές του στοχοθετήσεις και σχεδιασμούς. Και οι σχεδιασμοί της Άγκυρας ενδέχεται να τη φέρουν σε τροχιά σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τη Ρωσία καθώς και με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω και με πολλά επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη.
Ιδιαίτερα δε μέσα στην Ε.Ε., μια «ενωμένη» Κύπρος, που θα έχει προκύψει μετά την όποια συμφωνία με την τουρκική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί από πολλές ευρωπαϊκές χώρες ως Δούρειος Ίππος μιας Τουρκίας, η οποία θα έχει απωλέσει πλέον οριστικά και αμετάκλητα την «ευρωπαϊκή της προοπτική», με αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί αν όχι να εξοβελιστεί από την Ένωση.
Με άλλα λόγια, η πορεία «επίλυσης» του Κυπριακού είναι πιθανόν ότι εξελίσσεται λόγω της κεκτημένης ταχύτητας που είχε αποκτήσει από το παρελθόν χωρίς να έχει πια σχέση με τη νέα πραγματικότητα.
Αν λοιπόν για την Ουάσιγκτον του κοντινού παρελθόντος θα ήταν θετική μια «επίλυση» του Κυπριακού που θα έθετε την Κύπρο σε μια φάση στενής συνεργασίας με την Άγκυρα, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο και για μια Ουάσιγκτον του κοντινού μέλλοντος. Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον θα έβλεπαν με φόβο μια υπερενισχυμένη Τουρκία που θα προέκυπτε μετά την «επίλυση» του Κυπριακού γιατί θα καθίστατο ακόμη πιο ανεξέλεγκτη από αυτές.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο ότι η Ιστορία έχει κάνει άλμα και οι βραδυκίνητοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί γεωπολιτικού σχεδιασμού της Δύσης δεν έχουν προλάβει να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Σε αυτό το κενό μεταξύ του κόσμου που φεύγει και του κόσμου που έρχεται έχει εγκλωβιστεί και η Κύπρος. Και είναι δική της ευθύνη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Δεν θα πάρει διαταγές για να αλλάξει πορεία γιατί αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας για να τις δώσει.
Βρισκόμαστε σε μια έντονα μεταβατική περίοδο, από αυτές που σπάνια εμφανίζονται στην Ιστορία. Σε αυτόν τον ακραία ρευστό κόσμο δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να ταυτιστείς με κάποιον ισχυρό παράγοντα και να περιμένεις τις εντολές του, γιατί και αυτός βρίσκεται σε σύγχυση. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναγνώσεις το μέλλον όσο πιο ρεαλιστικά μπορείς και να αναλάβεις πρωτοβουλίες ώστε να πάρεις τις σωστές αποφάσεις. Γιατί, σε παρόμοιες περιόδους, όπου χτίζονται οι βάσεις για τις ιστορικές εξελίξεις του μέλλοντος, αν πάρεις τις λάθος αποφάσεις οι συνέπειές τους θα σε ακολουθούν για δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Και η γεωπολιτική σύζευξη με μια αυτονομημένη Τουρκία θα ήταν μια λάθος απόφαση επικών διαστάσεων.
Η άποψη αυτή είναι εν μέρει σωστή. Όμως, αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τις πολιτικές των δύο υποψηφίων θα δούμε ότι είναι απλώς δύο διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά τη βέλτιστη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να παραμείνουν κυρίαρχη πλανητική δύναμη.
Η Χίλαρι Κλίντον υπηρετούσε μια πολιτική «εναντίον όλων», με ιδιαίτερη προσήλωση στον εγκλωβισμό της ρωσικής άρκτου στα βάθη της Ευρασίας. Όμως, η στρατηγική αυτή απειλούσε να συσπειρώσει τις ευρασιατικές δυνάμεις, με σημαντικότερες φυσικά τη Ρωσία και την Κίνα, σε έναν αντιαμερικανικό συνασπισμό.
Ο Τραμπ, από πλευράς του, εκφράζει τις δυνάμεις που θέλουν να προχωρήσουν σε μια προσέγγιση με τη Ρωσία, ωθώντας τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις γεωπολιτικές ταυτότητες Ρωσίας και Κίνας να έλθουν στην επιφάνεια και να επενδύσει σε μια στρατηγική διαίρει και βασίλευε, όπως έκανε η Μεγάλη Βρετανία μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Απώτερος στόχος είναι η διαιώνιση της κυρίαρχης θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρασία διαμέσου επιλεκτικών και μη δεσμευτικών συμμαχιών και αντιπαλοτήτων στο πλαίσιο ενός νεοβεστφαλιανού συστήματος.
Σε αντίθεση με τις θορυβώδεις αμερικανικές ελίτ που στήριξαν τη Χίλαρι Κλίντον, ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να είναι η επιλογή του «σιωπηλού κατεστημένου» των Ηνωμένων Πολιτειών. Δηλαδή των εσωτερικών δυνάμεων που δρουν αθόρυβα και σχεδιάζουν τις κινήσεις τους σε βάθος χρόνου.
Τη νέα πολιτική των ΗΠΑ υποστηρίζει αποφασιστικά και η νέα γεωενεργειακή πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την είσοδο στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων.
Συγκεκριμένα, η λεγόμενη «Σιωπηλή Επανάσταση» (Silent Revolution) που διεξήχθη από τα τέλη της δεκαετίας του 90 και μετά στον χώρο της ενέργειας, με την αξιοποίηση κολοσσιαίων κοιτασμάτων σχιστολιθικού φυσικού αερίου και πετρελαίου στο μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, χάρη στον ευφυή συνδυασμό των μεθόδων της υδραυλικής ρωγμάτωσης (hydraulic fracturing) και της οριζόντιας εξόρυξης (horizontal drilling) για την εξαγωγή των υδρογονανθράκων από συμπαγή σχιστολιθικά πετρώματα, καθιστά τις ΗΠΑ ενεργειακά αυτάρκεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ελέγχουν δια των όπλων το ενεργειακό κέντρο του κόσμου, τη Μέση Ανατολή, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τη ροή της ενέργειας προς αυτές και τους συμμάχους τους ανά τον πλανήτη.
Βέβαια, η κατάσταση σήμερα δεν είναι ρόδινη για την αμερικανική ενεργειακή βιομηχανία. Η εντυπωσιακή πτώση των τιμών του πετρελαίου έχει οδηγήσει και τη βιομηχανία σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στις ΗΠΑ σε παρακμή. Το κόστος εξαγωγής υδρογονανθράκων από παρόμοια κοιτάσματα είναι αρκετά υψηλό και έτσι, με χαμηλές διεθνείς τιμές, η αξιοποίησή τους καθίσταται μη βιώσιμη οικονομικά. Όμως, στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής αυτό δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Τα κοιτάσματα δεν χάνονται. Απλώς δεν είναι εκμεταλλεύσιμα αυτήν την στιγμή. Όμως, τον πρωταρχικό τους γεωπολιτικό ρόλο, αυτόν της ενεργειακής ασφάλειας, συνεχίζουν να τον εκπληρώνουν απλά και μόνο με το να παραμένουν στη θέση τους.
ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΠΡΙΜΟΔΟΤΟΥΝ ΤΟ ΠΟΛΥΠΟΛΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Ωστόσο, αυτή η νέα ενεργειακή πραγματικότητα είναι απλώς ένας από τους παράγοντες που διαμορφώνουν το πρόπλασμα μιας εν δυνάμει μακρόπνοης αμερικανικής στρατηγικής που θα προωθεί την έλευση ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος.
Είναι πιθανόν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να διατηρήσουν την κυρίαρχη θέση τους στο διεθνές σύστημα, θα πρέπει να αποδεχθούν το πολυπολικό σύστημα. Δηλαδή, να υποβαθμίσουν τον εαυτό τους στη θέση μιας από τις πολλές δυνάμεις ενός πολυπολικού κόσμου έτσι ώστε να έχουν μια ευκαιρία να διεκδικήσουν την παγκόσμια κυριαρχία.
Είναι δεδομένο ότι η άποψη αυτή ακούγεται παρανοϊκή σε πολλούς αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποδοχή του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τα βάλουν με όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό ακριβώς φάνηκε ότι προσπάθησαν να κάνουν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μετά το πρώτο σοκ, η «μονοπολική στιγμή» (‘unipolar moment’) των Ηνωμένων Πολιτειών προκάλεσε τον φόβο και την αντίδραση της Ρωσίας και της Κίνας, που έσπευσαν να θέσουν στο περιθώριο αντιπαλότητες και καχυποψίες δεκαετιών, αν όχι αιώνων και ξεκίνησαν μια γεωστρατηγική συνεργασία που συνεχώς ενισχύεται. Ιδιαίτερα μάλιστα, με την επιδείνωση των σχέσεων Δύσης – Ρωσίας μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία, η Μόσχα ωθήθηκε αποφασιστικά προς τη δραστική ενίσχυση των σχέσεών της με το Πεκίνο. Ταυτοχρόνως, η ανερχόμενη Κίνα ασφυκτιά ολοένα και περισσότερο στην άβολη γεωγραφική της θέση στην ανατολική περιφέρεια της Ευρασίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν αποφασισμένες να την αποτρέψουν να εξελιχθεί σε μια ναυτική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Για την ακρίβεια, προσπαθούν να την εμποδίσουν ακόμη και να εξασφαλίσει την κυριαρχία στην Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα, τις οποίες το Πεκίνο θεωρεί κινεζικές «λίμνες», αναγκαίες για την εξασφάλιση ζωτικών κινεζικών συμφερόντων. Το αποτέλεσμα είναι ότι και η Κίνα ωθείται στο να βρει γεωστρατηγική διέξοδο διαμέσου των αχανών ευρασιατικών εκτάσεων, όπου κυριαρχεί η Ρωσία. Έτσι, οι δύο χώρες σπρώχνονται η μία στην αγκαλιά της άλλης και δημιουργείται το πρόπλασμα της πρώτης Υπέρ – Υπερδύναμης (Hyper Power) στην ιστορία της Ανθρωπότητας, η οποία, αν πράγματι κάποια στιγμή προκύψει, θα είναι ο αναντίρρητος παγκόσμιος ηγεμόνας. Ταυτοχρόνως, το Ιράν επίσης κινείται προς την ενσωμάτωσή του σε αυτό το πλέγμα, για μια σειρά από λόγους η περαιτέρω ανάλυση των οποίων ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, δημιουργώντας ένα τρίγωνο που θα απορροφήσει και πολλές χώρες που βρίσκονται μέσα του, με πρώτους υποψηφίους τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας.
Για να μην εξελιχθεί, λοιπόν, αυτό το πρόπλασμα σε μια πιο απτή γεωπολιτική οντότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αδρανοποιήσουν τον βασικό παράγοντα που συσπειρώνει τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις. Και ο παράγοντας αυτός δεν είναι άλλος από την αίσθηση της αμερικανικής κυριαρχίας που έχουν οι χώρες αυτές. Άρα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να κατέβουν από τον φαντασιακό θρόνο του «παγκόσμιου ηγεμόνα» έτσι ώστε να αποφύγουν να ανέβει στον πραγματικό θρόνο ένας Ευρασιάτης παγκόσμιος ηγεμόνας, τον οποίο θα έχουν δημιουργήσει οι ίδιες. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να εργαστούν προς τη διαμόρφωση ενός πολυπολικού συστήματος.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΜΕ ΕΥΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ. ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΗΠΑ
Η πολιτική της σύναψης συμμαχιών, έτσι ώστε να ενισχύσουν και να εκμεταλλευτούν τις αντιπαλότητες των ευρασιατικών δυνάμεων, έχει εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία από τις ΗΠΑ από το δίδυμο Ρίτσαρντ Νίξον – Χένρι Κίσσινγκερ, με το άνοιγμα στη μαοϊκή Κίνα το 1971 και τη διαμόρφωση ενός άτυπου αντισοβιετικού μετώπου μεταξύ των δύο χωρών.
Πριν δε από μερικά χρόνια, ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, σε άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs και μετέπειτα στο βιβλίο του «Strategic Vision: America and the Crisis of Global Power», είχε εκφράσει την άποψη ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να αποδεχθούν το ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το παγκόσμιο σύστημα από μόνες τους. Θα έπρεπε, λοιπόν, να συνάψουν ένα κατάλληλο πλέγμα συμμαχιών ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο γεωπολιτικό μέγεθος, το οποίο αποκαλούσε «Διευρυμένη Δύση» (‘Extended West’), έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η ανερχόμενη Κίνα. Σε αυτό το σχήμα δεν απέκλειε και τη συμμετοχή της Ρωσίας, αν και επέμεινε στις ακραία αντιρωσικές θέσεις του. Όμως, όταν ακόμη και ο Μπρεζίνσκι, ο οποίος, όχι άδικα, έχει χαρακτηριστεί ως ρωσοφοβικός, εξετάζει τη συνεργασία με τη Ρωσία στο πλαίσιο μιας τακτικής συμμαχία, καθίσταται πλέον ξεκάθαρο ότι η συλλογική φαντασίωση της χωρίς όρια αμερικανικής ισχύος και της δυνατότητας των ΗΠΑ να ελέγχουν τον κόσμο, έχει φθάσει πια στα όριά της.
Εν κατακλείδι, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πράγματι τη δυνατότητα να διεκδικήσουν έναν κυρίαρχο ρόλο στο διεθνές σύστημα. Για να επιτύχουν όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποκηρύξουν την ψευδή κυρίαρχη θέση που έχουν σήμερα, δηλαδή να «επισημοποιήσουν» τον πολυπολικό κόσμο. Σε αυτήν την περίπτωση θα επιτύχουν, πιθανότατα, την αποσυσπείρωση των ευρασιατικών δυνάμεων, θα αναγεννήσουν τους ανταγωνισμούς μεταξύ τους και από το ασφαλές καταφύγιό τους, ανάμεσα στους δύο μεγάλους ωκεανούς, θα μπορούν να συνάψουν τις κατάλληλες συμμαχίες ώστε να προωθούν τα συμφέροντά τους.
Σε αυτόν τον κόσμο θα παρουσιαστούν πολλές ευκαιρίες και για σχετικά μικρές χώρες, που βρίσκονται σε κρίσιμα σημεία του διεθνούς συστήματος και έχουν γεωπολιτικές ταυτότητες τέτοιες που τους επιτρέπουν να παίξουν ρόλο ως «μεταλλακτικά» (transformational) κράτη. Παρόμοιες χώρες είναι η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία. Για να λειτουργήσουν όμως ως τέτοιες θα πρέπει να πληρούν κάποιες στοιχειώδεις προϋποθέσεις, η βασική εκ των οποίων είναι …να υπάρχουν.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ «ΕΠΙΛΥΣΗΣ» ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ
Κατά συνέπεια, μια «Λύση» του Κυπριακού με βάση σχεδιασμούς της προηγούμενης αμερικανικής Διοίκησης, ενδέχεται να τοποθετήσει την «ενωμένη» Κύπρο σε ένα παρωχημένο γεωπολιτικό πλαίσιο που δεν θα εκφράζει πλέον τις στοχοθετήσεις των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων.
Άρα, εκτός όλων των άλλων κινδύνων, ενδέχεται να τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο και η θέση της Κύπρου στην Ευρώπη και τον ευρύτερο Δυτικό Κόσμο.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω το διεθνές σύστημα μετατρέπεται από μονοπολικό σε πολυπολικό. Δηλαδή, από έναν κόσμο όπου τον έλεγχο ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, περνάμε σταδιακά σε έναν άναρχο κόσμο, στον οποίο διεσπαρμένοι πόλοι ισχύος κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους ώστε να πετύχουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη θέση στην παγκόσμια σκακιέρα.
Ένας από αυτούς τους πόλους ισχύος είναι και η Τουρκία. Και μάλιστα ένας από τους πιο φιλόδοξους. Σε αντίθεση με ότι συνήθως αναφέρεται, η Τουρκία δεν φαίνεται να αρκείται στη θέση της «Περιφερειακής Δύναμης». Αντιθέτως, επιδιώκει να πλασαριστεί ως μια από τις ευρασιατικές δυνάμεις πρώτης γραμμής, θεωρώντας ότι βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τη Ρωσία, την Κίνα και την Ινδία.
Είναι αναπόφευκτο ότι αυτός ο νέος της ρόλος τη φέρνει σε μια εν δυνάμει ανταγωνιστική θέση τόσο με τη Ρωσία όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και με τοπικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, όπως είναι το Ιράν, το Ισραήλ και η Αίγυπτος.
Βέβαια, αυτήν τη στιγμή καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών, απειλώντας να κινηθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει την αμήχανη υποστήριξη και των δύο, αλλά αυτό δεν αναιρεί τις μακροχρόνιες ανταγωνιστικές σχέσεις με τις χώρες αυτές.
Κοντολογίς, τα μακρόπνοα συμφέροντα τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ύπαρξη μιας αυτόνομης, ισχυρής και υπερφιλόδοξης Τουρκίας που έχει τις δικές της στοχοθετήσεις.
Επιπροσθέτως, η μετατροπή της Τουρκίας σε μία από τις κύριες δυνάμεις ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος καθιστά μη επιθυμητή από πλευράς της και την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε παρόμοια πιθανότητα.
Η εξέλιξη αυτή αφήνει ανεξέλεγκτα και τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω αλλά και με πολλές από τις ευρωπαϊκές χώρες ξεχωριστά.
Προκύπτει λοιπόν η πιθανότητα εμφάνισης μιας Τουρκίας «εναντίον όλων». Μιας Τουρκίας έτοιμης να συγκρουστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και όλες τις ισχυρές χώρες της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Και με αυτήν την Τουρκία θέλησε να συνδέσει τη μοίρα της η Κυπριακή Δημοκρατία διαμέσου του συζητούμενου σχεδίου «Λύσης».
Όπως και να ‘χει, ακόμη και υπό τις ιδανικότερες συνθήκες, σε περίπτωση υπογραφής συμφωνίας, ένα μικρό γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή η Κύπρος, θα «κουμπώσει» πάνω σε ένα πολύ μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, δηλαδή την Τουρκία. Και κατά κανόνα, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το μεγαλύτερο γεωπολιτικό μέγεθος, αργά ή γρήγορα, θέτει υπό τον έλεγχό του το μικρότερο και του επιβάλλει τις δικές του στοχοθετήσεις και σχεδιασμούς. Και οι σχεδιασμοί της Άγκυρας ενδέχεται να τη φέρουν σε τροχιά σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τη Ρωσία καθώς και με την Ευρωπαϊκή Ένωση εν συνόλω και με πολλά επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη.
Ιδιαίτερα δε μέσα στην Ε.Ε., μια «ενωμένη» Κύπρος, που θα έχει προκύψει μετά την όποια συμφωνία με την τουρκική πλευρά, μπορεί να θεωρηθεί από πολλές ευρωπαϊκές χώρες ως Δούρειος Ίππος μιας Τουρκίας, η οποία θα έχει απωλέσει πλέον οριστικά και αμετάκλητα την «ευρωπαϊκή της προοπτική», με αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί αν όχι να εξοβελιστεί από την Ένωση.
Με άλλα λόγια, η πορεία «επίλυσης» του Κυπριακού είναι πιθανόν ότι εξελίσσεται λόγω της κεκτημένης ταχύτητας που είχε αποκτήσει από το παρελθόν χωρίς να έχει πια σχέση με τη νέα πραγματικότητα.
Αν λοιπόν για την Ουάσιγκτον του κοντινού παρελθόντος θα ήταν θετική μια «επίλυση» του Κυπριακού που θα έθετε την Κύπρο σε μια φάση στενής συνεργασίας με την Άγκυρα, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο και για μια Ουάσιγκτον του κοντινού μέλλοντος. Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες μάλλον θα έβλεπαν με φόβο μια υπερενισχυμένη Τουρκία που θα προέκυπτε μετά την «επίλυση» του Κυπριακού γιατί θα καθίστατο ακόμη πιο ανεξέλεγκτη από αυτές.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο ότι η Ιστορία έχει κάνει άλμα και οι βραδυκίνητοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί γεωπολιτικού σχεδιασμού της Δύσης δεν έχουν προλάβει να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Σε αυτό το κενό μεταξύ του κόσμου που φεύγει και του κόσμου που έρχεται έχει εγκλωβιστεί και η Κύπρος. Και είναι δική της ευθύνη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Δεν θα πάρει διαταγές για να αλλάξει πορεία γιατί αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας για να τις δώσει.
Βρισκόμαστε σε μια έντονα μεταβατική περίοδο, από αυτές που σπάνια εμφανίζονται στην Ιστορία. Σε αυτόν τον ακραία ρευστό κόσμο δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να ταυτιστείς με κάποιον ισχυρό παράγοντα και να περιμένεις τις εντολές του, γιατί και αυτός βρίσκεται σε σύγχυση. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναγνώσεις το μέλλον όσο πιο ρεαλιστικά μπορείς και να αναλάβεις πρωτοβουλίες ώστε να πάρεις τις σωστές αποφάσεις. Γιατί, σε παρόμοιες περιόδους, όπου χτίζονται οι βάσεις για τις ιστορικές εξελίξεις του μέλλοντος, αν πάρεις τις λάθος αποφάσεις οι συνέπειές τους θα σε ακολουθούν για δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Και η γεωπολιτική σύζευξη με μια αυτονομημένη Τουρκία θα ήταν μια λάθος απόφαση επικών διαστάσεων.
0 comments