Ο Ελεύθερος Αρθρογράφος παραθέτει το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη ("Θεωρία του Πολέμου")το 1997, με σκοπό την μελέτη και την κριτική απέναντι στις διαχρονικές ευθύνες τις πολιτική ηγεσίας αλλά και τον προβληματισμό απέναντι στο ερώτημα τι θα πρέπει να κάνει η χώρα ως απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις... Ο λόγος του Παναγιώτη Κονδύλη είναι επίκαιρος και διδακτικός....
Εδώ το Α' Μέρος...
του Παναγιώτη Κονδύλη
από το βιβλίο του «Θεωρία του Πολέμου», εκδ. Θεμέλιο (1997)
Ώστε στο ευρύτερο επίπεδο γενικότητας μπορούμε να ορίσουμε το γεωπολιτικό δυναμικό ως την Ιστορικο-κοινωνική παρουσία ενός συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Με αυτήν την έννοια, το γεωπολιτικό δυναμικό της ελληνικής πλευράς αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αι., και ίσαμε το σημαδιακό έτος 1922, πολύ περισσότερο στο έθνος παρά στο κράτος. Το έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος,
απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα του τουλάχιστον όσα τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις
παρυφές του, και αυτό το κατόρθωσε, μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων, προ παντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνοντας σε μιαν ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το
κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε καί συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922),των Βαλκανίων καί της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945).
Aκολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) καί την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης καί της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών
καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική απόψη - εβδομήντα μόλις χρόνια. Και οι καταστροφές αυτές δεν επιδέχονται αναπλήρωση ή αντιστάθμιση. Οι σημερινές ελληνικές παροικίες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας βρίσκονται τόσο μακριά και μέσα σε κοινωνίες τόσο διαφορετικές, ώστε μάλλον χρειάζονται την ενίσχυση του ελληνικού κράτους προκειμένου να διατηρούν δεσμούς μαζί του παρά είναι οι ίδιες σε θέση να του δώσουν ουσιαστική υλική
ενίσχυση ή πνευματική ώθηση. Οι εργατοϋπάλληλοι του Σίδνεϋ δεν είναι οι Μπενάκηδες και οι Καβάφηδες της Αλεξάνδρειας, ούτε μπόρεσαν ποτέ οι λεγόμενοι Ελληνοαμερικανοί να ασκήσουν στην τωρινή πατρίδα τους καθοριστική επιρροή υπέρ των συμφερόντων του ελληνικού
κράτους και έθνους. Ας κλείσουμε αυτή την άκρως συνοπτική ανασκόπηση με τη θλιβερότερη ίσως διαπίστωση. Το ελληνικό κράτος δεν στάθηκε σε καμμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό
του.
Απεναντίας μάλιστα, το 1974 την καταστροφή την προκάλεσε, άμεσα τουλάχιστον, η ολέθρια πραξικοπηματική ενέργεια που προήλθε από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Και αν αυτά τα έκαμαν οι δικτάτορες, οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις σίγουρα δεν έχουν λόγους να είναι υπερήφανες για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδρασή τους απέναντι στον ξερριζωμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος - δηλαδή να επιτελέσει την κατ' εξοχήν αποστολή του - συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του.
Ενώ το ελληνικό έθνος συρρικνωνόταν ακατάπαυστα για να συμπέσει με ένα κράτος, του οποίου τα σύνορα είχαν ουσιαστικά διαμορφωθεί ήδη από το 1913, η Τουρκία διήνυσε τον αντίθετο ακριβώς δρόμο: τα σύνορα του οθωμανικού κράτους συρρικνώθηκαν για να συμπέσουν λίγο-πολύ,
την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα σύνορα, μέσα στα όποια όφειλε να ζήσει στο έξης το τουρκικό έθνος. Χάρη στη μεγάλη προσωπικότητα του Κεμάλ, η απότομη και οδυνηρή αυτή μετάβαση όχι μόνο δεν συνεπέφερε τον πολιτικό κατακερματισμό, αλλά απεναντίας συνδέθηκε μ' ένα μεταρρυθμιστικό έργο, μ' ένα νέο αίσθημα ανάτασης καί με μια νέα συλλογική μυθολογία, απ' όπου η Τουρκία μπορεί ν'αντλεί άμεσα ακόμα και σήμερα, πάνω από μισόν αιώνα αργότερα.
Από
την άλλη μεριά, παρέμειναν ενεργά ζωτικά κατάλοιπα οθωμανισμού,διάχυτα και από καιρό σε καιρό πιεστικά ρεύματα μουσουλμανικού λαϊκισμού, προβλήματα μειονοτήτων, ανισομέρειες περιφερειακές καί αγκυλώσεις κοινωνικές - και όλα αυτά συνιστούσαν και συνιστούν ένα αντιφατικό πλέγμα. Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να
θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων»
«δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» καί άρνηση της «κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες - μάζες τέτοιες, καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο
επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα μπούν και με ποια πρόσημα θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον
στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά. Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να
προσελκύσει κατά το δυνατόν ευρύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, oι οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του
1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τίς χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού·το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα
αλλά φιλελεύθερο-οικονομιστικό προσανατολισμό του.
Γενικά, οι εσωτερικές αντιφάσεις επιδρούν παραλυτικά στους ανίσχυρους ,ενώ αποδεσμεύουν επεκτατικές δυνάμεις σε όσους έχουν εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο γεωπολιτικό δυναμικό, ώστε δεν τους απομένει παρά το άλμα ή η φυγή προς τα εμπρός. Με άλλα λόγια: τα
βαθύτερα στρώματα της ιστορικής και κοινωνικής ύπαρξης ενός συλλογικού υποκειμένου προσδιορίζουν το πώς θα λειτουργήσουν oι εσωτερικές του αντιφάσεις.
Συνεχίζεται....
0 comments