Γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου*
Κάθε χρόνο, σαν πλησίαζε η εβδόμη Μαρτίου, η μεγάλη γιορτή της Ενσωμάτωσης, ο καθηγητής της Ωδικής στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο Γιώργος Καραμηνάς, άφηνε κατά μέρος τις άοκνες προσπάθειες να μυήσει τους μαθητές του στον κόσμο της κλασικής μουσικής και μοίραζε τη σύνθεσή του που είχε γίνει ύμνος για κάθε Δωδεκανήσιο. «Δώδεκ’ αψίδες θριάμβου έχουν στηθεί στα δώδεκα λιμάνια, κι έχουν χρυσοσφυρηλατηθεί με μόχθους κι εθνική περφάνια…» Εμείς, έφηβοι σχεδόν, που λογαριάζαμε αυτονόητη τη λευτεριά –ας είχαν ζήσει σκλάβοι οι πατεράδες μας– βρίσκαμε ευκαιρία να ξεδώσουμε παραφράζοντας βέβηλα τους στίχους αλλά και τραγουδώντας με όλη μας την ένταση.
Ο κ. Καραμηνάς με κλειστά τα μάτια συνέχιζε να διευθύνει χαμογελώντας τη μαθητική χορωδία –ποιος ξέρει τι έβλεπε και τι άκουγε τάχα;–, ευτυχισμένος και μόνο για το γεγονός ότι ζούσε στη λεύτερη πατρίδα όπως ονειρεύτηκε. Κανείς μας δεν ήξερε τότε πως ο καλοκάγαθος κύριος Καραμηνάς, αυτός ο ευαίσθητος και μικροκαμωμένος μουσικός που έβαζε «άριστα» και στους παράφωνους, είχε καταταχθεί το 1940 στο Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων, μια από τις αμέτρητες εκδηλώσεις της πίστης των νησιωτών στην Ελλάδα. «Κόποι και μόχθοι και αγώνες και διωγμοί δε σβήσαν την ελπίδα», συνέχιζε το τραγούδι. Και κάπου εκεί ο κύριος Καραμηνάς δάκρυζε κι η παράφωνη χορωδία μας γλύκαινε τη φωνή της πριν σβήσει με τρόπο αντάξιο του σκοπού...
… Πέρασαν χρόνια. Κι αύριο θα ψιθυρίσω πάλι εκείνο το τραγούδι και θα θυμηθώ τον καθηγητή της Ωδικής που τελευταία φορά τον είδα πριν λίγα χρόνια στη λεωφόρο Ηρακλειδών, σε ένα άδειο λεωφορείο, μόνο στο τελευταίο κάθισμα να ψιθυρίζει κάποιο τραγούδι ξένο στη μουσική αυτής της αγνώριστης πια χώρας.
0 comments