Ο Ελεύθερος Αρθρογράφος παραθέτει το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη ("Θεωρία του Πολέμου")το 1997, με σκοπό την μελέτη και την κριτική απέναντι στις διαχρονικές ευθύνες τις πολιτική ηγεσίας αλλά και τον προβληματισμό απέναντι στο ερώτημα τι θα πρέπει να κάνει η χώρα ως απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις... Ο λόγος του Παναγιώτη Κονδύλη είναι επίκαιρος και διδακτικός....
του Παναγιώτη Κονδύλη
από το βιβλίο του «Θεωρία του Πολέμου», εκδ. Θεμέλιο (1997)
O πόλεμος αποτελεί συνέχεια της πολιτικής υπό δύο θεμελιώδεις
έννοιες. Όταν ο όρoς «πολιτική» εκλαμβάνεται με την
αντικειμενική του σημασία, για να χαρακτηρίσει τη
διαμορφωμένη μέσα στον χρόνο ιστορικοκοινωνική φυσιογνωμία ενός
συλλογικού πολιτικού υποκειμένου, τότε o πόλεμος συνεχίζει την
πολιτική υπό την έννοια ότι αποτυπώνει εκ των πραγμάτων, και
ανεξάρτητα από τα τρέχοντα μελήματα και βουλήματα των δρώντων
προσώπων, τη φυσιογνωμία αυτή, την οποία μπορούμε να δούμε από
πολλές πλευρές και, ανάλογα, να την ονομάσουμε πολιτισμική ή
κοινωνική ή γεωπολιτική κατάσταση, οικονομικό ή στρατιωτικό
δυναμικό κ.τ.λ. Με την υποκειμενική της σημασία, πάλι, η «πολιτική»
υποδηλώνει τους σκοπούς και τις βλέψεις συγκεκριμένων προσώπων με
βαρύνοντα λόγο στα πολιτικά πράγματα ενός συλλογικού υποκειμένου·
τότε ο πόλεμος συνεχίζει την πολιτική ως μέσο προς εκπλήρωση αυτών
των σκοπών και αυτών των βλέψεων. Στο επίπεδο αυτό τίθενται τα
προβλήματα της λεγόμενης «υψηλής στρατηγικής», και το
σημαντικότερο απ' όλα τους μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: κατά πόσο η
πολιτική με την αντικειμενική έννοια του όρου επιτρέπει την
πραγμάτωση των σκοπών της πολιτικής με την υποκειμενική έννοια του
όρου; Ή, πώς πρέπει να διαμορφωθούν οι σκοποί της υποκειμενικής
πολιτικής, ούτως ώστε ν' αντιστοιχούν στα δεδομένα της αντικειμενικής
πολιτικής; Ή, προς ποιά κατεύθυνση και σε ποιά έκταση πρέπει να
επηρεασθούν τα δεδομένα της αντικειμενικής πολιτικής (αν μάλιστα
αυτά είναι δυσμενή) προκειμένου να υπηρετήσουν τους στόχους της
υποκειμενικής πολιτικής; Αν ως μέσο προς πραγμάτωση των σκοπών της
υποκειμενικής πολιτικής επιλεγεί -αδιάφορο αν εκούσια ή ακούσια,
δηλαδή για επιθετικούς ή αμυντικούς σκοπούς- ο πόλεμος, τότε τίθεται
ένα δεύτερο στρατηγικό ερώτημα: με ποιόν τρόπο πρέπει να διεξαχθεί ο
πόλεμος, ούτως ώστε ν' αποδειχθεί πράγματι κατάλληλο μέσο προς
πραγμάτωση των πολιτικών στόχων; Και πιο συγκεκριμένα: πόσο
ολοκληρωτική νίκη πρέπει να καταγάγει κανείς αν θέλει να πετύχει εξ
ολοκλήρου τους σκοπούς του; Γιατί, αν είναι προφανές ότι
ολοκληρωτικοί σκοποί (η πλήρης καθυπόταξη του αντιπάλου) απαιτούν
ολοκληρωτικές νίκες, όμως δεν είναι διόλου προφανές ότι οι
περιορισμένοι σκοποί (π.χ. η απλή υπεράσπιση των συνόρων)
επιτυγχάνονται παντού και πάντοτε με περιορισμένες μόνον νίκες και
περιορισμένους μόνον πολέμους· συχνότατα απαιτείται καί στην
περίπτωση του περιορισμένου σκοπού νίκη τόσο ολοκληρωτική όσο καί
εάν ο σκοπός ήταν ολοκληρωτικός. Τότε, όπως γνωρίζουμε από τον
Clausewitz, η εσωτερική λογική του μέσου (του πολέμου) εκδιπλώνεται
αυτόνομα και μέσα στην αιματηρή της εκδίπλωση, υπερφαλαγγίζει τους
πολιτικούς σκοπούς. Αν τώρα κατέβουμε ακόμα ένα σκαλί στη
στρατηγική μας ανάλυση, αν δηλαδή στενέψουμε ακόμα περισσότερο
τον κύκλο της και θεωρήσουμε όχι πλέον τον πόλεμο ως μέσο της
πολιτικής, αλλά, προϋποθέτοντάς το αυτό, εξετάσουμε την επιτυχή
διεξαγωγή του πολέμου ως σκοπό καθ' εαυτόν, τότε διαπιστώνουμε ότι,
όπως η πολιτική ως σκοπός συμμορφώνεται με τη λογική του πολέμου
ως μέσου της, έτσι και ο πόλεμος ως σκοπός συμμορφώνεται με τη
λογική των δικών του μέσων, δηλαδή της τεχνικής υφής των όπλων και
των οπλικών συστημάτων, η οποία από μόνη της μπορεί να επιβάλει μιαν
στρατηγική απόφαση, π.χ. την απόφαση επιθετικής ή αμυντικής
διεξαγωγής του πολέμου.
Η λογική και εννοιολογική αυτή κλίμακα δεν είναι ούτε προϊόν ούτε
εργαλείο του σπουδαστηρίου. Είναι θεωρία ζωντανή και μεστή, δηλαδή
συνοψίζει αφαιρετικά τους παράγοντες που οφείλει απαραίτητα να λάβει
υπ' όψιν του και να ιεραρχήσει κατά την εκάστοτε προτεραιότητά τους ο
υπεύθυνος πολιτικός, καθοδηγούμενος από την «λεπταισθησία της
κρίσης» του, όση διαθέτει. Και σε αντίθεση με τις νοητικές κατασκευές
πλείστων όσων «θεωρητικών» και «φιλοσόφων», τις οποίες μπορεί να
παραλλάζει ή και να ανατρέπει κανείς επ' άπειρον χωρίς να μεταβάλλει
τίποτε παραπάνω εκτός από τις μόδες που επικρατούν εναλλάξ σε
τέτοιους αιθεροβάμονες και λεξιλάγνους κύκλους, εδώ πρόκειται για
μεγέθη «ου παικτά», συνδεδεμένα με βαρύνουσες και μη ανακλητές
αποφάσεις. Ο Poincare, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός, είπε κάποτε ότι
ο πόλεμος είναι πειραματική επιστήμη στην οποία δεν είναι δυνατόν να
διεξαχθούν πειράματα. Τα περιθώρια για πειραματισμούς είναι ακόμα
στενότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα που, αν δούμε τα πράγματα έστω και
σε μεσοπρόθεσμη απλώς ιστορική προοπτική, περπατούν πάνω στην
κόψη του ξυραφιού. Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές
καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι
ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη
χρειάζεται ένα έθνος. Όπως ο βαριά άρρωστος δεν αναρωτιέται τί θα
κάμει σε δέκα χρόνια, αλλά αν θα βγάλει τη νύχτα, έτσι ο ιστορικά
ανίσχυρος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μακρόπνοων συλλήψεων και
την προσήλωση στα άμεσα δεδομένα - η διαφορά ανάμεσα σ' όποιον
χαροπαλεύει βιολογικά και σ' όποιον αποσυντίθεται ιστορικά είναι
βέβαια ότι η προσήλωση του πρώτου στα άμεσα δεδομένα εμφανίζεται
ως προσπάθεια υπέρβασης ενός πόνου, ενώ του δεύτερου ως κοντόθωρη
ευδαιμονιστική επιδίωξη. Η τάση άρνησης ή απώθησης των
μακροπρόθεσμων παραγόντων και εξελίξεων, δηλαδή των δεδομένων της
πολιτικής υπό την αντικειμενική έννοια του όρου, δυναμώνει όταν τα
δεδομένα αυτά θίγουν νευραλγικά ψυχολογικά σημεία, με άλλα λόγια τις
εθνικές αυταρέσκειες και ψευδαισθήσεις. Υπό την επήρειά τους συνήθως
υπερτιμάται η σημασία των τομέων, στους οποίους υπερέχει πραγματικά
ή φανταστικά η Ελλάδα (π .χ. θεωρείται ουσιώδες πολιτικό και ιστορικό
πλεονέκτημα ότι η Ελλάδα είναι χώρα «ευρωπαϊκή» και «δημοκρατική»,
ενώ η Τουρκία «οθωμανική», «βάρβαρη», «φασιστική» κ.τ.λ.), και
ταυτόχρονα η ισχύς ή οι επιτυχίες της άλλης πλευράς αποδίδονται κατά
σύστημα στην εύνοια των Μεγάλων, στον ανθελληνισμό της Jύσης
κ.ο.κ. Τέτοια φαινόμενα είναι από πολλές απόψεις φυσιολογικά και
αναπόδραστα, ιδιαίτερα όταν δρούν οι μηχανισμοί της μαζικής
ψυχολογίας και της διαμόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και δεν θα
ήσαν ούτε καν επικίνδυνα, αν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η πολιτική
ηγεσία του τόπου, στο σύνολο και στη διαχρονική της συνέχεια,
σκεφτόταν και ενεργούσε με βάση εντελώς διαφορετικές κατηγορίες καί
παραστάσεις. Όμως αυτό δεν συμβαίνει, επαρκώς τουλάχιστον. Την
σκέψη σε ιστορικές και στρατηγικές διαστάσεις την κατάπιε εντελώς
σχεδόν, μαζί με όσα θα έπρεπε να τη στηρίζουν έμπρακτα, το πελατειακό
σύστημα, το δούναι και λαβείν, το οποίο τελευταία, στο πλαίσιο του
ακάθεκτου εκσυγχρονισμού μας, έχει πάρει την πολιτισμένη ονομασία
του «διαλόγου» - διαλόγου οπισθοβούλου, πολυδαιδάλου καί
πολυμήχανου, διαλόγου των πάντων με τους πάντες περί των πάντων εις
πάντας τόπους και πάντας χρόνους. Όποιος δεν μετέχει σε τέτοιους
διάλογους και δεν υπόκειται στις σκοπιμότητές τους, έχει την ελευθερία -
και την υποχρέωση - να σταθμίσει στρατηγικά έναν ενδεχόμενο
ελληνοτουρκικό πόλεμο στο φως της εννοιολογικής κλίμακας που
αναπτύξαμε εισαγωγικά. Από τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής
πολιτικής θα πρέπει να περάσει στους σκοπούς της υποκειμενικής
πολιτικής, εξετάζοντας κατά πόσο και με ποια μορφή μπορεί ο πόλεμος ν'
αποτελέσει μέσο για την πραγμάτωσή τους. Και θα πρέπει να θυμάται
πάντοτε ότι ο καθένας είναι τόσο σοβαρός ο ίδιος, όσο σοβαρό θεωρεί
τον εχθρό του και όσο σοβαρά τον αντιμετωπίζει. Οι ηθικολογίες είναι
ένας εύκολος τρόπος για να καθίσταται ο εχθρός αξιοπεριφρόνητος. Γι'
αυτό και δεν αποδεικνύουν τίποτε άλλο πέρα από την πολιτική
ελαφρότητα εκείνου που τις χρησιμοποιεί.
Ας συνοψίσουμε κατά σύμβαση τα μακροδεδομένα της αντικειμενικής
πολιτικής με τον όρο «γεωπολιτικό δυναμικό». Όπως θα δούμε αμέσως, ο
όρος αυτός έχει διάφορα επίπεδα γενικότητας, και στην ανάλυσή μας θα
ξεχωρίσουμε κατ' αρχήν τρία. Αλλά σε κανένα απ' αυτά το γεωπολιτικό
δυναμικό δεν ταυτίζεται με τη γυμνή γεωγραφία, όπως έμοιαζε
τουλάχιστον να δέχεται μια παρωχημένη πλέον αγγλοσαξονική και
γερμανική γεωπολιτική σκέψη, η οποία, θητεύοντας σ' έναν γεωγραφικό
ντετερμινισμό, αντλούσε τις πολιτικές πράξεις και προοπτικές των
κρατών και των εθνών από τη γεωγραφική τους θέση. Η συμπλοκή των
δύο συνθετικών στον όρο «γεωπολιτική» δεν υποδηλώνει μιαν αναγκαία
αιτιώδη συνάφεια, δεν σημαίνει ούτε ότι η πολιτική καθορίζει
οπωσδήποτε τη γεωγραφία (αν και μερικές φορές την επηρεάζει
ουσιαστικά, όπως όταν π.χ, διανοίγει τη διώρυγα του Σουέζ ή του
Παναμά) ούτε ότι η γεωγραφία καθορίζει οπωσδήποτε την πολιτική (αν
και εδώ η επιρροή μπορεί να είναι ουσιώδης, π.χ, νησιωτική θέση της
Μεγάλης Βρεταννίας). Σημαίνει πολύ περισσότερο ότι η πολιτική δεν
μπορεί παρά να αναπτύσσεται σε στενή συνάφεια με έναν συγκεκριμένο
γεωγραφικό χώρο, και στην Ιστορία εναπόκειται να αποφασίσει με ποιάν
έννοια και ποιάν απόκλιση θα καταστεί αμφίδρομη η σχέση αυτή.....
Συνεχίζεται......
0 comments