του Marc Pierini
Carnegie Europe
Στις 16 Απριλίου, οι πολίτες της Τουρκίας θα ψηφίσουν σε ένα κρίσιμο δημοψήφισμα για ένα νέο σύνταγμα, πιθανώς εγκαινιάζοντας ένα σύστημα διακυβέρνησης του ενός, με ελάχιστους ελέγχους και ισορροπίες. Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο, και ο κίνδυνος ήττας για την τουρκική ηγεσία είναι αληθινός. Αλλά όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, οι Τούρκοι ηγέτες ίσως θελήσουν να αναθεωρήσουν σημαντικά τους δεσμούς τους με την ΕΕ, διότι η σχέση έχει τώρα φτάσει σε ένα ορόσημο. ΤΟ κυρίαρχο συναίσθημα στην Άγκυρα είναι πως οι πολιτικοί δεσμοί με τις Βρυξέλλες δεν χρειάζονται πλέον για να εδραιωθεί η εξουσία και να σημειωθεί πρόοδος στην χώρα. Η μόνη προφύλαξη είναι μια ρητή επιθυμία να διατηρηθούν οι οικονομικές σχέσεις.
Η τουρκική ηγεσία έχει πολλά προβλήματα. Το προτεινόμενο σύνταγμα διχάζει τόσο το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) όσο και το σύμμαχό του, το Κόμμα Εθνικιστικού κινήματος (ΜΗΡ). Οι τουρκικές δυνάμεις ασφάλειας ανακάμπτουν ακόμη από τις ψυχολογικές επιδράσεις της απόπειρας πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και την μαζική εκκαθάριση που ακολούθησε. Η επιχείρηση της Άγκυρας με ονομασία "Ασπίδα του Ευφράτη” στη Συρία, περιορίζεται πλέον στα αυστηρά γεωγραφικά όρια που θέτουν οι Ρωσία, Ιράν, και οι ΗΠΑ. Η πολυσυζητημένη συμμετοχή της Τουρκίας στην μάχη για τη Ράκκα, κάθε άλλο παρά αποδεκτή έχει γίνει από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Και η διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 15 ετών.
Σε ένα τέτοιο θερμό πολιτικό πλαίσιο, ο αντίκτυπος των λόγων μπορεί εύκολα να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί, και το νόημα της ιστορίας μπορεί γρήγορα να χαθεί. Μια διπλωματική έριδα με τη Γερμανία και την Ολλανδία έχει αφήσει και τις δύο πλευρές να αισθάνονται βαθιά πληγωμένες και προκάλεσε μια μεγαλύτερη αποξένωση μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ από ό,τι οποιαδήποτε φορά από το 2002, όταν το ΑΚΡ ήρθε στην εξουσία.
Σε διεθνές επίπεδο, η Άγκυρα θα μπορούσε κάλλιστα να μπει στον πειρασμό τα επόμενα χρόνια να υιοθετήσει μια μόνιμα συγκρουσιακή στάση με όλους τους μεγάλους εταίρους -την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία- χωρίς μεγάλη προσοχή στις διεθνείς συνέπειες και στις διχαστικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Εσωτερικά, ενώ το ΑΚΡ θεωρεί ως χρήσιμη μια έντονα εθνικιστική, εναντίον των ξένων ρητορική, δεν είναι βέβαιο ότι η πάρα πολύ ανθεκτική και διαφοροποιημένη κοινωνία της χώρας θα συμπλεύσει με μια ριζοσπαστική μεταμόρφωση γύρω από θρησκευτικά συντηρητικά πρότυπα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου δεν θα αλλάξει πολύ τα πράγματα. Εάν επικρατήσει το "ναι”, η ηγεσία της Τουρκίας θα ανακουφιστεί, και η αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου της χώρας θα παραμείνει στο τωρινό πολύ χαμηλό επίπεδο, για πολλά χρόνια. Εάν επικρατήσει η πλευρά του "οχι”, τα διατάγματα για έκτακτη ανάγκη θα παραμείνουν ως έχουν, και μια de facto εκτελεστική προεδρία θα παραμείνει ο κανόνας. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα μπορούσε να προκηρύξει πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές με την ελπίδα ότι θα ενισχύσει την πλειοψηφία της. Σε κάθε περίπτωση, η θρησκευτική -συντηρητική κοινωνική αντίληψη της Τουρκίας θα επικρατήσει, και οι δημοκράτες της χώρας θα υποφέρουν.
Κοιτάζοντας πέρα από τον ορίζοντα, μπορεί κανείς να δει τέσσερις διαφορετικές τάσεις που έχουν ανακύψει από τον Ιούλιο του 2016 και τώρα έρχονται μαζί.
Πρώτον, οι οικονομικές επιτυχίες της Τουρκίας αμφισβητούνται καθώς παίρνει τη θέση της η αυθαίρετη εξουσία, και ο λαός αισθάνεται όλο και περισσότερο τις εγχώριες συνέπειες.
Δεύτερον, η πρόσφατη εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας κινδυνεύει να καταστήσει την Τουρκία ένα πιόνι στη σκακιέρα της Ρωσίας, όπου το παιχνίδι της Μόσχας είναι σαφώς εναντίον της ΕΕ και εναντίον του ΝΑΤΟ.
Τρίτον, οι τακτικές εκφοβισμού της ΕΕ, ενός μεγάλου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού εταίρου, για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς, έχουν τώρα φθάσει στα όριά τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών της Τουρκίας και της ΕΕ.
Τέταρτον, το επερχόμενο δημοψήφισμα δεν αφορά μόνο μια αυταρχικά δομή εξουσίας, αλλά επίσης έναν κοινωνικό μετασχηματισμό των ιστορικών αναλογιών.
Αυτές οι εξελίξεις αφήνουν τους ηγέτες της ΕΕ με μια απόφαση να δημιουργήσουν τόσο το στυλ όσο και τη σημασία των μελλοντικών σχέσεων με την Τουρκία.
Σε προσωπικό επίπεδο, μια γέφυρα έχει καεί. Δανειζόμενοι μια έκφραση από την πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, Michelle Obama, οι ηγέτες της ΕΕ -και κυρίως, οι πολίτες της ΕΕ- έχουν ταρακουνηθεί με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει, από τα λόγια του Τούρκου προέδρου Erdogan που συνέκρινε τους Ευρωπαίους με Ναζί. Καμία διπλωματία δεν μπορεί να εξομαλύνει αυτά τα συναισθήματα, και θα ήταν μη ρεαλιστικό να αναμένουμε από τους Τούρκους ηγέτες να κάνουν πίσω στις δηλώσεις τους. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ ίσως να μην θέλουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τον Τούρκο πρόεδρο σύντομα. Εκτός απο τις συνόδους της G20, οι μελλοντικές πολιτικές συζητήσεις πιθανώς θα λάβουν χώρα σε κατώτερο επίπεδο.
Επι της ουσίας, μια προεδρική δήλωση στις 23 Μαρτίου ανέφερε ότι "Η Τουρκία θα επανεξετάσει όλους τους πολιτικούς και διοικητικούς δεσμούς με την ΕΕ μετά το δημοψήφισμα του Απριλίου, αλλά θα διατηρήσει τις οικονομικές σχέσεις”. Αυτό είναι μια σαφής ένδειξη ότι οι πολιτικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση στην ΕΕ και για την απελευθέρωση της βίζας -και τα δύο έχουν θεσπιστεί και έχουν γίνει αποδεκτά από την Τουρκία- έχουν γίνει αντιφατικές με την έννοιας της εξουσίας της τουρκικής ηγεσίας. όσο οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκλαμβάνονται ως "επιβολή” από την Τουρκία, δεν μπορεί να αναμένεται καμία πρόοδος, και οι διαπραγματεύσεις θα παραμείνουν στο κενό. Αυτό μπορεί να βολεύει την Άγκυρα, προς το παρόν.
Ωστόσο, εάν η Τουρκία επιλέξει να διακόψει τους πολιτικούς δεσμούς με την ΕΕ, μπορεί να το κάνει με δύο τρόπους. Είτε θα μπορούσε να βάλει το τουρκικό κοινοβούλιο να επαναφέρει την θανατική ποινή και ο πρόεδρος να επιβεβαιώσει την κίνηση, η οποία θα διέκοπτε αμέσως τις συνομιλίες ένταξης με την ΕΕ. Ή, όπως σημείωσε ο πρόεδρος στις 25 Μαρτίου, η κυβέρνηση θα μπορούσε να διεξάγει ένα δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΕ -και να ξεκινήσει εκστρατεία με έντονη αντιευρωπαϊκή ρητορική.
Για να διατηρηθεί μία ενεργή σχέση, οι ηγέτες της Τουρκίας και της ΕΕ θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα σύνολο πολιτικών: στον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, που έχει φέρει οφέλη και στις δύο πλευρές και για την οποία η Κομισιόν έχει υποβάλει μια πρόταση εκσυγχρονισμού στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ. Στη συνεργασία κατά της τρομοκρατίας, και στην εφαρμογή της συμφωνίας προσφυγικής βοήθειας την οποία συμφώνησαν Βρυξέλλες και Άγκυρα τον Μάρτιο του 2016. Ένα τέτοιο πακέτο μπορεί να φαίνεται αρκετά μικρό, αλλά εάν γίνει αποδεκτό από τις κυβερνήσεις της ΕΕ, θα μπορούσε να προσφέρει μια ρεαλιστική πορεία προς τα εμπρός.
Οι ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν διάθεση να διακόψουν όλες τις σχέσεις με την Τουρκία και να αγνοήσουν τις προσδοκίες των φιλελεύθερων Τούρκων. Αλλά η επέμβαση της Τουρκίας στην πολιτική ζωή της Ευρώπη έχει φτάσει κάποια όρια. Από την μία πλευρά, η εξίσωση των συμπλοκών στο Ρότερνταμ με το Ολοκαύτωμα, ξεπερνάει καθετί τι αποδεκτό διότι αντιστοιχεί σε υποβάθμιση μιας εκ των χειρότερων γενοκτονιών που έχει σημειωθεί ποτέ, σε μια δυσάρεστη διαδήλωση. Από την άλλη πλευρά, η εκτίμηση της ΕΕ είναι πως η σκληρή ρητορική της Άγκυρας στο μέλλον της Ευρώπης και οι διαλέξεις για την ελευθερία της έκφρασης, τροφοδοτούν την ρητορική των λαϊκιστών της ίδιας της Ευρώπης.
http://www.capital.gr/
Στις 16 Απριλίου, οι πολίτες της Τουρκίας θα ψηφίσουν σε ένα κρίσιμο δημοψήφισμα για ένα νέο σύνταγμα, πιθανώς εγκαινιάζοντας ένα σύστημα διακυβέρνησης του ενός, με ελάχιστους ελέγχους και ισορροπίες. Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο, και ο κίνδυνος ήττας για την τουρκική ηγεσία είναι αληθινός. Αλλά όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, οι Τούρκοι ηγέτες ίσως θελήσουν να αναθεωρήσουν σημαντικά τους δεσμούς τους με την ΕΕ, διότι η σχέση έχει τώρα φτάσει σε ένα ορόσημο. ΤΟ κυρίαρχο συναίσθημα στην Άγκυρα είναι πως οι πολιτικοί δεσμοί με τις Βρυξέλλες δεν χρειάζονται πλέον για να εδραιωθεί η εξουσία και να σημειωθεί πρόοδος στην χώρα. Η μόνη προφύλαξη είναι μια ρητή επιθυμία να διατηρηθούν οι οικονομικές σχέσεις.
Η τουρκική ηγεσία έχει πολλά προβλήματα. Το προτεινόμενο σύνταγμα διχάζει τόσο το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚΡ) όσο και το σύμμαχό του, το Κόμμα Εθνικιστικού κινήματος (ΜΗΡ). Οι τουρκικές δυνάμεις ασφάλειας ανακάμπτουν ακόμη από τις ψυχολογικές επιδράσεις της απόπειρας πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και την μαζική εκκαθάριση που ακολούθησε. Η επιχείρηση της Άγκυρας με ονομασία "Ασπίδα του Ευφράτη” στη Συρία, περιορίζεται πλέον στα αυστηρά γεωγραφικά όρια που θέτουν οι Ρωσία, Ιράν, και οι ΗΠΑ. Η πολυσυζητημένη συμμετοχή της Τουρκίας στην μάχη για τη Ράκκα, κάθε άλλο παρά αποδεκτή έχει γίνει από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Και η διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 15 ετών.
Σε ένα τέτοιο θερμό πολιτικό πλαίσιο, ο αντίκτυπος των λόγων μπορεί εύκολα να υποτιμηθεί ή να αγνοηθεί, και το νόημα της ιστορίας μπορεί γρήγορα να χαθεί. Μια διπλωματική έριδα με τη Γερμανία και την Ολλανδία έχει αφήσει και τις δύο πλευρές να αισθάνονται βαθιά πληγωμένες και προκάλεσε μια μεγαλύτερη αποξένωση μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ από ό,τι οποιαδήποτε φορά από το 2002, όταν το ΑΚΡ ήρθε στην εξουσία.
Σε διεθνές επίπεδο, η Άγκυρα θα μπορούσε κάλλιστα να μπει στον πειρασμό τα επόμενα χρόνια να υιοθετήσει μια μόνιμα συγκρουσιακή στάση με όλους τους μεγάλους εταίρους -την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία- χωρίς μεγάλη προσοχή στις διεθνείς συνέπειες και στις διχαστικές επιπτώσεις στην κοινωνία. Εσωτερικά, ενώ το ΑΚΡ θεωρεί ως χρήσιμη μια έντονα εθνικιστική, εναντίον των ξένων ρητορική, δεν είναι βέβαιο ότι η πάρα πολύ ανθεκτική και διαφοροποιημένη κοινωνία της χώρας θα συμπλεύσει με μια ριζοσπαστική μεταμόρφωση γύρω από θρησκευτικά συντηρητικά πρότυπα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου δεν θα αλλάξει πολύ τα πράγματα. Εάν επικρατήσει το "ναι”, η ηγεσία της Τουρκίας θα ανακουφιστεί, και η αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου της χώρας θα παραμείνει στο τωρινό πολύ χαμηλό επίπεδο, για πολλά χρόνια. Εάν επικρατήσει η πλευρά του "οχι”, τα διατάγματα για έκτακτη ανάγκη θα παραμείνουν ως έχουν, και μια de facto εκτελεστική προεδρία θα παραμείνει ο κανόνας. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα μπορούσε να προκηρύξει πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές με την ελπίδα ότι θα ενισχύσει την πλειοψηφία της. Σε κάθε περίπτωση, η θρησκευτική -συντηρητική κοινωνική αντίληψη της Τουρκίας θα επικρατήσει, και οι δημοκράτες της χώρας θα υποφέρουν.
Κοιτάζοντας πέρα από τον ορίζοντα, μπορεί κανείς να δει τέσσερις διαφορετικές τάσεις που έχουν ανακύψει από τον Ιούλιο του 2016 και τώρα έρχονται μαζί.
Πρώτον, οι οικονομικές επιτυχίες της Τουρκίας αμφισβητούνται καθώς παίρνει τη θέση της η αυθαίρετη εξουσία, και ο λαός αισθάνεται όλο και περισσότερο τις εγχώριες συνέπειες.
Δεύτερον, η πρόσφατη εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας κινδυνεύει να καταστήσει την Τουρκία ένα πιόνι στη σκακιέρα της Ρωσίας, όπου το παιχνίδι της Μόσχας είναι σαφώς εναντίον της ΕΕ και εναντίον του ΝΑΤΟ.
Τρίτον, οι τακτικές εκφοβισμού της ΕΕ, ενός μεγάλου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού εταίρου, για εσωτερικούς πολιτικούς σκοπούς, έχουν τώρα φθάσει στα όριά τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των ηγετών της Τουρκίας και της ΕΕ.
Τέταρτον, το επερχόμενο δημοψήφισμα δεν αφορά μόνο μια αυταρχικά δομή εξουσίας, αλλά επίσης έναν κοινωνικό μετασχηματισμό των ιστορικών αναλογιών.
Αυτές οι εξελίξεις αφήνουν τους ηγέτες της ΕΕ με μια απόφαση να δημιουργήσουν τόσο το στυλ όσο και τη σημασία των μελλοντικών σχέσεων με την Τουρκία.
Σε προσωπικό επίπεδο, μια γέφυρα έχει καεί. Δανειζόμενοι μια έκφραση από την πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, Michelle Obama, οι ηγέτες της ΕΕ -και κυρίως, οι πολίτες της ΕΕ- έχουν ταρακουνηθεί με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει, από τα λόγια του Τούρκου προέδρου Erdogan που συνέκρινε τους Ευρωπαίους με Ναζί. Καμία διπλωματία δεν μπορεί να εξομαλύνει αυτά τα συναισθήματα, και θα ήταν μη ρεαλιστικό να αναμένουμε από τους Τούρκους ηγέτες να κάνουν πίσω στις δηλώσεις τους. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ ίσως να μην θέλουν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τον Τούρκο πρόεδρο σύντομα. Εκτός απο τις συνόδους της G20, οι μελλοντικές πολιτικές συζητήσεις πιθανώς θα λάβουν χώρα σε κατώτερο επίπεδο.
Επι της ουσίας, μια προεδρική δήλωση στις 23 Μαρτίου ανέφερε ότι "Η Τουρκία θα επανεξετάσει όλους τους πολιτικούς και διοικητικούς δεσμούς με την ΕΕ μετά το δημοψήφισμα του Απριλίου, αλλά θα διατηρήσει τις οικονομικές σχέσεις”. Αυτό είναι μια σαφής ένδειξη ότι οι πολιτικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την πρόσβαση στην ΕΕ και για την απελευθέρωση της βίζας -και τα δύο έχουν θεσπιστεί και έχουν γίνει αποδεκτά από την Τουρκία- έχουν γίνει αντιφατικές με την έννοιας της εξουσίας της τουρκικής ηγεσίας. όσο οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκλαμβάνονται ως "επιβολή” από την Τουρκία, δεν μπορεί να αναμένεται καμία πρόοδος, και οι διαπραγματεύσεις θα παραμείνουν στο κενό. Αυτό μπορεί να βολεύει την Άγκυρα, προς το παρόν.
Ωστόσο, εάν η Τουρκία επιλέξει να διακόψει τους πολιτικούς δεσμούς με την ΕΕ, μπορεί να το κάνει με δύο τρόπους. Είτε θα μπορούσε να βάλει το τουρκικό κοινοβούλιο να επαναφέρει την θανατική ποινή και ο πρόεδρος να επιβεβαιώσει την κίνηση, η οποία θα διέκοπτε αμέσως τις συνομιλίες ένταξης με την ΕΕ. Ή, όπως σημείωσε ο πρόεδρος στις 25 Μαρτίου, η κυβέρνηση θα μπορούσε να διεξάγει ένα δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΕ -και να ξεκινήσει εκστρατεία με έντονη αντιευρωπαϊκή ρητορική.
Για να διατηρηθεί μία ενεργή σχέση, οι ηγέτες της Τουρκίας και της ΕΕ θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα σύνολο πολιτικών: στον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, που έχει φέρει οφέλη και στις δύο πλευρές και για την οποία η Κομισιόν έχει υποβάλει μια πρόταση εκσυγχρονισμού στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ. Στη συνεργασία κατά της τρομοκρατίας, και στην εφαρμογή της συμφωνίας προσφυγικής βοήθειας την οποία συμφώνησαν Βρυξέλλες και Άγκυρα τον Μάρτιο του 2016. Ένα τέτοιο πακέτο μπορεί να φαίνεται αρκετά μικρό, αλλά εάν γίνει αποδεκτό από τις κυβερνήσεις της ΕΕ, θα μπορούσε να προσφέρει μια ρεαλιστική πορεία προς τα εμπρός.
Οι ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν διάθεση να διακόψουν όλες τις σχέσεις με την Τουρκία και να αγνοήσουν τις προσδοκίες των φιλελεύθερων Τούρκων. Αλλά η επέμβαση της Τουρκίας στην πολιτική ζωή της Ευρώπη έχει φτάσει κάποια όρια. Από την μία πλευρά, η εξίσωση των συμπλοκών στο Ρότερνταμ με το Ολοκαύτωμα, ξεπερνάει καθετί τι αποδεκτό διότι αντιστοιχεί σε υποβάθμιση μιας εκ των χειρότερων γενοκτονιών που έχει σημειωθεί ποτέ, σε μια δυσάρεστη διαδήλωση. Από την άλλη πλευρά, η εκτίμηση της ΕΕ είναι πως η σκληρή ρητορική της Άγκυρας στο μέλλον της Ευρώπης και οι διαλέξεις για την ελευθερία της έκφρασης, τροφοδοτούν την ρητορική των λαϊκιστών της ίδιας της Ευρώπης.
http://www.capital.gr/
0 comments