Μετεκλογικό τοπίο στην ομίχλη

Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος 

Η τελευταία πριν από τις εκλογές στα τέλη Σεπτεμβρίου συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας ήταν μια συμπύκνωση της παρατεταμένης προεκλογικής εκστρατείας που έχει ξεκινήσει από τις αρχές του χρόνου.



Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών, αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών Γκάμπριελ κατηγόρησε τον Σόιμπλε ότι μέχρι πρόσφατα επέμενε στην έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, χωρίς όμως η καγκελάριος Μέρκελ να συμφωνήσει μαζί του. Από τη μεριά του, στην ίδια συνεδρίαση, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας επανέλαβε για πολλοστή φορά την κατηγορία ότι οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν διπλή γλώσσα, άλλη στις ενδοκυβερνητικές διαβουλεύσεις και άλλη δημόσια.

Αδυνατούν να πείσουν

Τα παραπάνω απεικονίζουν ανάγλυφα τη μεγάλη δυσκολία που έχουν οι Σοσιαλδημοκράτες και ο υποψήφιος για την καγκελαρία Σουλτς να πείσουν την κοινή γνώμη της Γερμανίας ότι διαφοροποιούνται εφ’ όλης της ύλης, τόσο σε ευρωπαϊκά όσο και σε εσωτερικά θέματα, από την πολιτική της Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών.

Οι δυσκολίες για τους Σοσιαλδημοκράτες είναι σχεδόν ανυπέρβλητες, καθώς και στις δύο περιόδους συγκυβέρνησής τους με τους Χριστιανοδημοκράτες η ταύτιση των δύο εταίρων υπήρξε απόλυτη: τόσο την περίοδο 2005-2009 όσο και την περίοδο 2013-2017, κύριο σημείο αναφοράς της οικονομικής, κοινωνικής πολιτικής της γερμανικής κυβέρνησης υπήρξε το πρόγραμμα «Ατζέντα 2010» που υιοθέτησε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Σρέντερ μετά το 2002, κύριος άξονας του οποίου είναι η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και οι περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Οι διαφοροποιήσεις και οι αποστάσεις του Σουλτς από την πολιτική Σρέντερ διατυπώνονται πολύ αργά και προφανώς δεν πείθουν την κοινή γνώμη, όπως κατέδειξε το γρήγορο ξεφούσκωμα της δημοσκοπικής εκτόξευσης του υποψήφιου για την καγκελαρία σοσιαλδημοκράτη πριν από μερικούς μήνες.

Εθνική περιχαράκωση

Ίδια είναι η εικόνα πλήρους ταύτισης των δύο μεγάλων κομμάτων και στην ευρωπαϊκή πολιτική. Όταν το 2008, μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, ετέθη από τη Γαλλία του Σαρκοζί το θέμα μιας κοινής θωράκισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης, οι Σοσιαλδημοκράτες ταυτίστηκαν με τη θέση της καγκελαρίου Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών ότι η θωράκιση είναι θέμα εθνικής πολιτικής κάθε χώρας-μέλους της Ευρωζώνης. Τότε υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης του μεγάλου συνασπισμού δεν ήταν ο Σόιμπλε αλλά ο σοσιαλδημοκράτης Στάινμπρουκ, ο οποίος χάραξε σε μεγάλο βαθμό τη γραμμή εθνικής περιχαράκωσης που θα ακολουθούσε το Βερολίνο τα επόμενα χρόνια.

Οι εναλλακτικές επιλογές


Όψιμη διαφοροποίηση με προφανείς προεκλογικές σκοπιμότητες που δεν πείθει: έτσι βλέπει η πλειοψηφία της κοινής γνώμης την προσπάθεια των Σοσιαλδημοκρατών να διαφοροποιηθούν από τη Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες.

Η παραπάνω διαπίστωση έχει βαρύνουσα σημασία, τόσο για τη βεβαιότητα εκλογικής πρωτιάς με μεγάλο προβάδισμα της καγκελαρίου όσο και για τις μετεκλογικές εξελίξεις, τον σχηματισμό δηλαδή του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού.

Τα ζωτικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Ευρώπη και η ανάγκη αποφυγής μιας νέας γενικευμένης κρίσης στην Ευρωζώνη λογικά υπαγορεύουν έναν τρίτο κυβερνητικό συνασπισμό μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών. Όμως στην ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών κερδίζει διαρκώς έδαφος η άποψη ότι η πολιτική επιβίωσή τους ως ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας υπαγορεύει τον τερματισμό της κυβερνητικής συνεργασίας με τη Μέρκελ, ώστε από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το κόμμα να ανακτήσει τη χαμένη αξιοπιστία του.

Αν οι Σοσιαλδημοκράτες επιλέξουν την αντιπολίτευση, οι εναλλακτικές επιλογές της Μέρκελ είναι δύο:
  • Κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, είναι πολύ πιο πάνω από το όριο του 5% κι έτσι μπορούν να συμμετάσχουν στην Ομοσπονδιακή Βουλή, από την οποία αποκλείστηκαν στις βουλευτικές εκλογές του 2013.
  • Η συμμετοχή σε τρικομματικό συνασπισμό και του Κόμματος των Πρασίνων, μια προοπτική που διχάζει βαθιά την ηγεσία του άλλοτε ριζοσπαστικού οικολογικού κινήματος που σήμερα βρίσκεται στον χώρο του κέντρου.


Κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Φιλελευθέρων σημαίνει περισσότερη περιχαράκωση και αδιαλλαξία του Βερολίνου στην Ευρωζώνη. Ποιος, άλλωστε, έχει ξεχάσει την ακραία στάση των Φιλελευθέρων απέναντι στην Ελλάδα την περίοδο 2009-2013, όταν ήταν κυβερνητικοί εταίροι των Χριστιανοδημοκρατών;

Η συνεργασία ή όχι της Μέρκελ με τους Φιλελεύθερους έχει σχέση συγκοινωνούντων δοχείων με τις εσωτερικές ισορροπίες της παράταξής της και την όποια πίεση αντιμετωπίζει από τα δεξιά, κυρίως από την Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Πιο συγκεκριμένα, οι Φιλελεύθεροι μπορούν να απορροφήσουν τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της δεξιάς πτέρυγας των Χριστιανοδημοκρατών, κυρίως των Βαυαρών Χριστιανοσοσιαλιστών, τους οποίους μέχρις στιγμής συγκρατεί η σκληρή ρητορική του Σόιμπλε. Το τμήμα αυτό των ψηφοφόρων πιστεύει ότι οποιαδήποτε περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης πλήττει την εθνική κυριαρχία της Γερμανίας και καθιστά τη Γερμανία εγγυητή χωρών που αρνούνται τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Ανησυχητικό συμπέρασμα

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα προφανές και ανησυχητικό συμπέρασμα. Οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, δηλαδή η πολιτική επιβίωση των Σοσιαλδημοκρατών αλλά και η ανάσχεση των διαρροών προς τα δεξιά των Χριστιανοδημοκρατών, επιβάλλουν τερματισμό της κυβερνητικής συνεργασίας των δύο μεγάλων κομμάτων. Αντίθετα, η διόρθωση και πολύ περισσότερο η αλλαγή της πολιτικής της Γερμανίας στην Ευρωζώνη έχει ως προφανή προϋπόθεση έναν τρίτο κυβερνητικό συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών.


*Αναδημοσίευση από την Free Sunday.gr
thumbnail
About The Author

0 comments