Γράφει ο Ζήνων Τζιάρρας*
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή έχουν υπάρξει –τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες– συνυφασμένες με τις μεταβολές ισχύος στο διεθνές σύστημα, και συγκεκριμένα με τη μετάβαση του διεθνούς συστήματος από διπολικό σε μονοπολικό (1989-1991) και στη συνέχεια σε απολικό (2003-2010). Αργότερα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πέρασε στον μονοπολυπολισμό. Δηλαδή, ένα στάδιο όπου οι ΗΠΑ παραμένουν η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη ενώ αναδύονται και άλλες μεσαίες ή μεγάλες δυνάμεις που διεκδικούν σφαίρες επιρροής στις δικές τους γεωγραφικές περιφέρειες ή και εκτός αυτών (βλ. π.χ. Ρωσία, Κίνα, Τουρκία και Γαλλία), εκμεταλλευόμενες τα κενά ισχύος που δημιούργησε η μερική υποχώρηση της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας και κυρίως η υιοθέτηση μιας πιο συνετής/προσεκτικής (cautious) προσέγγισης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εμπλοκής σε εξωτερικά ζητήματα.
Έτσι και στην τρέχουσα συγκυρία οι δυναμικές που αναπτύσσονται στη Μέση Ανατολή σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τον ανταγωνισμό ισχύος που υπάρχει μεταξύ περιφερειακών και μεγάλων δυνάμεων. Οι εστίες των εξελίξεων στην περιοχή είναι πολλές: από την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή μέχρι την Αραβική Χερσόνησο, τον Περσικό Κόλπο και τη Βόρεια Αφρική. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δύο περιπτωσιολογίες συμπυκνώνουν και αντανακλούν το τι λαμβάνει χώρα σε διάφορα επίπεδα: το Ιράκ και η Συρία.
Ποιος έχασε το Ιράκ;
Το Ιράκ, η πάλαι ποτέ ισχυρότερη χώρα της Μέσης Ανατολής με βλέψεις για την ηγεσία του Αραβικού Κόσμου, κατάντησε ένα αποτυχημένο κράτος (failed state), αρένα για τους πολέμους και τις συγκρούσεις άλλων κρατικών και μη κρατικών δρώντων. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με τον οκταετή πόλεμο Ιράν-Ιράκ (1980-1988) που άφησε και τις δύο χώρες οικονομικά εξουθενωμένες, συνέχισε με τον Πόλεμο του Κόλπου (1990-1991), που ολοκληρώθηκε με την ήττα του Ιράκ από τον συνασπισμό του οποίου ηγούνταν οι ΗΠΑ, και ακολούθως με την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 που ανέτρεψε τον Σαντάμ Χουσεΐν σε συνάρτηση με την εμπόλεμη κατάσταση που επικράτησε τα επόμενα χρόνια.
Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο Ιράκ από το 2003 μέχρι σήμερα λειτούργησαν εντελώς αντίστροφα των όσων επεδίωξαν οι Αμερικανοί με την εισβολή τους. Δηλαδή, επέτρεψαν τη σταδιακή παρείσφρηση και εδραίωση της ιρανικής-σιιτικής ισχύος και επιρροής στο Ιράκ καθώς και την άνδρωση του σύγχρονου τζιχαντιστικού κινήματος όπως αυτό εκδηλώθηκε μέσα από το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος της Συρίας και του Ιράκ (ISIS). Η εξουδετέρωση του Κασέμ Σολεϊμανί, του διοικητή των ειδικών δυνάμεων Αλ Κουντς των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, από τους Αμερικανούς στις αρχές του έτους και η απάντηση του Ιράν με τον βομβαρδισμό δύο αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, μεταξύ άλλων, απλώς σηματοδοτούν την τελευταία πράξη δορυφοριοποίησης του Ιράκ –συγκεκριμένα της κυβέρνησης της Βαγδάτης– και ένταξής του στη σφαίρα επιρροής του Ιράν.
Η προσέγγιση της Ουάσιγκτον για μια πιο συγκρουσιακή σχέση με το Ιράν προκύπτει εν πολλοίς από τις ιδιαίτερες αντιλήψεις του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, του περίγυρού του, αλλά και της εκλογικής του βάσης. Ωστόσο, οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί (σε σχέση με την αντιμετώπιση του Ιράν) έχουν στρατηγικές προεκτάσεις αναφορικά με τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή και τις ισορροπίες ισχύος. Η αντίδραση του Ιράν, και άλλων σιιτικών δρώντων, στην εξουδετέρωση του Σολεϊμανί οδήγησε τις ΗΠΑ να ενισχύσουν την στρατιωτική τους παρουσία την ίδια στιγμή που το ιρακινό κοινοβούλιο ψήφιζε υπέρ της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και αμερικανικές δυνάμεις του διεθνούς συνασπισμού κατά του «Ισλαμικού Κράτους» ανέστελλαν την εκπαίδευση ιρακινών δυνάμεων για λόγους ασφαλείας. Περίπου ταυτόχρονα κυκλοφόρησαν και οι πληροφορίες ότι το Ιράκ εξετάζει το ενδεχόμενο αγοράς των πυραυλικών συστημάτων S-400 από τη Ρωσία, επιπλέον ένδειξη των ραγδαίων δομικών-πολιτικών ανακατατάξεων που λαμβάνουν χώρα εντός του Ιράκ.
Μπορεί αρχικά οι ΗΠΑ να αρνήθηκαν να αποχωρήσουν από το Ιράκ αλλά η πραγματικότητα με την οποία ήρθαν αντιμέτωπες ήταν ξεκάθαρη: η απώλεια του Ιράκ δεν ήταν πλέον ένα πρόβλημα αμιγώς γεωπολιτικό. Το Ιράκ για τους Αμερικανούς είχε πλέον χαθεί και σε επίπεδο συνειδήσεων – οι χιλιάδες των διαδηλωτών στους δρόμους της Βαγδάτης που ζητούσαν την αποχώρηση των Αμερικανών το επιβεβαίωναν. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο Ιράκ, η αμερικανική «ήπια ισχύς» εξανεμίστηκε. Ακολούθησαν πληροφορίες – που δεν έχουν ακόμα διαψευστεί ή επιβεβαιωθεί – ότι οι Αμερικανοί αποσύρονται από 15 βάσεις τους στο Ιράκ και περιορίζονται σε δύο μεγάλες βάσεις, μια κοντά στο Ερμπίλ (Ιρακινό Κουρδιστάν/Βόρειο Ιράκ) και μια στην επαρχία Άνμπαρ (στην αεροπορική βάση Ain al-Asad). Άλλες πληροφορίες λένε ότι η αποχώρηση θα γίνει από εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε σιιτικές περιοχές. Οι επιλογές της μετακίνησης δεν είναι τυχαίες. Εκτός από τη σημαντικότητα των βάσεων, το μεν Ερμπίλ βρίσκεται στο φιλο-αμερικανικό και γενικά ασφαλές Ιρακινό Κουρδιστάν και η δε επαρχία Άνμπαρ είναι μια κατ’ εξοχήν σουνιτική επαρχία όπου η σιιτική επιρροή (και άρα απειλή) είναι περιορισμένη.
Νέα πόλωση – Νέα ρίσκα σύγκρουσης
Αν όντως έτσι εξελιχθούν τα πράγματα, τότε η αμερικανική επιρροή στο Ιράκ μειώνεται σημαντικά, παρά την ενίσχυση της αμερικανικής (στρατιωτικής) παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή (από την Συρία μέχρι τον Περσικό Κόλπο) που δείχνει και την «επιστροφή» των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα αυξάνεται δραματικά η αντίστοιχη σιιτική. Ως αποτέλεσμα, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να στηριχτούν ακόμα περισσότερο σε περιφερειακούς εταίρους και δίκτυα συνεργασίας όπως είναι ο νεοφανής «άξονας» Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, αλλά και παραδοσιακοί εταίροι όπως η Τουρκία και το Ιρακινό Κουρδιστάν.
Στόχος η εξισορρόπηση τόσο της ιρανικής όσο και της ρωσικής επιρροής. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πιθανή και η περαιτέρω στήριξη των αυτονομιστικών σχεδίων των Κούρδων του Ιράκ (και των Κούρδων της Συρίας, μολονότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που σχετίζονται με την «από-Οτσαλανοποίηση» – από ιδεολογικής άποψης – των επίσημων δομών εξουσίας τους).
Πάντως η ενίσχυση του Ιράν και γενικότερα των σιιτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων στο Ιράκ, στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή προμηνύει μεσο-μακροπρόθεσμα περαιτέρω πόλωση και κλιμάκωση στο πλαίσιο του σουνιτικού-σιιτικού ανταγωνισμού και όχι μόνο. Οι εξελίξεις στο Παλαιστινιακό και η προώθηση του «Σχεδίου Ειρήνης» του Αμερικανού προέδρου για τη Μέση Ανατολή σε συνάρτηση με τα πιο πάνω τείνουν να δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό μείγμα μέρος του οποίου είναι και η συσπείρωση κάποιων δυνάμεων εναντίον του Ισραήλ (βλ. Ιράν, Συρία, Χεζμπολάχ, Χαμάς ακόμα και Τουρκία). Αυτή είναι μια διάσταση της νέας περιφερειακής δομής ισχύος και ασφάλειας η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις εξελίξεις στο Συριακό.
Συριακό – Η αρχή του τέλους;
Η αμερικανική πολιτική στη Συρία υπήρξε με διάφορους τρόπους ένα déjà vu της πολιτικής που ακολουθήθηκε στο Ιράκ με τα ίδια, παράδοξα, αποτελέσματα. Η αμερικανική-δυτική προσπάθεια ανατροπής του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ από το 2011 που υποστηρίχθηκε από περιφερειακούς δρώντες όπως η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ υποτίμησε πολλούς παράγοντες μεταξύ των οποίων την συνοχή και αντοχή που προσέδιδε στις πολιτειακές και στρατιωτικές δομές του κράτους ο αλαουτικός έλεγχος. Το γεγονός δηλαδή ότι οι μηχανισμοί αυτοί ελέγχονται κατά κύριο λόγοι από την μειονότητα των Αλαουιτών στην οποία ανήκει και η οικογένεια Άσαντ, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις της «Αραβικής Άνοιξης» όπου αυτή η συνοχή δεν υπήρχε με τα γνωστά αποτελέσματα πιο βαθιάς διάσπασης εντός των κυβερνήσεων και των στρατών. Επιπλέον, όταν τα όρια αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος αναπόφευκτα δοκιμάστηκαν, είχε υποτιμηθεί ο καταλυτικός ρόλος των συμμάχων του Άσαντ: της λιβανικής Χεζμπολάχ και του Ιράν από τα αρχικά στάδια του πολέμου και πιο σημαντικά της Ρωσίας ιδιαίτερα από το 2015 και μετά.
Το κενό ασφάλειας και Δικαίου που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο αυτού του πολέμου «όλων εναντίον όλων» επέτρεψε στο Ιράν και τους σιιτικούς συμμάχους του (την Χεζμπολάχ και πλειάδα σιιτικών παραστρατιωτικών οργανώσεων) να εδραιωθούν και να εξαργυρώσουν
τη βοήθεια που παρείχαν στον Άσαντ για να επεκτείνουν την επιρροή τους στην συριακή επικράτεια τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε στρατιωτικό με αριθμό βάσεων και άλλων εγκαταστάσεων. Αυτό οδήγησε και το Ισραήλ σε τακτικά χειρουργικά αεροπορικά κτυπήματα εναντίον τέτοιων στόχων εντός της Συρίας προκειμένου να στερήσει το Ιράν και τη Χεζμπολάχ από ένα τακτικό πλεονέκτημα στο σενάριο μιας σύρραξης.
Η αποτυχία των ΗΠΑ και του δυτικού στρατοπέδου γενικότερα φάνηκε επανειλημμένα μετά το 2015 και την επέμβαση της Ρωσίας – που έγινε μετά από πρόσκληση της συριακής κυβέρνησης. Η συμβατική-στρατιωτική (και όχι ιδεολογική) ήττα του Ισλαμικού Κράτους, η νίκη των δυνάμεων του Άσαντ και της Ρωσίας επί των αντικαθεστωτικών δυνάμεων, ο έλεγχος κάποιων εδαφών από τους Κούρδους με την υποστήριξη των Αμερικανών, και οι τρεις επεμβάσεις της Τουρκίας (δύο δυτικά και μια ανατολικά του Ευφράτη) ξεκαθάρισαν κάπως τις ισορροπίες και τους βασικότερους δρώντες του Συριακού. Αυτοί μπορούν αν συνοψιστούν στους εξής: στην συριακή κυβέρνηση, την Ρωσία και το Ιράν που έχουν τουλάχιστον κάποιες ελάχιστες κοινές επιδιώξεις, στις ΗΠΑ και στους Κούρδους της Συρίας (που είναι δεν αποτελούν όμως μια ομοιογενή ομάδα), στην Τουρκία που έχει τις δικές τις επιδιώξεις και προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων, και στις τελευταίες αντικαθεστωτικές δυνάμεις που μπορούν να χωριστούν στις ελεγχόμενες από την Τουρκία (π.χ. SNA, FSA/TFSA, NLF) και την Hayat Tahrir al-Sham (HTS, συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα).
Το Ίντλιμπ και τα μέρη του όλου της Συρίας
Από τα μέσα του 2019 βρίσκονται σταδιακά σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις του συριακού στρατού της κυβέρνησης Άσαντ στην επαρχία Ίντλιμπ της βορειοδυτικής Συρίας όπου βρίσκεται το τελευταίο άντρο των αντικαθεστωτικών δυνάμεων και κυρίως της HTS που αριθμεί περίπου 30 χιλιάδες μαχητές. Στα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020 αυτές οι επιχειρήσεις – που γίνονται με την υποστήριξη της Ρωσίας, και διάφορων σιιτικών οργανώσεων σε ό,τι αφορά το μέτωπο του δυτικού Χαλεπιού – εντάθηκαν. Ως αποτέλεσμα ο συριακός στρατός κατάφερε να καταλάβει τον στρατηγικής σημασίας αυτοκινητόδρομο Μ5 ο οποίος συνδέει το Χαλέπι με τη Δαμασκό και να ανακαταλάβει όλα τα περίχωρα του Χαλεπιού (που συνορεύει στα βορειοανατολικά με την επαρχία Ίντλιμπ). Συνολικά ανακατέλαβε περίπου το 40% της επαρχίας Ίντλιμπ.
Βέβαια, η προέλαση του Άσαντ στο Ίντλιμπ δοκιμάζει τα όρια της διαδικασίας της Αστάνα μεταξύ Ρωσίας-Τουρκίας-Ιράν και της συμφωνίας του Σότσι μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας για την δημιουργία ζωνών αποκλιμάκωσης στο Ίντλιμπ και τον αφοπλισμό των αντικαθεστωτικών ομάδων. Αυτό συμβαίνει αφενός διότι η Τουρκία απέτυχε να διαχωρίσει τις αντικαθεστωτικές ομάδες που ελέγχει από τα τρομοκρατικά στοιχεία της HTS και να τις αφοπλίσει ή να τις απομακρύνει. Αφετέρου, έχει να κάνει με τις πιέσεις που οι επιχειρήσεις του Άσαντ δημιουργούν στην Τουρκία. Η προέλαση του Άσαντ απειλεί τον έλεγχο που είχε μέχρι στιγμής η Τουρκία στην περιοχή μέσω των ομάδων-αντιπροσώπων της, της δημιουργεί ένα νέο προσφυγικό πρόβλημα που ενδέχεται να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο νέων ανθρώπων (ήδη περί τις 700-800 χιλιάδες εκτοπισμένων έχουν κινηθεί προς τα σύνορά της), και δημιουργεί την πιθανότητα πολλοί από τις 30 χιλιάδες τζιχαντιστών της HTS να καταλήξουν εντός Τουρκίας. Επιπρόσθετα, το ενδεχόμενο απώλειας του Ίντλιμπ δύναται να της στερήσει ένα πολύ σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί στην ευρύτερη διαπραγμάτευση για το μέλλον του Συριακού όπου τα διάφορα μέτωπα (βλ. Ίντλιμπ, κουρδικές περιοχές, περιοχές που ελέγχονται από την Τουρκία, το ζήτημα των πετρελαιοπηγών, ο ρόλος του Ιράν) θα αντιμετωπιστούν ως αλληλοσυνδεόμενα μέρη του όλου της διευθέτησης.
Η Ρωσία δεν επιθυμεί την ρήξη με την Τουρκία όπως ούτε και η Τουρκία επιθυμεί τη ρήξη με τη Ρωσία. Η Μόσχα θέλει να διατηρήσει μια σχέση η οποία δημιουργεί τριγμούς στους κόλπους του ΝΑΤΟ και εξυπηρετεί τον νέο της ρόλο στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία έχει αναπτύξει πολλές εξαρτήσεις από τη Ρωσία και το κόστος μιας ρήξης μπορεί να είναι πολύ μεγάλο. Αντιλαμβάνεται, εξάλλου, τον κομβικό ρόλο της Ρωσίας στην διευθέτηση του Συριακού. Είναι γι’ αυτό το λόγο που τα όσα ακούγονται για τη ρήξη των σχέσεων Μόσχας-Άγκυρας είναι υπερβολικά, τη στιγμή μάλιστα που οι δύο χώρες διατηρούν ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας και έντονο διάλογο για τη διαχείριση του προβλήματος.
Υπό αυτή την έννοια, ο Άσαντ έχει προκύψει ως πρόβλημα και για τη Μόσχα για τον λόγο ότι επιμένει στην ανακατάληψη ολόκληρης της επαρχίας Ίντλιμπ τη στιγμή που η Ρωσία θέλει την αποκλιμάκωση και την επίτευξη εκεχειρίας και συμφωνίας με την Τουρκία. Επειδή όμως η Μόσχα γνωρίζει πως το Ιράν καραδοκεί ανά πάσα στιγμή να εκμεταλλευτεί τους όποιους τριγμούς στις συρο-ρωσικές σχέσεις για να προβάλει τη δική του επιρροή επί του Άσαντ, η Ρωσία επιλέγει να υποστηρίζει τον τελευταίο με την ελπίδα ότι θα καταφέρει εν τέλει να περιορίσει και την επιρροή του Ιράν στη Συρία η οποία της δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις της με το Ισραήλ, την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Άρα, εκ των πραγμάτων οι «κόκκινες γραμμές» του Άσαντ υιοθετούνται – απρόθυμα – από τη Ρωσία δυσκολεύοντας την διπλωματική σύγκλιση Μόσχας-Άγκυρας. Στον αντίποδα, η Τουρκία συσσωρεύει μεγάλο όγκο δυνάμεων του δικού της στρατού εντός της επαρχίας Ίντλιμπ δίνοντας τελεσίγραφα με σκοπό να αποτρέψει την περεταίρω προέλαση του Άσαντ και να πιέσει την Μόσχα να ασκήσει με τη σειρά της πιέσεις στον Άσαντ για κατάπαυση του πυρός και επίτευξη συμφωνίας. Για τον ίδιο λόγο ανοίγει καινούργια μέτωπα στην επαρχία Τελ Ριφαάτ και στα ανατολικά του Ευφράτη.
Όσο η Ρωσία είναι απασχολημένη στο Ίντλιμπ και αντιμετωπίζει εμπόδια στη σχέση της με την Τουρκία, οι ΗΠΑ έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία στηρίζοντας την Τουρκία και επεκτείνοντας τη ζώνη επιρροής τους στη βορειοανατολική Συρία όπου την τελευταία περίοδο έχουν ανακόψει ρωσικά περίπολα και κατασκευάσει νέες βάσεις στην προσπάθειά τους να ελέγξουν τις πετρελαιοπηγές της περιοχής και να διαφυλάξουν τις – περιορισμένες πλέον – κουρδικές περιοχές. Αυτά τα ζητήματα θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διευθέτηση του Συριακού και θα ανακύψουν μέσα από τις εξελίξεις στο Ίντλιμπ.
Μια εύθραυστη εκεχειρία και μια νέα συμφωνία αποκλιμάκωσης στη βορειοδυτική Συρία πάντως δεν πρέπει να αποκλειστεί, αν και το «wild card» παραμένει ο Άσαντ και οι επιθυμίες του οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή. Πιθανό σενάριο αποτελεί επίσης η κατάληψη και άλλων εδαφών στο βόρειο Ίντλιμπ/δυτικό Χαλέπι (κοντά στα σύνορα με την Τουρκία) και στο νότιο Ίντλιμπ που στόχο θα είχε και τον έλεγχο του αυτοκινητόδρομου Μ4 (παρακλάδι του Μ5) ο οποίος συνδέει το Χαλέπι με την Λατάκια (δες Χάρτη 2). Σε αυτό το σενάριο η Τουρκία και οι αντιπρόσωποι της θα μπορούσαν, μέσα από μια συμφωνία, να περιοριστούν στο βόρειο Ίντλιμπ και η Συρία στο νότιο, έστω για ένα χρονικό διάστημα μέχρι γίνει μια πιο συνολική διαπραγμάτευση.
Στο πλαίσιο μιας συνολικότερης διευθέτησης θα ήτανε πιθανόν η Τουρκία ακόμα και να αποσυρόταν από συγκεκριμένες περιοχές δυτικά του Ευφράτη (π.χ. στο τρίγωνο Τζαραμπλούς-Αζάζ-αλ Μπάμπ) για να εξασφαλίσει είτε την παρουσία της στο Ίντλιμπ (ίσως και στον θύλακα Αφρίν) είτε και την διατήρηση της ζώνης ασφαλείας στα ανατολικά του Ευφράτη που αφορά την κουρδική απειλή. Το ζήτημα της διαχείρισης των αντικαθεστωτικών δυνάμεων παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό και θα μπορούσε να επιλυθεί – πάντα ανάλογα με το υπόβαθρο των μαχητών και των οργανώσεων – είτε με την εξουδετέρωση/φυλάκισή τους, είτε με τον πλήρη αφοπλισμό τους και την παροχή αμνηστίας μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες, είτε με την ενσωμάτωσή τους στις συριακές ή τουρκικές δυνάμεις αντίστοιχα (όπως έγινε και με άλλες αντικαθεστωτικές ομάδες), είτε με τη μετακίνησή τους (π.χ. στη Λιβύη).
Η άκρη του τούνελ – Φως ή νέα μέτωπα;
Σε κάθε περίπτωση το Συριακό, όπως και η κατάσταση στο Ιράκ, έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει. Μπορεί μέσα από τη σύγκρουση στο Ίντλιμπ να διαφαίνεται το φως μιας διευθέτησης αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα ανοιχτά μέτωπα, τους πολλούς δρώντες και τα συγκρουόμενα συμφέροντα που ακόμα υπάρχουν στη Συρία και που θα καταστήσουν δύσκολη την όποια ειρηνευτική διαδικασία ή πολιτική μετάβαση.
Η δε κατάσταση στο Ιράκ, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, δεν κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Η εμβάθυνση της ιρανικής-σιιτικής επιρροής στην Συρία σε συνάρτηση με τις τελευταίες εξελίξεις στο Ιράκ δημιουργούν ένα ζήτημα που, τουλάχιστον για τους Αμερικανούς και το Ισραήλ, θα προκύψει ως εξόχως προβληματικό μετά το Ίντλιμπ. Με ποια Συρία θα γειτονεύει το Ισραήλ και ποια θα είναι η ισχύς του Ιράν και της Χεζμπολάχ; Ναι μεν αποφεύχθηκαν τα χειρότερα μετά από την κλιμάκωση και την αποκλιμάκωση της κρίσης ΗΠΑ-Ιράν αλλά η ένταση ακόμα υποβόσκει και τα «σιιτικά» αντίμετρα δεν έχουν κοπάσει πλήρως. Η ύπαρξη ασύμμετρων σιιτικών (και μη) απειλών από τη μια και το ισραηλινό δόγμα του προληπτικού χτυπήματος από την άλλη μπορούν εύκολα να εκτροχιάσουν τα πράγματα στην περιοχή. Και όλα αυτά ενώ οι Αμερικανοί προσπαθούν να επαναπροβάλουν την ισχύ τους στη Μέση Ανατολή, έχοντας όμως χάσει την πολιτική τους αξιοπιστία και νομιμοποίηση.
*Ο Ζήνων Τζιάρρας, διεθνολόγος – ερευνητής στο PRIO Cyprus Centre και συνιδρυτής του Geopolitical Cyprus
0 comments