Davutoglou CoverΑχμέτ Νταβούτογλου, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΒΑΘΟΣ, Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ (Εκδόσεις Ποιότητα). Μετάφραση Νικόλαος Ραπτόπουλος, Επιμέλεια Νεοκλής Σαρρής
.
Στο βιβλίο αυτό ο Τούρκος πρώην πρωθυπουργός αναπτύσσει σε έκταση τους στρατηγικούς σκοπούς και την γεωπολιτική οπτική της σημερινής πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας.
Τα αποσπάσματα που παρατίθενται πιο κάτω αντλούν από τις σελίδες 274 κ.ε. Καλό είναι να γνωρίζουν οι Έλληνες την στρατηγική θεωρία της Τουρκίας. Μπορεί ο αναγνώστης να κατανοήσει το στρατηγικό βάθος του Αιγαίου και της Κύπρου και την σημασία που δίνει η Τουρκία.
ΚΥΠΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟ. ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Το Αιγαίο και η Κύπρος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου αποτέλεσαν δύο σημαντικά σημεία της επικαιρότητας, που ενδιαφέρουν άμεσα τη θαλάσσια περιοχή εγγύς της Τουρκίας, χωρίς να έχει μειωθεί ποτέ η σημασία τους. Η παγκόσμια και περιφερειακή συγκυρία που άλλαξε κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο προσέθεσε νέα στοιχεία στη σημασία που έχουν αυτά τα δύο σημαντικά σημεία της επικαιρότητας από την πλευρά της Τουρκίας. Στην κορυφή αυτών των νέων στοιχείων διακρίνονται το νέο πεδίο αλληλεπίδρασης και η στρατηγική διάρθρωση, που αναφέραμε παραπάνω.
Τα ζητήματα του Αιγαίου και της Κύπρου, που βρίσκονται στον χώρο αλληλεπίδρασης και διέλευσης των περιοχών των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, άρχισαν με την αύξηση του φαινομένου της αλληλεπίδρασης να συναρμόζονται από στρατηγική άποψη τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλα περιφερειακά ζητήματα. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα τα διεθνή ζητήματα και των δύο περιοχών, που διαβιούν σημαντικές εσωτερικές αναδιαρθρώσεις κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, να εισέλθουν σε μία διαδικασία αλληλεπίδρασης τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη συγχρονισμού.
Η αλληλεπίδραση αυτή αύξησε τη σημασία κυρίως της Ανατολικής Μεσογείου ως νέας περιοχής θαλάσσιας αλληλεπίδρασης. Τα ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία, που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή αλληλεπίδραση. Γι’ αυτό τον λόγο είτε στα ζητήματα που σχετίζονται με τα πεδία διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης είτε στα δευτερεύοντα ζητήματα, όπως της Κύπρου και του Αιγαίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο μία χώρα του Αιγαίου αλλά και μία χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μία περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ως τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τη διώρυγα του Σουέζ. Χωρίς τον προσδιορισμό της στρατηγικής γενικότερα της Μεσογείου και ειδικότερα της Ανατολικής Μεσογείου και χωρίς να υπάρχει ο συντονισμός της με τις πολιτικές που αφορούν τις εγγύς χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές δεν μπορούν να αξιολογηθούν στο πλαίσιο ενός στρατηγικού συνόλου ούτε το ζήτημα του Αιγαίου ούτε και εκείνο της Κύπρου.
Οι πολιτικές της Τουρκίας για την Κύπρο και το Αιγαίο πρέπει να επανεξεταστούν ακόμη στο πλαίσιο της συγκυρίας του Ψυχρού πολέμου. Μία Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη «Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου»* σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά.
Ο θαλάσσιος ζωτικός χώρος και το Αιγαίο
Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας
Αχμέτ Νταβούτογλου, Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας
Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της Ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ερυθράς θάλασσας και του Περσικού κόλπου, που κατέχουν παρόμοιες θέσεις, το Αιγαίο, που βρίσκεται σε μία κοντινή απόσταση και από τις τρεις ηπείρους και παρέχει τη δυνατότητα του ανοίγματος και στις τρεις χωρίς κάποιο χερσαίο εμπόδιο, έχει από αυτή την άποψη μία πρώτης τάξης στρατηγική σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, που διαθέτουν ακτές σε αυτή τη θάλασσα, αλλά κατ’ αρχάς για τις παρευξείνιες χώρες και έπειτα για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου. Αυτή η παγκόσμιας κλίμακας σημασία έχει ενισχυθεί και με πάμπολλα περιφερειακά στοιχεία. Αυτή η θάλασσα-πέρασμα, που κατέχει μία προσδιοριστική θέση στη γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική και γεωπολιτισμική αλληλεπίδραση της Βαλκανικής χερσονήσου με τη χερσόνησο της Μικράς Ασίας και τη Μέση Ανατολή, παρουσιάζει μία πολύπλοκη δομή στο εσωτερικό της αποτελούμενη από χιλιάδες νησιά, νησίδες και βραχονήσια. Τα νησιά του Αιγαίου, που ταξινομούνται σε έξι βασικές ομάδες –νησιά του βόρειου Αιγαίου, των βόρειων Σποράδων, των Κυκλάδων, του ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων και του νότιου Αιγαίου– σχηματίζοντας μεταξύ τους στρατηγικά περάσματα δημιουργούν στρατηγικούς υποάξονες που αυξάνουν τη συνολική σημασία του Αιγαίου. Τα νησιά του Αιγαίου, που έχουν συνολικό εμβαδό περίπου 23.000 τετρ. χιλ., καλύπτουν σχεδόν το 10% του θαλάσσιου χώρου.
Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει προσκυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. Αντίθετα, η Ελλάδα ακολουθεί μία στρατηγική χρησιμοποίησης του πλεονεκτήματος που της παρέχεται από την κατοχή των νησιών, για να το εφαρμόσει στο σύνολο του Αιγαίου και της υδάτινης περιοχής. Το γεγονός ότι οι δίαυλοι (ανατολικά και δυτικά της Κρήτης) αφενός της Καρπάθου και της Κάσου και αφετέρου των Κηθύρων και του ακρωτηρίου της Σπάθης αλλά και της Καρπάθου και της Μαρμαρίδας, έχουν περικυκλωθεί από αυτά τα νησιά επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη σύνδεση της Τουρκίας με τον Εύξεινο Πόντο-Προποντίδα-Μεσόγειο.
EnallaktikesDavutogluΣύμφωνα ακόμη και με το ισχύον καθεστώς των χωρικών υδάτων που διαμορφώνεται βάσει της αρχής των 6 ν.μ., την οποία υποστηρίζει και η Τουρκία, μόνο το 8,8% του Αιγαίου βρίσκεται υπό τουρκική κυριαρχία. Το ποσοστό που κατέχει η Ελλάδα βάσει αυτού του καθεστώτος, που δεν της αρέσει, αγγίζει το 35%, ενώ το 56,2% του Αιγαίου συνιστά ανοικτή θάλασσα (διεθνή ύδατα). Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το ποσοστό της ανοικτής θάλασσας θα υποχωρήσει στο 26% του Αιγαίου, η κυριαρχία της Ελλάδας θα ανέλθει στο 63,9%, το Αιγαίο θα γίνει μία κλειστή θάλασσα της Ελλάδας και το ποσοστό της Τουρκίας θα κυμαίνεται γύρω στο 10%.
Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Το 88% του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας πραγματοποιείται μέσω θαλάσσιων μεταφορών και πέραν εκείνου που προορίζεται απευθείας για τα παράλια της Μεσογείου. Το υπόλοιπο (περίπου το 65%) διασχίζει το Αιγαίο. Από μία άλλη σκοπιά, 15.200 πλοία των 49 εκατ. καθαρής χωρητικότητας (Κ.Κ.Χ.) καταπλέουν ή αποπλέουν διασχίζοντας το Αιγαίο σε λιμάνια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, ενώ 4.687 πλοία περίπου 15 εκατ. καθαρής χωρητικότητας (Κ.Κ.Χ.) καταπλέουν ή αποπλέουν σε λιμάνια της Μεσογείου. Το τελευταίο έτος, περίπου το 85% των 20.500 τόνων αργού πετρελαίου, που γίνεται η επεξεργασία του στην Τουρκία, φτάνει στα διυλιστήρια των Νέμρουτ, Αλίαγα, Tüpraş, Ataş, Botaş διασχίζοντας τη Μεσόγειο και το Αιγαίο. Η διασπορά σε λιμάνια της Τουρκίας ικανότητας φόρτο-εκφόρτωσης 120 εκατ. τόνων αποδεικνύει την αδιαμφισβήτητη θέση του Αιγαίου στις εμπορικές δομές της Τουρκίας. Περίπου το 25% αυτής της ικανότητας βρίσκεται στη Μεσόγειο, το 21% στο Αιγαίο, το 41% στην Προποντίδα και το 13% στον Εύξεινο Πόντο. Αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι το Αιγαίο αποτελεί την περιοχή-διάπλου της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, η γεωοικονομική σημασία αυτής της θάλασσας-
* Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας σύμφωνα και με την επίσημη τουρκική πολιτική της μη αναγνώρισης της Κύπρου ως κυρίαρχης οντότητας σε ολόκληρο το νησί, αποκαλεί την Κυπριακή κυβέρνηση ως τη «Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου». Η «ρωμαίικη» ιδιότητα αποτελεί εθνικοθρησκευτική κατηγορία αντίστοιχη της οποίας είναι η «μουσουλμανική».
διάπλου μπορεί να γίνει αντιληπτή κατά τον πιο ευδιάκριτο τρόπο. Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μίας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.
Μια πιο αποτελεσματική χρήση του Αιγαίου, που αποτελεί θάλασσα-σύνδεσμο, μπορεί να γίνει εφικτή μόνο με τη σύνδεση αυτής της θάλασσας με τις άλλες θαλάσσιες περιοχές. Η Τουρκία, για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ως την Αδριατική και από το Σουέζ ως την Ερυθρά θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να ακολουθήσει μία δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο στις ανοικτές θάλασσες.
Στα ευαίσθητα θέματα, όπως το Αιγαίο, η Τουρκία είναι αναγκασμένη να επιδείξει την απαραίτητη προσοχή, ώστε να μην κάνει λάθη που θα επηρεάσουν τις μακροπρόθεσμες πολιτικές της. Κατά τη διάρκεια της κρίσης των Καρντάκ,* το γεγονός ότι στους χάρτες που διανεμήθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες κατά τις εκεί διπλωματικές ενέργειες της Τουρκίας οι βραχονησίδες Καρντάκ εμφανίζονταν να είναι εντός των 12 ν.μ., όπως ισχυριζόταν η Ελλάδα, προξένησε ασυγχώρητη ζημία που έβλαψε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας. Η έλλειψη επικοινωνίας που εκδηλώθηκε μεταξύ των διαφορετικών μονάδων της κρατικής μηχανής επί τέτοιου είδους ευαίσθητων σημείων προκάλεσε μεγάλες διπλωματικές δυσχέρειες.
EnallaktikesDavutogluΤα σφάλματα που έχουν γίνει κατά τη διάρκεια της κρίσης στη διαχείριση του ζητήματος της κυριαρχίας επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μεταξύ των νησιών του Αιγαίου και της ηπειρωτικής περιοχής [της Μικράς Ασίας] δεν έχουν περιοριστεί μόνο σε αυτό από το 1953 την εποχή κατά την οποία η Ελλάδα είχε προτείνει διαβουλεύσεις [για το Αιγαίο]. Τον Δεκέμβρη του 1995 η τουρκική πλευρά κάνοντας «τα στραβά μάτια» στη συμμετοχή της ελληνικής πλευράς στις επιχειρήσεις διάσωσης του τουρκικού πλοίου που προσάραξε στη βραχονησίδα Καρντάκ απέστειλε το μήνυμα ότι η ίδια δεν είχε μία ξεκάθαρη θέση επί του θέματος της κυριαρχίας επί των εν λόγω βραχονησίδων. Η ελληνική πλευρά που έλαβε το μήνυμα έσπευδε εκμεταλλευόμενη και την πολιτική αβεβαιότητα που κυριαρχούσε στην Τουρκία, κινήθηκε προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα αναφορικά με τις βραχονησίδες αυτές, δεδομένου ότι το καθεστώς τους παραμένει ακαθόριστο από την άποψη του διεθνούς δικαίου.*
Η καθυστερημένη επέμβαση [της Τουρκίας] στις τότε εξελίξεις προλείαινε το έδαφος για την υιοθέτηση μίας άτεγκτης στάσης [από μέρους] της Ελλάδας, κάτι που φάνηκε στις προτάσεις που υπέβαλε επί του θέματος. Αφού το ζήτημα τέθηκε σε μία συγκεκριμένη τροχιά με αποτέλεσμα να κορυφωθεί [η ένταση], συνεχίστηκε να αποστέλλονται διαφορετικά μηνύματα. Από τη μία, τονίστηκε ότι η αδιαφιλονίκητη ήταν η επί των συγκεκριμένων βραχονησίδων τουρκική κυριαρχία και, από την άλλη, υποστηρίχτηκε η άποψη ότι το ζήτημα πρέπει να λυθεί δια της οδού των διαπραγματεύσεων, αφού όμως πρώτα υπάρξει επάνοδος στο προ της κρίσης καθεστώς. Με αυτό τον τρόπο, αφενός, υπήρξε σιωπηρή παραδοχή ότι το προ της κρίσης καθεστώς επί των επίμαχων βραχονησίδων δεν ήταν απολύτως βέβαιο ότι τελούσε υπό τουρκική κυριαρχία και, αφετέρου, δόθηκε η εντύπωση ότι στις μελλοντικές προσπάθειες επίλυσης δεν θα υπήρχε μία σαφής διαπραγματευτική [πρό]θεση στο θέμα της κυριαρχίας. Η κατάσταση αυτή, η οποία εμφανίστηκε ως επιτυχία από την άποψη ότι η κρίση είχε διευθετηθεί μέσω μιας ευέλικτης στάσης, μακροπρόθεσμα μπορεί να προκαλέσει διφορούμενες στάσεις σε κυριαρχικά θέματα, κάτι που μπορεί, όσον αφορά την Τουρκία, να επηρεάσει αρνητικά την ήδη για την ίδια εξαιρετικά ευαίσθητη ισορροπία στο Αιγαίο.
Η προσέγγιση του ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλήψεών [της], έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο. Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος.
* Βλ. παραπάνω σ.τ.μ., σ. 244.
* Σ.τ.μ.: Επισημαίνεται ότι ήδη από το 1932 με πρωτόκολλα που υπογράφηκαν μεταξύ της Τουρκίας και της Ιταλίας η εν λόγω περιοχή έχει οριοθετηθεί.
Ένα άλλο ζήτημα που προέκυψε κατά την κρίση του Καρντάκ είναι η δυναμική που έχουν οι διαφωνίες μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας να αποκτήσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα έναν διεθνή χαρακτήρα στο θέμα του Αιγαίου. Η στάση των ΗΠΑ στην κρίση του Καρντάκ αποτελεί το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποδεικνύοντας πασιφανώς τη στρατηγική των ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή ενδοχώρα.
Η φιλονικία περί της κυριαρχίας στο θέμα του Καρντάκ, που έλαβε χώρα μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας, κατέληξε [με την εμπέδωση] της στρατηγικής υπεροχής των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Από αυτή την κρίση δεν βγήκε κερδισμένη ούτε η Τουρκία, η οποία τήρησε μία αντιφατική στάση θέτοντας στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων το θέμα της κυριαρχίας των βραχονησίδων, που ισχυριζόταν ότι της ανήκουν, ούτε και η Ελλάδα, η οποία αναγκασμένη να αποσύρει τους στρατιώτες της που είχε αποβιβάσει με μεγάλες αξιώσεις στις βραχονησίδες δίνοντας μία αυτόχρημα κωμική εικόνα για ένα ζήτημα για το οποίο η ίδια είχε προκαλέσει [μεγάλη] ένταση. Ουσιαστικός παράγοντας και κερδισμένη πλευρά από αυτή την κρίση υπήρξαν οι ΗΠΑ.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι οι ΗΠΑ θέλουν, εγκαθιδρύοντας μία δυναμική σχέση μεταξύ των πολιτικών της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, να θέσουν υπό έλεγχο τόσο την ενδοχώρα (Hinterland) της Ευρώπης όσο και να καλύψουν το πεδίο γεωπολιτικού κενού το οποίο μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ εμφανίστηκε στον άξονα Βαλκανίων-Μέσης Ανατολής. Το Αιγαίο και η Κύπρος αποτελούν τα δύο σημαντικά σκέλη του άξονα Ανατολική Ευρώπη-Μέση Ανατολή από την άποψη του χερσαίου κομβικού σημείου και του άξονα Αδριατική-Ανατολική Μεσόγειος-Περσικός κόλπος από την άποψη του θαλάσσιου κομβικού σημείου. Το γεγονός ότι τα αμερικανικά αεροπλάνα που απογειώθηκαν από τη βάση Ιντζιρλίκ, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική Τουρκία, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες στη Μέση Ανατολή, επόπτευσαν την αποχώρηση των στρατιωτικών μονάδων από το Καρντάκ, αποτελεί μία σοβαρή ένδειξη της διαπεριφερειακής στρατηγικής αλληλεξάρτησης.
SYLLOGIKO_TOYRKIAΣτο εξής στο πλαίσιο αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού το Κυπριακό θα έρχεται στην επικαιρότητα με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Με την ένταξη της Κύπρου και της Μάλτας –και αργότερα πιθανότατα και ορισμένων χωρών της Βόρειας Αφρικής– στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι ΗΠΑ επιθυμούν από τώρα να εγκαταστήσουν τους στρατιωτικούς και διπλωματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς τους έναντι του ευρωπαϊκού πεδίου επιρροής, το κέντρο βάρους του οποίου θα μετακινηθεί προς τη Μεσόγειο. Στο σημείο αυτό το ΝΑΤΟ και η ΕΕ αποτελούν τα θεσμικά όργανα ενός μακροπρόθεσμου ανταγωνισμού που συνεχίζεται στο πλαίσιο της ρεαλιστικής πολιτικής (Realpolitik). Σε κάθε περιοχή εξάπλωσης του πεδίου οικονομικής επιρροής της ΕΕ είτε το ΝΑΤΟ είτε απευθείας οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν μία νέα ειρηνευτική αποστολή. Όπως θα αναφερθούμε παρακάτω, και στο πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αυτής σχετικά με τα Βαλκάνια ο υπολογισμός του συγχρονισμού μεταξύ της επέμβασης στο Κόσοβο και των σχεδίων διεύρυνσης του ΝΑΤΟ υπήρξε μία εξέλιξη που επιβεβαιώνει τον εν λόγω στρατηγικό προσανατολισμό.
Σήμερα έχει δημιουργηθεί ένα πολύ δυναμικό πεδίο αλληλεπίδρασης μεταξύ της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Αδριατικής, του Αιγαίου, της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και του Περσικού κόλπου. Η εμφάνιση των κρίσεων των Βαλκανίων και της Ανατολής την ίδια χρονική στιγμή και η κορύφωση των κρίσεων του Αιγαίου και της Κύπρου με ελεγχόμενη συχνότητα αποδεικνύουν ότι διαμορφώνεται ένας τέτοιου είδους άξονας αλληλεπίδρασης. Θα είναι αναπόφευκτη η ανάπτυξη νέων κινήσεων στον άξονα αυτό της αλληλεπίδρασης που συνδέει τα Βαλκάνια με τη Μέση Ανατολή.
Για να μην επηρεαστεί αρνητικά η Τουρκία από αυτή την αλληλεπίδραση, πρέπει να μελετηθούν με προσοχή τι είδους αποτελέσματα θα προκύψουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από τις νέες στρατηγικές διευθέτησης διαφορών και κινήσεων στον άξονα Βαλκανίων-Μέσης Ανατολής και Αδριατικής-Ανατολικής Μεσογείου-Περσικού κόλπου.
Το στρατηγικό αδιέξοδο της Τουρκίας: Το Κυπριακό
Η Κύπρος, που κατέχει μία κεντρική θέση παγκοσμίως από την άποψη της ίσης σχεδόν απόστασης που απέχει από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, βρίσκεται μαζί με την Κρήτη πάνω σε έναν άξονα όπου τέμνονται και οι υδάτινες αρτηρίες. Η Κύπρος που βρίσκεται μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν την Ασία από την Ευρώπη, και της διώρυγας του Σουέζ, η οποία χωρίζει την Ασία από την Αφρική, επέχει επίσης τόπο μιας σταθερής βάσης και αεροπλανοφόρου που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Άντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τη στρατηγική θέση της Κύπρου λόγω της οποίας οι Άγγλοι, παρότι η μεγαλοπρεπής αποικιακή τους περίοδος έχει παρέλθει [ανεπιστρεπτί], αποφάσισαν και μέχρι σήμερα διατηρούν σ’ αυτήν στρατιωτική βάση, όπως δεν μπορεί να παραβλέψει ότι το νησί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου αποτέλεσε πεδίο θερμότατων κρίσεων. Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ Ασίας και Αφρικής, Ευρώπης και Αφρικής και Ευρώπης και Ασίας. Και δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις περιφερειακές πολιτικές, διότι η Κύπρος με την ανατολική της άκρη ομοιάζει με ένα βέλος στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και με τη δυτική της άκρη συγκροτεί τον θεμέλιο λίθο των στρατηγικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής.
0 Trio DavΗ στρατηγική αυτή θέση, που είναι εξαιρετικά σημαντική ανεξάρτητα από τις ιδιότητες στις προηγούμενες περιόδους, κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο απέκτησε νέα στοιχεία με την εμφάνιση νέων ισορροπιών. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ είχε ως αποτέλεσμα να αναδυθεί το θέμα των εναλλακτικών οδών στον ενεργειακό και εμπορικό άξονα, που ξεκινάει από την Κεντρική Ασία και φτάνει στην Ευρώπη, όπως η Δυτική Ασία, η Ανατολική Μεσόγειος και η Νότια Ασία. Η Κύπρος βρίσκεται ως σταθερή παράμετρος πάνω σε αυτή τη διαδρομή είτε αυτοί οι νέοι άξονες ακολουθήσουν μία άμεση διαδρομή προς τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και την Ανατολική Μεσόγειο είτε μία έμμεση διαδρομή μέσω της Νότιας Ασίας, του Άντεν και του Σουέζ ή εναλλακτικά μέσω του Εύξεινου Πόντου και των Στενών, για να καταλήξουν στη Μεσόγειο.
Η Γερμανία, η οποία έχει συμφέροντα μαζί με τη Ρωσία στο να διέρχεται η σύνδεση Κεντρικής Ασίας-Ευρώπης βόρεια του Εύξεινου Πόντου, επέδειξε προθυμία στο θέμα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία κατά κάποιο βαθμό ερμηνεύεται ως προσπάθεια να αποκτήσει ένα στρατηγικό προβάδισμα στον νότιο άξονα, όπου μειονεκτεί έναντι των ΗΠΑ. Η Ευρώπη, που με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα αυξήσει τον έλεγχό της πάνω στον κόλπο της Αλεξανδρέττας και στην έξοδο της Ανατολικής Μεσογείου, ταυτόχρονα θα αποκτήσει και μία θέση που θα της επιτρέπει να μετέχει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας κατευθύνονται επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει αυτή η περιοχή από την άποψη των ενεργειακών αξόνων της θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Δεν είναι σε καμία περίπτωση σύμπτωση και υποκρύπτει στοιχεία παγκόσμιου ανταγωνισμού το ότι, ενώ το θέμα της οδικής ασφάλειας στην Ανατολική Μικρά Ασία έχει εισέλθει σε μία φάση επίλυσης, που σημαίνεται απ’ την εξάλειψη του Παράγοντα ΡΚΚ, την ίδια περίοδο ο πετρελαιαγωγός Μπακού-Τζεϊχάν βγαίνει στο προσκήνιο, ενώ ταυτόχρονα κορυφώνεται η ένταση με τον σχεδιασμό της εγκατάστασης πυραύλων S-300 στην Κύπρο σε περιοχή ακριβώς απ’ όπου [πρόκειται να] εξέλθει το πετρέλαιο από τον κόλπο της Αλεξανδρέττας.
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο στο οποίο τέμνονται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και οι περιφερειακές πολιτικές είναι ο ανταγωνισμός άσκησης επιρροής στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια, των οποίων τα πεπρωμένα συνδέθηκαν μεταξύ τους περισσότερο στις συγκυρίες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Αναπτύσσεται έτσι σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών, οι οποίες στο πλαίσιο της δομής του διπολικού συστήματος του Ψυχρού πολέμου φαίνονταν να είναι ασύνδετες. Οι κρίσεις που λαμβάνουν χώρα στη Μέση Ανατολή αντανακλώνται στα Βαλκάνια, ενώ οι ισορροπίες των Βαλκανίων επηρεάζουν πιο άμεσα τη Μέση Ανατολή. Η είσοδος της Γιουγκοσλαβίας στη διαδικασία της διάλυσής της την επαύριον του πολέμου του Κόλπου και η δημιουργία νέων ισορροπιών στα Βαλκάνια ως αποτέλεσμα των αναζητήσεων νέων συμμαχιών στη Μέση Ανατολή είναι ορισμένα σημεία αυτής της αλλαγής. Ο παραλληλισμός, για παράδειγμα, Τουρκίας-Ισραήλ και Ελλάδας-Συρίας είναι αποτέλεσμα της αντανάκλασης των τεταμένων τουρκοελληνικών σχέσεων που διαδραματίζονται στα Βαλκάνια αλλά και στη Μέση Ανατολή. Στις σχέσεις αυτές η Ανατολική Μεσόγειος εμφανίζεται ως ένας νέος χώρος με δικές του εσωτερικές ισορροπίες, ενώ χάνουν την έννοιά τους οι κλασικοί διαχωρισμοί που αποκόπτουν τη Μέση Ανατολή από τις περιφέρειες που την περιβάλλουν.
EnallaktikesDavutogluΑυτός ο τρόπος αμοιβαίας αλληλεπίδρασης των περιοχών καθιστά τις μεταψυχροπολεμικές ισορροπίες, που εξελίσσονται ήδη μέσα σε εξαιρετικά δυναμικές συνθήκες, ακόμη πιο ευαίσθητες αναγκάζοντας τα μέρη να ακολουθήσουν μία ευέλικτη διπλωματία σε ένα ολισθηρό πεδίο. Δεν υπάρχουν πια ως ανεξάρτητες μία βαλκανική πολιτική και μία μεσανατολική πολιτική από την άποψη τόσο των παγκόσμιων όσο και των περιφερειακών ισορροπιών αλλά μία μεσανατολική-βαλκανική πολιτική, η οποία αναπτύσσεται με επίκεντρο την Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Κύπρος συνιστά το βασικότερο εργαλείο της. Αποτέλεσμα αυτής της εξελισσόμενης στρατηγικής θέσης είναι τη στιγμή που η ΕΕ προσπαθεί να εντάξει στους κόλπους της την Κύπρο να συμβαίνουν τόσο οι περιοδικού χαρακτήρα νέες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ όσο και η επεξεργασία ενός νέου ειρηνευτικού σχεδίου παράλληλα με την προσπάθεια της Ρωσίας να αποστείλει στην περιοχή πυραύλους S-300, εγχείρημα που κορύφωσε την ένταση.
Η αιφνίδια μετατροπή του Κυπριακού, που αποτελεί το χρονίζον ζήτημα των τουρκοελληνικών σχέσεων, σε μία από τις κύριες παραμέτρους των τουρκορωσικών σχέσεων βάσει του σχεδίου εγκατάστασης ρωσικών πυραύλων στην Κύπρο σχετίζεται άμεσα με αυτή την πολύπλευρη στρατηγική θέση του νησιού. Οι προσπάθειες αποσταθεροποίησης της Ανατολικής Μεσογείου και η εμφάνιση νέων εντάσεων στην περιοχή θα εξασφαλίσει στη Ρωσία ένα διπλωματικό πεδίο ελιγμού στο θέμα της περιοχής του πετρελαίου της Κασπίας και των οδών μεταφοράς του.
Η Τουρκία παρουσιάστηκε κατά κύριο λόγο [να έχει] δύο επιχειρήματα ενάντια στην άποψη της μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας μέσω του ρωσικού λιμανιού Νοβοροσίσκ. Το ένα από αυτά ήταν η επικίνδυνη αύξηση της κίνησης στα Στενά, ενώ το άλλο σχετιζόταν με τις πολιτικές εντάσεις στον Καύκασο, που βρισκόταν πάνω στη διαδρομή μεταφοράς του πετρελαίου. Η Ρωσία κερδίζοντας χρόνο πάγωσε την κρίση στην Τσετσενία και με μία διπλωματική αντεπίθεση, η οποία στηρίχτηκε στην πώληση πυραύλων στην Κύπρο, έκανε ένα βήμα ενισχυτικό της άποψης ότι ο άξονας Μπακού-Τζεϊχάν που πρότεινε η Τουρκία έχει προβλήματα ασφάλειας [υπονοώντας τις δραστηριότητες του ΡΚΚ]. Η μείωση όμως των τρομοκρατικών δραστηριοτήτων του ΡΚΚ [κατά τη σύλληψη του Οτσαλάν], που παρατηρήθηκε στην Ανατολική Μικρά Ασία, είχε εξασθενίσει το γενικό επιχείρημα της Ρωσίας που βασιζόταν στην προβληματική ασφάλεια της δια ξηράς διαδρομής του αγωγού Μπακού-Τζεϊχάν. Μία νέα ενδεχόμενη κρίση με επίκεντρο την Κύπρο στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου ανοίγεται το λιμάνι του Τζεϊχάν, με αφορμή την πώληση των πυραύλων θα οπλίσει τη Ρωσία με ένα επιπλέον σημαντικό πλεονέκτημα. Η Ρωσία σε κάθε νέα πρωτοβουλία για τη μεταφορά των πετρελαίων της Κασπίας, που θα αφορά την Τουρκία, θα επιχειρήσει να προβάλει έναντί της το χαρτί της Κύπρου προξενόντας με αυτό αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάθε νέα ένταση και ενδεχόμενο πολέμου που μπορεί να προκύψει στην Κύπρο θα επηρεάσει αρνητικά τη στρατηγική θέση της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τον άξονα Μπακού-Τζεϊχάν. Αυτή η εξίσωση αποτελεί ίσως ένα από τα πιο δραματικά παραδείγματα της ενδοπεριφερειακής αλληλεπίδρασης.
Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μία χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, η οποία κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο [διεθνές] στρατηγικό πλαίσιο.
Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες.
Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα.
Με τη μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους, πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνέχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκαταλειφθέντα εδάφη. Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κύματος που θα ξεκινήσει από μία περιοχή λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας της Τουρκίας και θα επεκταθεί σε άλλες καθιστά αναγκαία μία κατάσταση γενικότερης επιφυλακής και επαγρύπνησης. Ενδεχόμενη αδυναμία, που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά προς την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, εμπεριέχει τον κίνδυνο να διαδοθεί κατά κύματα στη Δυτική Θράκη και στη Βουλγαρία –και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία. Γι’ αυτό τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.
Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθεαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. Όπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα. Η γεωστρατηγική αυτή σημασία έχει και δύο σημαντικές διαστάσεις.
Η πρώτη είναι η στενής κλίμακας στρατηγική σημασία, η οποία σχετίζεται με τις ισορροπίες Τουρκίας-Ελλάδας και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου –Ρωμαίικης Διοίκησης της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κατάσταση αυτή εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια κατά τον πιο δραματικό τρόπο στην περίπτωση της κρίσης των πυραύλων.
Το θέμα των πυραύλων, που προορίζονταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο, εμπεριείχε τον κίνδυνο η στρατιωτική δυναμική της Ελληνορωμαίικης* συμμαχίας να αποκτήσει την ισχύ [ώστε να είναι σε θέση] να απειλεί τις περιοχές της Μικράς Ασίας πέραν των σημείων πρόσβασης που έχουν [σ’ αυτές] τα νησιά του Αιγαίου. Συνεπώς, το θέμα πέρα από την ασφάλεια [των Τούρκων και των τουρκικών στρατευμάτων] της Κύπρου προσέλαβε στρατηγικής σημασίας διαστάσεις, δεδομένου ότι μία τέτοια απειλή, που θα κάλυπτε την περιοχή της νότιας και κεντρικής Μικράς Ασίας, με την παροχή άμεσης ή έμμεσης υποστήριξης από την Αρμενία, τη Ρωσία και τη Συρία θα είχε ως αποτέλεσμα να μην απομένει καμία ασφαλής περιοχή στην Τουρκία. Μία τέτοια πιθανότητα απειλής αποδεικνύει για μία ακόμη φορά τη σημασία της Κύπρου, που έχει την ιδιότητα να είναι ένα είδος πλωτής βάσης, για τη συνολική ασφάλεια της χερσονήσου της Μικράς Ασίας.
Η δεύτερη διάσταση της γεωστρατηγικής σημασίας είναι η ευρείας κλίμακας στρατηγική σπουδαιότητα η οποία σχετίζεται με τη θέση που κατέχει η νήσος για τις περιφερειακές και παγκόσμιες στρατηγικές. Καμία παγκόσμια και περιφερειακή δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο, στη διώρυγα του Σουέζ, στην Ερυθρά θάλασσα και στον Περσικό κόλπο δεν μπορεί να παραμελήσει την Κύπρο. Η Κύπρος βρίσκεται σε μία τόσο εγγύς απόσταση σε όλες αυτές τις περιοχές, ώστε να έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου η οποία είναι σε θέση να επηρεάζει άμεσα όλες μαζί.
Η Τουρκία πρέπει να βλέπει το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε στο θέμα αυτής της παραμέτρου τη δεκαετία του 1970 όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής κυπριακής πολιτικής που προσανατολίζεται στη διαφύλαξη του ισχύοντος καθεστώτος αλλά ως ένα από τα διπλωματικού χαρακτήρα βασικά στηρίγματα μιας επιθετικής στρατηγικής θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό η Κύπρος έχει μία ιδιαίτερη σημασία ως στοιχείο-κλειδί μίας γενικής στρατηγικής θάλασσας, που σχετίζεται με τη θαλάσσια περιοχή που περικλείεται από τον άξονα Κασπία-Εύξεινος Πόντος-Στενά-Αιγαίο πέλαγος-Ανατολική Μεσόγειος-Σουέζ-Περσικός κόλπος.
* Σ.τ.μ.: Ο συγγραφέας ακολουθώντας πιστά την επίσημη τουρκική γραμμή αποκαλεί τους Έλληνες της Κύπρου «Ρωμιούς», δηλαδή χριστιανούς ορθόδοξους. Το αντίστοιχο για τους «Τούρκους» είναι «μουσουλμάνοι». Πρβλ. σ.τ.μ., σ. 267. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στο ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου.
Πηγή: https://piotita.gr/
0 comments