Αναφερόμενος στη Δ’ Σταυροφορία ο Η. Gregoire μιλεί για «αίσχος της Δύσεως», ο Colin Morris παρατηρεί ότι «the Latin capture of Constantinople was a disaster for Christendom», ο δε St. Ranciman, στο κλασικό έργο του για τις Σταυροφορίες, δεν διστάζει να γράψει, ότι «δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τη Δ’ Σταυροφορία».
Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά των σταυροφόρων μετά την άλωση της Πόλης (13.4.1204) τεκμηριώνει αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Οι Φράγκοι «χριστιανοί» διέπραξαν ακατονόμαστες πράξεις αγριότητας και θηριωδίας. Φόνευαν αδιάκριτα γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Λεηλάτησαν και διήρπασαν τον πλούτο της «βασίλισσας των πόλεων του κόσμου». Στη διανομή των λαφύρων μετέσχε, κατά τη συμφωνία, και ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ (1198-1216). Το χειρότερο: πυρπόλησαν το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης και εξανδραπόδισαν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της. Μόνο την πρώτη ημέρα δολοφονήθηκαν 7.000 κάτοικοι. Ιδιαίτερα όμως στόχος των σταυροφόρων ήταν ο ορθόδοξος Κλήρος. Επίσκοποι και άλλοι κληρικοί υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια και κατασφάζονταν με πρωτοφανή μανία. Ο Πατριάρχης (Ιωάννης Γ΄) μόλις μπόρεσε, ανυπόδυτος και γυμνός, να περάσει στην απέναντι ακτή. Εσυλήθησαν οι ναοί και αυτή η Αγία Σοφία, σε πρωτοφανείς σκηνές φρίκης. Στη λεηλασία πρωτοστατούσε ο λατινικός κλήρος. Επί πολλά χρονιά τα δυτικά πλοία μετέφεραν θησαυρούς από την Πόλη στη Δύση, Οπού ακόμη και σήμερα κοσμούν εκκλησίες, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Βασικός τόπος συγκέντρωσης των διαρπαγέντων θησαυρών ο ναός του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Ένα μέρος των θησαυρών (κυρίως χειρόγραφα) καταστράφηκε.
Μέγα μέρος από τους «βυζαντινούς» θησαυρούς του Αγ. Μάρκου εκποιήθηκε το 1795 από τη Βενετική Δημοκρατία για πολεμικές ανάγκες.
Η συμπεριφορά όμως των εισβολέων σταυροφόρων αποκάλυψε στους ανατολικούς τη φραγκική Δύση, εκατόν πενήντα χρόνια μετά το μεγάλο εκκλησιαστικό σχίσμα (1054). Βαθύτερα ίχνη από την ίδια την καταστροφή της «πόλεως των πόλεων» χαράχθηκαν μέσα στις ψυχές των Ορθοδόξων. Για τους Ρωμηούς ήταν πια απόλυτα βεβαιωμένο, ότι η Δ’ σταυροφορία στόχευε απ’ αρχής στη διάλυση της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Οι δυτικές, μάλιστα, πηγές ρίχνουν το βάρος στην εκκλησιαστική πλευρά του θέματος. Την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης βλέπουν ως τιμωρία των «αιρετικών» Γραικών, που ήταν «ασεβείς και χειρότεροι από τους Εβραίους». Την άλωση της Πόλης αποτιμούν ως «νίκη της χριστιανοσύνης». Οι «Βυζαντινοί» εξ άλλου συνειδητοποίησαν ότι μετά το 1204 ουσιαστικός εχθρός τους ήταν οι Λατινοφράγκοι, γιατί μόνο από αυτούς κινδύνευε η ορθόδοξη πίστη και η παράδοση του Γένους. Έτσι, διαμορφώθηκε και υποστασιώθηκε η στάση των ανθενωτικών, που προέκριναν την (πρόσκαιρη) συνεργασία με τους Οθωμανούς από τη «φιλία» των Φράγκων, επιλέγοντας ενσυνείδητα μεταξύ των δύο κακών. Είναι η συνείδηση, που θα εκφρασθεί θεολογικά -και αναντίρρητα- το 18ο αιώνα από τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό: «Και διατί δεν έφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισεν; Ήξερεν ο Θεός, πώς τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα (χρήματα) δώσ’ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη…». Ο άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες ενωτικούς.
Μαζί με την κατάληψη της Πόλης οι σταυροφόροι συμφώνησαν (κάτω από τα τείχη της υπογράφθηκε η συνθήκη) την ίδρυση φραγκολατινικού Κράτους Κωνσταντινουπόλεως και το διαμελισμό της αυτοκρατορίας (partition Romaniae ήταν ο σχετικός όρος, στον οποίο σώζεται το αληθινό όνομα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: Ρωμανία). Όλες οι ενέργειες όμως των φράγκων κατακτητών προϋπέθεταν την αδιάστατη συνάφεια πολιτικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων, κάτι που κυριάρχησε και στη λατινική Δύση και στη ρωμαίϊκη Ανατολή ως τους τελευταίους αιώνες. Έτσι, μετά την εκλογή αυτοκράτορα (κόμης Βαλδουίνος της Φλάνορας) διορίστηκε και λατίνος Πατριάρχης, ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Παράλληλα δε με την ίδρυση των φραγκικών ηγεμονιών σ’ όλη την έκταση του ιστορικού ελληνικού χώρου ιδρύθηκαν και λατινικές εκκλησιαστικές περιφέρειες, με ιεραρχία παπική. Έτσι, οι αφορμές συγκρούσεως φράγκων κατακτητών και ελληνορθόδοξων υποδούλων είχαν πια διττή πηγή, και πολιτική, αλλά κυρίως εκκλησιαστική. Η εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας σ’ ολες τις φραγκικές ηγεμονίες επεδίωκε την υποταγή των ορθοδόξων πληθυσμών στην αυθεντία του παπικού θρόνου και των φράγκων ηγεμόνων.
Ο παπικός θρόνος, είναι γεγονός, στο πρόσωπο του μεγαλεπήβολου πάπα Ιννοκεντίου Γ’, επεδίωξε με τη φραγκική επικράτηση και τη διεύρυνση των πολιτικών ερεισμάτων του στην Ανατολή, ως και την άμεση υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον πάπα της Ρώμης. Αυτός άλλωστε ήταν ο αμετάθετος σκοπός του παπισμού μετά το σχίσμα. Την υποταγή εξ άλλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον πάπα είχε υποσχεθεί ο διεκδικητής του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου αυτοκράτορα Ισαακίου Β’ Αγγέλου (1195-1204), ζητώντας τη βοήθεια του πάπα. Ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος υποστήριξε την εκλογή του Θωμά Μοροζίνι ως πρώτου λατίνου πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως και πνευματικού ηγέτη της λατινικής αυτοκρατορίας. Αλλά και ο λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος έγινε αυτοβούλως υποτελής του πάπα Ρώμης, ο οποίος από την πλευρά του ως αντίδωρο προσέφερε τη στήριξη του στο νέο αυτοκράτορα. Μεγαλύτερη αξία, έτσι, από τη λεία είχε για τον πάπα και το κράτος του η επιβολή του λατινικού κύρους στην Ανατολή. Διοργανώθηκε γι’ αυτό η λατινική ιεραρχία κατάλληλα, ώστε να διεξαγάγει τελεσφόρο αγώνα για τη μεταστροφή και υποταγή των Ορθοδόξων. Οσοι δεν ανεγνώριζαν το λατίνο αυτοκράτορα και τη λατινική Ιεραρχία χαρακτηρίζονταν σχισματικοί.
Την διοργάνωση του αγώνα για την υποταγή της Ορθόδοξης Ανατολής στόν πάπα ανέλαβαν παπικοί Λεγάτοι (αντιπρόσωποι του πάπα). Η πνευματική αυτή εκστρατεία επέφερε αναστάτωση στην ορθόδοξη Ιεραρχία. Πολλοί ορθόδοξοι ιεράρχες κατέφυγαν στα τρία νέα ελληνικά κράτη (Νικαίας, Τραπεζούντας και Ηπείρου). Οι παραμείναντες στους θρόνους τους ορθόδοξοι ιεράρχες ζούσαν κάτω από συνεχείς πιέσεις, για να υποταγούν στόν παπικό θρόνο, στις κενές δε η χηρεύουσες θέσεις εχειροτονούντο λατίνοι. 22 αρχιεπισκοπές (μητροπόλεις) και 56 επισκοπές προσαρτήθηκαν στο λατινικό Πατριαρχείο Κων/λεως, χωρίς ομως ποτέ να δηλώσουν υποταγή στόν πάπα. «Η επιβολή ομως της Φραγκοκρατίας στα εδάφη της αυτοκρατορίας… κατέστη νέο ερέθισμα γενικότερων συγκρούσεων των τοπικών πληθυσμών προς τους κατακτητές της Δύσεως».
Ο Ιννοκέντιος στη σύνοδο του Λατερανού (1215), για να αντιμετωπίσει την ορθόδοξη αντίσταση και να διευκολύνει την υποταγή ευρύτερων μαζών στο παπικό δόγμα, εφεύρε τον καταχθόνιο θεσμό της Ουνίας. Ο θεσμός δε της Ουνίας, που ως πολιορκητική μηχανή και «δούρειος ίππος» επικράτησε αργότερα σε περιοχές της Ορθόδοξης Ανατολής, παραμένει μέχρι σήμερα ουσιαστικό εμπόδιο στο διάλογο Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού και σοβαρότατο εμπόδιο στο ορόμο της ένωσης. Αρνητικά όμως η ουνιτική επέλαση στην Ανατολή (μέσω του ιησουίτικου Τάγματος) βοήθησε στην αφοσίωση του λαού στην Ορθοδοξία.
Η Σύνοδος έκαμε δεκτή τη διατήρηση των εκκλησιαστικών εθίμων των Ορθοδόξων, ζητώντας από αυτούς μόνο την αναγνώριση του παπικού πρωτείου (και ευρύτερα του παπικού θεσμού) και την υποταγή, έτσι, στόν παπικό θρόνο. Η τακτική αυτή προκάλεσε μεγαλύτερες και οξύτερες αντιθέσεις.
Πηγή: πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Η Άλωση του 1204 και οι συνέπειές της
0 comments