Δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο Ένας Βουρλιώτης στα Αμελέ Ταμπουρού" εκδόσεις Τσουκάτου,.
" Μια συγκλονιστική αφήγηση ενός ανθρώπου που από τα"τέλια του Μουσελέ"(στατόπεδο αιχμαλώτων στα Βουρλά), βρέθηκε στα βάθη της Ανατολίας, γνώρισε τη φρίκη της τουρκικής θυριωδίας και επέζησε για να την καταγγείλει.
Εκεί , από τα "τέλια του Μουσελέ", πέρασαν 11.000 Βουρλιώτες. Επέζησαν 2000...Των υπολοίπων τα κόκκαλα είναι σπαρμένα στη γη της Μικράς Ασίας. Από τα πυρπολημένα Βουρλά, μέχρι τις όχθες του Ευφράτη".(Ο Πρόεδρος Φώτης Καραλής)
Διαβάζοντας το βιβλίο νιώθεις ντροπή για όσα κατά καιρούς ακούμε για συνωστισμούς στην Σμύρνη, για την αλλοίωση της Ιστορίας. Υποχρέωση ολόκληρου του έθνους και της κάθε κυβέρνησης να μην ξεχάσουμε την μνήμη τους αλλά και να αγωνιζόμαστε για την δικαίωση των νεκρών μας...Ακόμα η Τουρκία αρνείται την γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Θράκης. Τις θηριωδίες που έπραξε στους αυτόχθονους ιστορικούς λαούς της Μικράς Ασίας και Μεσοποταμίας.
Δυστυχώς μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορούμε να φτιάξουμε τάφους να κλάψουμε τους νεκρούς μας εκεί όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή, στην πατρίδα τους.
Ένας Βουρλιώτης στα Αμελέ Ταμπουρού
Κωνσταντίνος Γεωργίου Αμπατζής, από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Η αφήγηση της αιχμαλωσίας μου στην μικρά Ασία, σε ηλικία 16 ετών, από ότι είδα και άκουσα, το 1922.
Εκείνες τις σκοτεινές μέρες και μαύρες μέρες του Αυγούστου του 1922, τότε που η Ελλάδα εγκαταλελειμμένη από τους συμμάχους της λόγω μίσους, οι οποίοι σύμμαχοι με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους βοήθησαν την Τουρκία, γεγονότα που ανάγκασαν τον Ελληνικό Στρατό να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία αφού ήταν πλέον αδύνατο να κρατηθεί εκεί.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Σμύρνη και όλη την Μικρά Ασία, άρχισαν το γνωστό σε αυτούς τροπάριο της εξαφάνισης του Ελληνικού στοιχείου με διάφορους τρόπους, αφού έσφαξαν, σκότωσαν,έπνιξαν όσους μπόρεσαν από τους κατοίκους της Μικράς Ασίας, για να χορτάσουν την δίψα του αίματος, του πάθους και του μίσους που έτρεφαν εναντίον των Ελλήνων "
Μετά τις σφαγές και τις λεηλασίες, όσοι είχαν την τύχη να παραμείνουν ζωντανοί, μεταξύ αυτών των οποίων και εγώ, τα μεν γυναικόπαιδα τα έστειλαν στην Πατρίδα Ελλάδα, τους δε άνδρες από ηλικίας 12 ετών και πάνω μέχρι ακόμη και 90 τους συγκέντρωσαν όλους μαζί και τους έστειλαν στα βάθη της Μικράς Ασίας, συνεχίζοντας όμως ακόμη και κατά την πορεία των δυστυχισμένων αυτών, να σφάζουν, να σκοτώνουν σαν μην είχαν χορτάσει την αιμοβόρα δίψα τους από την στιγμή που είχαν εξολοθρεύσει σχεδόν το μισό Ελληνικό στοιχείο της Μικράς Ασίας που τότε αριθμούσε περί τα 3 εκατομμύρια ψυχές.
Έτσι θα αναφερθώ στο παρόν αφήγημα, με λεπτομέρειες τα όσα, είδα, άκουσα και πέρασα και εγώ μαζί με άλλους αιχμαλώτους κατά την διάρκεια της 16μηνης αιχμαλωσίας μου Σεπτέμβριος 1922-τέλος Δεκεμβρίου 1923).
Με συνέλαβαν στην πατρίδα μου τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, μια πόλη 35-40 χιλιάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων 3000 Τούρκοι και περίπου 2000 Εβραίοι. Για 5 μέρες σκότωναν, βίαζαν παρθένες, οι οποίες για να αποφύγουν τον βιασμό έπεφταν στα πηγάδια για να πνιγούν, εμάς δε τους άντρες, όπως μας ονόμαζαν και ας ήμασταν παιδιά, από 12 ετών μέχρι και γέροντες 90 ετών, αφού μας συλλάμβαναν από τα διάφορα σπίτια που είχαμε συγκεντρωθεί, μας συγκέντρωναν στο Κονάκι, το διοικητήριο της πόλης, και από εκεί το βράδυ μας πήγαιναν στην τοποθεσία "Ποταμός", όπου είχαν στήσει πρόχειρα συρματοπλέγματα για να συγκεντρωθούμε πολλοί, και από εκεί με μια αποστολή (όσοι έμειναν ζωντανοί) να μας στείλουν στο βάθος της Μικράς Ασίας. Το τι έγινε κατά το διάστημα αυτό είναι απερίγραπτο και δεν έχει ξαναγίνει στην Ιστορία.
Παρέλασαν από τα συρματοπλέγματα αυτά όλοι οι Τούρκοι κάτοικοι Βουρλών και των γύρω χωριών και εξέταζαν τους κρατούμενους έναν προς έναν και όταν διέκριναν κάποιον με τον οποίον είχαν κτηματικές ή επαγγελματικές διαφορές, τον έπαιρναν και τον οδηγούσαν όπου ήθελαν για να τον σκοτώσουν με όποιον τρόπο τους άρεσε χωρίς να δώσουν λόγο σε κανέναν. Εάν κάποιος Τούρκος δεν έβρισκε κάποιον με τον οποίο είχε διαφορές, τότε δεν έφευγε άπρακτος. Έπαιρνε έναν από τον σωρό, έναν λεβέντη, ένα παλικάρι και τον σκότωνε έξω από τα συρματοπλέγματα εμπρός στα μάτια μας αλλά και στα μάτια των Τούρκων που μας φύλαγαν, οι οποίοι γέλαγαν με την καρδία τους σαν να έβλεπαν κωμωδία στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Τόση ήταν η αναισθησία τους.
Οι υπόλοιποι που μείναμε μετά την διαλογή, μας έβαλαν σε τετράδες μας έβαλαν στον δημόσιο δρόμο και αρχίσαμε να περπατάμε προς την Ανατολή. Στον δρόμο αρχίσαμε, όλοι οι γέροι και αυτοί που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν σκοτώνονταν από τους φρουρούς επί τόπου, για να μην μείνουν ζωντανοί και τους βρούν οι Τούρκοι και τους βγάλουν την ψυχή με τον τρόπο που εκείνοι γνώριζαν.
Όταν μετά από έξι ώρες πορεία φτάσαμε στην Σμύρνη, δεν μας πήγαν στους Τούρκικους στρατώνες γιατί εκεί υπήρχε μία επιτροπή από αξιωματικούς οι οποίοι, σαν πιο μορφωμένοι από τους άλλους ξεχώριζαν τους μικρούς από τους γέροντες και τους έστελναν μαζί με τα γυναικόπεδα για να ταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα και κρατούσαν τους υπόλοιπους, όσους νόμιζαν ότι ήταν στρατευμένοι, για να τους στείλουν στα βάθη της Μικράς Ασίας για ομήρους.
Δυστυχώς σε εμάς δεν συνέβη το ίδιο, αλλά μας οδήγησαν μέσα από ακραίες συνοικίες της της Σμύρνης."
"Ετσι είχαμε μείνει όλη με τα σώβρακα και τα πουκάμισα. Και αλίμονο σε εκείνον που φορούσε λευκό μάλλινο σώβρακο, τον νόμιζαν για τσολιά και τότε δεν γλίτωνε από την μανία των Τούρκων στρατιωτών και πολιτών οι οποίοι φώναζαν "Σεϊταν-ασκέρ" δηλαδή στρατιώτη του σατανά".
Αφού προχωρούσαμε όπως προανέφερα , σε δρόμο πλακοστρωμένο με γυαλιά φτάσαμε στην άλλη άκρη της Σμύρνη, τις νυχτερινές ώρες, σε ένα προάστιο (Μπουρνάμπαση), όπου υπήρχαν και εκεί συρματοπλέγματα και άλλοι αιχμάλωτοι πρίν από εμάς. Εκεί μας άφησαν το απόγευμα τις επόμενης μέρας και στο διάστημα αυτό δεν μας έδωσαν ούτε νερό, ούτε ψωμί, παρά μόνον γύρω από το συρματόπλεγμα υπήρχαν ροδιές από τις οποίες οι Τούρκοι οπλίτες μας πετούσαν τα ρόδια επάνω μας. Και αλίμονο σε εκείνον που θα τον έβρισκαν τα ρόδια στο σώμα ή στο κεφάλι. Θα ήταν ευχαριστημένος να το έπιανε και να το έτρωγε, γιατί τότε περνούσε ο πόνος αλλά έσβηνε την δίψα του. Έτρεχαν γύρω του και του το άρπαζαν και γινόταν μάχη σωστή μέχρι κάποιος να το πάρει που συνήθως ήταν ο δυνατότερος.
Αυτό γινόταν όλη την διάρκεια της ημέρας υπό τα βλέμματα και τα γέλια των φρουρών μας. Κατά το 24ωρο παραμονής μας εκεί έφτασαν και άλλοι αιχμάλωτοι ώστε συγκεντρωθήκαμε γύρω στις 10000 άνδρες και την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε πάλι για την Μαγνησία όπως μας είπαν κατά την διάρκεια της πορείας.Και πάλι άρχισαν οι φρουροί να σκοτώνουν όποιον καθυστερούσε αλλά και να προσφέρουν ευχαρίστως αιχμάλωτο σε οποιονδήποτε Τούρκο πολίτη τους το ζητούσε. Οι αιχμάλωτοι παραδίδονταν στους φρουρούς με τόση ευκολία σαν να επρόκειτο για κανένα καρύδι ή κάστανο. Τέτοια ήταν για τους Τούρκους η αξία της ζωής ενός αιχμαλώτου.
Στον δρόμο υπήρχαν σκοτωμένοι αιχμάλωτοι από την άλλη αποστολή, εκτεθειμένη και άταφοι όπως είχαν πέσει. Άρχισαν να φουσκώνουν σαν τύμπανα, όσοι δε είχαν προχωρήσει στην σήψη, είχαν σπάσει και βρωμούσαν και εάν δεν έκλεινες την μύτη σου δεν μπορούσες να περάσεις. Νηστικοί και χωρίς νερό ήμασταν τρείς μέρες και όπου στον δρόμο βρίσκαμε νερό, όποιος τολμούσε να πάει στην βρύση ή στην πηγή, ή το ποτάμι εκτελείτο επί τόπου από τους φρουρούς, σαν να είχε διαπράξει το μεγαλύτερο έγκλημα.
Με αυτό τον τρόπο προχωρούσαμε προς την Μαγνησία στην είσοδο της οποίας φτάσαμε κατά το απόγευμα. Δεν μας προώθησαν όμως μέσα στην πόλη αλλά μας άφησαν εκτός, σε έναν αγρό γεμάτο ελιές όπου μας έβαλαν να καθίσουμε στην άκρη του, εκεί υπήρχε μία βρύση. Η βρύση αυτή έγινε ο τάφος εκατοντάδων συν αιχμαλώτων μου, οι οποίοι πήγαιναν εκεί για να πιού νερό και να δροσιστούν και εύρισκαν τον θάνατο από τους πυροβολισμούς των φρουρών μας. Άκουσα άνθρωπο να λέει "εγώ θα πάω στην βρύση να πιω λίγο νερό κι ας με πιάσουν και ας με σκοτώσουν, αρκεί να προλάβω να πιω και να πάω τουλάχιστον χορτάρτος από νερό και όχι να μένω διψασμένος και να κολλάει η γλώσσα μου από δίψα".
Πράγματι αυτό έκανε παρά τις αντιρρήσεις των γνωστών και φίλων του ότι πήγαινε σε βέβαιο θάνατο. Και μόλις έφτασε κοντά στην βρύση και έβαλε στο στόμα του την κάνουλα, ομοβροντία πυροβολισμών τον άφησαν άψυχο."
Η παραμονή εκτός της πόλης μέχρι την άλλη μέρα το πρωί είχε την σημασία της όπως καταλάβαμε την επόμενη μέρα. Διότι όταν αρχίσαμε να μπαίνουμε στην πόλη είχαν ειδοποιηθεί οι Τούρκοι κάτοικοι από την προηγούμενη για να μας υποδεχτούν κατάλληλα κρατώντας στα χέρια τους πιστόλια, μαχαίρια,πέτρες και ξύλα και διάφορα άλλα αντικείμενα όπως δρεπάνια που θερίζουν τα χόρτα. Όταν ξεκινήσαμε από την Σμύρνη ήμασταν περίπου 10000 και όταν φτάσαμε στην Μαγνησία είχαμε μείνει 7500, διότι οι υπόλοιποι είχαν σκοτωθεί στον δρόμο.
Μπαίνοντας λοιπόν στην πόλη έπεσε επάνω μας όλος αυτός ο όχλος με τα φονικά όπλα στα χέρια και μας αποδεκάτιζαν. Αλίμονο μάλιστα στις τετράδες που είχαν μείνει ολόκληρες. Τους τραβούσαν μέσα στα σπίτια και τους βασάνιζαν με τρόπο που δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί, διότι μόλις τους έβαζαν μέσα, έκλειναν την πόρτα. είναι βέβαια εύκολο να φανταστεί κανείς το αποτέλεσμα αφού οι Τούρκοι ήταν εξοργισμένοι και ξαναμμένοι από μίσος. Τα βασανιστήρια αυτών των μαρτύρων είναι άγνωστα. Ένα μονάχα είναι γνωστό! Ότι κανείς δεν βγήκε ζωντανός...
Δεξιά και αριστερά σε όλα τα πεζοδρόμια των δρόμων από όπου περνούσαμε, είχαν παραταχθεί Τούρκοι, Τουρκάλες, Τουρκάκια, σαν να περίμεναν να περάσει κάποια παρέλαση, ή κάποιο καρναβάλι και στέκονταν να θαυμάσουν και να χειροκροτήσουν. Δυστυχώς τα χέρια τους δεν ήταν άδεια, αλλά κρατούσαν διάφορα αντικείμενα τα οποία μας πετούσαν ή μας χτυπούσαν με αυτά.
Έπεφταν μέσα στις τετράδες με τα δρεπάνια και άλλους τους αποκεφάλιζαν, άλλους δε ακρωτηρίαζαν, έτσι ώστε όσο περπατούσαμε ο δρόμος γέμιζε νεκρά σώματα.
Αυτό διήρκεσε περίπου 1-1.30 ώρα για να διανύσουμε απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων και όταν φτάσαμε στην άλλη άκρη της πόλης, σαν για να μας κοροϊδέψουν και να μας περιγελάσουν, άρχισαν να μας μετράνε. Για την Ιστορία, ας ξέρουν οι νεώτεροι που δεν ήταν παρόντες, ότι ξεκινήσαμε 7500 από την άκρη της πόλης και όταν φτάσαμε στην άλλη άκρη είχαμε μείνει 3500 άτομα και όλα αυτά σε χρονικό διάστημα μόλις 2 ωρών το πολύ.
Τέτοια ήταν η μανία και το μίσος των αιμοβόρων αυτών τεράτων που ονομάζονται Τούρκοι, ώστε κάθε αιχμάλωτος από εμάς που είδαμε και ζήσαμε αυτά που με λεπτομέρειες περιγράφω, δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει την βαρβαρότητα των ανθρώπων αυτών."
Πραγματικά το βιβλίο συγκλονίζει διαβάζοντάς το από την αρχή ως το τέλος...Η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε και είδε την φρίκη και μπόρεσε να την εξιστορήσει για να την μάθουμε και εμείς και να την λέμε στις επόμενες γενιές Ελλήνων...
0 comments