Στο δημοσίευμα που εντοπίσαμε στον τουρκικό ιστοχώρο, οι φίλοι και σύμμαχοι Τούρκοι δεν άφησαν τίποτα να πέσει κάτω και στο άρθρο τους επικαλούνται τα ακόλουθα σημεία της συνέντευξης… δηλαδή σχεδόν τα πάντα!
α. Ήρθε ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων από την Τουρκία.
β. Βιώσαμε έναν υβριδικό πόλεμο στα σύνορα με την Τουρκία.
γ. Τις συμφωνίες με την Τρίπολη.
δ. Την διαδικασία αδειοδότησης για έρευνα υδρογονανθράκων.
ε. Τις πτήσεις πάνω από τα νησιά.
στ. Δεν άρχισαν ακόμη οι επαφές για εξεύρευση ενός κοινού δρόμου.
Επιπρόσθετα,
ζ. Εάν η Τουρκία εγκαταλείψει την τακτική της πίεσης η Ελλάδα και η ΕΕ θα ανοίξουν το δρόμο για συνεργασία. Σε αντίθετη περίπτωση και εάν η κατάσταση λάβει μια άσχημη μορφή πρέπει να επωμισθούν τις ευθύνες.
η. Είμαστε μια χώρα που έχουμε αρχές και κανόνες αλλά και που ξέρουμε να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα μας.
θ. Δεν διαπραγματευόμαστε υπό πίεση και δεν θα υποκύψουμε σε εκβιασμούς και απειλές.
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΠΙΜΑΧΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΝΑΥΑΡΧΟΥ Ε.Α. ΔΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ “Να μπούμε σε ελληνοτουρκικό διάλογο;”:
Η διαδικασία του διαλόγου ο οποίος σπεύδω να τονίσω είναι κάτι διαφορετικό από τη διαπραγμάτευση, είναι όχι μόνο δόκιμη στις διεθνείς σχέσεις αλλά και η προτιμώμενη διαδικασία από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή κοινότητα. Επισκέψεις επίσημες ή εργασίας διεξάγονται καθημερινά, σε όλα τα επίπεδα, από το ανώτατο έως το υπηρεσιακό, σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ακόμη και μία διμερής συνάντηση στο περιθώριο κάποιας διεθνούς διάσκεψης είναι μία μορφή διαλόγου, ήτοι ανταλλαγής θέσεων και απόψεων. Αυτή είναι η πεμπτουσία της διπλωματίας. Είναι προφανές ότι η διαδικασία του διαλόγου έχει περισσότερο νόημα όταν τα δύο μέρη έχουν προβλήματα ή εμφανώς αποκλίνουσες θέσεις.
Για να απαντηθεί το ερώτημα του τίτλου θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια αναδρομή στο τι έχει μεσολαβήσει τον τελευταίο χρόνο. Εν τάχει, λοιπόν, είχαμε έναν τριπλασιασμό μεταναστευτικών ροών συνδυαζόμενο με μια σκλήρυνση της στάσης της Άγκυρας τόσο σε επίπεδο παραβατικών συμπεριφορών όσο και δηλώσεων, ακόμα και απειλών.
Είχαμε επίσης τον υβριδικό πόλεμο στον Εβρο, το μνημόνιο Τουρκίας-Σαράζ και έναρξη διαδικασιών αδειοδότησης «οικοπέδων» σε απόστασή μέχρι και 6 ν.μ. από ελληνικά νησιά, καθώς και αύξηση των περιστατικών υπερπτήσεων πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά.
Ήταν προφανές, δηλαδή, ότι η Τουρκία ακολουθούσε ανενδοίαστα μια πολιτική πιέσεων, μια στρατηγική καταναγκασμού και μια ακροσφαλή διπλωματία (Brinkmanship), προκειμένου να διαμορφώσει συνθήκες θερμού επεισοδίου και εν συνεχεία διαπραγμάτευσης «με το πιστόλι στο τραπέζι».
Η Ελλάδα αντέταξε σε αυτήν την παραβατική και επιθετική συμπεριφορά της Αγκυρας μια σταθερή και συνεπή στρατηγική που διασυνδέει τα μέσα με τον σκοπό. Δηλαδή την Πολιτική με Ενοπλες Δυνάμεις και Διπλωματία. Αυτή, στηρίζεται σε τρεις άξονες:
1. Αξιόπιστη και σαφή διακήρυξη των κόκκινων γραμμών μας: ότι δηλαδή θα αποτρέψουμε με κάθε μέσο την παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
2. Σθεναρή αντίδραση σε κάθε προσπάθεια παραβίασης κυριαρχίας ή κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως συνέβη με τα γεγονότα του Εβρου αλλά και πρόσφατα με την παράνομη Νavtex του «Oruc Reis».
3. Σαφή και ξεκάθαρη θέση ότι η όποια σχέση Τουρκίας με την Ε.Ε. θα περνούσε από το φίλτρο καλής γειτονίας με την Ελλάδα και ως εκ τούτου οποιαδήποτε παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, εκτός από τη δική μας αντίδραση, θα είχε σοβαρές συνέπειες επί των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Έτσι, η διεθνής κοινότητα συνειδητοποίησε δύο πράγματα: ότι η Τουρκία έχει μπει σε μια συγκρουσιακή λογική που θα φέρει μεγάλη αποσταθεροποίηση όχι μόνο στην περιοχή αλλά και στο NATO και ότι η Ελλάδα δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτό.
Παρότι λέγεται ότι μονός καβγάς δεν γίνεται, ήταν τόσο εμφανές ότι την ένταση τη δημιουργούσε και τη συντηρούσε η μονομερής τουρκική επιθετικότητα, που δεν υπήρχε κανένα πρόσχημα, ούτε περιθώριο, να μη δεχθούν μέτρα εις βάρος της Τουρκίας, εφόσον παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, ακόμη και όσοι διάκειντο ευνοϊκά προς τη χώρα αυτή.
Παράλληλα, διαμηνύσαμε σε όλους τους τόνους ότι επιθυμούσαμε μεν τη διάνοιξη διαύλου επικοινωνίας, όμως δεν πρόκειται να συζητήσουμε υπό πίεση και δεν πρόκειται να δεχθούμε άλλο πλαίσιο, πέραν αυτού του διεθνούς δικαίου και του αμοιβαίου σεβασμού.
Ήταν μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο που ενεργοποιήθηκε η γερμανική πρωτοβουλία. Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε με καλή πίστη, τόσο γιατί επιθυμεί την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, όσο και γιατί είναι μια χώρα, της οποίας οι δηλώσεις και οι πράξεις συμβαδίζουν.
Δεν είσαι αξιόπιστος όταν θέτεις «κόκκινες γραμμές», η παραβίαση των οποίων θα επιφέρει τόσο σημαντικές συνέπειες διεθνώς, χωρίς να αποδεικνύεις ότι είσαι διατεθειμένος να καταβάλεις καλόπιστες προσπάθειες στο πλαίσιο της λογικής και του δικαίου, για να αποσοβήσεις τον κίνδυνο αυτόν. Στις διεθνείς σχέσεις η «Αξιοπιστία» είναι εξίσου σημαντική με την «Ισχύ»!
Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην τριμερή, παρότι η Τουρκία είχε και προσφάτως αναγγείλει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, αφαιρέθηκε κάθε πρόσχημα απόδοσης συνυπευθυνότητας στην Ελλάδα σε πιθανή κλιμάκωση. Η αξιοπιστία μας επιβεβαιώθηκε και απέδωσε.
Όταν, έπειτα από αυτά, η Τουρκία εξέδωσε Νavtex για τις έρευνες του «Oruc Reis», εκτέθηκε ως η χώρα που δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου και επιδιώκει τη σύγκρουση. Αυτή η συνεπής και αξιόπιστη πολιτική μας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του στόλου μας, οδήγησε τελικά στην τουρκική αναδίπλωση.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να στραφεί η προσοχή της διεθνούς κοινότητας στην περιοχή μας. Ενέργειες, όπως η διαρροή της τριμερούς από Τσαβούσογλου, η Νavtex του «Oruc Reis» και αμέσως μετά η Νavtex για έρευνες του «Barbaros» στην κυπριακή ΑΟΖ, θα μπορούσαν κάλλιστα να ερμηνευτούν σαν προσπάθεια «κύκλων» στη γείτονα να υπονομεύσουν τον διάλογο.
Σε κάθε περίπτωση, με τα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης στραμμένα πάνω της, αυτή η διαδικασία θα αναδείξει πέραν αμφιβολίας την ειλικρίνεια των προθέσεων. Ποια χώρα θέλει ειρηνική επίλυση διαφορών στη βάση του δικαίου και ποια επιζητεί τη σύγκρουση.
Εμείς παραμένουμε προσηλωμένοι στη θέση μας. Επιθυμούμε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών οι οποίες αποσκοπούν στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών. Οι διερευνητικές είναι μία δομημένη και σαφώς οριοθετημένη διαδικασία, τόσο σε ό,τι αφορά το πλαίσιο όσο και τον σκοπό.
Για να μην υπάρχουν παρερμηνείες αυτό ήταν και το αντικείμενο της τριμερούς στο Βερολίνο: ο καθορισμός των συνθηκών που πρέπει να εκπληρωθούν για την επανέναρξη των διερευνητικών και τίποτε άλλο!
Είμαστε σε πρώιμο στάδιο και οι διερευνητικές δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει. Από πλευράς μας επιθυμούμε αυτό να γίνει το ταχύτερο δυνατόν, γιατί η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Οπου συμφωνήσουμε οριοθετούμε και όπου διαφωνήσουμε το παραπέμπουμε στη Χάγη. Εφόσον ο διάλογος τελεσφορήσει θα φέρει σταθερότητα και θα κατοχυρώσει τα δικαιώματα της χώρας μας.
Εάν η Τουρκία αφήσει πίσω της τη λογική της έντασης, των πιέσεων και του καταναγκασμού, θα ανοίξει ο δρόμος της συνεργασίας της με την Ελλάδα και την Ευρώπη, που θα έχει πολλαπλά και πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αν όμως όχι –και η κατάσταση κακοφορμίσει– τότε θα βρεθεί προ των ευθυνών της.
Η Ελλάδα έχει αποδείξει την αξιοπιστία της. Είμαστε μια χώρα που ακολουθεί μια πολιτική αρχών με προσήλωση στο δίκαιο, όμως είμαστε και μια χώρα που ξέρει να προασπίζεται τα συμφέροντά της. Δεν συζητάμε υπό πίεση, δεν υποχωρούμε σε εκβιασμούς και δεν ορρωδούμε προ απειλής.
0 comments