Αφιέρωμα: Η Γεωπολιτικής της Γλώσσας Μέρος B'



Γράφει ο Γιώργος Αϊβαλιώτης
Αναλυτής γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής ασφάλειας



(Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: 
http://elefterosarthrografos.blogspot.gr/2016/05/blog-post_922.html)



Επειδή η ινδοευρωπαϊκή θεωρία στηρίζεται στη σύγκριση γλωσσών, θα πρέπει να αναφερθούν κάποιοι βασικοί κανόνες της συγκριτικής γλωσσολογίας για να μπορέσουμε εν συνεχεία να αντιληφθούμε την πλάνη, διότι «πλάνη γεννώσα πλάνην, ή μέσω της διαχρονικής ομοιότητος απόδειξις»:



1ον: οι γλώσσες διακρίνονται πρώτα ως προς την Τυπολογία τους, και δη σε τρεις βασικές κατηγορίες, τις κλιτικές, τις συγκολλητικές και τις μονοσυλλαβικές.

2ον: Γλώσσες, οι οποίες ανήκουν στην ίδια τυπολογική κατηγορία έχουν διάφορη συντακτική δομή, η οποία οφείλει να ερμηνευθεί καταλλήλως. Η θέση του Υποκειμένου ή του Αντικειμένου, η ύπαρξη ή μη πτώσεων είναι ζητήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν μια γλώσσα πολύ περισσότερο απ' ότι οι νεφελώδεις φωνητικές ομοιότητες. 

3ον: Οι γλώσσες δεν είναι απλά γράμματα ως σύμβολα. 


Υπάρχουν επίπεδα γλωσσικής δομής τα οποία είναι :

1. Το φωνητικό: δηλαδή η φωνητική δομή της γλώσσας, οι φθόγγοι της, τα ελάχιστα ηχητικά στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την φυσική ή υλική κάθε γλώσσας.

2. Το φωνολογικό: πρόκειται για την φωνολογική δομή της γλώσσας, τα «φωνήματα». Με τον όρο «φωνήματα» εννοούμε τους φθόγγους, οι οποίοι έχουν διαφοροποιητική αξία, οι οποίοι και υπάρχουν ως στοιχεία συγκεκριμένης γλώσσας. Ένα παράδειγμα: στις λέξεις τόνος και πόνος, είναι φανερό ότι τα φωνήματα <τ> και <π> διαφοροποιούν δια της παρουσίας ή απουσίας τους το γλωσσικό σημείο.

3. Το μορφολογικό: δηλαδή η μορφολογική δομή της γλώσσας, τα μορφήματα, τα οποία αποτελούν τους ελάχιστους φορείς σημασίας, αφορούν δηλαδή στο περιεχόμενο ενός γλωσσικού σημείου, αντιθέτως προς τα φωνήματα, τα οποία στοιχειοθετούν την δήλωση αυτού. Στην λέξη λ.χ. «δυσνόητος» διακρίνουμε τα μορφήματα: δυσ- (δυσκόλως), νοη- (σημασία «νοώ»), -τος («που δύναται να?»).

4. Το μορφοφωνολογικό: οι παθήσεις των φωνημάτων τα οποία αντιπροσωπεύουν τα μορφήματα.

5. Το συντακτικό: ο μηχανισμός σύναψης των λέξεων σε μεγαλύτερες ενότητες (φράσεις, προτάσεις κτλ) και οι σχέσεις που προκύπτουν.

6. Το σημασιολογικό: οι λέξεις, καθώς και οι φραστικές και προτασιακές σημασίες (η φράση είναι υποδιαίρεση της προτάσεως). Δικαιούμαστε να ομιλούμε περί γενετικής συγγένειας δυο ή περισσοτέρων γλωσσών, μόνο εφόσον διατηρούν συστηματικές ομοιότητες σε όλα τα ανωτέρω επίπεδα Και μόνο για συγγένεια χωρίς να σημαίνει ότι μόνο με τα 6 αυτά στοιχεία καταλαβαίνουμε ποια είναι η μορφή αυτής της συγγένειας.

4ον: Επιπλέον όταν συγκρίνουμε λέξεις, τότε αναζητούμε κατά πρώτον την αρχική μορφή τους, την ρίζα τους: όταν έχουμε λ.χ. την λέξη «τροχός», θα ανατρέξουμε στην ρίζα της τρεχ-  (τρέχω), δεδομένου ότι η λέξη «τροχός» αποτελεί προϊόν ετεροιώσεως, μετατροπής δηλαδή, του «ε» σε «ο».

5ον: Γενικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιεπιστημονικό από το να συγκρίνουμε τις λέξεις όπως τις βλέπουμε στα Λεξικά, κυρίως δε στα χρηστικά, τα οποία αποτυπώνουν την σύγχρονη μορφή των διαφόρων γλωσσών (του τύπου «A Lexicon of Contemporary English»)! Πρέπει να φθάσουμε στην κατά το δυνατόν παλαιότερη μορφή κάθε λέξης δια της μεθόδου της εσωτερικής επανασύνθεσης. Αν παραβούμε τον κανόνα αυτόν, τότε τα αποτελέσματα μπορούν να γίνουν κωμικοτραγικά: λ.χ. στην μαλαισιανή λένε τον οφθαλμό «μάτα», όπως και στην ελληνική «μάτι», άρα η μαλαισιανή προέρχεται από την ελληνική ή το αντίστροφο!!!

6ον: Αφού βρούμε όμως τα κοινά στοιχεία, το επόμενο βήμα είναι να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίον αυτά εξελίχθηκαν. Τα κοινά χαρακτηριστικά μπορούν να αποτελούν νεωτερισμούς.


Έστω ότι έχουμε δύο γλώσσες, την Α και την Β οι οποίες έχουν ομοιότητες. Οι τρεις δυνατοί τρόποι για να συσχετιστούν είναι:

1. Η Α είναι μητέρα της Β.

2. Η Β είναι μητέρα της Α.

3. Η Α και η Β είναι αδελφές, θυγατέρες μίας μαρτυρούμενης γλώσσας *Χ.

Αφού λοιπόν είδαμε τον τρόπο με τον οποίο συγκρίνονται οι γλώσσες πρέπει να δούμε και τι σημαίνει γλώσσα, δηλαδή τι είναι αυτό το οποίο συγκρίνουμε. Γλώσσα λοιπόν είναι ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος παρουσιάζει προφορική μορφή και δύναται να παρουσιάζει και γραπτή. Χρησιμοποιείται από κοινού μεταξύ των μελών μίας ομάδας προκειμένου να εκτελέσουν ομαδικές εργασίες, να μοιραστούν εμπειρίες και να τις καταγράψουν. Η αξία μίας γλώσσας έγκειται στον γραπτό λόγο. Αν μία γλώσσα δε διαθέτει αλφάβητο, ώστε να συνταχθεί ο γραπτός λόγος τότε σύντομα θα εκλείψει, από άλλες γλώσσες που διαθέτουν γραπτή μορφή και με τις οποίες θα έρθει σε επαφή. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ένα νόμισμα σταματάει να κυκλοφορεί όταν οι πολίτες του κράτους, στο οποίο ανήκει, χρησιμοποιούν κάποιο άλλο νόμισμα πιο δυνατό. Έτσι επέρχεται η απαξίωση και η εξαφάνιση.

Συνεχίζοντας την έρευνα μπορούμε να ανατρέξουμε σε διάφορες εγκυκλοπαίδειες και να δούμε και την αντίθετη άποψη, από την ινδοευρωπαϊκή θεωρία. Μία τέτοια εγκυκλοπαίδεια η οποία άρχισε να εκδίδεται στην Αθήνα το 1945 και η δεύτερη έκδοσή της ολοκληρώθηκε το 1960 είναι η εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ. : "Ο ισχυρισμός διαφόρων ξένων ιστορικών περί της καθόδου εις τας περιοχάς του Αιγαίου και της κυρίως Ελλάδος, των Ινδοευρωπαίων, είναι ένας μύθος ασφαλώς, αφού επίσης ουδέν αναφέρουν σχετικώς περί των Ινδοευρωπαίων αυτών αι πανάρχαιαι γνωσταί Ελληνικαί παραδόσεις" 

ΝΕΩΤΕΡΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Πέραν μίας ελληνικής εγκυκλοπαίδειας, που κάποιος φυσιολογικά θα ανέμενε ότι θα υποστήριζε την αντίθετη άποψη υπάρχουν αντίθετες απόψεις και στο εξωτερικό. Ο ανθρωπολόγος Julian Sorell Huxley, βραβευμένος από την UNESCO για το ερευνητικό του έργο επί της εξέλιξης, της βιολογίας και της ευγονικής (1881-1975) δήλωσε:"η ύπαρξις ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας αποτελεί φαντασίωση, λόγω του ότι έρχεται εις άκραν αντίθεση με την επιστήμη της ανθρωπολογίας"



Πολλές φορές αντί του όρου «ινδοευρωπαϊκή γλώσσα» χρησιμοποιείται ο όρος «Σανσκριτική» ρίζα, στην οποία αποδίδεται και η Ελληνική, πχ. στα Σανσκριτικά η λέξη miira σημαίνει ωκεανός, και στα Ελληνικά μύρα σημαίνει θάλασσα, όπως φαίνεται από τις λέξεις αλμύρα, πλημμύρα κτλ, εκ του μαρμαίρω = λάμπω, απαστράπτω. Στα Σανσκριτικά αν ψάξουμε να βρούμε δείγματα γραπτών έργων βρίσκουμε στην κλασσική Ινδική Φιλολογία, τα γνωστά έπη Μαχαμπαράτα, Ραμαγιάνα, Βαρτριχάρι, Αμαρού, Ριχ-Βέδα κ.α…

Η σανσκριτική χωρίζεται σε δύο περιόδους: την Βεδική, προ του 500 π.χ. και την νεώτερη μεταβεδική. Σημειωτέον ότι γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε κατά την βεδική περίοδο (Βλ. Παγκ.Ιστορία πρώην ΕΣΣΔ τ.α2 σελ.954), και τη νεώτερη μεταβεδική. Υπήρξε μια γλώσσα αποκρυφιστική, μια γλώσσα κλειστού ιερατείου, γραπτή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε. Η Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ συνοψίζει:

«Από τις πολυάριθμες γλώσσες των λαών των Ινδιών, οι περισσότερες ανήκουν σε δύο ομάδες που διαφέρουν ουσιωδώς η μία από την άλλη, στην «ινδοευρωπαϊκή» και στην δραβιδική που αντιπροσωπεύει ξεχωριστή γλωσσική οικογένεια, άσχετη προς τις άλλες. Οι γλώσσες της πρώτης ομάδας επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος των Ινδιών, ενώ οι δραβιδικές μόνο στο νότιο μισό της Ινδικής χερσονήσου… Πως σχηματίσθηκε το εθνολογικό αυτό μωσαϊκό… Το γεγονός ότι ο πληθυσμός των Βορ. Ινδιών, στην εξωτερική μορφή και στην γλώσσα ομοιάζει πιο πολύ με τους λαούς που κατοικούν στο Ιράν και στην Κεντρική Ασία, παρά με τον πληθυσμό των Νοτ. Ινδιών, οδήγησε τους ευρωπαίους επιστήμονες του 19ου αι. στο συμπέρασμα πως οι Ινδίες δέχτηκαν κάποτε την εισβολή μιας ομάδας φυλών που μιλούσαν μια γλώσσα της «Ινδοευρωπαϊκής» οικογένειας… Γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε και είναι άγνωστο μάλιστα αν οι Ινδοί, στην βεδική περίοδο, ήξεραν την ανεπτυγμένη γραφή.» 

Έχουμε δηλαδή την παραδοχή ότι αν οι Ινδοί έμαθαν μία γλώσσα συγγενική προς τις ευρωπαϊκές αυτό έγινε με μετακίνηση πολιτισμικών στοιχείων από δυσμάς προς ανατολάς κι όχι το αντίθετο.

Με ποιο τρόπο λοιπόν οι Έλληνες των προϊστορικών και των μυκηναϊκών χρόνων, με την ήδη διαμορφωμένη και γραπτώς γλώσσα τους, υποτίθεται ότι ήλθαν σε επαφή με αυτές τις απόκρυφες ρίζες, την στιγμή μάλιστα που τα πρώτα επιγραφικά μνημεία των Ινδών, τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα, ανάγονται μόλις στον 3ο αιώνα π.X.;

H μυστική Ινδική λογοτεχνία στην πραγματικότητα ανεπτύχθη ως καθαρή λογοτεχνία μόνο κατά τον 3ο ή 5ο αιώνα μ.Χ. Οι αναφορές σε αρχαιότατες ημερομηνίες, ως προς τις Βέδες είναι μόνο μια θεωρία, αφού οι Βέδες δεν διαδόθηκαν παρά μόνο κατά τρόπο περιορισμένο και προφορικά.

Μία και μοναδική έκδοση των Βεδών έχει γίνει στην Ινδία τον 19ο μ.Χ. αι. από τον Γερμανό ινδολόγο Μάξ Μύλλερ (σημειωτέον ότι η σανσκριτική γραφή είναι συλλαβική) ο οποίος αναφέρει: «Συγκρίνοντας καλά την Σανσκριτική με την αρχαία Ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμεθα ότι η Ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι, επί πλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι της είναι ανώτεροι και μεγαλυτέρας αξίας. Η δε σύνταξις καθ’ υπόταξιν είναι καθαρά Ελληνική.»




Βασικό σφάλμα της συγκριτικής αυτής γλωσσολογίας υπήρξε το ότι δεν πήρε καθόλου υπ’ όψιν την ιστορική εποχή των γλωσσικών καταστάσεων τις οποίες συνέκρινε. Προκύπτει δηλαδή σφάλμα στη Λογική Μέθοδο, εκ της μη ταυτοχρόνου γνώσεως των πραγμάτων. «Δέον όλον τι θεωρήσαι και μη τι μέρος μόνον». (Αριστοτέλης).

Όπως γράφει και ο Ζώρζ Μουνέν στα «Κλειδιά της Γλωσσολογίας» (έκδοση μορφωτ. Ιδρύμ. της Εθνικής Τράπεζας) «Συνέκριναν τα Σανσκριτικά της 1ης χιλιετίας, τα Ελληνικά του 8ου αιώνος πχ., τα Λατινικά του 5ου αι.π.X., τα Γοτθικά του 4ου αι.μ.X. κλπ κλπ. Όμως η γλωσσική σύγκριση για να είναι έγκυρη και ακριβής πρέπει να είναι συγχρονική (ΜΕΤΗΟDE SYNCHRONIQUE) και όχι διαχρονική.» 

Στη συνέχεια θα δούμε τις δύο βασικές θεωρίες με τις οποίες οι υποστηρικτές του ινδοευρωπαϊσμού θεωρούν ότι επεκτάθηκε η πρωτογλώσσα στον ελλαδικό χώρο και με τις οποίες αμφισβητούν την ελληνικότητα της γλώσσας μας.

http://www.geopolitics.com.gr/
thumbnail
About The Author

0 comments