Τα τεράστια νομισματικά προβλήματα χωρών όπως η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία – ενώ από το παράδειγμα της Ισλανδίας τεκμηριώνονται επί πλέον τα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα, όσον αφορά τη κακοδιαχείριση της κρίσης.
Στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες τα επιτόκια δανεισμού είναι εξαιρετικά χαμηλά – σχεδόν μηδενικά, εάν όχι αρνητικά. Εν τούτοις, υπάρχουν ακόμη κάποιες που δεν έχουν υιοθετήσει τη συγκεκριμένη τάση, ευρισκόμενες σε μία δυσάρεστη θέση – επειδή τα υψηλά επιτόκια προσελκύουν αυτούς που εκμεταλλεύονται τις διαφορές μεταξύ των νομισμάτων (carry traders).
Στα πλαίσια αυτά, οι συγκεκριμένοι επενδυτές δανείζονται χρήματα από μία χώρα με χαμηλά επιτόκια, εάν είναι δυνατόν από κάποια που το νόμισμα της δεν πρόκειται να υποτιμηθεί αλλά να ανατιμηθεί, έτσι ώστε να τα τοποθετήσουν σε μία άλλη με υψηλότερα – συνήθως με τη μέθοδο των ανοιχτών πωλήσεων ή των προθεσμιακών αγορών.
Περαιτέρω, ο παραλογισμός των χαμηλών επιτοκίων έχει ως αποτέλεσμα να μετατραπούν τα περισσότερα χαμηλότοκα νομίσματα σε χρηματοδοτικά (funding currencies) – ενώ, αντίθετα, υπάρχει έλλειψη σε αυτά που προσφέρουν υψηλά επιτόκια (επενδυτικά). Μεταξύ τώρα των δέκα μεγαλυτέρων συναλλαγμάτων, των G10 όπως αποκαλούνται, αυτά που επιλέγονται από τους παραπάνω επενδυτές, οπότε αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα, είναι το δολάριο της Αυστραλίας, καθώς επίσης το δολάριο της Νέας Ζηλανδίας – όπου το βασικό επιτόκιο της Αυστραλίας ευρίσκεται στο 1,75% και της Νέας Ζηλανδίας στο 2,25%.
Έτσι οι επενδυτές δανείζονται ευρώ, ελβετικά φράγμα ή γεν, με επιτόκια γύρω από το 0% και τα τοποθετούν σε μία από τις δύο χώρες, με 1,75% ή με 2,25% – γεγονός που οδηγεί τις ισοτιμίες των δύο νομισμάτων σε ισχυρή ανοδική πορεία, προκαλώντας στις οικονομίες τους μεγάλα προβλήματα.
.
Η Νέα Ζηλανδία
Συνεχίζοντας, η κεντρική τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας προσπαθεί να αμυνθεί, μειώνοντας τα βασικά της επιτόκια – έχοντας όμως φτάσει στα κατώτατα όρια της, αφού ανέβαλλε τελικά την μείωση τους στο 2%, την οποία είχε ήδη ανακοινώσει. Η αιτία είναι το ότι, το ιδιωτικό χρέος της αυξήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια κατά 30%, ενώ τα νοικοκυριά έχουν ήδη συσσωρευμένα χρέη που φτάνουν στο 160% των εισοδημάτων τους – οπότε, εάν μειώσει ξανά τα επιτόκια, τα χρέη τους θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Με δεδομένο δε το ότι, τα περισσότερα δάνεια των νοικοκυριών διατίθενται για την αγορά ακινήτων, οι τιμές τους έχουν εκτοξευθεί στα ύψη – με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί μία επικίνδυνη φούσκα(γράφημα), η οποία απειλεί την οικονομία της χώρας (όπως στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Σουηδία κοκ. – άρθρο).
Τέλος, η κεντρική τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας προειδοποίησε για τους κινδύνους από την υπερβολικά υψηλή ισοτιμία του νομίσματος της πουδεν δικαιολογείται από το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας (-3,1% το 2015 από -7,9% το 2008) – το οποίο μάλλον θα επιδεινωθεί, αφού μειώνονται οι εξαγωγές και αυξάνονται οι εισαγωγές, λόγω αυτής ακριβώς της ανατίμησης του δολαρίου ΝΖ.
Τοποθετήθηκε λοιπόν υπέρ της υποτίμησης, παρά το ότι παραδέχεται πως δεν είναι εφικτή – λόγω των ξένων επενδυτών που το αγοράζουν, για να ωφεληθούν από τη διαφορά των επιτοκίων.
.
Η Ισλανδία
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετωπίζει η Αυστραλία, καθώς επίσης η Ισλανδία – το βασικό επιτόκιο της οποίας είναι στο 5,75% αποτελώντας τον παράδεισο των carry traders. Εν τούτοις, επειδή οι τράπεζες της χρεοκόπησαν το 2008, ενώ απέφυγε την τελευταία στιγμή την πλήρη κατάρρευση της οικονομίας της (άρθρο), εθνικοποιώντας τις τράπεζες και επιβάλλοντας ελέγχους κεφαλαίων, οι επενδυτές δεν μπορούν να αποσύρουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό, όταν το θελήσουν – οπότε περιορίζονται οι πιέσεις τους στο νόμισμα της.
Ενδιάμεσα βέβαια η χώρα έχει επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, ενώ μέσω του τουρισμού εισρέει αρκετό συνάλλαγμα – αφού έχει απαγορευθεί μεν η εκροή κεφαλαίων, αλλά όχι η εισροή τους. Έτσι η ισλανδική κορώνα ανατιμάται, ενώ οι αγορές περιμένουν μία περαιτέρω άνοδο της ισοτιμίας – πιστεύοντας πως η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια, για να αντιμετωπίσει την υπερθέρμανση της οικονομίας!
Συνεχίζοντας, η Ισλανδία έχει μία μεγάλη ιδιαιτερότητα σε διεθνές επίπεδο: οι προβλέψεις πληθωρισμού είναι πολύ υψηλές (γράφημα, γαλάζιες στήλες), σχεδόν όσος ο στόχος της (κίτρινο τετράγωνο), ενώ έχει ένα θετικό παραγωγικό κενό (κόκκινες στήλες) – γεγονός που σημαίνει πως η οικονομία της λειτουργεί στο φουλ, χωρίς υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα.
Ως εκ τούτου, οι carry traders περιμένουν την ευκαιρία για να πλημμυρίσουν τη χώρα με χρήματα, εκμεταλλευόμενοι τα υψηλά επιτόκια – την κατάργηση δηλαδή των ελέγχων κεφαλαίων, η οποία έχει ανακοινωθεί για το επόμενο έτος. Φυσικά κανένας δεν ξέρει εάν τελικά η κεντρική τράπεζα το ρισκάρει, αφού αυτού του είδους τα «καυτά χρήματα», τα οποία εισρέουν μαζικά για ένα βραχυπρόθεσμο χρονικό διάστημα, προκαλούν επικίνδυνες διακυμάνσεις – συχνά με καταστροφικές συνέπειες, όπως τεκμηρίωσε η ασιατική κρίση του 1997/98.
Περαιτέρω, για να αποφευχθούν οι μελλοντικοί κίνδυνοι, η Βουλή ψήφισε ένα νόμο, μέσω του οποίου επιδιώκεται ο περιορισμός των χρημάτων των carry traders – όπου οι επενδυτές από το εξωτερικό υποχρεώνονται να διατηρούν ένα ελάχιστο αποθεματικό (40%, άτοκα, με προθεσμία ενός έτους) για τις καταθέσεις τους στις ισλανδικές τράπεζες, καθώς επίσης για την αγορά κρατικών ομολόγων ή εντόκων γραμματίων.
Επειδή δεν γνωρίζουν βέβαια εάν το μέτρο θα είναι αρκετό, έχει επί πλέον ψηφιστεί η δυνατότητα αύξησης των αποθεματικών στο 75% και για μία περίοδο υποχρεωτικής διατήρησης πέντε ετών – εάν κριθεί απαραίτητο.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα παραπάνω τεκμηριώνουν πόσο ευαίσθητες είναι οι αγορές στις διαστρεβλωμένες διακυμάνσεις των επιτοκίων – ενώ, επειδή οι χώρες που τα διατηρούν υψηλά είναι σχετικά μικρές έως πολύ μικρές, όπως η Νέα Ζηλανδία και η Ισλανδία, είναι υποχρεωμένες να οχυρώνονται απέναντι στις «επιθέσεις» των επενδυτών από τις μεγάλες νομισματικές περιοχές, όπως οι Η.Π.Α. η Ευρωζώνη και η Ιαπωνία.
.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, από το παράδειγμα της Ισλανδίας τεκμηριώνονται τα τεράστια λάθη που έγιναν στην Ελλάδα, όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης. Ειδικότερα, η Ισλανδία επέλεξε ουσιαστικά να αναλάβει το ρίσκο της χρεοκοπίας (των τραπεζών της εν προκειμένω, αφού αυτές είχαν το πρόβλημα) να υποστεί όλες τις συνέπειες τα δύο πρώτα έτη (ραγδαία μείωση του ΑΕΠ της, γράφημα), να μειωθεί τραγικά η αγοραστική αξία των χρημάτων των κατοίκων της (υποτίμηση του νομίσματος), να αυξηθούν σημαντικά τα ιδιωτικά χρέη σε όρους αγοραστικής αξίας κοκ. – έτσι ώστε να δοθεί ένα τρομακτικό τέλος στο πρόβλημα της, αντί ένας τρόμος χωρίς τέλος.
Αντίθετα, η Ελλάδα επέλεξε μία οδύνη δίχως τέλος, για να αποφύγει τη χρεοκοπία – με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην ύφεση και στο χάος, να προστεθούν στα δημόσια τα ιδιωτικά χρέη που το 2010 δεν είχε, να χρεοκοπήσουν οι τράπεζες, να χάσει την εθνική της κυριαρχία κοκ.
Για εκείνο το χρονικό διάστημα δε που δεν αποφασίζει να ρισκάρει τη στάση πληρωμών, βάζοντας τέλος στο δράμα της (ανάλυση), η κατάσταση θα επιδεινώνεται διαρκώς – ενώ δεν θα αποφύγει τελικά ούτε τη χρεοκοπία, ούτε την έξοδο από την Ευρωζώνη, λόγω των οποίων αποφάσισε να μην αναλάβει το ρίσκο. Τότε θα έχει χάσει όμως ένα πολύ μεγάλο μέρος της δημοσίας και ιδιωτικής της περιουσίας, των εισοδημάτων των Πολιτών της, του ΑΕΠ της κοκ. – οπότε θα βρεθεί σε μία πραγματικά απελπιστική θέση.
Φυσικά μία τέτοια απόφαση θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος, όπου οι ίδιοι οι Έλληνες θα έπαιρναν το ρίσκο – όχι η κυβέρνηση τους, όποια και αν ήταν. Εν προκειμένω βλεβαια, το μεγάλο μειονέκτημα της Ελλάδας είναι η «ποιότητα», οι ικανότητες και η επάρκεια των πολιτικών της κομμάτων – εάν υποθέσουμε πως ο λαός της έχει πλέον ωριμάσει, μετά από τόσα χρόνια κρίσης.
Εν τούτοις, επειδή η ποιότητα των πολιτικών της κομμάτων καταρρέει ευθέως ανάλογα με την οικονομία της, όσο πιο γρήγορα ληφθεί η απόφαση, τόσο καλύτερα θα είναι – χωρίς να υποτιμάμε βέβαια τις συνέπειες, οι οποίες δεν θα είναι καθόλου ευχάριστες.
0 comments