Νεοφιλελευθερισμός και πολιτική δημοκρατία: Δύο αντίπαλα παραδείγματα

του Μενέλαου Γκίβαλου*
Η σημερινή πολύπλευρη κρίση των πολιτικών συστημάτων, των κομμάτων, των δομών διακυβέρνησης στην Ευρώπη δεν συνιστά ένα συγκυριακό φαινόμενο ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν μια «κυκλικής μορφής» κρίση, στο πέρας της οποίας η πολιτική θα επανεύρει -με τρόπο νομοτελειακό- την ισχύ, την αξιοπιστία, την κοινωνική της νομιμοποίηση.
Στην ιστορική της βάση έχει συντελεστεί, εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, μια ριζική, θεμελιώδους χαρακτήρα ανατροπή στη σχέση πολιτικής και οικονομίας, η οποία και αποτελεί στην ουσία της μια διαδικασία αλλαγής παραδείγματος. Ο τρίτος «πόλος» της σχέσης αυτής, η ίδια η κοινωνία, υπέστη από την ανατροπή αυτή τα ισχυρότερα ίσως πλήγματα.
Ποιο είναι το περίγραμμα της αποκαλούμενης πολιτικής κρίσης στο επίπεδο των μεγάλων κομματικών «οικογενειών» και των πολιτικών συστημάτων;
Κατά πρώτον, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και με τη ραγδαία επικράτηση του νεοφιλελεύθερου – χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, τα αστικά – φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα απώλεσαν τμήμα του κεντρικού ιδεολογικοπολιτικού τους «πυρήνα», ιδιοποιήθηκαν βασικές πτυχές και προτάγματα του νεοφιλελεύθερου προτύπου και αποδυνάμωσαν τη σχέση τους με την παραδοσιακή λαϊκή – κοινωνική τους βάση.
Η υπερσυντηρητικοποίηση των κλασικών αστικών – φιλελεύθερων κομμάτων, η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς, των εθνικιστικών και ρατσιστικού προσανατολισμού κομμάτων εκφράζουν την ιστορική μεταλλαγή και μετατόπιση στο πεδίο του παραδοσιακού αστικού – φιλελεύθερου ιδεολογικοπολιτικού φάσματος.
Η σοσιαλδημοκρατική και σοσιαλιστική παράδοση ακολούθησε μια παράλληλη ιστορική τροχιά. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου -που αποτέλεσε μια καταλυτική «στιγμή» και σε συμβολικό και σε πραγματικό επίπεδο-, η ταχεία ενσωμάτωση της Σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελεύθερο κοσμοείδωλο και η συγκυβέρνηση με τα χριστιανοδημοκρατικά – συντηρητικά κόμματα θεωρήθηκαν περίπου αυτονόητες.
Εάν στα φιλελεύθερα – συντηρητικά κόμματα συντελέστηκε με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου – χρηματοπιστωτικού προτύπου μια μετατόπιση και μια εντυπωσιακή μεταλλαγή παραδείγματος, στα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα παρατηρούμε πλήρη αλλαγή παραδείγματος, στον βασικό του, μάλιστα, πυρήνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ριζικές, νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα αλλαγές, που έπληξαν καίρια το κοινωνικό κράτος, κατάργησαν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και νομιμοποίησαν θεσμικά και ιδεολογικά την ασύδοτη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς, επιβλήθηκαν από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ηγέτες τους.
Η Αριστερά, από την πλευρά της, οδηγήθηκε σε πλήρη απομόνωση και σε ιστορική κατάρρευση. Συγχέοντας τον παραδοσιακό διεθνισμό με την ψευδεπίγραφη οικουμενοποίηση του «δικαιώματος» του νεοφιλελεύθερου – κοσμοπολιτικού παραδείγματος, στάθηκε ανίκανη να διαμορφώσει μια στρατηγική απέναντί του, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να εκφράσει τις σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν και συντελούνται στις μέρες μας.
Η αποτίμηση της ριζικής αυτής αλλαγής των κομμάτων και των ιδεολογικοπολιτικών τους ταυτοτήτων έχει, ασφαλώς, ευρύτερες βάσεις και δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια ταξική – κοινωνική «αποστασία» των ηγετικών τους ελίτ. Η πραγματική «φύση» του νεοφιλελεύθερου – χρηματοπιστωτικού παραδείγματος δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή ακόμα κι από ένα τμήμα της Αριστεράς.
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς ένα οικονομικό πρόγραμμα που «νομιμοποιεί» τον ακραίο ανταγωνισμό και την ασύδοτη δράση των μηχανισμών της αγοράς. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική στρατηγική, ιδιαίτερα στην ακραία χρηματοπιστωτική της μεταλλαγή, αποτελεί στην πράξη ένα πολιτικό πρόγραμμα και επιβάλλει ένα δικό της πολιτικό «σύνταγμα». Διαμορφώνει με τον τρόπο αυτό ένα δικό της θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της δημοκρατίας, αναδεικνύει και επιβάλλει στη νομοθετική εξουσία, στο Κοινοβούλιο, έναν άτυπο αλλά δρώντα «κομματικό σχηματισμό», που πολλές φορές επηρεάζει καίρια κρίσιμης σημασίας αποφάσεις.
Μια ιδιαίτερη «τάξη αξιών», ερμηνειών και νοημάτων, που παράγεται και αναδύεται από το νεοφιλελεύθερο – χρηματοπιστωτικό πρότυπο, συγκρούεται, υπονομεύει και σε κάποιες περιπτώσεις ακυρώνει την ιστορική κουλτούρα της φιλελεύθερης, δημοκρατικής και σοσιαλιστικής παράδοσης, στον σκληρό της, μάλιστα, πυρήνα.
Ανταγωνισμός, ανισότητα ως φυσική τάξη, παραγωγισμός, οικονομισμός, τεχνοκρατισμός, αποσυλλογικοποίηση, υποχώρηση του δημόσιου – κοινωνικού έναντι του ιδιωτικού – ωφελιμιστικού, απαξίωση βασικών προταγμάτων, όπως αυτά της κοινωνικής δικαιοσύνης, της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας, της ισότητας: αυτά τα προτάγματα διαμορφώνουν τη νεοφιλελεύθερη ιστορική κουλτούρα και συγκροτούν το «λεξιλόγιο», δηλαδή τις νέες ερμηνείες, το νέο -εμπορευματικό και οικονομιστικό- «νόημα» που αποκτούν η πραγματικότητα και οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις.
Το νεοφιλελεύθερο – χρηματοπιστωτικό «σύστημα», για να θυμηθούμε την εννοιολόγηση του Γιούργκεν Χάμπερμας, χρησιμοποιώντας ως απόλυτα «όπλα» το «χρήμα» και την «εξουσία» και έχοντας ενσωματώσει την πολιτική στις εξουσιαστικές – γραφειοκρατικές του δομές «αποικιοποιεί» τον βιόκοσμο, δηλαδή την ιστορική πολιτισμική δομή, τις ανθρώπινες και κοινωνικές αξίες, τα ιστορικά πνευματικά, επιστημονικά και γνωσιακά επιτεύγματα, τα οποία και εμπορευματοποιεί. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση, η σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο – χρηματοπιστωτικό κοσμοείδωλο δεν μπορεί να περιοριστεί στο οικονομικό πεδίο, αλλά θα πρέπει να αποκτήσει συνολικό, ολιστικό χαρακτήρα.
Η κρίση στην Ευρώπη αποκτά για τους λόγους αυτούς κατεξοχήν πολιτικό και πολιτισμικό χαρακτήρα. Ασφαλώς, το «εκκρεμές» της νεοφιλελεύθερης – αγοραίας στρατηγικής έφτασε στο απώτατο άκρο του, γι’ αυτό και εμφανίζονται σήμερα στην Ευρώπη αυτά τα διαλυτικά, συγκρουσιακά και -εν πολλοίς- καταστροφικά φαινόμενα.
Το σύστημα συμφερόντων και οι πολιτικοί και κομματικοί εκφραστές του αναζητούν εναγωνίως νέο σημείο ισορροπίας προκειμένου να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή και την τυπική τους νομιμοποίηση. Επιδιώκουν επιμέρους ρυθμίσεις και οριακές παραχωρήσεις, με εναργέστερο παράδειγμα τη Γερμανία.
Ασφαλώς, η επιβίωση των κοινωνιών και η προάσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και θεσμών συνιστούν πρωταρχικά καθήκοντα. Ομως η συνολική, η στρατηγική αντιμετώπιση των ιστορικών αδιεξόδων που συσσωρεύονται απαιτεί ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες με σαφείς αντινεοφιλελεύθερους στόχους, που θα εκτείνονται τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό και αξιακό – ιδεολογικό πεδίο.
Τα δημοκρατικά, αριστερά, προοδευτικά κόμματα οφείλουν γι’ αυτό να συνδεθούν οργανικά με τις κοινωνικές ανάγκες και τα κοινωνικά συμφέροντα. Να σπάσουν το νεοφιλελεύθερο «κέλυφος» που τα χωρίζει από τις κοινωνίες και να διαμορφώσουν τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς που θα μας απεγκλωβίσουν από το καθεστώς της «γκρίζας», της «μελαγχολικής δημοκρατίας» (Πασκάλ Μπρύκνερ), στην κατεύθυνση μιας μαχόμενης κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.
 
* Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών

thumbnail
About The Author

0 comments