Συντονισμένη επίθεση δέχθηκε η Ελλάδα το τελευταίο εικοσιτετράωρο, σχεδόν από το σύνολο του τουρκικού πολιτικού κόσμου, το οποίο ενόψει των εκλογών δείχνει να βρίσκεται σε έναν εθνικιστικό παροξυσμό. Η αρχή, όπως συμβαίνει πάντα, έγινε από τον ίδιο τον Ερντογάν, ακολούθησαν όμως και άλλοι, με αποκορύφωμα την ανακοίνωση από τον υπουργό εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ότι η Άγκυρα παγώνει την συμφωνία για την επανεισδοχή προσφύγων.
Ως επίσημη αιτιολογία για αυτήν την απόφαση ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ανέφερε την απελευθέρωση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και για την τύχη των οποίων έχει αποφανθεί η ελληνική δικαιοσύνη.
Υπάρχουν ωστόσο και άλλες αιτίες και παράμετροι, εξαιτίας των οποίων, το τελευταίο εικοσιτετράωρο, οι φραστικές επιθέσεις της Άγκυρας προς την Αθήνα αντικαταστάθηκαν από επιθέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν επιθετικές ενέργειες. Πως δηλαδή από τις γραφικότητες του Ερντογάν ότι «οι Έλληνες δεν έχουμε δρόμους και οι Τούρκοι έχουν ψυγεία» φτάσαμε στο πάγωμα μιας συμφωνίας που έχει και ευρωπαϊκό αντίκτυπο.
Η διευθέτηση του Ανατολικού Μετώπου
Κατ’ αρχάς η επίθεση εναντίον της Αθήνας εκδηλώνεται μερικά εικοσιτετράωρα μετά την σχετική διευθέτηση του ανατολικού μετώπου της Τουρκίας. Αυτού που εδράζεται στις περιοχές των Κούρδων της Συρίας, εκεί όπου η Τουρκία «πέτυχε», μέσω ενός κοινού «οδικού χάρτη» με τους Αμερικανούς, να πατήσει πόδι στην Μανμπίτζ.
Η συμφωνία για την Μανμπιτζ είναι επακόλουθο της συνάντησης του Τσαβούσογλου με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάικ Πομπέο, την περασμένη Δευτέρα στην Ουάσινγκτον, και συνδυάστηκε με μερικές όχι και τόσο άσχετες εξελίξεις. Αν και η συγκεκριμένη συνάντηση δεν εξομάλυνε πλήρως τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις φαίνεται ότι άμβλυνε την ένταση των περασμένων μηνών. Μέσα σε αυτό το κλίμα η Άγκυρα ανακοίνωσε και την αναστολή της προμήθειας των ρωσικών S400, επικαλούμενη τεχνικά ζητήματα.
Η κεφαλαιοποίηση όμως της «επιτυχίας» στο μέτωπο του Κουρδιστάν δεν επαρκεί προφανώς για να καλύψει τις προεκλογικές ανάγκες του Ερντογάν, σε μια Τουρκία με έντονα κοινωνικά και σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα. Αυτή η διαπίστωση σε συνδυασμό με την πολιτική κοσμοθεωρία της Άγκυρας ότι αποτελεί περιφερειακή δύναμη, και ως τέτοια πρέπει η ίδια να καθορίζει και την ατζέντα των σχέσεων της με τις γειτονικές χώρες, καθιστούσε την επίθεση εναντίον της Ελλάδας αναμενόμενη.
Γιατί στο Αιγαίο
Πέραν των γνωστών επιδιώξεων της Άγκυρας και της γνωστής τουρκικής πολιτικής «ζήτα – ζήτα κάτι θα πάρεις» ήταν επίσης αναμενόμενο ότι η Άγκυρα θα επιχειρούσε η κλιμάκωση της έντασης με την Ελλάδα να αφορά το Αιγαίο. Οι πρόσφατες δηλώσεις, άλλωστε, Αμερικανών αξιωματούχων και ιδιαίτερα του υφυπουργού Εξωτερικών, αρμόδιου για θέματα Ευρώπης και Ευρασίας, Γουές Μίτσελ, ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανεχθούν τουρκικές προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, έβαζαν την Κύπρο στο απυρόβλητο.
Η κλιμάκωση ξεκίνησε με το δημοσίευμα του πρακτορείου Anadolu ότι το τουρκικό πολεμικό ναυτικό θέτει σε επιφυλακή για ενδεχόμενη αποστολή μια φρεγάτα και δύο πυραυλάκατους, καθώς και μονάδα των ειδικών δυνάμεων SAT.
Την ίδια ώρα τα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης μετέδιδαν ότι η Άγκυρα φοβάται ελληνική προβοκάτσια και ότι η ετοιμότητα αποφασίστηκε μετά τις «προκλητικές», όπως τις χαρακτήριζαν, δηλώσεις του Πάνου Καμμένου για επέκταση των χωρικών υδάτων, αλλά και τις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο.
Η …πιρουέτα Τσαβούσογλου
Αμέσως μετά, έσκασε η «βόμβα» Τσαβούσογλου ότι η Τουρκία παγώνει την συμφωνία με την Αθήνα για την επανεισδοχή προσφύγων και μεταναστών, διαχωρίζοντας την Ελλάδα από την ΕΕ και εκτοξεύοντας απειλές για την απελευθέρωση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών.
Απαντώντας στις δηλώσεις Τσαβούσογλου, διπλωματικοί κύκλοι στην Αθήνα σημείωναν ότι ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών καταργούσε μια διμερή συμφωνία, την οποία είχε καταργήσει ήδη από το 2017 και επισήμαιναν ότι «σε κάθε περίπτωση η λειτουργία του κράτους δικαίου δεν μπορεί να είναι άλλοθι για να παραβιάζουν ορισμένοι το διεθνές δίκαιο».
Την ίδια ώρα, πηγές του υπουργείου μεταναστευτικής πολιτικής υπενθύμιζαν στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών ότι «το πρωτόκολλο επανεισδοχής Ελλάδας – Τουρκίας αποτελεί διεθνή σύμβαση» και αν η Τουρκία θέλει οποιαδήποτε αλλαγή πρέπει «να ακολουθήσει την ορθή, προβλεπόμενη διπλωματική οδό». Του έδειχναν δηλαδή τις Βρυξέλλες, οι οποίες λίγη ώρα αργότερα ζήτησαν εξηγήσεις από την Άγκυρα.
Για να μην υστερήσει, στο γαϊτανάκι των προκλήσεων μπήκε και ο συνεργάτης του Ερντογάν, ο επικεφαλής του Κόμματος Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος προειδοποίησε την Ελλάδα ότι «δεν πρόκειται να γλιτώσει, κατηγορώντας την παραλλήλως ότι «επιχειρεί να εισβάλει στα νησιά του Αιγαίου»! Η αρχηγός του Καλού Κόμματος, Μεράλ Ακσενέρ, πάντως, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα δηλώνοντας ότι αν κερδίσει θα πάει στην Κύπρο, «την καρδιά της Τουρκίας, και σε 1 από τα 18 νησιά που παραχώρησε ο Ερντογάν στην Ελλάδα».
Δύσκολο γκάλοπ για δύσκολες εκλογές
Η Τουρκία βρίσκεται δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές, οι οποίες σύμφωνα με το ινστιτούτου Gezici, «θα είναι οι δυσκολότερες των τελευταίων 20 ετών στην Τουρκία». Δύσκολα ήταν όμως για τον Ερντογάν και τα ευρήματα της δημοσκόπησης που έδωσε στην δημοσιότητα, λίγες ώρες μετά το ανθελληνικό ντελίριο, το ίδιο Ινστιτούτο. Το γκάλοπ δεν επιβεβαίωσε απλώς ότι ο Ερντογάν δεν βγαίνει από την πρώτη Κυριακή, αλλά ανέδειξε και την πιθανότητα το κυβερνών κόμμα AKP να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του στις βουλευτικές εκλογές της 24ης Ιουνίου.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την δημοσκόπηση η συμμαχία του AKP με το εθνικιστικό MHP δεν θα καταφέρει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση των 600 εδρών, συγκεντρώνοντας το 48,7% των ψήφων. Ο αντίπαλος συνασπισμός, που αποτελείται από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το Iyi Party και το κόμμα Saadet, εμφανίζεται να λαμβάνει ποσοστό 38,9% των ψήφων, ενώ το φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) του φυλακισμένου Σελαχατίν Ντεμιρτάς συγκεντρώνει το 11,5% των προτιμήσεων.
Το Ινστιτούτο δημοσκοπήσεων διαπιστώνει επίσης ότι υπάρχει μια μεταβολή του «αισθήματος των ψηφοφόρων», η οποία οφείλεται στην επιδείνωση στον τομέα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και κυρίως στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι την ώρα που εξαπολύονταν οι συντονισμένες επιθέσεις εναντίον της Αθήνας η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας προχωρούσε σε νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου της, κατά 125 μονάδες βάσης, στο 17,75%, προσπαθώντας να διασώσει την λίρα, αλλά και να οριοθετήσει την ανεξαρτησία της από το Ερντογάν.
Το δυνατότερο χαστούκι πάντως ήρθε στον Ερντογάν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καθώς ο οίκος Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο 17 τουρκικών τραπεζών, μόλις μία εβδομάδα, αφότου έθεσε υπό παρακολούθηση για υποβάθμιση το αξιόχρεο Ba2 των τουρκικών κρατικών ομολόγων.
Αντιμέτωπος με αυτήν την κατάσταση ο Ερντογάν επιδιώκει να μεταφέρει σε άλλο γήπεδο την πολιτική αντιπαράθεση και η δημιουργία έντασης με τους γείτονές του υπήρξε πάντα η έδρα του. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι μέχρι να τελειώσει η διαδικασία των εκλογών η Άγκυρα θα εξακολουθήσει να προκαλεί εντάσεις, με τον Ερντογάν και τα πρωτοπαλίκαρά του να επιδίδονται σε λεονταρισμούς, που όμως κανείς δεν ξέρει που θα οδηγήσουν τελικά.
SLpress
βαγγέλης Σαρακινός
0 comments