Οι μαυραγορίτες της Κατοχής και το “μεγαλόψυχο” ελληνικό Δημόσιο…


.

του Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού

Μια μελανή σελίδα της ιστορίας της Κατοχής ήταν αυτή που σχετιζόταν με τη δράση των μαυραγοριτών, δηλαδή των Ελλήνων οι οποίοι πλουτήσαν εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη για επιβίωση  πεινασμένων συνανθρώπων τους. Οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις ασχολήθηκαν με το ζήτημα, αλλά δεν είχαν τη βούληση να τους τιμωρήσουν για αθέμιτο πλουτισμό αποκαθιστώντας την ηθική τάξη και ικανοποιώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Απλώς επιδίωξαν να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα επιβάλλοντας τη «φορολογία των πλουτησάντων». (Έτσι χαρακτηρίζονταν οι μαυραγορίτες στα διάφορα νομοθετήματα και στις ανακοινώσεις του υπουργείου Οικονομικών.)

Ήδη από τους πρώτους μήνες του 1945 οι εφορίες, με βάση καταγγελίες πολιτών, συνέταξαν φορολογικούς πίνακες  με τα ονοματεπώνυμα και τα χρηματικά ποσά, τα οποία έπρεπε να πληρώσουν ως φόρο οι παρανόμως πλουτήσαντες επί Κατοχής. Φυσικά ο φόρος που επιβλήθηκε στον καθένα ήταν ανάλογος της περιουσιακής του κατάστασης.

Είναι ενδεικτικό ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 25ης Μαΐου 1945: «Κατηρτίσθη υπό της Β΄ Οικονομικής Εφορίας του Πειραιώς β΄ φορολογικός πίναξ των παρανόμως επί Κατοχής πλουτησάντων. Το σύνολον των επιβληθεισών φορολογιών ανέρχεται εις 245 εκατομμύρια δραχμών. Οι περιλαμβανόμενοι εις τον πίνακα είναι οι εξής:».(Ακολουθεί κατάλογος μαυραγοριτών Πειραιωτών. Εντύπωση προκαλεί η συνωνυμία κάποιων από αυτούς με σημερινούς Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες. Πρόκειται για τυχαία συνωνυμία ή μήπως αυτή είναι αποκαλυπτική των πηγών πλούτου ορισμένων μελών της σύγχρονης ελληνικής οικονομικής ολιγαρχίας; ) 

Και μετά το σχόλιο ας επανέρθω στο θέμα μας. Οι μαυραγορίτες που κρίθηκαν υπόχρεοι φορολογίας έπρεπε να πληρώσουν τον επιβληθέντα φόρο σε 12 μηνιαίες δόσεις. Φαίνεται όμως ότι δεν πλήρωναν και γι’ αυτό τη 10η Νοεμβρίου 1945 στάλθηκε για δημοσίευση ένας νέος νόμος , ο οποίος τροποποιούσε την ως τότε εφαρμοζόμενη διαδικασία. Οι βασικότερες διατάξεις του νόμου ήταν:

  1. Περιορίζονταν οι δόσεις καταβολής του φόρου από δώδεκα σε έξι μηνιαίες.

  2. Προβλέπονταν ποινές για τους οφειλέτες. Συγκεκριμένα το κράτος:

α. είχε τη δυνατότητα να κλείσει τα καταστήματα των οφειλετών,

β. να εκποιήσει τα ακίνητά τους,

γ. να προσαυξήσει το ποσό του φόρου κ. ά. (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 1945).

Το Μάιο του 1946 εκδόθηκε από το υπουργείο Οικονομικών διευκρινιστική ανακοίνωση για τη εφαρμογή του προαναφερθέντος νόμου, από την οποία φαίνεται η αδυναμία και η σκόπιμη ολιγωρία  των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών να φορολογήσουν την ολότητα των μαυραγοριτών. Στην ανακοίνωση αυτή αναφέρονταν:

  1. Διά τα κέρδη τα προκύψαντα από 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1944 ισχύει ο νόμος περί φορολογίας πλουτησάντων.

  2. Το δικαίωμα του Δημοσίου διά την επιβολή της φορολογίας ταύτης παρεγράφη την 31η Μαρτίου 1946. (Με απλά λόγια όσοι μαυραγορίτες δεν είχαν συμπεριληφθεί στους φορολογικούς πίνακες που είχαν συντάξει οι εφορίες ως την 31η Μαρτίου 1946 απαλλάγηκαν από τη φορολογική τους υποχρέωση).

  3. Κατ΄ εξαίρεση δεν υπόκειντο σε παραγραφή οι περιπτώσεις φορολογίας: α. των δοσίλογων, οι οποίοι είχαν διωχθεί ποινικά σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 6 / 1945 συντακτική πράξη και β. των φορολογούμενων στους οποίους  κοινοποιήθηκαν ως την 31η Μαρτίου 1946 ειδοποιήσεις ότι είχαν υπαχθεί στους φορολογικούς πίνακες των εφοριών «ως παρανόμως πλουτήσαντες». Αλλά και σ’ αυτούς δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν ένσταση αν έκριναν ότι ο επιβληθείς φόρος ήταν μεγάλος (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Μαΐου 1946).

Τρία χρόνια αργότερα ( τη 10η Αυγούστου1949 ) υποβλήθηκε από το υπουργείο Δικαιοσύνης σε κοινοβουλευτική επιτροπή – η οποία είχε συγκροτηθεί για να μελετήσει το ζήτημα- ένα ψήφισμα  «περί των επί Κατοχής συναφθεισών αγοραπωλησιών». Ορισμένοι βουλευτές πρότειναν με νομικά τερτίπια οι αγοραπωλησίες της περιόδου εκείνης να χαρακτηριστούν ως έγκυρες. Όμως ο εισηγητής της πλειοψηφίας Ι. Μογγογιάννης υποστήριξε ότι 300.000 Έλληνες πολίτες αναγκάστηκαν από την πείνα να πουλήσουν την ακίνητη περιουσία τους. Συνεχίζοντας έκανε διάκριση των αγοραστών των ακινήτων κατά την Κατοχή σε επιχειρηματίες, εμπόρους, πλουτήσαντες(= μαυραγορίτες) και δοσίλογους. Τέλος υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχουν μόνον λόγοι ηθικής τάξεως αλλά και κοινωνικοί και νομικοί τοιούτοι επιβάλλοντες την ακύρωσιν των αγοραπωλησιών»  (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Αυγούστου 1949). Βέβαια, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε σ’ αυτό τον τόπο, επικράτησε το άδικο και τελικά οι αγοραπωλησίες που έγιναν κατά την περίοδο 1941 – 1944 κρίθηκαν έγκυρες.

Συμπερασματικά το ελληνικό κράτος,  που φέρθηκε με  σκληρότητα και απανθρωπιά σε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και τους έστειλε εξορία σε ξερονήσια, έδειξε μεγαλοψυχία τόσο στους μαυραγορίτες όσο και στους  μεγαλοεισαγωγείς προϊόντων από τη Γερμανία και την Ιταλία κατά την περίοδο της Κατοχής. Φορολογώντας μια μικρή μερίδα από αυτούς ουσιαστικά νομιμοποίησε τα εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος του λιμοκτονούντος λαού αρπάζοντας για λίγες οκάδες σιταριού ή λαδιού σπίτια, κτήματα, έπιπλα, τιμαλφή και οικογενειακά κειμήλια.

Πηγή:Χρονοντούλαπο

thumbnail
About The Author

0 comments