Παναγιώτης Ποταγός «περιφρονημένος και λησμονημένος»

.

(Φώτης Κόντογλου)

Αυτό το βιβλίο δεν είναι γραμμένο για σοβαρούς ανθρώπους. Δόξα σοι ο Θεός, υπάρχουνε ακόμα άνθρωποι, που τους αρέσουνε τα απλά πράγματα, οι ιστορίες και τα παραμύθια. Κ’ η δική μου τέχνη είναι απλή και την κάνω για τους απλούς. Τι δεν τραβήξανε τόσοι και τόσοι δυνατοί άνθρωποι, απ’ αυτά τα ζωντόβολα, απ’ αυτουνούς τους σοβαρούς ανθρώπους, που κρίνουνε την πολιτεία τους και τους περιφρονάνε και τους τυραγνάνε και που στο τέλος σπέρνουνε τσουκνίδες και απήγανο απάνω στο κιβούρι τους.

Ένας τέτοιος περιφρονημένος και λησμονημένος είναι κι’ ο Παναγιώτης Ποταγός, ο νέος Μάρκος Πόλος. Πήγε από τη Μικρά Ασία ίσαμε το Πεκίνο με τ’ άλογο και με τα ποδάρια, κατόρθωμα που δεν τώκανε κανένας πριν απ’ αυτόν, ύστερα ταξίδεψε στην Περσία, στην Ινδία κι από την Αίγυπτο τράβηξε μέσα στην Αφρική ίσαμε την καρδιά της και μολοταύτα πέθανε λησμονημένος και πικραμένος, γιατί οι σοβαροί άνθρωποι, πούπαμε πρωτύτερα, τον πήρανε στ’ αλαφριά, επειδής «δεν ήτο σοβαρός επιστήμων», με βαρόμετρα και με θερμόμετρα και με ματογυάλια. Αλλ’ άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς.

Ο Παναγιώτης Ποταγός γεννήθηκε στη Βυτίνα στις 7 του Οκτώβρη στα 1839. Ο παππούς του από μητέρα ήτανε από τη Στεμνίτσα, οπλαρχηγός στα εικοσιένα και πολέμησε γενναία στην Καρύταινα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο πατέρας του Παναγιώτη σκοτώθηκε κυνηγώντας τη συμμορία του Κατζιαβού και του Γυφτογιαννάκη. Ήτανε φαίνεται άνθρωπος σπουδασμένος, γιατί είχε μάθει γράμματα στο σχολειό της Βυτίνας, που άκμαζε τότε σαν της Δημητσάνας. Ο Παναγιώτης λέγει πως εβρήκε από τον πατέρα του Μαθηματική Γεωγραφία, φιλοσοφικά βιβλία, αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τα Νομικά τ’ Αρμενόπουλου κι άλλα.

Σπούδασε γιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι κι έκανε το γιατρό στη Στεμνίτσα, μονάχα ένα χρόνο. Τα κομματικά πάθη, π’ ανάβανε στην πατρίδα του κι η κλίση του για τα ταξίδια, τον κάνανε να ξενιτευτεί.

Έφυγε λοιπόν από τη Βυτίνα στα 1867, πέρασε από την Αθήνα και σε λίγο μπαρκάρησε και πήγε στην Αλεξανδρέττα κι από εκεί αποφάσισε να τραβήξει μέσα στην Ασία. Πέρασε από την Αντιόχεια, από τη Λαοδίκεια, από την Τρίπολη, από το Χαλέπι, από το Ντιάρ Μπεκήρ, από το Μουσούλι, από το Μπάγδατ, από την Τεχεράνη κ’ έφταξε στο Μεσσιέτ, πολιτεία επίσημη, γιατί εκεί πέρα βρίσκεται το μνημόρι του Ιμάμ Ριζά και σ’ αυτόν τον τόπο κουβαλάνε και θάβουνε τους πεθαμένους από τα πιο μακρυσμένα μέρη της Περσίας για τη σωτηρία της ψυχής τους. Απ’ όπου περνούσε εξήταζε να μάθει αν απόμεινε τίποτα μέσα στη θύμηση των ανθρώπων από τον Μέγ’ Αλέξανδρο ή από τα συνήθεια των Ελλήνων και να ιδεί τι αρχαίες ονομασίες κρυβόντανε κάτω από τις καινούργιες.

Στα 1935 είχα πάγει στην Κέρκυρα για να δουλέψω στο μουσείο και κεί πέρα, δίχως να τόχω στο νού μου, ένας δάσκαλος από τις Νυφές, π’ αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε τα βιβλία μου, μούπε πως ο Ποταγός είχε ζήσει στο χωριό του τα τελευταία χρόνια και πως εκεί πέρα πέθανε. Όπως μούπανε, στα στερνά του φορούσε μιαν αράπικη κελεμπία, ίσως γιατί υπόφερνε από κατέβασμα, που τόπαθε στην Αφρική κι’ ήθελε να το κρύψει. Από τη στιγμή που ξέπεσε σε κείνο τ’ όμορφο χωριό, μακρυά από τον κόσμο, δεν ξεμάκρυνε απ’ αυτό, σα να ηύρε το λιμάνι της σωτηρίας του. Έκανε το γιατρό, προ πάντων για τους φτωχούς, που τους γιάτρευε χάρισμα.

Γύρεψα νάβρω τίποτα τετράδια γραμμένα από το χέρι του, μα πούπανε πως δεν υπάρχουνε, γιατί, σα μάθανε οι συγγενείς του από Βυτίνα πως πέθανε, πήγανε στις Νυφές για να τον κληρονομήσουν και μη βρίσκοντας τα πετράδια και τα πλούτη, που νομίζανε πως είχε κρυμμένα, ξεσκίσανε από τη μανία τους ότι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους. Το μόνο πράγμα που ηύρα ήτανε μια φωτογραφία του, που τον παριστάνει με το χέρι απάνω στην υδρόγειο σφαίρα, χαλασμένη, κίτρινη και σβυσμένη, που μόλις ξεχώριζε σαν ίσκιος η φυσιογνωμία και την ξεσήκωσα με το μολύβι, για να τη γλυτώσω από το δόντι του καιρού κι αυτό το πιστό σχέδιο το βάζω σε τούτο το βιβλίο.

Το κιβούρι του είναι φτωχό και ξεχασμένο, λές ξεπίτηδες το διάλεξε απάνω στην Κέρκυρα, ανάμεσα στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική που στριφογύρναγε σ’ όλη τη ζωή του. Εκεί ξαπόστασε το γέρικο κορμί του, που το παίδεψε σαν ασκητής, όχι ανεβασμένος σε καμιά κολόνα ή σε κανένα σπήλαιο κλεισμένος, αλλά περπατώντας μήνες και χρόνια για νάβρει κείνον τον ξεχασμένο Λίθινον Πύργο του Πτολεμαίου, μέσα στα άσπλαχνα Ιμαλάγια ή τα όρη της Σελήνης μέσα στο καμίνι της Αφρικής.

Τούτη η ιστορία του ας είναι σαν ταφόπετρα σκαλισμένη από φτωχόν ερμογλύφο, που δουλεύει με την πατρογονική τέχνη, για να παραστήσει έναν άγγελο πικραμμένον, που σιγοκλαίει μπροστά σ’ ένα σβυσμένο λυχνάρι, γιατί πέθανε ο καινούργιος Οδυσσέας, ο Παναγιώτης Ποταγός και πιο πολύ, γιατί κείτεται στην ερημιά, όχι του Γόβη ή της Περσίας, αλλά στην πιο φριχτή έρημο της Λησμονιάς, πεταμένος σαν Κινέζος ληστής.

Πέθανε στα 1903, γέρος εβδομήντα έξη χρονών.

Φώτης Κόντογλου
Σημείωση: Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Φημισμένοι Άντρες και Λησμονημένοι»  Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ».

Ο Παναγιώτης Ποταγός τα έβαλε με την Παγκόσμια Γεωγραφική Εταιρεία αλλά και με την Αγγλική Γεωγραφική Εταιρεία για τις ανακρίβειες που έγραφαν. Δεν δίστασε να καταγγείλει  τον Μάρκο Πόλο για ανακρίβειες και ψεύδη που είχε γράψει για τα ταξίδια του. Αυτός ήταν και ο λόγος της μεγάλης του αντιπαράθεσης με την Γεωγραφική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας. Η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία δέχτηκε τις θέσεις του και το όνομα του τοποθετήθηκε δίπλα σε αυτά των Λίβιγκστων και Στάνλεη.

Τελείωσε το μεγάλο του ταξίδι πηγαίνοντας στο Σινά για να περιεργαστεί το δρομολόγιο του Μωυσή, βαστώντας στο χέρι όχι πια κανέναν αρχαίο Έλληνα, μα την Παλαιά Διαθήκη. Καταστάλαξε στα Άδανα και γύρισε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1873. Στην Αθήνα δεν κατάφερε να γίνει διευθυντής στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να μπορέσει να γράψει με την ησυχία του για τα ταξίδια του. Κατέληξε στην Κέρκυρα.

Arcadians
16 Μαΐου 2006

Πηγή: Αρκάδες Εσμέν

Εικόνα από: wikimedia

thumbnail
About The Author

0 comments