Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Στο πλαίσιο αυτού του επανακαθορισμού των επιχειρησιακών απαιτήσεων, έγιναν προσπάθειες απόκτησης αντιτορπιλικών Arleigh Burke από τότε (πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000!) υπό τη μορφή ευρύτερων συνεργασιών για τη διεξαγωγή Νατοϊκών επιχειρήσεων από το ναύσταθμο της Σούδας. Δεν καρποφόρησαν τότε και το ίδιο ισχύει και σήμερα παρά τις σημαντικές παροχές και διευκολύνσεις που έχουν παρασχεθεί στις ΗΠΑ στο πλαίσιο της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας MDCA (Mutual Defense Cooperation Agreement).
H λέξη Mutual (αμοιβαία…) σε αυτή τη συμφωνία, δεν προκύπτει για την Ελλάδα όσον αφορά τα οφέλη! Αυτό δεν είναι κάτι που υποστηρίζει ο υπογράφων. Τεκμαίρεται από τα γεγονότα και αποτελεί την πεποίθηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, ενώ έχει επισημανθεί από πιο έμπειρους και εξειδικευμένους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αρθρογράφους.
Τα γεγονότα επίσης αποκαλύπτουν ότι η αμερικανική πλευρά και δεν είναι διατεθειμένη να επενδύσει, κυριολεκτικά, στη στρατηγική της συνεργασία με την Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο που το πράττει τουλάχιστον με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (παροχή ετήσιας δωρεάν στρατιωτικής βοήθειας), αλλά επιδιώκει να επωφεληθεί η ίδια από τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα. αποκτώντας συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, με βάση “γεωπολιτικά κριτήρια“. Μια επιχειρηματολογία που έχει υιοθετηθεί έκτοτε από πολλούς…
Η ευθύνη είναι διαχρονική παρά το γεγονός ότι ακόμα και πολιτικοί σχηματισμοί που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας, με “αριστερό-προοδευτικό” υποτίθεται πρόσημο, αποδείχθηκαν “βασιλικότεροι του βασιλέως”. Ακόμα και σήμερα βέβαια, ακολουθείται η ίδια ακατανόητη πολιτική με διάφορα προσχήματα, οπότε επί της ουσίας τίποτα δεν έχει αλλάξει…
Η Ελλάδα είχε πριν από αρκετά χρόνια, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000, μέσω επίσημων ενημερώσεων του Πολεμικού Ναυτικού, κατατάξει την αντιαεροπορική άμυνα περιοχής ως ΑΠΟΛΥΤΗ προτεραιότητα στα επιχειρησιακά κριτήρια επιλογής των νέων φρεγατών.
Βασικές υποψηφιότητες τότε, αν και πάλι δεν είχε προκηρυχθεί διεθνής διαγωνισμός, ήταν ο συνδυασμός SPY-1/SM-2 από την αμερικανική πλευρά, εγκατεστημένος επάνω σε διάφορες πλατφόρμες και ο από γαλλικής πλευράς HERACLES/ASTER 30. H Ελλάδα τελικά στράφηκε στον δεύτερο και στην ευρωπαϊκή δεύτερη πηγή εξοπλισμών, επιλέγοντας (δια στόματος του τότε ΥΠΕΘΑ Ευάγγελου Μεϊμαράκη), τη γαλλική FREMM.
Απόφαση η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω των καταιγιστικών – και καταστροφικών από ότι αποδείχθηκε – εξελίξεων που έφερε η περίοδος 2009-2010. Μεσολάβησε η πρωτοβουλία “Κουβέλη” το 2018 για την ενοικίαση δύο φρεγατών FREMM, την οποία διαδέχθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων και η εξέταση της προσφοράς από τη γαλλική Naval Group για την προμήθεια από το ΠΝ δύο φρεγατών Belh@rra FDI, ελληνικής διαμόρφωσης (Belh@rra HN).
Η επιχειρησιακή ανάγκη ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ λοιπόν και μετά από σχεδόν 20 ολόκληρα χρόνια, δεν έχει καλυφθεί! Ένα περίπου χρόνο μετά τις εξελίξεις του Ιουλίου του 2020, μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία αμφισβήτησε θρασύτατα και με μεγαλύτερη προκλητικότητα από οποτεδήποτε στο παρελθόν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε όχι μόνο να πάει πίσω στο χρόνο την προμήθεια νέων μονάδων επιφανείας, όπως τις ήθελε το ΠΝ, αλλά και να περιπλέξει ακόμη περισσότερο το όλο ζήτημα.
Κατά την άποψή του υπογράφοντα η διαδικασία επιλογής, δεν έχει γίνει πιο ενδιαφέρουσα. Έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνη για την ελληνική άμυνα και για τα ελληνικά συμφέροντα γενικότερα, για τον πολύ απλό λόγο ότι για άλλη μία φορά, ως πολιτική επιλογή, η δυνατότητα ΑΑ περιοχής, αντικαταστάθηκε από τον όρο “φρεγάτα πολλαπλού ρόλου”.
Γιατί όμως πρέπει η διασφάλιση ικανότητας αεράμυνας (αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής…) περιοχής να είναι το πρωτεύον και με την μεγαλύτερη βαρύτητα, κριτήριο επιλογής;
Γράφτηκαν απίστευτα πράγματα κατά τους οκτώ αυτούς μήνες. Ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Στόχος δεν ήταν άλλος από το να αποπροσανατολιστεί η κοινή γνώμη, επ’ ωφελεία συγκεκριμένης πρότασης που δεν πληρεί αυτή τη βασική προδιαγραφή, τη βασική επιχειρησιακή απαίτηση, αλλά και αρκετές άλλες.
Αποτέλεσμα ήταν φυσικά να χαθεί η ουσία. Που είναι η εξής: Το Πολεμικό Ναυτικό ζήτησε, ή για να είμαστε πιο ακριβείς αποπειράθηκε μέσω της απόκτησης των δύο Belh@rra HN, επιχειρώντας να εξασφαλίσει πλεονεκτήματα ενός πραγματικού game changer. Αποπειράθηκε δηλαδή να διασφαλίσει Αεράμυνα Περιοχής και επιπλέον ικανότητες, όπως καταδείξαμε με επιχειρήματα και στοιχεία στο παρελθόν.
Πρωτίστως θα κάλυπτε την ανάγκη εντοπισμού και προσβολής ιπτάμενων στόχων, σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 120 χιλιομέτρων. Ποιών ιπτάμενων στόχων; Μαχητικών αεροπλάνων, αεροπλάνων υποστήριξης επιχειρήσεων όπως τα ιπτάμενα τάνκερ και τα ιπτάμενα κέντρα διοίκησης, ελέγχου και έγκαιρης προειδοποίησης (E-7 Wedgetail AEW&C) και UAV.
Επιπρόσθετα δε, θα αποκτούσε και τη δυνατότητα καταστροφής βαλλιστικών πυραύλων μικρού-μέσου βεληνεκούς, όπως οι τουρκικοί Bora και Yildirim. Αλλά και αντιπλοϊκών πυραύλων (ATMACA) και όπλων οριζόντιας πλεύσης μακρού πλήγματος (SOM, SLAM-ER) από τις μεγαλύτερες δυνατές αποστάσεις φυσικά, που αυτά μπορούν να εντοπιστούν.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η απόσταση αποκάλυψης του ραντάρ σταθερής διάταξης SeaFire της Belhara, για στόχους μεγέθους μικρού μαχητικού, ανέρχεται σε 300 χιλιόμετρα!
Δεν είναι όμως μόνο οι απειλές του σήμερα που επιθυμεί εδώ και πολλά χρόνια να αντιμετωπίσει το Πολεμικό Ναυτικό. Είναι και οι μελλοντικές, δηλαδή αυτές που θα προκύψουν είτε μέσα από τη συνεργασία της Τουρκίας με την Κίνα, είτε με το Πακιστάν… Σε αυτό τον πραγματικά τεράστιο κίνδυνο έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν και με περισσότερες λεπτομέρειες πρόσφατα.
Πρόκειται για κίνδυνο που ΚΑΜΙΑ ελληνική κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να αγνοήσει, με το πρόσχημα της προσθήκης και άλλων “κριτηρίων” (βιομηχανικών, γεωπολιτικών…) στη διαδικασία επιλογής νέας φρεγάτας. Εάν το Πολεμικό Ναυτικό που πρέπει να καθορίζει τις προτεραιότητες και τις ανάγκες ΑΔΙΑΦΟΡΩΝΤΑΣ για τα συνήθη πολιτικά “μαγειρέματα”.
Κριτήρια τα οποία υπό οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση είναι σεβαστά. Όχι όμως υπό την προϋπόθεση του να έχουν την ίδια βαρύτητα με την αντιαεροπορική και αντιβαλλιστική άμυνα, όχι μόνο του Αιγαίου, αλλά και της ελληνικής ενδοχώρας.
Και εδώ ερχόμαστε για άλλη μία φορά στο δια ταύτα. Η ελληνική πλευρά έχει μία μόνο επιλογή ως προς τα κριτήρια του συγκεκριμένου προγράμματος. Τη διασφάλιση της δυνατότητας αεράμυνας περιοχής. Επιλέγοντας το κατάλληλο αμερικανικό όπλο, τον πύραυλο SΜ-2 δηλαδή (εφόσον είναι αποδεσμεύσιμος στην έκδοση που η ΕΛΛΑΔΑ επιθυμεί και ΠΡΕΠΕΙ να είναι), επάνω σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πλατφόρμα έχει τη δυνατότητα να τον αξιοποιήσει σε συνδυασμό με διάφορα ραντάρ και συστήματα διαχείρισης μάχης.
Είτε επιλέγοντας τον γαλλικό ΑSTER 30 με τα αντίστοιχα συστήματα ραντάρ και διαχείρισης μάχης που φέρουν γαλλικές (FREMM, Horizon, Belhara), βρετανικές (Type 45) και ιταλικές (Horizon, FREMM) φρεγάτες. Πλοίο που δεν φέρει τα κατάλληλα συστήματα για την αξιοποίηση των δύο αυτών όπλων, ΔΕΝ μπορεί να περιλαμβάνεται στις ελληνικές υποψηφιότητες για τη νέα φρεγάτα του ΠΝ.
Οτιδήποτε άλλο λέγεται και γράφεται είναι χάσιμο πολύτιμου χρόνου και τεράστιος κίνδυνος για την ελληνική εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία, στα χρόνια που έρχονται. Τόσο απλά και χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής…
Πηγή: https://www.defence-point.gr/
0 comments