Μονόδρομος η στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ - Αντίβαρο στη διαρκή τουρκική απειλή

B’ Μέρος: Μονόδρομος η στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ - Αντίβαρο στη διαρκή τουρκική απειλή
Η απόρρητη πρόταση για την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ και την εξασφάλιση της αμερικανικής ομπρέλας στήριξης
Την ώρα που πυκνώνουν οι τουρκικές προκλήσεις και η πιθανότητα μιας «προβοκάτσιας» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θερμή αναμέτρηση (τα σενάρια ακούγονται πλέον και από επίσημα κυβερνητικά  χείλη) η Αθήνα αναζητά εναγωνίως στρατηγικές συμμαχίες. 
Συμμαχίες που δεν μπορεί να προσφέρει ασφαλώς η αντιφατική και διχασμένη Ευρωπαική Ενωση, της ξεχασμένης αλληλεγγύης, η επαμφοτερίζουσα και αμφίθυμη Ρωσία του Πούτιν, όπως και μια Αμερική που βαδίζει προς τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές εν μέσω πρωτοφανούς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. 
Από την άλλη πλευρά το τοπίο στα Βαλκάνια δεν είναι τέτοιο που θα μπορούσε να δημιουργεί την παραμικρή ελπίδα στήριξης των ελληνικών θέσεων περί διεθνούς δικαίου, καθώς εκτός από τους δορυφόρους της Τουρκίας(Αλβανία, Κόσοβο, Βοσνία)και η Βουλγαρία του Borisov διατηρεί άριστες σχέσεις με τον Erdogan, ενώ ακόμη και ο θεωρούμενος «παραδοσιακός φίλος», η Σερβία, ακολουθεί μία πολυπολική εξωτερική πολιτική και σε καμία περίπτωση δεν θα διακινδύνευε να διαταράξει τις εκατέρωθεν ισορροπίες. 
Αλλωστε η Ελλάδα δεν αναζητεί πρωτίστως ανέξοδες δηλώσεις συμπαράστασης, αλλά έμπρακτη βοήθεια την οποία θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να λάβει.
Με δεδομένο τον άκρατο φιλοτουρκισμό της Γερμανίας και την αντιμετώπιση του Erdogan με σεβασμό και  δέος από την κυβέρνηση Merkel, η Ελλάδα θα μπορούσε μόνο να ελπίζει στην Γαλλία του Μακρόν που έχει κατά καιρούς εμπλακεί σε σφοδρή ρητορική αντιπαράθεση με τον Τούρκο πρόεδρο. 
Η Γαλλία, ως περιφερειακή δύναμη, θα επιθυμούσε πράγματι να προβάλει την στρατηγική της ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο. 
Το ερώτημα είναι όμως, μπορεί; 
Ο Macron βρίσκεται στο ναδίρ της δημοτικότητας του και δύσκολα θα διακινδύνευε περιπέτειες με αβέβαιο αποτέλεσμα, ενώ ταυτόχρονα η  Γαλλία, ως ένα βαθμό μόνο μπορεί να αυτενεργήσει χωρίς να συμβουλευθεί και να πάρει πράσινο φως από τον έτερο μεγάλο της Ευρωπαικής Ενωσης, ειδικά μετά και την αποχώρηση της Βρετανίας. 

Μόνη λύση… το Ισραήλ με Netanyahu και οι ΗΠΑ ανεξαρτήτως αποτελέσματος προεδρικής κούρσας

Στην προσπάθεια αναχαίτισης της τουρκικής επιβουλής και της αποτροπής δημιουργίας τετελεσμένων εις βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο ΝΑ Αιγαίο, η Αθήνα δεν διαθέτει συμμαχικές εφεδρείες, ας μην γελιόμαστε. Πρέπει να τις δημιουργήσει…
Η συνεννόηση με το Ισραήλ είναι νομοτελειακά το μοναδικό όπλο με πολλαπλασιαστική ισχύ, στο βαθμό που θα αποκτήσει στρατιωτική υπόσταση και αμυντικό βάθος. 
Μόνο το Ισραήλ υπολογίζει ο Ερντογάν ως εν δυνάμει περιφερειακό αντίπαλο σε μία στρατιωτική αναμέτρηση που και οι δύο θέλουν να αποφύγουν, γι αυτό και μέχρι σήμερα δεν έχουν «ακουμπιστεί». Ισχύει εδώ το «φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη». 
Αυτόν τον φόβο επομένως που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία «αυτοσυγκράτηση» την Τουρκία πρέπει να εκμεταλλευθεί η Ελλάδα.
Μόνο που η στρατηγική σύμπραξη με το Ισραήλ-επίσης ας μην γελιόμαστε-δεν προσφέρεται τσάμπα. 
Στις διεθνείς σχέσεις οι συμμαχίες δεν «χαρίζονται». Κάτι εξαιρετικά σοβαρό θα πρέπει να προσφέρει η Ελλάδα για να διασφαλίσει την έμπρακτη ενίσχυση της συνεργασίας με το Ισραήλ στο στρατιωτικό πεδίο. 
Και αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και την μεταφορά εκεί της ελληνικής πρεσβείας. Μία χειρονομία υψηλής συμβολικής αξίας προς το εβραικό έθνος και το ισραηλινό κράτος που θα πρέπει βεβαίως να συνδεθεί άρρηκτα με συγκεκριμένα ανταλλάγματα για να οδηγήσει στον απώτατο στόχο: Την υπογραφή δηλαδή ενός αμυντικού συμφώνου «αμοιβαίας συνδρομής» σε περίπτωση επίθεσης από Τρίτη χώρα.
Θα πρέπει βέβαια εδώ να σημειωθεί ότι οι μεγαλύτερες πιθανότητες για την υπογραφή ενός τέτοιου συμφώνου με μια ισραηλινή κυβέρνηση σχεδόν εξαντλούνται στο πρόσωπο του Netanyahu. 
Ο Netanyahu εμφανίζεται ως ένθερμος θιασώτης μιας ελληνο-ισραηλινής προσέγγισης και της τριγωνικής σχέσης με την Κύπρο και με αυτόν προσωπικά έχουν γίνει οι σχετικές συμφωνίες ενεργειακής συνεργασίας διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων  όπως για τον αγωγό East Med. 
Μετά από τρείς εκλογικές αναμετρήσεις η πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ παραμένει εύθραυστη και παρότι ο Νετανιάχου διατηρεί το πάνω χέρι δεν έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων ούτε διαθέτει κυβερνητική πλειοψηφία που να του δίνει «λευκή επιταγή» σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Το πολιτικό του μέλλον θα κριθεί και από την τύχη των προσωπικών του υποθέσεων με τις κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετωπίζει, αλλά ακόμη και αν σχηματίσει κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης με τον πολιτικό του αντίπαλο B. Ganze (κάτι που δεν ήταν σαφές μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές) αυτή θα έχει προσωρινό χαρακτήρα και το πιθανότερο είναι ότι η χώρα θα οδηγηθεί πάλι σε εκλογές. 
Ενα ελληνο-ισραηλινό αμυντικό σύμφωνο, προυποθέτει πιθανότατα(αλλά όχι εξ΄ορισμού)μία ισχυρή κυβέρνηση Νετανιάχου με ευχέρεια λήψεως τέτοιου είδους αποφάσεων.
Αντίθετα η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από την Ελλάδα θα προσφέρει χαρά και ικανοποίηση σε οποιαδήποτε αμερικανική κυβέρνηση. 
Στον Trump, εξυπακούεται, αφού αυτός υπήρξε ο αρχιτέκτονας της αμερικανικής πρωτοβουλία για την Ιερουσαλήμ που τάραξε τα νερά, αλλά και στους Δημοκρατικούς που δεν θα τολμήσουν πλέον να ξεστρατίσουν από αυτήν την πολιτική. 
Ειδικά αν νικητής των επόμενων προεδρικών εκλογών είναι ο J. Biden που έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με το εβραικό λόμπυ και τον «Μπίμπι» προσωπικά.
Οι ΗΠΑ-υπό προυποθέσεις-θα στήριζαν μια ελληνο-ισραηλινή αμυντική σύμπραξη που θα ενίσχυε(αν βρεθούν ποτέ τα σχετικά κονδύλια) την πιθανότητα υλοποίησης του αγωγού East Med με στρατηγικό στόχο την παράκαμψη των στενών του Ορμούζ. 
Ας μην ξεχνάμε και ότι  το πρωτόκολλο συμφωνίας στρατιωτικής βοήθειας μαμούθ προς το Ισραήλ ύψους 38 δις δολαρίων, για το διάστημα 2019-2028, υπογράφηκε επί προεδρίας Obama το 2016.
    
Η απόρρητη πρόταση και οι επιφυλάξεις της κυβέρνησης

Σύμφωνα με εξακριβωμένες πληροφορίες η σημερινή ελληνική κυβέρνηση βολιδοσκοπήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση, νωρίς το περασμένο φθινόπωρο, από ανεπίσημο κανάλι με προνομιακή πρόσβαση, τόσο στο Ισραήλ και ειδικότερα στο στενό περιβάλλον του Netanyahu, όσο και στο αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. 
Εμφανίστηκε όμως εξαιρετικά διστακτική για λόγους που είναι δύσκολο να εξηγηθούν, δεδομένου ότι ο σημερινός πρωθυπουργός, λογικά, δεν θα έπρεπε να έχει  φιλο-αραβικές αγκυλώσεις.
Οι επιφυλάξεις που εγείρονται και από διπλωματικούς κύκλους του υπουργείου εξωτερικών εξαντλούνται στο γνωστό μοτίβο περί μη διατάραξης της «ελληνο-αραβικής φιλίας», αλλά και στην παρωχημένη αντίληψη ότι μπορεί να γίνουν συγκρίσεις της Ιερουσαλήμ με την διαιρεμένη Λευκωσία.
Αυτό το συγκεκριμένο στερεότυπο διακινείται διαχρονικά από κύκλους του υπουργείου εξωτερικών, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. 
Η σύγκριση μεταξύ Ιερουσαλήμ-Λευκωσίας είναι αδόκιμη και ασύμφορη. 
Αντιθέτως υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα πλήρους αποσύνδεσης της μίας περίπτωσης με την άλλην που ευνοούν τις ελληνικές, αλλά και τις κυπριακές επιδιώξεις στο διεθνές πεδίο. 
Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών έχει ήδη στα χέρια του μελέτη διακεκριμένου Αμερικανοεβραίου καθηγητή του Northwestern University με εξειδίκευση στον συγκεκριμένο τομέα διεθνούς νομολογίας.
Τα Ηνωμένα Εθνη με τα δεκάδες ατελέσφορα ψηφίσματα για το Κυπριακό(είναι ενδεικτικό ότι ούτε ένα από το 1974 μέχρι σήμερα δεν αναφέρει την Τουρκία ως εισβολέα και τα στρατεύματα της ως κατοχικά!) αποδείχτηκε ότι δεν είναι φιλόξενος τόπος για να ακουστούν και πολύ περισσότερο να υιοθετηθούν οι ελληνικές θέσεις.
Το είδαμε και πρόσφατα με την χλιαρή αν όχι εχθρική αντιμετώπιση των έντονων ελληνικών διαβημάτων περί της μη συμβατότητας του τουρκο-λιβυκού μνημονίου με το διεθνές δίκαιο.
Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο επιβάλει την άμεση απαγκίστρωση από ιδεοληψίες και στερεότυπα του παρελθόντος με την υιοθέτηση μιας ευέλικτης και ρεαλιστικής διπλωματικής γραμμής. 
Σε ότι αφορά τους φόβους για αντιδράσεις σχετικά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ θα πρέπει να τονισθεί ότι το Ισραήλ πέτυχε να αμβλύνει τις αντιθέσεις με μερίδα του αραβικού κόσμου, ιδιαίτερα  αυτή που διάκειται εχθρικά προς τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας(π.χ. Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία). 
Η Ελλάδα άλλωστε δεν έχει καμία ανταποδοτική υποχρέωση προς τα αραβικά κράτη καθόσον αυτά ουδέποτε μας στήριξαν στο θέμα της Κύπρου.
Ηδη ευρωπαικές χώρες όπως η Ουγγαρία, η Τσεχία, αλλά ακόμη και η γειτονική μας Ρουμανία που βλέπουν το εθνικό τους συμφέρον να εξυπηρετείται από μία στενότερη σχέση με τους Ισραηλινούς έσπευσαν εις πείσμα της «γραμμής Βρυξελλών» να αναγγείλουν το άνοιγμα διπλωματικών γραφείων στην Ιερουσαλήμ. 
Η Ελλάδα προκειμένου να πετύχει τον στόχο της καλείται να προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα με την πλήρη αναγνώριση της Ιερουσαλήμ. 
Όμως αυτό, ξαναλέμε, πρέπει να γίνει σε ένα πλαίσιο συνολικότερης συμφωνίας των δύο χωρών που θα εμπεριέχει σημαντικά ανταλλάγματα προς την ελληνική πλευρά(ιδιαίτερα στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας που φέρονται πρόθυμοι να αναστήσουν οι Ισραηλινοί)δημιουργώντας προυποθέσεις μίας συμμαχίας μακροπρόθεσμης διάρκειας και όχι συγκυριακής. 
Αυτή θα αποτελέσει και το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στην επεκτατική βουλιμία του Erdogan. 
Εναλλακτική λύση δύσκολα θα βρει η Ελλάδα…

www.bankingnews.gr
thumbnail
About The Author

0 comments