Αφιέρωμα: Η γεωπολιτική της Γλώσσας. Μέρος Α'


Γράφει ο Γιώργος Αϊβαλιώτης
Αναλυτής γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής ασφάλειας



Στην ιστορική επιστήμη υπάρχει ένας νόμος: Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές! Ως εκ τούτου σε αρκετές περιπτώσεις η «ιστορική αλήθεια» εξυπηρετεί τις θέσεις του ισχυρού και όχι την αντικειμενικότητα. Η αναφορά σε παραδείγματα ιστορικών σφαλμάτων και χαλκευμένων ιστορικών στοιχείων είναι περιττή, όταν είμαστε μάρτυρες πολλαπλών προσπαθειών για αλλοίωση της πιο πρόσφατης ιστορίας μας, για περιόδους που υπάρχουν ακόμα εν ζωή αυτόπτες μάρτυρες. Ωστόσο επειδή «Εν αποδείξει και επιστήμη και νους» θα ήταν καλό να αναζητούμε κατά την ιστορική μελέτη αποδείξεις και όχι ενδείξεις. 



Επ’ ευκαιρίας της Πρώτης Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνοφωνίας και Ελληνικού Πολιτισμού θεώρησα σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα «ιστορικό έγκλημα» παραποίησης της ιστορικής αλήθειας, το οποίο σχετίζεται με το μεγαλύτερο, ίσως, κληροδότημα των αρχαίων προγόνων μας: την Ελληνική Γλώσσα.

Η γλώσσα μας μπορεί να μας δώσει αμέτρητες πληροφορίες για ιστορικά δεδομένα. Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή υπάρχουν διπλωματικοί κύκλοι που διατηρούν ζωντανό, για δικούς τους λόγους, το ιστορικό ατόπημα του ονόματος των Σκοπίων (σ.σ. διότι το όνομα της Μακεδονίας δεν αποτελεί ζήτημα προς εξέταση). Αν εξετάζαμε το όνομα του βασιλιά των Παιόνων, κατοίκων της βορείου Μακεδονίας και νοτίου Βαρδάρσκας, του Αυδολέοντος, θα βλέπαμε ότι πρόκειται για καθαρά ελληνικό (φωνή λέοντος). Οι Παίονες ήταν ελληνικό φύλο το οποίο αποδεικνύει και η αρχαιολογία, μέσω των ασπίδων τους που έφεραν ελληνικά γράμματα. Το ίδιο ισχύει και με τις περιπτώσεις Φιλίππου, Αλέξανδρου, Ολυμπιάδος, Πέλλας (πέτρα) κτλ. Βλέπουμε δηλαδή ότι με μία απλή γλωσσολογική μελέτη μπορούμε να καταρρίψουμε οποιαδήποτε χαλκευμένη ιστορία, γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η γνώση και η ανάλυση μίας γλώσσας, ώστε να προκύψουν τα πρώτα κοινωνιολογικά και ιστορικά στοιχεία σε μία ιστορική έρευνα.




Η μεγαλύτερη παραχάραξη της ιστορίας μας δεν είναι κάποιο ιστορικό ζήτημα ανάμεσα σε εμάς και τους γειτόνους μας Τούρκους, Σκοπιανούς και άλλους. Είναι η παραχάραξη της ίδιας της προέλευσης της φυλής μας! Είναι το αφήγημα, το οποίο διδασκόμαστε από την παιδική μας ηλικία περί κοινής προέλευσης όλων των Ευρωπαίων από μία και μόνο φυλή: την ινδοευρωπαϊκή!

Η θεωρία του ινδοευρωπαϊσμού προήλθε ως γνωστόν από την παρατήρηση ότι αρχαίες και νεώτερες γλώσσες(Σανσκριτική, Ελληνική, Κελτική, Λατινική, Γερμανική κλπ κλπ) παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες. Η πιθανότητα κοινής καταγωγής κάποιων από τις γλώσσες, που τελικά συγκατελέγησαν στις ινδοευρωπαϊκές, προτάθηκε για πρώτη φορά, από τον Μάρκους Τσίριους φαν Μπόξχορν το 1647, που θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια ιρανική γλώσσα. Η θεωρία του φαν Μπόξχορν δεν έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν είχε συνέχεια. Επίσης δεν έκανε λόγο για ινδοευρωπαϊσμό, αλλά για κοινή καταγωγή κάποιων γλωσσών από την σκυθική. Μην ξεχνάμε σε αυτό το σημείο ότι ο χρόνος, στον οποίο γεννάται αυτή η θεωρία δεν είναι τυχαίος. Στην Ευρώπη ο διαφωτισμός μόλις ξεκινά και ήδη ασχολούνται με αρχαία ελληνικά συγγράμματα και τα μέσα του 17ου αιώνα είναι ίσως το αποκορύφωμα των γενεσιουργών διαδικασιών αυτού του ρεύματος. Υπάρχει διάχυτη η ανάγκη ανακαλύψεων και συγγραφής ερευνών, προκειμένου, οι λόγιοι της εποχής, να αντιγράψουν τους "ήρωές" τους Σωκράτη, Πλάτωνα κτλ και να πάρουν δόξα, όπως ακριβώς δοξάζονταν στα ευρωπαϊκά σαλόνια οι αρχαίοι συγγραφείς. Γενικά πάντως είναι η εποχή, που όλη η «καλή κοινωνία» ασχολείται με την αρχαία Ελλάδα κι έτσι είναι φυσιολογικό να ακούγονται διάφορες απόψεις για το θέμα.

Εν συνεχεία άλλος ένας που ασχολήθηκε με το θέμα ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αγ.Πετρούπολης, Θεόφ. Μπάγιερ (1690-1738), ο πρώτος που παρατήρησε την ομοιότητα των ριζών, καταλήγοντας όμως στο συμπέρασμα ότι τα Σανσκριτικά προέρχονται από τα Ελληνικά και όχι το αντίθετο. Φυσικά δεν επιλέχτηκε ποτέ η διάδοση αυτής της εκδοχής, μιας και αυτό θα σήμαινε ότι η ελληνική γλώσσα, θα έπρεπε να γίνει αποδεχτή, ως μίας από τις αρχαιότερες γλώσσες του κόσμου. 







Σκεφτείτε σε αυτό το σημείο ότι η Ελλάδα, την εποχή εκείνη, είναι υποδουλωμένη στους Τούρκους χωρίς κανένας στην Ευρώπη να πιστεύει, ότι θα απελευθερωθεί ποτέ. Η απόδοση στην Ελλάδα οποιουδήποτε προτερήματος, ή ιστορικού/πολιτισμικού κατορθώματος θα σήμαινε ότι αυτή η απόδοση, γίνεται στηνΟθωμανική αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί έχουν εκμηδενίσει κάθε τι ελληνικό, προσπαθώντας να αποφύγουν την παραδοχή κάθε εθνικής υπόστασης, εντός της επικρατείας τους. Την ίδια στιγμή θεωρούν κάθε κληροδότημα των αρχαίων προγόνων μας, ως δικό τους, αφού κατέχουν την περιοχή, ενώ και η Ιερή Συμμαχία αποφεύγει την αναγνώριση μίας ελληνικής μειονότητας, τόσο για τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και για τη διασφάλιση της εξουσίας τους, από ταξικές επαναστάσεις.

Επίσης εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν βιώσει τη διαδικασία και εξέλιξη του αποικιοκρατισμού, από θέση ισχύος, και είχαν διαπιστώσει πώς επηρεάζεται η αδύναμη σε ισχύ αποικιοκρατούμενη κοινωνία και την ανθεκτικότητα που παρουσιάζει ο ισχυρός αποικιοκράτης σε αυτή την επαφή. Μία αποδοχή πως οι ευρωπαϊκές γλώσσες προέρχονταν από την ελληνική θα ανέτρεπε όλο το «ευρωπαϊκό σύμπαν», ενώ στο μυαλό κάθε Ευρωπαίου ήταν πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί πως αυτός επηρέαζε για πάντα τους πάντες.

Αναλογιστείτε πως η ελληνική κληρονομιά της γνώσης, της φιλοσοφίας και των επιστημών ήταν αδύνατο να μην αποτελέσει μήλον της έριδος για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες της εποχής, οι οποίες δε θα δεχόντουσαν την οποιαδήποτε ανωτερότητα των κουρελήδων Ελλήνων ραγιάδων, καθότι ούτε η εικόνα βοηθούσε, αλλά ούτε και η ψυχοσύνθεση της βορείου Ευρώπης και των ηγεμόνων αυτής επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ακόμη και ο ανούσιος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής επέβαλε την αντιπαράθεση μεταξύ των σε κάθε πεδίο, ακόμα και στο ποιος διέθετε τον πιο παλιό ανθρώπινο σκελετό. Επρόκειτο τόσο για στράτευση της ιστορικής και αρχαιολογικής επιστήμης στην επίδειξη της υποτιθέμενης ανωτερότητας, όσο και μία προέκταση της οικογενειακής ιστορίας βασιλικών οικογενειών, που συγγένευαν μεταξύ τους και ως εκ τούτου το ίδιο θεωρούσαν ότι ίσχυε και για τους υπηκόους τους. Επιπλέον σε μία Ευρώπη με συνεχείς προσαρτήσεις και αλλαγές εδαφών με πληθυσμούς που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες αλλά ανήκαν στην εξουσία του ίδιου μονάρχη και με διάφορα θρησκευτικά, αιρετικά ρεύματα να γεννώνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ιστορία είχε αποδείξει ότι μπορεί να επιτύχει την απαραίτητη συνοχή και το ακμαίο ηθικό για την υποστήριξη της εξουσίας του βασιλιά από κινδύνους, αλλά και την στήριξη της ιερατικής εξουσίας από νέες αιρετικές απειλές. Η αίσθηση, ιδιαίτερα την εποχή της Αναγέννησης, πως αυτές οι ετερόκλητες πληθυσμιακές ομάδες διαθέτουν ιδιαίτερες καταβολές εξυπηρετούσε τους σκοπούς της κοινής ιστορικής καταγωγής.

Πρώτος που φαίνεται πως "ανακάλυψε" τον όρο του ινδοευρωπαϊσμού ήταν ο ερασιτέχνης γλωσσολόγος και κατά επάγγελμα δικαστής, στην κατεχόμενη, από τους Άγγλους αποικιοκράτες, Καλκούτα, Γουλιέλμος-Ουίλιαμς Τζωουνς (1746-1794). Αυτός, σαν καλεσμένος και ομιλητής στα εγκαίνια της "Ασιατικής Εταιρείας της Βεγγάλης", στην πόλη Καλκούτα, θέλοντας να εγκωμιάσει την Ινδία, είπε:  "Όλος ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός οφείλεται σε εσάς, εφόσον οι Έλληνες προέρχονται από τους πανάρχαιους προγόνους σας".





Με την Ελλάδα ανύπαρκτη ως εθνική και κρατική οντότητα ικανή να αντιδράσει, ήταν πολύ εύκολο για οποιονδήποτε επιτήδειο να καπηλευτεί όποιο κομμάτι της ιστορίας της επιθυμούσε. Επιχείρημά του ήταν ότι στις μελέτες του ανακάλυψε ότι τα Σανσκριτικά είχαν συγγένεια με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Φυσικά μία μεγάλη λεπτομέρεια είναι πως δε νοείται γλώσσα, χωρίς έθνος που να την ομιλεί. Η δήλωση για την ύπαρξη μίας γλώσσας, αυτόματα επισύρει και τη δήλωση για την ύπαρξη ενός έθνους και ο Τζόουνς δεν έδειξε ποτέ στοιχεία για κάτι τέτοιο.

Από εκεί και πέρα πολλοί ήταν οι λαοί που προσπάθησαν να κλέψουν λίγο από την δόξα και το μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι οι Έλληνες ήταν πρόγονοι τους, που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, κάποια στιγμή στο παρελθόν. Ο λόρδος Μπούλβερ (1835) έγραψε ότι οι Έλληνες είναι απόγονοι των βορειοευρωπαίων επειδή ήταν ξανθοί (πρόκειται για γενίκευση μερικών στοιχείων επί όλων των ελληνικών φύλων), άρα κατέβηκαν από τον βορρά. Τέτοια επιχειρήματα μπορεί να ακούγονται γελοία σήμερα, ωστόσο εκείνη την εποχή ήταν αρκετά για να γίνουν πιστευτές τέτοιες θεωρίες. Το χειρότερο είναι πως οι σημερινές θεωρίες έχουν στηριχτεί σε αυτές τις σαθρές επιχειρηματολογικές βάσεις. Διότι η ανάπτυξη μίας γλωσσολογικής θεωρίας πάνω σε αντίστοιχες ανθρωπολογικές, απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων, μόνο ως τέτοια μπορεί να χαρακτηριστεί.

Το ινδοευρωπαϊκό έθνος που χρησιμοποιείται αναγκαστικά από τους υποστηρικτές της εν λόγω θεωρίας, είναι μία καθαρή εφεύρεση για τη στήριξη της, λόγω του νόμου που προαναφέραμε περί σχέσεως Έθνους-Γλώσσας. Σύμφωνα με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, την 3η χιλιετία π.Χ., άνθρωποι από την Ινδία έφτασαν στα Ουράλια, όπου και εγκαταστάθηκαν. Στη συνέχεια μετανάστευσαν: ένα μέρος προς τη Δ. Ευρώπη και ένα άλλο κατήλθε μέχρι το νότο της χερσονήσου του Αίμου το 2000π. Χ. ως Ίωνες, το 1800π.Χ. ως Αχαιοί και το 1100 π.Χ. ως Δωριείς. Αργότερα, έτερη θεωρία, ανέφερε ως κοιτίδα των ινδοευρωπαϊκών ή ιαπετικών λαών τη βόρεια ή κεντρική Ευρώπη, από όπου ένα μέρος προχώρησε ως την Ινδία και οι υπόλοιποι δια μέσου της κοιλάδας του Αξιού έως τον ελλαδικό χώρο. Φαίνεται λοιπόν πως ακόμα και οι υποστηρικτές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας δεν έχουν σαφή εικόνα για τον τρόπο που η θεωρία αυτή μπορεί να στηριχτεί μέσω ενός φύλου.

Αργότερα, το γερμανικό ετυμολογικό λεξικό Duden χρησιμοποιεί στον όρο «Ινδογερμανική ρίζα», παρ’ όλο ότι ο γερμανός γλωσσολόγος Φράντς Μπόπ, από τους πρώτους υποστηρικτές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, στο βιβλίο του «Συγκριτική Γραμματική» το 1857 σημείωνε: «Δεν μπορώ να επιδοκιμάσω την έκφραση «Ινδογερμανική», επειδή δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να θεωρήσουμε τους Γερμανούς ως εκπροσώπους των λαών της ηπείρου μας…»






Ο λόγος της γέννησης του όρου ινδογερμανισμός έγκειται στο γεγονός ότι το γερμανικό κράτος είναι ένα συνονθύλευμα από βασίλεια – φέουδα, ενώ είναι εμφανής η ανάγκη μίας ιστορικής ρίζας για το κράτος τηςΠρωσίας, που βρίσκεται σε βρεφική ηλικία. Σε αυτό το σημείο θα αναγκαστώ για άλλη μια φορά να αναφερθώ στις ιστορικές στιγμές της εποχής, ώστε η κριτική μας σκέψη να συμπλέει αρμονικά με την εποχή και το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διεξάγονται αυτές οι δηλώσεις. Ο Μποπ έζησε αρχικά τις ταπεινώσεις της Πρωσίας από το γαλλικό στρατό, στις μάχες της Ιένα και του Αουερστάντ. Οι ήττες αυτές και η κατάληψη περιοχών της Πρωσίας από τα γαλλικά στρατεύματα οδήγησαν στη γένεση του γερμανικού εθνικισμού. Η μάχη του Βατερλό αποτέλεσε την απαρχή της τόνωσης του ηθικού και του εθνικισμού των Πρώσων, οι οποίοι πλέον αναζητούσαν την επίδειξη της ανωτερότητάς τους εν μέσω, γεωγραφικά, της πολυπαθούς, από πολέμους, Ευρώπης. 
Την ίδια στιγμή οι γείτονες της νεοσύστατης Πρωσίας ήταν μεγάλες, πατροπαράδοτες δυνάμεις. Όλα αυτά οδήγησαν στη γέννηση των όρων «ινδογερμανισμός», «ινδογερμανική γλώσσα» κτλ και στην εμφάνιση και του όρου «άριος» (στα Σανσκριτικά σημαίνει ευγενής) από τους Γερμανούς, αναπτύσσοντας τη θεωρία της ομόκεντρης επέκτασης των ινδοευρωπαίων και φυσικά της άμεσης καταγωγής των ιδίων από αυτή τη φυλή. Μάλιστα η θεωρία αυτή των ευγενών φύλων αναπτύχθηκε με επιμονή από τον κόμη ντε Γκομπινώ (Comte de Gobineau) και αργότερα από τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν (Houston Stewart Chamberlain). Οι Γερμανοί, την ίδια στιγμή, άρπαζαν κάθε λογής αρχαιότητα και τη μετέφεραν στο Βερολίνο προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την καπήλευση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.


Κατά την ινδοευρωπαϊκή θεωρία υπάρχει διαφωνία για την αρχική γεωγραφική θέση, η αποκαλούμενη «Urheimat» ή «κοιτίδα». Υπάρχουν σήμερα, κυρίως δύο προτάσεις:
1. οι στέπες, βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας (θεωρία Κουργκάν)
2. η Ανατολία (θεωρία Κόλιν Ρένφριου)
Οι υποστηρικτές της υπόθεσης Κουργκάν τείνουν να χρονολογούν την πρωτογλώσσα περίπου στο 4.000 π.Χ., ενώ οι υποστηρικτές της καταγωγής από την Ανατολία, συνήθως, τη χρονολογούν αρκετές χιλιετίες νωρίτερα, συνδέοντας τη διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με τη νεολιθική διάδοση της γεωργίας (Ινδοχεττιτική θεωρία), τέλος οι υποστηρικτές της παλαιολιθικής συνέχειας την χρονολογούν ακόμα παλαιότερα κάπου στην ανώτερη παλαιολιθική.






Στα επόμενα μέρη της έρευνας θα δούμε τους μηχανισμούς και τις θεωρίες, όχι μόνο του λεγόμενου ινδοευρωπαϊσμού, αλλά και αυτές που τείνουν να μειώσουν την ελληνική ταυτότητα της γλώσσας μας. Επίσης θα δούμε τους λόγους για τους οποίους οι θεωρίες αυτές παραμένουν μόνο θορυβώδεις θεωρίες και όχι ιστορία και θα γνωρίσουμε λίγο περισσότερο το δώρο με το οποίο οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μας τίμησαν, ένα δώρο που ανήκει σε αυτούς και όχι σε κάποια άλλη οντότητα. 

http://www.geopolitics.com.gr/
thumbnail
About The Author

0 comments