Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς
Η στρατιωτική ισχύς του Ελληνισμού ως ένα όργανο κρατικής εξουσίας εκτιμάται ως περιορισμένο, δαπανηρό και εύθραυστο. Τρεις χαρακτηρισμοί που δηλώνουν την τρέχουσα κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων αλλά ιδιαιτέρως του Πολεμικού Ναυτικού. Ενώ στην υψηλή στρατηγική περιγράφετε η στρατιωτική ισχύ ως παράγον που πρέπει να διατηρηθεί και να χρησιμοποιηθεί έμμεσα ως μέσο πολιτικού εξαναγκασμού, παραμένει μόνο ως σύσταση που εδώ και καιρό αγνοείται από τις πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας. Οι ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ως αποτελεσματικό εργαλείο για άμεσο πολιτικό εξαναγκασμό, επηρεάζοντας τους αντιπάλους μας, προωθώντας τα ελληνικά συμφέροντα και οδηγώντας την εξωτερική πολιτική. Η αποφυγή της αξιοποίησης των ΕΔ ως λύση σε διπλωματικά προβλήματα έχει προκαλέσει σύγχυση της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας και της ναυτικής στρατηγικής οδηγώντας ουσιαστικά τους περιορισμένους και εύθραυστους πόρους, στο χείλος της αποτυχίας. Η υπερβολική γήρανση του στόλου, η πίεση που δημιουργήθηκε από τις μη βιώσιμες απαιτήσεις που τίθενται στα στελέχη λόγω του μεταναστευτικού προβλήματος, επισημαίνουν τις επιπτώσεις της υπερβολικής απασχόλησης με αποτέλεσμα την έλλειψη επιχειρησιακής και στρατηγικής κατεύθυνσης.
Το επίκεντρο είναι πώς να διορθώσουμε τα προβλήματα. Βιαζόμαστε να βρούμε μια λύση. Τι γίνεται αν το Πολεμικό Ναυτικό παραβλέψει μια σημαντική παράμετρο που είναι ο αξιόπιστος έλεγχος των θαλασσίων ζωνών; Η απάντηση είναι ότι θα έχουμε μια αποτυχημένη ναυτική στρατηγική και, κατ’ επέκταση, μια ανύπαρκτη Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας. Η έλλειψη στρατηγικής εστίασης σημαίνει ότι η επιχειρησιακή σχεδίαση συχνά είναι τυχαία, αόριστη και της τελευταίας στιγμής. Το Ναυτικό, ως μια εξαιρετικά κινητή δύναμη, συχνά φέρει το βάρος των αλλαγών πολιτικής και των αλλαγών προτεραιοτήτων. Οι ναυτικοί πόροι μέχρι σήμερα αντιμετωπίζονται ως ανεξάντλητοι και όχι ως δύναμη που πρέπει να διατηρηθεί, γεγονός που αναγνωρίζεται από την ηγεσία του Ναυτικού. Όλες οι στρατιωτικές ηγεσίες αναγνώριζαν και αναγνωρίζουν ότι το Ναυτικό προσπαθεί να κάνει πάρα πολλά με πολύ λίγα.
Δεδομένης της απόδειξης ότι η μη αναγνώριση της περιορισμένης φύσης, του κόστους και της ευθραυστότητας του Πολεμικού Ναυτικού θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των στελεχών έφτασε η ώρα να επανεξετάσουμε τη ναυτική στρατηγική. Πώς όμως θα ευθυγραμμιστεί με μια Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του ως μέσο εθνικής ισχύος; Έφτασε η στιγμή να στρέψουμε ξανά το βλέμμα μας προς τη θάλασσα και να εξετάσουμε τις εθνικές προτεραιότητες αποδεχόμενοι ότι ο Ελληνισμός δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να είναι ισχυρός στη θάλασσα.
Επανεξέταση της ναυτικής στρατηγικής
Η ανάπτυξη μιας ναυτικής στρατηγικής είναι ζωτικής σημασίας για την επιτυχή επιχειρησιακή ανάπτυξη των περιορισμένων ναυτικών πόρων μας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, προσπάθησε να κτίσει ένα νέο Ναυτικό με την προμήθεια του θωρηκτού Αβέρωφ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Η ναυτική στρατηγική του Ε. Βενιζέλου επικεντρώθηκε στην υπόθεση ότι τα θαλάσσια κράτη απαιτούν ένα μεγάλο Ναυτικό. Μόνο που αυτή η προσπάθεια δεν είχε συνέχεια μετά τις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου με τις οποίες απελευθερώθηκε ολόκληρο το Αιγαίο. Επανερχόμενοι στο σήμερα πρέπει να δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα, ποιος είναι ο σκοπός του Ναυτικού;
Πιστεύω ότι η ναυτική στρατηγική πρέπει να είναι προσανατολισμένη, ώστε οι ναυτικές δυνάμεις του Στόλου, να προωθούν τα συμφέροντα του Ελληνισμού σε ένα διεθνές περιβάλλον ασφάλειας που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, μεταβολές, πολυπλοκότητα και αλληλεξαρτήσεις. Αυτό το περιβάλλον περιλαμβάνει γεωπολιτικές αλλαγές και αυξανόμενες στρατιωτικές προκλήσεις που επηρεάζουν βαθιά αυτήν τη στρατηγική. Η ναυτική στρατηγική δίνει στο Πολεμικό Ναυτικό την ευθύνη να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά δεν έχουμε κάνει καμία προσπάθεια σχετικά με τον πρωταρχικό ρόλο του σε αυτό. Απαντάμε στο τι, αλλά όχι στο πώς.
Το ζήτημα του τρόπου αξιοποίησης της στρατιωτικής ισχύος έχει οδηγήσει τους ηγέτες και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής από τη μεταπολίτευση και μετά σε εποχές αλλαγής στρατηγικών προτεραιοτήτων. Έτσι διαμορφώθηκε μια ναυτική στρατηγική η οποία αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αποτροπή, και αν ήταν απαραίτητο, την εξόντωση του αντιπάλου. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 το Πολεμικό Ναυτικό είχε υιοθετήσει συνεχείς περιπολίες και παρουσία στο Ανατολικό Αιγαίο κατά μήκος ολόκληρης της συνοριακής γραμμής, για να περιγράψει την υποστήριξή του στα εθνικά συμφέροντα. Αντικατοπτρίζοντας με αυτή τη στρατηγική, την ανάγκη σε διαφορετικές περιστάσεις να προβάλλει την ισχύ στη θάλασσα για να ασκήσει επιρροή για διατήρηση της ειρήνης σηματοδοτώντας επιστροφή σε μια εποχή διπλωματίας των κανονιοφόρων ή απειλή χρήσης περιορισμένης ναυτικής ισχύος που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πλεονεκτήματος στην επίλυση των διεθνών διαφορών με την Τουρκία, όπως διαγράφηκε στην κρίση του 1987. Όμως μετά την κρίση των Ιμίων το 1996, ο όρος διπλωματία των κανονιοφόρων έχασε τη σημασία του λόγω των αρνητικών συνθηκών που σχετίζονται με αυτό, και τη συμφωνία που επετεύχθη με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και την αποχώρηση των πλοίων, των σημαιών και των στρατευμάτων. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι η αποτελεσματικότητα της διπλωματίας των κανονιοφόρων εξαρτάται κυρίως από την αξιοπιστία του κράτους να επιβάλλει τη θέλησή του στον αντίπαλο. Κάτι που εξέλειπε από την Ελληνική κυβέρνηση.
Στο σημερινό περιβάλλον, ο Στόλος είναι πλέον πολύ γερασμένος και το Πολεμικό Ναυτικό φαίνεται αδύνατο, αφού στερείται του στρατηγικού σκοπού και των πόρων για την αποτελεσματική εφαρμογή στο ζωτικό θαλάσσιο χώρο ενεργείας που περιλαμβάνει όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Δεν υπάρχει καμία κατευθυντήρια στρατηγική αρχή για την επιχειρησιακή απασχόληση της ναυτικής δύναμης, και το Ναυτικό εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως ενεργό εργαλείο της διπλωματίας σε μια εποχή χωρίς στρατηγικές προτεραιότητες. Καθώς ο ανταγωνισμός για τις θαλάσσιες ζώνες και περιοχές εντείνεται όλο και περισσότερο, ο ρόλος του Ναυτικού πρέπει να προσδιοριστεί καλύτερα. Πρακτικά, πρέπει να αλλάξουμε τον στόχο της Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας από τον περιορισμό στο Αιγαίο, στην ανάπτυξη και στη διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η εξελισσόμενη στρατηγική μας πρέπει να επικεντρωθεί σε περιφερειακές απρόβλεπτες καταστάσεις όπου βρίσκονται τα εθνικά μας συμφέροντα.
Το Ναυτικό χρειάζεται να διαθέτει τους πόρους ώστε να ανταποκριθεί σε αυτές τις επιταγές. Να μπορεί να απαντήσει σε περιφερειακά έκτακτα επεισόδια και σε σημεία προβληματισμού αμέσως. Σε μέρη όπως η Κύπρος ή στην περιοχή νοτίως της Κρήτης και του Λιβυκού πελάγους, το Ναυτικό θα απαιτηθεί να ανταποκριθεί σε κρίσεις με χτυπήματα στην ανοικτή θάλασσα. Το Ναυτικό καλείται πλέον να αμφισβητήσει τις υπερβολικές αξιώσεις, των αντιπάλων μας Τούρκων και να διεξάγει εκτεταμένες περιπολίες σε μια ευρέως διασκορπισμένη περιοχή. Αυτές οι επιχειρήσεις, όλες θεωρούνται ζωτικής σημασίας, και έχουν επεκταθεί οι απαιτήσεις σε πόρους του Ναυτικού καθώς οι αποστολές επεκτείνονται σε ένα εκτεταμένο θαλάσσιο περιβάλλον.
Ευθυγράμμιση με τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας
Μια νέα ναυτική στρατηγική πρέπει να προέλθει από τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας και να την υποστηρίξει. Κυρίως το Ναυτικό παρουσιάζει αδυναμίες ώστε να μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό του ρόλου του με αξιοπιστία, αναγνωρίζοντας τον περιορισμένο χαρακτήρα των ναυτικών μας δυνάμεων. Σήμερα διαθέτουμε ένα αριθμό γερασμένων κυρίων μονάδων κρούσεως. Η εκτίμηση μιας νέας δομής δυνάμεων του Ναυτικού απαιτεί έναν ανανεωμένο στόλο για να ανταποκριθεί στις τρέχουσες και αναμενόμενες απαιτήσεις. Ακόμη και οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις αμφιβάλλουν ότι το Πολεμικό Ναυτικό θα επιτύχει αυτόν τον στόχο, καθώς τα ποσοστά ναυπηγικής κατασκευής είναι πολύ χαμηλά έως ελάχιστα και όλες οι προτάσεις προγράμματος είναι πολύ δαπανηρές. Ωστόσο, εν όψει της πραγματικότητας μιας περιορισμένης δύναμης που θα ήταν υπερβολικά δαπανηρή για να ανταποκριθεί στη ζήτηση, το Ναυτικό συνεχίζει να λαμβάνει αυξημένα καθήκοντα αποστολής από την πολιτεία ως αποτέλεσμα των προσπαθειών να ασκήσει επιρροή διπλωματικά και πολιτικά σε όλο το θαλάσσιο χώρο χωρίς εστίαση.
Μια νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας απαιτείται να χαραχθεί με προσανατολισμό τη κατάδειξη ό,τι η ουσιαστική αλλαγή στη χρήση των ενόπλων δυνάμεων για διπλωματικούς σκοπούς δεν είναι απίθανη, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη. Επίσης να αναγνωρίσει το πρόβλημα ότι ο κατάλογος των πιθανών απειλών παραμένει μακρύς και αναπτύσσεται. Καθώς η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας εκτιμάται ό,τι θα προσβλέπει την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη προκλητικότητα της Τουρκίας, και των άλλων μακροχρόνιων Ελληνικών συμφερόντων, οι απαιτήσεις για την ανανέωση του Στόλου θα είναι το κύριο ζήτημα στο σημείο που να επιτρέπεται να εκτελέσει με ασφάλεια τις αποστολές του. Η νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας απαιτείται να δώσει προτεραιότητα στις απειλές που αντιμετωπίζουμε και στους πόρους που πρέπει να επιτρέψουμε όχι μόνο για μια γρήγορη απάντηση σε οποιαδήποτε πρόκληση, αλλά και την ικανότητα να είμαστε πραγματικά ισχυροί όταν και όπου είναι απαραίτητο να το κάνουμε.
Μια νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας η οποία να αναγνωρίσει τις λανθασμένες πολιτικές του παρελθόντος που έχουν δημιουργήσει περιορισμούς στην ικανότητά μας να αλλάζουμε δραστικά τη στρατηγική μας κατεύθυνση.
Επίλογος
Απαιτείται επανεξέταση της ναυτικής στρατηγικής και συζήτηση για την ορθή χρήση της περιορισμένης ναυτικής μας δύναμης σε έναν πολυπολικό περιβάλλον. Πώς θα μοιάζει μια νέα στρατηγική στην αναδυόμενη νέα διεθνή τάξη στη Μεσόγειο και τι ρόλο θα διαδραματίζει το Ναυτικό; Όσον αφορά τη στρατηγική, δεν μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά από την απουσία μας, καθώς η παρουσία μας παρέχει εγγυήσεις των δεσμεύσεών μας στους εταίρους μας και στους συμμάχους μας.
Το Ναυτικό πρέπει να αναγνωρίσει τον περιορισμένο, δαπανηρό και εύθραυστο χαρακτήρα της ισχύος και να εφαρμόσει επιχειρησιακή σχεδίαση στις αποστολές που υποστηρίζουν τα εθνικά μας συμφέροντα και δικαιολογούν τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Η νέα Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας απαιτείται να καθιερώσει μια σαφή στρατηγική κατεύθυνση με προτεραιότητα στα εθνικά συμφέροντα, ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και κατάλληλα με τους πόρους των ενόπλων δυνάμεων. Το Ναυτικό πρέπει να παρέχει αυτή την εστίαση και μια ρεαλιστική προσδοκία σχετικά με την ικανότητά του.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior researcher of Strategy International και Member of Institute for National and International Security
0 comments